Η νεαρή νύφη

Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Φωτ.  Anna La Naia 2021
Φωτ. Anna La Naia 2021


Τα σκαλοπάτια που έχει ν’ ανεβεί είναι τριάντα έξι, πέτρινα, κι ο γέρος τα ανεβαίνει αργά, με επιφύλαξη, σχεδόν σαν να τα μαζεύει ένα ένα για να τα σπρώξει στον πρώτο όροφο: αυτός βοσκός, εκείνα ζώα πειθήνια. Μοντέστο είναι το όνομά του. Βρίσκεται στην υπηρεσία αυτού του σπιτιού εδώ και πενήντα εννιά χρόνια, είναι επομένως ο ιερέας του.
Φτάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι, σταματάει μπροστά στον φαρδύ διάδρομο που εκτείνεται χωρίς απρόοπτα κάτω από το βλέμμα του: στα δεξιά τα κλειστά δωμάτια των Κυρίων, πέντε τον αριθμό· στα αριστερά, εφτά παράθυρα, σβησμένα από ξύλινα λακαρισμένα παντζούρια.
Μόλις που χαράζει.
Ο γέρος κοντοστέκεται, γιατί έχει να κάνει μια ενημέρωση σύμφωνα με μια δική του αρίθμηση. Καταγράφει τα πρωινά που έχει εγκαινιάσει σ’ εκείνο το σπίτι, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Επομένως προσθέτει μία μονάδα που χάνεται πίσω από χιλιάδες. Η σούμα φέρνει ίλιγγο, όμως αυτός δεν ταράζεται: το να ασκεί ανέκαθεν την ίδια πρωινή ιεροτελεστία τού φαίνεται συναφές προς το επάγγελμά του, συνεπές προς τις κλίσεις του και χαρακτηριστικό του πεπρωμένου του.
Αφού περάσει τις παλάμες των χεριών του πάνω στο σιδερωμένο ύφασμα του παντελονιού του –στα μεριά, ως το ύψος των γοφών– σκύβει ελάχιστα το κεφάλι και ξαναπιάνει τον βηματισμό του. Αγνοεί τις πόρτες των Κυρίων, όμως μόλις φτάνει στο πρώτο παράθυρο, αριστερά, κοντοστέκεται για ν’ ανοίξει τα παντζούρια. Το κάνει με κινήσεις απαλές και ακριβείς. Τις επαναλαμβάνει σε κάθε παράθυρο, εφτά φορές. Μόνο τότε στρέφεται, για να ελέγξει το φως της αυγής που μπαίνει σε δέσμες, από τα τζάμια: γνωρίζει κάθε πιθανή απόχρωσή του και από την υφή του ξέρει πώς θα πάει η μέρα: μπορεί, μερικές φορές, να βγάλει ασαφή συμπεράσματα. Μιας και θα τον εμπιστευτούν –όλοι–, είναι σημαντική η γνώμη που θα σχηματίσει.
Συννεφιά, ελαφρό αεράκι, αποφασίζει. Έτσι θα πάει.
Τότε κατεβαίνει πάλι τον διάδρομο, κι αυτή τη φορά αφοσιώνεται στον τοίχο που προηγουμένως είχε αγνοήσει. Ανοίγει τις πόρτες των Κυρίων, τη μια μετά την άλλη, και με δυνατή φωνή αναγγέλλει την έναρξη της μέρας με μια φράση που την επαναλαμβάνει πέντε φορές, χωρίς ν’ αλλάξει ούτε τη χροιά ούτε την ένταση της φωνής του.

Καλημέρα. Συννεφιά, ελαφρό αεράκι.

Έπειτα εξαφανίζεται.
Δεν υπάρχει πια, ώσπου εμφανίζεται ξανά, απαράλλαχτος, στη σάλα των προγευμάτων.
Η συνήθεια του μεγαλοπρεπούς ξυπνήματος, που έπειτα γίνεται γιορταστικό και παρατείνεται στον χρόνο, έχει παλιές καταβολές, των οποίων τις λεπτομέρειες προτιμάμε για την ώρα να αποσιωπήσουμε. Αφορά όλο το σπίτι. Ποτέ πριν την αυγή, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Περιμένουν το φως και το χορευτικό του Μοντέστο στα εφτά παράθυρα. Τότε μόνο θεωρούν λήξασα την καταδίκη του κρεβατιού, την τυφλότητα του ύπνου, και το ρίσκο των ονείρων. Είναι νεκροί και η φωνή του γέρου τούς επαναφέρει στη ζωή.
Τότε μεταναστεύουν από τα δωμάτια, χωρίς να βάλουν ρούχα πάνω τους, ούτε καν να ρίξουν λίγο νερό στα μάτια, στα χέρια, για ν’ ανακουφιστούν. Με τις μυρωδιές του ύπνου στα μαλλιά και στα δόντια, διασταυρωνόμαστε στους διαδρόμους, στις σκάλες, στο κατώφλι των δωματίων, κι αγκαλιαζόμαστε σαν εξόριστοι που επιστρέφουν από κάποια μακρινή γη, μην πιστεύοντας πως τη γλιτώσαμε από τα μάγια που θαρρείς μας κάνει η νύχτα. Σκορπισμένοι από τον υποχρεωτικό ύπνο, ξαναγινόμαστε οικογένεια και ξεχυνόμαστε στο ισόγειο, στη μεγάλη σάλα των προγευμάτων, σαν ένα υπόγειο ποτάμι που βγήκε άξαφνα στο φως, κουβαλώντας το προμήνυμα της θάλασσας. Το κάνουμε ως επί το πλείστον γελώντας.
Πράγματι, είναι μια στρωμένη θάλασσα το τραπέζι των προγευμάτων – όρος που κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει στον ενικό, γιατί μόνο ένας πληθυντικός μπορεί να αποδώσει τα πλούτη, την αφθονία και την παράλογη διάρκεια. Προφανής είναι η παγανιστική αίσθηση των ευχαριστιών – για το ότι γλιτώσαμε από την κακοτυχία του ύπνου. Το ανεπαίσθητο σύρσιμο του Μοντέστο και δύο υπηρετών επιβλέπει άγρυπνο τα πάντα. Μια συνηθισμένη μέρα, ούτε σαρακοστιανή ούτε γιορτινή, το τακτικό πρόγραμμα προσφέρει φρυγανισμένο ψωμί, λευκό και μαύρο, δαχτυλίδια βουτύρου τοποθετημένα πάνω σε ασημένιο πιάτο, μαρμελάδα από εννιά φρούτα, μέλι και πολτό από κάστανο, οχτώ είδη γλυκών με αποκορύφωμα ένα απαράμιλλο κρουασάν, τέσσερις τούρτες διαφορετικής απόχρωσης, ένα κύπελλο με σαντιγί, φρούτα εποχής πάντα κομμένα με γεωμετρική συμμετρία, μια ποικιλία από σπάνια εξωτικά φρούτα, αυγά ημέρας σε τρεις διαφορετικούς χρόνους βρασμού, φρέσκα τυριά, συν ένα αγγλικό τυρί που το λένε Στίλτον, ζαμπόν από τον παραγωγό σε λεπτές φέτες, κυβάκια μορταδέλας, κονσομέ από μοσχαρίσιο κρέας, φρούτα ψημένα σε κόκκινο κρασί, μπισκότα από καλαμποκάλευρο, χωνευτικές καραμέλες ούζου, κερασάκια από αμυγδαλόπαστα, παγωτό φουντούκι, ένα σκεύος με ζεστή σοκολάτα, ελβετικά σοκολατάκια, γλυκόριζα, φιστίκια, γάλα, καφέ.

Το τσάι το σιχαίνονται, το χαμομήλι προορίζεται για τους αρρώστους.
Μπορεί λοιπόν κανείς να καταλάβει πώς ένα γεύμα που από τους περισσότερους θεωρείται ένα γρήγορο ξεκίνημα της μέρας, σ’ εκείνο το σπίτι είναι αντίθετα μια διαδικασία περίπλοκη και ατέρμονη. Η συνήθης πρακτική τούς θέλει όλους στο τραπέζι με τις ώρες, ώσπου σχεδόν να φτάνουν στα όρια του γεύματος, το οποίο πράγματι δεν καταφέρνουν ποτέ να κάνουν σ’ εκείνο το σπίτι, σαν να θέλουν να μιμηθούν ένα μπραντς υψηλής περιωπής αλά ιταλικά. Μόνο εναλλάξ, κάθε τόσο, κάποιοι σηκώνονται για να ξανακάνουν την εμφάνισή τους στο τραπέζι εν μέρει ντυμένοι ή πλυμένοι – με την κύστη ξαλαφρωμένη. Όμως αυτές είναι λεπτομέρειες που μετά βίας γίνονται αντιληπτές. Γιατί στο μεγάλο τραπέζι, να το πούμε αυτό, έχουν πρόσβαση οι επισκέπτες της μέρας, συγγενείς, γνωστοί, ζήτουλες, προμηθευτές, περιστασιακά εκπρόσωποι των αρχών, άντρες και γυναίκες της εκκλησίας: καθένας με το θέμα του. Αποτελεί πρακτική της Οικογένειας να τους δέχονται εκεί, στην καταρρακτώδη ροή του προγεύματος, με κάποιου είδους επιτηδευμένη ανεπισημότητα που κανείς, ούτε εκείνοι, θα ήταν σε θέση να την ξεχωρίσουν από το άκρο άωτο της υπεροψίας, δηλαδή του να δεχτούν τον κόσμο με τις πιτζάμες. Η φρεσκάδα του βουτύρου και ο θρυλικός βαθμός ψησίματος της φρυγανιάς όπως και να ’χει ενισχύουν την εγκαρδιότητα. Η σαμπάνια, πάντα στον πάγο, προσφερόμενη με γενναιοδωρία, αρκεί από μόνη της να δώσει κίνητρο σε πολλούς για να κουβαληθούν ως εκεί.

Έτσι λοιπόν γύρω από το τραπέζι των προγευμάτων δεν είναι σπάνιο να δει κανείς δεκάδες άτομα, ταυτόχρονα, παρότι στην οικογένεια είναι ακριβώς πέντε, και στην πραγματικότητα τέσσερις, τώρα που ο Γιος είναι στο Νησί.
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η Κόρη, ο Θείος.
Προσωρινά στο εξωτερικό, στο Νησί, ο Γιος.
Αποσύρονται τελικά στα ενδιαιτήματά τους κατά τις τρεις το απόγευμα και μέσα σε μισή ώρα ξαναβγαίνουν απαστράπτοντες από κομψότητα και φρεσκάδα, κατά γενική ομολογία. Τις κεντρικές ώρες του απογεύματος τις αφιερώνουμε στις επιχειρήσεις – στο εργοστάσιο, στα κτήματα, στο σπίτι. Το σούρουπο, η μοναχική δουλειά –διαλογιζόμαστε, σκαρφιζόμαστε, προσευχόμαστε– ή οι κοινωνικές επισκέψεις αβροφροσύνης. Το δείπνο σερβίρεται αργά, είναι λιτό, τρώμε λίγοι λίγοι, χωρίς επισημότητες: ήδη κρύβεται κάτω από τις φτερούγες της νύχτας, έτσι προσπαθούμε να το επισπεύδουμε, σαν ένα άχρηστο προοίμιο. Έπειτα, χωρίς αποχαιρετισμούς, οδεύουμε στο άγνωστο του ύπνου, ξορκίζοντάς το ο καθένας με τον τρόπο του.

Να πούμε πως, εδώ και εκατόν δεκατρία χρόνια, όλοι στην οικογένειά μας πέθαναν νύχτα.

Αυτό τα εξηγεί όλα.

[…]

[ Από το ομώνυμο μυθιστόρημα (La Sposa Giovane), που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Πατάκη ]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: