Κάτω από τον ουρανό του τίποτα

Σχέδιο του Αλέκου Φασιανού
Σχέδιο του Αλέκου Φασιανού

Τρία μικρά κομμάτια στη μνήμη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ


1

Όποιος ζει συ­ντρο­φιά με την ποί­η­ση και τα φα­ντά­σμα­τά της επι­νο­εί, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, μια χώ­ρα στην οποία κα­τα­φεύ­γει. Μια χώ­ρα ανύ­παρ­κτη και ονει­ρι­κή και την ίδια ακρι­βώς στιγ­μή πιο πραγ­μα­τι­κή απ` την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η επι­νοη­μέ­νη χώ­ρα της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ ονο­μά­ζε­ται Λυ­πιού και εί­ναι, όπως και τ` όνο­μά της υπο­δη­λώ­νει, ένας τό­πος λύ­πης. Το ομο­λο­γεί η ίδια λέ­γο­ντας ότι: η Λυ­πιού εί­ναι μια χώ­ρα που έφτια­ξα για να 'μαι πά­ντα ένα μ΄ αυ­τά που 'χω χά­σει. Δεν υπάρ­χει πα­ρη­γο­ριά εδώ και ο φο­βε­ρός άνε­μος του θα­νά­του και της ζω­ής μπαί­νει σφυ­ρί­ζο­ντας μέ­σα από τα σπα­σμέ­να τζά­μια. Η Λυ­πιού εί­ναι λοι­πόν ένας τό­πος πα­ρά­ξε­νος μέ­σα στον οποίο ζει κα­νείς χω­ρίς να πε­ρι­μέ­νει κα­μιά αντα­μοι­βή, ου­ρά­νια ή επί­γεια, και όπου τα τύ­μπα­να του έρω­τα χτυ­πούν πέν­θι­μα, πιο πέν­θι­μα κι απ΄ ό,τι χτυ­πούν στην πραγ­μα­τι­κή ζωή, και όπου ακό­μα και η σάρ­κα, ή κυ­ρί­ως αυ­τή, εί­ναι μια έρη­μος. Ωραία έρη­μος η σάρ­κα, όπως λέ­ει αλ­λού η ποι­ή­τρια, αλ­λά έρη­μος πά­ντα. Πού θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να κα­τα­φύ­γει κα­νείς, αφού ακό­μα και οι τό­ποι που επι­νο­ού­με εί­ναι όλοι πο­τι­σμέ­νοι από τη θλί­ψη; Νο­μί­ζω ότι εί­ναι ένα ερώ­τη­μα στο οποίο κα­νέ­νας ποι­η­τής δε μπό­ρε­σε πο­τέ να βρει μιαν απά­ντη­ση.

2

Οι ποι­η­τές όλοι, από κα­τα­βο­λής κό­σμου, εί­ναι βα­σα­νι­σμέ­νοι απ` τη σκιά της τρέ­λας επει­δή ψη­λα­φούν με χέ­ρι τυ­φλού τις άπει­ρες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες της ζω­ής, και ταυ­τό­χρο­να διαι­σθά­νο­νται το τρα­γι­κό της αδιέ­ξο­δο. Μας μέ­νει τε­λι­κά μό­νο η ήρε­μη και συ­μπο­νε­τι­κή απο­δο­χή των εγκο­σμί­ων, κα­θώς τεί­νου­με αρ­γά ή γρή­γο­ρα ένα χέ­ρι συμ­φι­λί­ω­σης στην επί­γεια μοί­ρα. Νο­μί­ζω ότι αυ­τές οι πρό­χει­ρες σκέ­ψεις βρί­σκο­νται μέ­σα στον πυ­ρή­να και στην καρ­διά του έρ­γου αυ­τής της ση­μα­ντι­κής ποι­ή­τριας, η απώ­λεια της οποί­ας πέ­ρα­σε απα­ρα­τή­ρη­τη σχε­δόν, μέ­σα στο χά­ος και την τρέ­λα αυ­τής της φο­βε­ρής παν­δη­μί­ας. Θέ­λη­σα ν΄ ανα­φερ­θώ σ` αυ­τήν τη μι­κρή ενό­τη­τα ποι­η­μά­των με τον τί­τλο Λυ­πιού, επει­δή κα­τα­νοώ το βα­θύ νό­η­μά τους και με συ­γκι­νούν πο­λύ. Πα­ρά ταύ­τα, προ­μη­νύ­ο­νται κι ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες, μας λέ­ει αλ­λού, κι αυ­τό εί­ναι ένα ακό­μα μή­νυ­μα που η ποί­η­σή της κο­μί­ζει, και το οποίο θα πρέ­πει επί­σης να έχου­με πά­ντο­τε στο νου μας. Προ­μη­νύ­ο­νται κι ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες, έστω και μέ­σα στη λο­γι­κή του ύπνου και του ονεί­ρου μο­νά­χα και η ζωή λά­μπει πά­ντο­τε και ακτι­νο­βο­λεί μέ­σα από το τρα­γι­κό αί­νιγ­μά της μα­ζί με όλα της τα φώ­τα, σαν μια πό­λη ολο­ζώ­ντα­νη, βυ­θι­σμέ­νη κά­τω από το νε­ρό.

3

Θα ήθε­λα να κλεί­σω με μια ανα­φο­ρά σ' ένα άλ­λο ποί­η­μα. Στο γνω­στό, υπέ­ρο­χο και εμ­βλη­μα­τι­κό Στον ου­ρα­νό του τί­πο­τα με ελά­χι­στα. Όπως όλοι οι σπου­δαί­οι ποι­η­τές, η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, βα­δί­ζο­ντας προς το τέ­λος, πλη­σιά­ζει αρ­γά τη με­γά­λη, πι­κρή αλή­θεια της ζω­ής. Της ζω­ής που πά­ντα κερ­δί­ζει, ενώ χά­νου­με όλοι εμείς. Δεν χρειά­ζε­ται άλ­λο πια να θέ­του­με ερω­τή­μα­τα, δεν χρειά­ζε­ται να πα­σχί­ζου­με, να χύ­νου­με δά­κρυα ή ν' ανα­ρω­τιό­μα­στε για τη ζωή και το νό­η­μά της. Ο κό­σμος εί­ναι αυ­τό που εί­ναι, χω­ρίς άλ­λη εξή­γη­ση. Ακό­μα κι αν υπάρ­χει εξή­γη­ση δεν μας δό­θη­κε πο­τέ. Αυ­τό εί­ναι όλο κι όλο ό,τι χρειά­ζε­ται να ξέ­ρου­με. Ού­τε και η ποί­η­ση έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να μας πα­ρη­γο­ρή­σει για τον χρό­νο που χά­νε­ται, για την απώ­λεια μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής που γλι­στρά αρ­γά μέ­σα από τα δά­χτυ­λά μας, για το ανέ­φι­κτο όρα­μα της ευ­τυ­χί­ας. Ωστό­σο, αυ­τό που προ­σπα­θή­σα­με να κά­νου­με στον ελά­χι­στο χρό­νο που μας δό­θη­κε, οι λέ­ξεις που εί­πα­με κι εκεί­νες που δεν κα­τα­φέ­ρα­με να πού­με πο­τέ, οι ει­κό­νες των λί­γων αν­θρώ­πων που αγα­πή­σα­με, όλα αυ­τά εί­ναι μέ­ρος της κλη­ρο­νο­μιάς που αφή­νου­με, εί­ναι αυ­τά τα ελά­χι­στα που μας επι­τρέ­πε­ται να πά­ρου­με σαν τα­πει­νές απο­σκευ­ές μα­ζί μας, ανα­χω­ρώ­ντας, και τε­λι­κά μας μέ­νει αυ­τή η πα­ρά­λο­γη ελ­πί­δα, χω­ρίς την οποία όμως δε μπο­ρεί να ζή­σει ο άν­θρω­πος, ότι όλα αυ­τά θα τα ξα­να­βρού­με κά­πο­τε. Ό,τι χά­σα­με θα το ξα­να­βρού­με μα­ζί με τον χα­μέ­νο μας χρό­νο σ' αυ­τόν τον πι­κρό ου­ρα­νό του τί­πο­τα, τον οποίο μπο­ρεί να φα­ντα­στεί, να ορα­μα­τι­στεί, να ονει­ρευ­τεί μο­νά­χα η ποί­η­ση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: