Η βάσανος της ύλης

Johannes Vermeer, «Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκ» (περ. 1665). Χάγη
Johannes Vermeer, «Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκ» (περ. 1665). Χάγη

Το ανθρώπινο σώμα είναι μαγικό και ως τέτοιο υμνείται, όχι μόνο για την αισθησιακή του ομορφιά, αλλά και τη φθορά του. Το ανθρώπινο σώμα για μια ποιήτρια του μεγέθους της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ μπορεί να φαντάζει δυσλειτουργικό, παρακμιακό, εκφυλισμένο και ανήμπορο, όμως ταυτόχρονα μπορεί να αναγεννιέται ποιητικά κάθε λεπτό και να γίνεται και πάλι μαγικό, ευφυές, υποβλητικό, ευγενές, παίρνοντας μαγικές, βαθιές συναισθηματικά υποβλητικές μορφές.

Το ποιητικό ανθρώπινο σώμα στην πιο ευγενική του μορφή και έκφραση γίνεται ποίημα στα χέρια μιας σπουδαίας μαστόρισσας-λεπτουργού που περιγράφει τόσο επιδέξια και γλαφυρά την ωραιότητα του τίποτα, την ωραιότητα της ύπαρξης του τίποτα, την ενδιάμεση διαδρομή από το τίποτα στο τίποτα, όπως αυτή συμβαίνει μέσω της καταβύθισης στα άδυτα της ύπαρξης που είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η ζωή του δύτη κάθε φορά που κινδυνεύει να χαθεί στην άβυσσο ή να του σωθεί το οξυγόνο.

«Η πιο οδυνηρή στιγμή είναι η ανάμνηση που έρχεται από το μέλλον» είχε αποφανθεί κάποτε βαθυστόχαστα ο Σέρεν Κίρκεγκορ, και η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γράφει αντίστοιχα στη συλλογή της «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» Κέδρος, 1978): «Μόνο να έρθει πάλι/ ο αέρας-ύπνος/ να θυμηθώ το μέλλον μου/ μια βαρκάδα/ και να βγαίνει το φεγγάρι/ άδειο στη μέση./» Κι ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης έρχεται να συμπληρώσει τον φιλόσοφο και την ποιήτρια με μια ρήση εξίσου ταιριαστή και σημαντική: «Όταν κοιτάζεις από μακριά το παρελθόν νιώθεις πως μπερδεύεις τους χρόνους».

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κοιτάζοντας από μακριά το παρελθόν, μπερδεύοντας τους χρόνους, ανήκει στους ποιητές που μοιάζουν να ξύνουν μια αρχαία ανεπούλωτη πληγή διαπιστώνοντας πώς —ναι— η ζωή υπάρχει και μέσα από τον πόνο και μέσα από τον θρίαμβο της σταθερής απώλειας. Η ζωή μπορεί να φεύγει λίγο λίγο αλλά ποτέ δεν χάνεται, υπάρχει πάντα, ζει μέσα στις τέχνες μέσω των οποίων οι άνθρωποι επικοινωνούν σαν τίποτα να μην τους χωρίζει και τους διαφοροποιεί, δίνοντας το μεγαλύτερο μάθημα ισότητας κι ισορροπίας και ένα μήνυμα παρότρυνσης: Μόνο το πνεύμα, μόνο γι’ αυτό αξίζει να ζεις πραγματικά και να δημιουργείς. Όταν όλα μοιάζουν να χάνονται το πνεύμα ανυψώνεται και η θεία ανάληψη αυτή κρύβει μέσα της το υψηλότερο νόημα της ζωής.

«Η ποίηση είναι η βάσανος της ύλης και η μουσική παρηγοριά του άυλου» μας λέει η ποιήτρια, όπου ύλη είναι το εφήμερο και το άυλο, το αιώνιο της τέχνης και της σκέψης, ή αλλιώς η παρηγοριά του εφήμερου της ύπαρξης κι ο ποιητής βυθίζεται ολοένα στην αόρατη πτυχή ενός κόσμου ορατού, αλλά και στην ορατή πτυχή του αόρατου, με μάτια που ταξιδεύουν και αγαπούν.

«Ο οφθαλμός είναι ο κόσμος/ που βλέπει και βλέπεται/ κι είναι σαν της αράχνης τον ιστό σκαλωμένος στου κρανίου/ την εσώτατη οροφή./»

Νυχθημερόν χαραμίζουμε, ξοδεύουμε, αναλώνουμε την ύπαρξη με χρωματικές στρώσεις που ξοδεύονται αφειδώς στον καμβά ενός πίνακα. «Εγώ την αμετροέπεια της καθημερινότητας ξέρω όταν θεώνεται με το θάνατο» έχει πει η ποιήτρια που μας παραθέτει μέσω μιας έξοχης μεταφοράς τις στρώσεις του Είναι στον καμβά του ζωγράφου Βερμέερ στο εξαιρετικό ποίημά της «Το μπλε του Βερμέερ»:

«Το μπλε του Βερμέερ/ σα μαχαίρι κόβει/ κι ανασηκώνει μια μια/ τις στρώσεις του Είναι,/ ως τα βάθη/ εκεί που ο Ερωτευμένος/ και ο Ιερωμένος δεν διχάζονται/ σε στιγμιαίο και αιώνιο/ αλλ’ ερωτεύονται ολόκληροι τους αγγέλους./ Α! το μπλε του Βερμέερ/ πώς ενεργεί στο κτήνος/ και το ευλογεί,/ σαν να ’ρχεται από κάτω/ κι όμως στεφανώνει/ είναι σύντροφος θλίψης/ ή πάλι διακοσμεί τη σοβαρότητα/ των εγκοσμίων»

Σαν άλλη μάγισσα και παρηγορήτρα η ποιήτρια ξεδιπλώνει την πραγματικότητα, ζει την πραγματική ζωή, μεταμορφώνοντας την ανθρώπινη πραγματικότητα σε μια κατάσταση σώματος ακολουθώντας καταπόδας τον δραματικό απόηχο της μπαλζακικής δήλωσης: «Είμαι μέρος της αντίθεσης που ονομάζεται ζωή».

Η σαρκική διάσταση του σώματος, η σαρκική διάσταση του έρωτα, τα όρια του γήινου με πρωταγωνιστές γήινα πλάσματα, η σκηνοθεσία της ανθρώπινης ατέλειας με τα όριά της, ένας ιδανικός ανέφικτος κόσμος κι όλα μαζί παρέα με το στιγμιαίο, το αιώνιο, το υπαρκτό και το ανύπαρκτο συνθέτουν από την χρυσοδάκτυλη ποιήτρια -που «οσφραίνεται» και συλλαμβάνει ευφυώς το ανθρώπινο υλικό και τις αντιθέσεις του- «μια Ιστορία που σερβίρει τον κόσμο και έναν κόσμο που σερβίρει μια ιστορία».

«Το σώμα χωρίς το μύθο του/ ένα επιχείρημα που δεν πείθει/ Το κοιτάζω στο φως/ το σπάζω στο νερό/ το αντικρούω με την ψυχή μου/ κι αυτή γιομάτη ανάθεμα.»

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι από τις ποιήτριες που ασχολήθηκαν σχεδόν εμονικά με το θέμα της θνητότητας του σώματος, παρατηρώντας το σε όλες του τις εκφάνσεις, έτσι όπως έφθινε γοργά από τα πρώτα ήδη βήματα της ζωής της, λόγω των επίμονων προβλημάτων υγείας που την συνόδευαν και την ταλαιπωρούσαν, οδηγώντας την μοιραία σε μια φιλοσοφική θέαση της ζωής καθαρά δική της, σφραγισμένης από την προσωπική της άκρως αναγνωρίσιμη και πολύτιμη ποιητική φωνή.

Η απέραντη αγωνία, αλλά και η γοητεία της φθοράς, «η γεύση προδοσίας από το θείο», διατήρησαν την υψηλή θερμοκρασία του καυτού μάγματος που τροφοδοτήθηκε από πολύτιμα μεταλλεύματα, έτσι όπως ατόφια εξορύχτηκαν από την ποιήτρια μέσα από ένα πλούσιο κοίτασμα, το δίπολο ζωής-θανάτου με απόλυτο αντιστάθμισμα τον απέθαντο έρωτα.

Παρακολουθώ την ποιήτρια έτσι όπως σκυφτή με αργά και ασταθή βήματα απομακρύνεται. Τη ρωτώ από μακριά:

-Πείτε μου, τι βλέπετε;
Μου απαντά:
-Σκοτάδι κι είναι ακίνητο,
όμως η ζωή υπάρχει
και κινείται.


Σημείωση: Όλοι οι εμβόλιμοι στίχοι του κειμένου αντλήθηκαν από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» από τις εκδόσεις Κέδρος, 1978.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: