Ανατρέποντας τον μύθο: τα σκόρπια ποιήματα της Πηνελόπης

Francis S. Muschamp (1851-1929) H Πηνελόπη. Moυσείο Λάνκαστερ
Francis S. Muschamp (1851-1929) H Πηνελόπη. Moυσείο Λάνκαστερ

Η Πηνελόπη ως μυθική περσόνα απασχόλησε τους μελετητές ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και μέσα στους αιώνες, με τις ποικίλες όψεις και ιδιότητές της: η φρόνιμη, η καρτερική, η πιστή, η σιωπηλή, η επινοητική, η γυναίκα- νοικοκυρά, η γυναίκα – σύζυγος, η γυναίκα-ερωμένη κ.ά.[1] Αυτό οφείλεται και στην Οδύσσεια που αφήνει κάποιες ρωγμές στην απεικόνισή της, με αποτέλεσμα η τέχνη -και εν προκειμένω η ποίηση- να μπορεί να την φανταστεί με τον δικό της τρόπο, ανάλογα με την εποχή καθώς και τη φάση του γυναικείου κινήματος κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Είναι γνωστό ότι οι μύθοι αποτελούν προσφιλές υλικό για την τέχνη είτε στην αυτούσια εκδοχή τους, σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα, είτε μεταμορφωμένοι, με αλληγορικό νόημα, με βάση με την οπτική του καλλιτέχνη.[2]
Στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ η μορφή της Πηνελόπης εμφανίζεται αρκετά πρώιμα, το 1977, χαρίζοντας μάλιστα το όνομά της στον τίτλο ποιητικής συλλογής της (Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης), στην οποία η ποιήτρια αφιερώνει στη μυθική ηρωίδα δύο ποιήματα, το πρώτο της συλλογής με τίτλο «Λέει η Πηνελόπη» και το ποίημα «Οι μνηστήρες». Η μορφή της Πηνελόπης εμφανίζεται και το 1996 στην ποίηση της Ρουκ, στην ποιητική συλλογή Ωραία έρημος η σάρκα, στην ενότητα «Προσωποποιήσεις τέλους», με το ποίημα «Η άλλη Πηνελόπη», τίτλος που προειδοποιεί για μια άλλη οπτική στον μύθο της.[3]
Πώς, λοιπόν, αξιοποιεί η ποιήτρια τη μορφή της Πηνελόπης στα ποιήματά της; Σίγουρα όχι ως μια παραδοσιακή γυναίκα που ζει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, αλλά ως μία δυναμική γυναίκα που αντιδρά και επιβάλλει τα «θέλω» της στον εαυτό της και στον άνδρα που λείπει. Δεν είναι τυχαίο που το ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» αρχίζει με δύο αρνήσεις: «Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα/ ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα», οι οποίες σηματοδοτούν μια ανατροπή. Η Πηνελόπη δεν υφαίνει ούτε πλέκει περιμένοντας τον Οδυσσέα, όπως την παρουσιάζει ο ομηρικός μύθος, αλλά ως alter ego της ποιήτριας, γράφει, σβήνει και σχίζει τα γραπτά της, βιώνει τη βάσανο της γραφής. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, με τα στερεότυπα της ομηρικής κοινωνίας, αλλ’ είναι μια γυναίκα δημιουργός που μεταπλάθει με τη γραφή της τον πόνο της απουσίας και την ερωτική στέρηση («κλάματα βγαίνουν στο χαρτί / κι η φυσική οδύνη του σώματος/ που στερείται») σε μια χωρίς αυταπάτες πραγματικότητα,[4] όπου η μυθική περσόνα έχει απόλυτη συνείδηση πως ο εκλεκτός της (αυτός που η ίδια επέλεξε ως εκλεκτό της) δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσει («Δε θα ’σαι ποτέ εδώ […]/ Η εκλεκτή καρδιά σου/—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—/ θα ’ναι πάντα αλλού»).
Γι’ αυτό και με λέξεις κόβει τους δεσμούς της μ’ αυτό τον άνδρα, «τον λησμονεί με πάθος», μέχρι που να τον απαθανατίσει και να τον μετατρέψει σε σύμβολο νοσταλγίας, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη της την ερωτική έλξη («για να πλυθείς από τις αμαρτίες/της γλύκας και της μυρωδιάς / κι ολοκάθαρος πια/ να μπεις στην αθανασία»). Η στέρηση και η απουσία, όμως, μπορεί να έχει κι ένα κέρδος: ίσως την διδάξει πώς λειτουργεί το εγώ στη μοναξιά («Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω/ στο τέλος τί ανθρώπινη παρουσία/τί απουσία/ή πώς λειτουργεί το εγώ/ στην τόσην ερημιά»), ό,τι, δηλαδή, προοικονομεί και η προμετωπίδα του ποιήματος: “And your absence teaches me what art could not” (Και η απουσία σου με διδάσκει ό,τι η τέχνη δεν μπορούσε), αφού τελικά, κατά την ποιήτρια, «ό,τι χάνει σε αφή/ κερδίζει σε ουσία».
Έτσι, η Πηνελόπη, ως προσωπείο της ποιήτριας, μεταμορφώνεται σε γυναίκα που αγωνίζεται μέσω της ποίησης να εκλογικεύσει την απουσία και να από-προσωποποιήσει τη νοσταλγία, να την αποσυνδέσει από το συγκεκριμένο πρόσωπο, έστω και με «σκληρή και άχαρη δουλειά», για να πάψει πια να το επιθυμεί με τις αισθήσεις της και να μάθει να ζει χωρίς αυτό, αφού ο χρόνος (και η ζωή) δεν ανακόπτονται λόγω της απουσίας. Η Πηνελόπη, όπως και κάθε γυναίκα, δεν περιμένει τον συγκεκριμένο Οδυσσέα αλλά τον άνδρα γενικότερα που της λείπει: «Από την έλλειψη του ενός προσώπου φτάνεις σ’ ένα χώρο όπου κάθε πρόσωπο λείπει και όπου υπάρχει μόνο μια άμορφη μάζα ζωής και θανάτου», έλεγε σε συνέντευξή της.[5]
Είναι κι αυτό μια νίκη, η κατάκτηση της αυτογνωσίας, όπως φαίνεται και στο ποίημα «οι μνηστήρες», όπου η Πηνελόπη, καθώς κοιτά τους μνηστήρες από ψηλά μέσα στην ερημιά της, «γεμάτη Οδυσσέα», συλλογίζεται πόσο έχει αλλάξει μέσα στον χρόνο από τότε που είχε νυφικούς λεμονανθούς στο κεφάλι. Αναμένοντας τον Οδυσσέα κατανοεί πως είναι ματαιοπονία να περιμένεις να λευτερωθείς από τα δεσμά σου, γιατί το σώμα δεν ακολουθεί το μυαλό . επιμένει να τον νοσταλγεί ερωτικά («το κρέας μου σε περιμένει»), αν και η σκέψη της από καιρό τον έχει υποδεχτεί και ξεπροβοδίσει οριστικά: «Τα πρόσωπα υπάρχουν/ μόνο μέσα μας / τα μάτια τους λάμνουν/ στα υγρά του οργανισμού μας».
Τα δύο ποιήματα αποδομούν την εικόνα της Πηνελόπης ως γυναίκας που υφίσταται την απουσία παθητικά, αφοσιωμένης στον Οδυσσέα, παρά τους μνηστήρες που την πολιορκούν ασφυκτικά. Είναι μια ώριμη και δυναμική γυναίκα που στοχάζεται και αγωνίζεται να υπερβεί την απουσία κατανικώντας με τη δύναμη της σκέψης της την προδοσία της σάρκας. Έτσι, όπως γράφει ο Γιώργος Βέης, «Το ερωτικό σώμα αποκτά το είδος ενός μοναχικού, αυτόφωτου μεγάκοσμου, που δε διστάζει να απορροφά, με μεγάλη ταχύτητα, οτιδήποτε έλθει σε επαφή μαζί του. Παρά τις αυτοκαταστροφικές τάσεις, που αναπτύσσονται προοδευτικά, παρά τις απογοητεύσεις και τις πολλαπλές αναπόφευκτες ή μη, ήττες, το σώμα αντιπαρέρχεται τους κλυδωνισμούς και επιβεβαιώνει, πανηγυρικά, την ποιητική (=θεία) καταγωγή του».[6]
Το 1996 στη συλλογή Ωραία έρημος η σάρκα η ποιήτρια επιχειρεί άλλη μια ανατροπή στον μύθο της Πηνελόπης με το ποίημα «Η άλλη Πηνελόπη». Η Πηνελόπη και πάλι δεν είναι η βασίλισσα που γλυκερά σκέφτεται τον Οδυσσέα περιτριγυρισμένη από τους μνηστήρες, αλλά μια απλή και απελευθερωμένη γυναίκα, που έρχεται με το μπλε μαρέν φόρεμά της από τη Λαϊκή για να μας εξηγήσει «πως δεν ήταν από προσήλωση/ στην ιδέα «Οδυσσέας» που άφηνε τους μνηστήρες να την πολιορκούν, αφού είχε απομυθοποιήσει τον απόντα σύντροφό της «ζωγραφίζοντάς» τον σαν ένα κοινό θνητό «λίγο μουτρωμένο, λίγο χαμογελαστό». Η σκιά του μάλιστα στον τοίχο παρομοιάζεται με «σημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαν» και σαν «αίμα από αρχαίο φόνο/ μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη/ στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος». Γι’ αυτό και αρνείται εμφατικά τον έρωτά του. Δυναμικά «νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα», αφού ο πόνος ήταν «ο πιο εκλεκτός μνηστήρας» της και του κλείνει την πόρτα (του Οδυσσέα, του έρωτα, του πόνου;). Πώς λοιπόν αξιοποιεί εδώ τη μορφή της Πηνελόπης η ποιήτρια; Βλέποντας την άλλη όψη του εραστή/συζύγου, όχι την εξιδανικευμένη αλλά τη γήινη, και την Πηνελόπη ως γυναίκα σοφή και ανεξάρτητη, που απελευθερώνεται από την έλλειψη του Οδυσσέα, παρά την ερωτική στέρηση, όχι γιατί τον είχε ξεπεράσει αλλά γιατί τον μετέτρεψε με τη σκέψη σε σύμβολο απουσίας και νοσταλγίας.
Τι σημαίνουν όμως όλες αυτές οι μεταμορφώσεις; Μήπως η απουσία, η σωματική στέρηση του έρωτα, παρά τον πόνο που προκαλεί, γίνεται η αφορμή για να εμβαθύνει το ποιητικό υποκείμενο στην ανθρώπινη εμπειρία και να την επεξεργαστεί στοχαστικά; Έχει πολλές φορές επισημανθεί από κριτικούς η «σωματικότητα» της ποίησης της Ρουκ,[7] με την έννοια ότι όλες οι «μυστηριακές ζυμώσεις του έρωτα», κατά την ποιήτρια, συντελούνται στα υγρά και στερεά του σώματος.[8] Η Πηνελόπη, ως περσόνα της ποιήτριας,[9] βιώνει το δίπολο παρουσία -απουσία μέσω της υλικότητας του σώματος, με τη διαφορά, όμως, ότι το σώμα φαίνεται να συμπορεύεται με την πνευματική οντότητα του ανθρώπου, συγκροτώντας την ταυτότητά του. Ο πόνος και η αδυναμία της σάρκας αναδεικνύονται σε δημιουργικές δυνάμεις που τροφοδοτούν την ποίησή της Αγγελάκη-Ρουκ, όμως, το πνεύμα και η τέχνη αποδεικνύονται δυνατότερα και υπερβαίνουν, έστω και επώδυνα, την ύλη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: