Το ατελεύτητο σώμα της ποίησης

© «Μονόγραμμα»
© «Μονόγραμμα»

Η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ μοιάζει συχνά με τον τόνο που είχε η κουβέντα της στην προσωπική συζήτηση. Λόγια απλά, με την παιδική αφέλεια του αυθόρμητου που ξεγελάνε πως θα οδεύσουν στην περπατησιά του καθεμέρα. Ώσπου σε τούτο το βατό πλησίασμα αναδύεται ο καίριος λόγος, μια παρατήρηση που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι να θιγούν τα μείζονα ζητήματα. Έτσι συχνά το ποίημα γίνεται ένας περίπατος στο πανόραμα των αισθήσεων που στέκεται αίφνης σε μια πυκνή συστάδα στίχων που παρέχουν την σύνθετη θέα του εντός.
Περιφραστική, πλατιά η ανάσα της αφήγησης ή της εξομολόγησης ξεκινά χωρίς αυστηρό σχεδιασμό, μετατοπίζοντας την όραση συνεχώς από το έξω στο μέσα. Η μετατόπιση είναι τόσο αβίαστη, γιατί στο έξω, κυρίως στη φύση, βρίσκει τις ακριβείς αναλογίες του βιώματος, βιώματος κατεξοχήν σωματικού, όπως έχει πολλαπλά ειπωθεί. Κι αυτό το έξω δεν βρίσκεται κάπου απέναντι ως θέα αλλά νιώθεται ως συνέχεια, οργανική επαύξηση του σώματος, αντανάκλαση, μεταστοιχείωση, αναβαθμίδα της ύλης που μας αποτελεί. Αυτή την κοσμική ύλη την αφουγκράζεται ως σιωπηλή γεωμετρία της αρμονίας, σύστοιχη με το πάθος του σώματος που ανασαίνει ζωικά την ύπαρξη. Γι’ αυτό και την ώρα της έμπνευσης, «Ολόκληρη η κοιλιά/ μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ/ένα δάσος με σκιές μεταθανάτιες/ κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό/ όργανο θείο/ για να μαντεύεις τα πράγματα/ με ρίγος»). Στη θέα της μυγδαλιάς το σώμα βλασταίνει κι αυτό: «Να ο κλώνος/ η οικειότητά του/ με τα εύθραυστα λουλούδια/ κι η κεφαλή μου/ είναι ξανά αυτό το παράξενο φρούτο/ που ονειρεύεται»). Απατηλή βέβαια αυτή η οικειότητα του κάλλους γιατί συχνά γίνεται οραματικά άπιαστο, αντιστικτικά προς τη φθορά του σώματος ανανεούμενο σφρίγος: «Σε άδεντρο χώρο/ το πουλί σημειώνει/ την ακινησία/ με λαρυγγισμούς φθαρτό παντοδύναμο/ μέσα στο θάνατό του συνδυάζει το πάθος/ με την αδιαφορία/ ό,τι ένα σώμα ποτέ/ δεν μπόρεσε/ στην τόση εμπλοκή του», ενώ η φύση «αδιάφορη αδιάφθορη/ επιδεικνύει πλούτη στην ένδειά μου ροδαλά και γαλάζια αμέτρητα στα μετρημένα μου χρονάκια».
Σε αυτό τον κόσμο «ο παράδεισος/ κερδίζεται με το σώμα[…]», με το ανοιχτό, δεκτικό σώμα, κυρίως το ερωτικό σώμα που το νιώθει ταυτόχρονα ως την αγγελική πεμπτουσία της ύλης, ως σκοτεινό μάγμα της ηδονής σε όλη την ιερότητά του, στη βέβηλη και γι’ αυτό βαθιά θρησκευόμενη λαγνεία του, ως πράξη τέλεσης του εαυτού, όπως η ποίηση: «Ό,τι δικός σου παραληρεί/στα σύδεντρα, στις χλοερές αυτοκρατορίες /των ονείρων […]. Το νόημά σου αναβλύζει:/ ότι καμιά ζωή/ δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο/ καμιά πράξη πιο τελειωτική/ από την ποίηση».
Το σώμα το ζει πολλαπλά: εκκίνηση τα αφοπλιστικά καθέκαστα της εμπειρίας, η κοιλιά, ο αφαλός, ο ιδρώτας, η αμασχάλη, το πέος του άντρα. Αυτό το τόσο πραγματικό σώμα είναι παράλληλα το απείκασμα ενός πλατωνικού επέκεινα, η πύλη προς μια πυρέσσουσα αποκάλυψη, ζεστή σαν τα σπλάχνα. Είναι ακόμα το σήμα της θνητότητας και της φθοράς, το ανάπηρο, κατάκοιτο, ανάρμοστο σώμα που ζει το θάνατό του. Το κυρίαρχο όμως είναι το ευφρόσυνο σώμα του έρωτα: ο έρωτας ανθρωποφαγικός, μια κανιβαλική αυτογνωσία, ένας ηδονικός βιασμός της ύλης προκειμένου να αποκαλύψει την ουσία της, την οριακότητά της, σώμα που ως πολλαπλά επιχειρούμενο φτάσιμο οδηγεί στον κορεσμό και πάλι στη στέρηση, αέναα μετέχοντας στην δόξα και τη φθορά του. «Ο έρωτας είναι το μόνο θεϊκό βλέμμα/ που θα πέσει πάνω σ’ εμάς/ τους άπιστους», λέει και κάπου αλλού: «Γιατί αυτό θα πεις ηδονή:/ν’ αγγίζεις το φθαρτό/ και να παραμερίζεις το θάνατο».
Αυτό το θεϊκό, το επικίνδυνο αγνάντεμα του έρωτα το βλέπει παντού. Στους πιστούς που ανεβαίνουν στον Άγιο για να προσκυνήσουν («Είναι γιατί έχουν όλοι έναν έρωτα και έρχονται εδώ» μου ψιθυρίζουν τα φύλλα «έναν έρωτα που σταλάζει μέλι στο κέντρο της σκέψης τους και τους κάνει να διψάνε να διψάνε…») στο άνθος του δέντρου που «επιμένει ν’ ανοίγει και στη γη να πέφτει […]χωρίς να λογαριάζει τι λειψή αθανασία /είναι ο καρπός», σε όλη τη φύση («πότε θα μάθω ότι η φύση όλη/είναι έρωτας;»).
Γι’ αυτό και το σώμα, όπως η φύση, είναι η γεωγραφία, ο τόπος μιας αυτογνωσίας, υπαρξιακής και ποιητικής, αν μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε. Από την πρώτη μνήμη του («δεν θυμάμαι πώς άνθισα σε πληγή»), το σώμα πραγματοποιεί το θαυμαστό οξύμωρο: αντί να γίνει το σήμα μιας αναπηρίας που η τύχη του επιφύλαξε στην βρεφική της ηλικία γίνεται το όχημα της υπέρβασης της κάθε αναπηρίας που επιδικάζει ο χρόνος στη ζωή του καθενός, κάποτε το υπερώο της ύπαρξης. Πάντα όμως είναι το έγχρονο σώμα που μετά την Άδεια φύση το βλέπουμε να καταδύεται σταδιακά στη συνείδηση της φθοράς και του θανάτου.
Σε αυτή την επίμονη αναζήτηση χορηγεί στον αναγνώστη μια προνομιακή συμμετοχή, γιατί το βίωμά της δεν λανθάνει στην κρυπτικότητα αλλά εκτίθεται στη βαθύτητά του. Η σκέψη της δεν διανοείται αφηρημένα, αλλά αφήνεται στα «σοφά συμπεράσματα της σάρκας […] της πιο παραμελημένης θεάς». Γι’ αυτό και η δομή των ποιημάτων κινείται συχνά από την πλατιά περιφέρεια της παρατήρησης, της λεπτομέρειας, της γεύσης, της ακοής, της εγγύτητας του παρόντος προς το κέντρο της ύπαρξης. Οι εμπειρίες είναι οι ακτίνες που στοιχίζονται τείνοντας προς την απατηλή ευδία του αισθητού αλλά εκπορεύονται από την αλγεινή ουσία του κέντρου, που είναι η συνείδηση του πεπερασμένου χρόνου. Το αίνιγμα που τίθεται στους στίχους: «Το θέμα είναι ένα:/ το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του» μοιάζει να αποτελεί σταδιακά το μείζον ζήτημα της ποίησής της. Σε αυτό το ερώτημα όλη η ποίησή της απαντά καταφάσκοντας τη ζωή. Αν και στις τελευταίες συλλογές η βαρύθυμη μνήμη ανακαλεί συχνά τα περασμένα ινδάλματα, η όραση, παρ’ όλη την αύξουσα παρουσία του θανάτου, αντιστέκεται γιατί ο έφεση για παράδεισο είναι ενδιάθετη. Το ομολογεί άλλωστε απερίφραστα: «Α! τι έφεση για παράδεισο και τούτη!/ Σαν να περίμενε κάτω από το δέντρο/ άντρας θείος γαλανός». Η φύση γύρω δεν αποθεώνει πια σε οξυκόρυφη δόξα αλλά παρίσταται σε συναίνεση και το σώμα μπορεί να αγκομαχάει, αλλά αγωνίζεται να ανηφορίσει προς τα άστρα. Κι αυτό επειδή την ψυχή αυτής της ποίησης δεν την κερδίζει ο θάνατος, αλλά την κινεί η επιθυμία, η απόλαυση του «ατελεύτητου σώματος» της ζωής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: