«Το ποίημα είναι η θεραπεία και η ανάρρωση»

Με τον Ρόντνεϊ Ρουκ
Με τον Ρόντνεϊ Ρουκ

Σχόλια στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Από το πρώτο της εκδομένο βιβλίο Λύκοι και σύννεφα (1963) πριν από περίπου 60 χρόνια, το ποιητικό έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ διακρίνεται εξαρχής για τη θεματική ευρύτητα, το φιλοσοφικό βάθος, την προσωπική, λυρική έκφραση και, κυρίως, την πρωτοποριακή συγχώνευση ενός ρεαλιστικού και μυθικού τρόπου θεώρησης της πραγματικότητας, με τρόπο που το βίωμα και το ρεαλιστικό πλαίσιο που το περιέχει να μεταμορφώνονται ποιητικά. Παρατηρούμε, με άλλα λόγια, εξαρχής μια ποιητική μετάπλαση της εμπειρίας, με απώτερο στόχο την αναγωγή του βιώματος μέσω της πύκνωσης ή της στροφής στον μύθο (αρχαιοελληνικό και χριστιανικό) στη σφαίρα του συμβολικού, του αλληγορικού και, εν τέλει, του διαχρονικού.[1] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η προσωπική γλώσσα, η αποσπασματικότητα, η ασύνδετη-συνειρμική παράθεση εικόνων, οι κρυπτικές μεταφορές, η μυθοποίηση και κρυπτογράφηση της εμπειρίας δεν συνδέονται μόνο με τη δημιουργική αφομοίωση της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης, αλλά κυρίως με τις δυσκολίες έκφρασης ενός γυναικείου, έντονα εικονιστικού, ποιητικού λόγου, κυριαρχημένου από την ερωτική επιθυμία, τη γυναικεία σωματικότητα-βιωματικότητα, αλλά και ένα βαθύ υπαρξιακό αίσθημα μοναξιάς.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι από το εναρκτήριο ποίημα της πρώτης της συλλογής Λύκοι και σύννεφα (1963) που είναι αφιερωμένη στη μητέρα της, η ποιήτρια γράφει: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού»ˑ[2] ούτε βεβαίως ότι στο πρωτόλειο ποίημά της «Μοναξιά», το οποίο προτάσσεται αντί προλόγου στις συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων της, εντοπίζουμε αυτές τις δύο κυρίαρχες θεματικές, τη σωματικότητα-βιωματικότητα και τη μοναξιά, συνδεόμενες άρρηκτα αφενός με την ερωτική και την ποιητική εμπειρία και αφετέρου με τον υπαρξιακό στοχασμό.[3] Αυτή η στενή, ωστόσο, σχέση εμπειρίας και γραφής, μύθου και βιώματος, γυναικείου σώματος και ποιητικού κειμένου,[4] προϋποθέτουν -σύμφωνα με ένα σημαντικό αυτοσχόλιο της ποιήτριας- ένα βαθύ πάντα βιωματικό τραύμα, το οποίο και καθορίζει την ποιητική γραφή ως θεραπευτική πράξη.[5] Ας ακούσουμε, όμως, την ίδια την ποιήτρια να σχολιάζει το ποίημα «Η ουλή»,[6] το οποίο και επέλεξε να συμπεριλάβει στο αφιέρωμα του περιοδικού Ποίηση με θέμα «Το ποίημα του ποιητή», ως ένα ποίημα με το οποίο είχε ιδιαίτερη σχέση:[7]

«Το ποίημά μου «Η ουλή» είναι για μένα, για την αίσθηση που έχω του εαυτού μου, πολύ σημαντικό. Ο λόγος είναι φανερός. Είναι γιατί γεννήθηκε από μια εμπειρία που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου: την αναπηρία μου. Παρ’ όλα τα φαινόμενα, εγώ δεν νιώθω ότι αυτή η αναπηρία μου στέρησε κάτι απ’ τη νιότη και τη ζωήˑ το αντίθετο μάλιστα. Η ένταση σε καθετί που ζούσα ήταν αποζημίωση αρκετή.

Ένας λόγος που διαλέγω αυτό το ποίημα είναι γιατί με οδήγησε σε μια πολύ χρήσιμη θεωρία για την ποίηση, ίσως και για την τέχνη γενικότερα: Κάθε ποιητής ξεκινάει από μια πληγή. Αυτή η πληγή, όπως ωριμάζει σε ουλή, τον οδηγεί στο ποίημα, συνδυασμένη βέβαια με κάποιο ταλέντο που, όμως, χωρίς την αρχική πληγή ίσως να μην εκδηλωνόταν ποτέ. Αν σκάψεις στη ρίζα κάθε ποιήματος, θα βρεις κάτι που πόνεσε τον ποιητή, σωματικά, ψυχικά, πνευματικά, μια δύσκολη παιδική ηλικία, μια χαμένη πατρίδα, μια απόρριψη στο ξεκίνημα της νιότης, μια ένδεια κάθε λογής. Το ποίημα είναι η θεραπεία και η ανάρρωση μαζί».

Στη ρίζα, λοιπόν, της εμπειρίας της γραφής, η ποιήτρια, αλλά και δεινή μεταφράστρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εντοπίζει και σχολιάζει το αναπόσπαστο βιωματικό, υπαρξιακό τραύμα-πληγή, από το οποίο ξεκινά ο κάθε ποιητής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποίηση αποτελεί (για την ίδια τουλάχιστον) «θεραπεία και ανάρρωση μαζί» ενός βαθύτατου τραύματος-αναπηρίας, που καθόρισε τόσο την παιδική όσο και τη νεανική της ηλικία και την οδήγησε σε μια καινούρια αναγεννημένη, ποιητική θα έλεγα, όραση του φύλου της, του κόσμου και της ζωής. Ίσως, μάλιστα, εξαιτίας ακριβώς αυτού του βαθύτατου τραύματος -πρώτα υπαρξιακού-οντολογικού και ύστερα γυναικείου-, η σωματική και θεραπευτική ποιητική γραφή της Αγγελάκη-Ρουκ, φαίνεται να εξερευνά αρκετά πρώιμα –πριν από τις ποιήτριες της γενιάς του ’70-[8] αλλά κυρίως πιο νηφάλια και υπαρξιακά τη σχέση τραυματικής εμπειρίας και γλώσσας από την άποψη του φύλου, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η εμπειρία αυτή δομείται γλωσσικά.

Πιο συγκεκριμένα, από την αρχή της συγγραφικής της πορείας, έχουμε μια ποίηση ώριμη και αναγνωρίσιμη που περιέχει με δημιουργικά αφομοιωμένο και πρωτίστως εσωτερικό -όχι με βίαιο, συγκρουσιακό τρόπο- την έμφυλή της διάσταση. Γι’ αυτό, παρά τη δεσπόζουσα παρουσία γυναικείων μορφών ή θεματικών που κυριαρχούν στην ποίησή της (π.χ. η μυθική περσόνα της Πηνελόπης, τη Μαγδαληνής, των μνηστήρων και του Οδυσσέα, υφάσματα, οσμές και γεύσεις, γυναικεία σώματα), η ποίησή της δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια ρητά διαμαρτυρόμενη ή διεκδικητική γυναικεία γραφή, που αντιμάχεται τις ανδροκρατούμενες συμβάσεις, αλλά μια ποίηση που πηγάζει κατευθείαν από μια βαθιά ερωτική και καθολική εσωτερικότητα και η οποία έχει έντονη τη συνείδηση της σωματικής της διάστασης. Ας την ακούσουμε ξανά:

«Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε,

πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική [...]».[9]

Έχουμε, επομένως, και στις δύο εποχές της ποίησής της, τη γραφή ενός γυναικείου εγώ, που χειραφετείται διαλεκτικά (όχι συγκρουσιακά) μέσα από τη θεραπευτική εκφορά του λόγου και την εσωτερική ταχύτητα της ψυχής. Η ποίησή της, με άλλα λόγια, είναι μια ποίηση γραμμένη από το σώμα και το πνεύμα μιας γυναίκας συμφιλιωμένης με τον κόσμο, αλλά κυρίως με τον εαυτό της, η οποία εστιάζει -όπως και η Κική Δημουλά- στην αθέατη για πολλούς γυναικεία καθημερινότητα. Η ποιητική γραφή, επομένως, δεν εκκινεί συγκρουσιακά ή μειονεκτικά προς τον ‘κυρίαρχο’ ανδρικό λόγο, αλλά αποτελεί για την ποιήτρια έναν ξεχωριστό, μοναδικό τρόπο να συνειδητοποιήσει ως γυναίκα και ως άνθρωπος το δώρο της ζωής και να συνδεθεί συμφιλιωτικά και ερωτικά με την κοινωνική της πραγματικότητα, τη φύση και τον άλλο άνθρωπο.[10] Για τούτο ίσως, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ διαθέτει από την αρχή της πορείας της μιαν αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή με κυρίαρχο στοιχείο τη γλωσσική αλχημεία και τη μουσικότητα, τη δημιουργική χρήση του μύθου, τις μεταφορικές και μετωνυμικές χρήσεις της γλώσσας, αλλά και τις ανατροπές της συμβατικής και συντακτικής δομής του λόγου. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι μοναδικό σημείο στίξης στα ποιήματά της είναι η τελεία, ενώ έχει καταργηθεί το κόμμα, γεγονός που αποκαλύπτει την πρόθεσή της να αποτυπώσει αυτοβιογραφικά τη συνεχώς αναβράζουσα γυναικεία εσωτερικότητα και πολυσημία.

«Η ποίηση είναι λογοδοσία της ψυχής, και στην ψυχή ποίηση και μουσική γίνονται ένα. Αλλά όπως και πολλά άλλα που συμβαίνουν στην ψυχή, δεν το συνειδητοποιεί κανείς πάντα».[11]

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις φωτίζονται, κατά την άποψή μου, περισσότερο αν λάβουμε υπόψη το σύντομό κείμενο-ομιλία της ποιήτριας, που περιλαμβάνεται στο σημαντικό για τη γυναικεία γραφή στην Ελλάδα, τομίδιο Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;.[12] Στο συγκεκριμένο κείμενο, λοιπόν, ενώ η ποιήτρια απαντά εξαρχής καταφατικά στο φλέγον ερώτημα διακρίνοντας τη γυναικεία ποίηση ως προς «τη σύσταση, σαν οργανισμός κι οργάνωση», απορρίπτει στη συνέχεια έντονα την αξιολογική (εις βάρος των γυναικών) διάκριση της ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας σε ανδρική-ανώτερη και γυναικεία–«ποιοτικά κατώτερη», γεμάτη «συναισθηματολογίες, έλλειψη δομής και επιφανειακότητα».[13] Αποσαφηνίζοντας, επίσης, τον όρο «γυναικεία γραφή» σημειώνει τα ακόλουθα: «Οι γυναίκες που δέχονται τον ορισμό “γυναικεία γραφή” δεν τον βλέπουν σα μια μονολιθική κατάταξη, όπου πρέπει, σώνει και καλά, να ενταχθούνε αυτές και τα γραφτά τους. Αντίθετα, το γένος είναι ένα πολυσύστημα, μια πλειονότητα από ιδέες και τρόπους ύπαρξης, που, όλα μαζί, αποτελούν το θηλυκό. Τονίζονται οι διαφορές και εκτίθεται η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας από την ταξική, εθνική, ζωγραφική, πολιτική ή σεξουαλική πλευρά». Τέλος, η ποιήτρια διακρίνει ως βασικό χαρακτηριστικό της γυναικείας ποίησης, που επιλέγει να παραθέσει στο κείμενό της (Αχμάτοβα, Μουρ, Κλαούντια Λαρς, Μάτση Χατζηλαζάρου-Αντρέου), τη γυναικεία εσωτερική εποπτεία και σωματικότητα, που νοούνται «σαν εσωτερική ορμή κι έκφραση προς το έξω αυτού που γίνεται μέσα, κι όχι σαν είδωλο στον καθρέφτη». Ως διακριτό κοινό στοιχείο της γυναικείας ποίησης, με άλλα λόγια, ορίζεται από την ποιήτρια το εσωτερικό τοπίο, το γυναικείο σώμα: «Εσωτερικό σώματος, εσωτερικό φύσης, εσωτερικό μηχανής. Μελέτη μηχανισμών. Έχεις την αίσθηση πως η περιγραφή γεγονότων γίνεται από μέσα. Μέσα από το Δούρειο ίππο η πολιορκία της Τροίας. Η ποιήτρια είναι μέσα και κοιτάει έξω».

Εστιάζοντας περισσότερο στις πιο πάνω σκέψεις και απόψεις της ποιήτριας πάνω στη γυναικεία γραφή, δεν εντοπίζουμε πουθενά μια επαναστατική θεωρητική ή πρακτική-ποιητική προσπάθεια αποκάλυψης και εν συνεχεία συγκρουσιακής ή βίαιης αποδόμησης της πατριαρχικής κοινωνίας ή του κυρίαρχου ανδρικού λογοτεχνικού λόγου. Όπως έχει δηλώσει, εξάλλου, η ίδια δεν βιώνει ως ποιήτρια τη λογοτεχνική παράδοση του τόπου της συγκρουσιακά, αλλά αντίθετα αισθάνεται ως συνδετικός κρίκος μιας μακραίωνης λογοτεχνικής αλυσίδας:

«δεν αισθάνομαι ότι πρωτοτυπώ ή ότι ανοίγω δρόμους, αλλά ότι χρησιμοποιώ μια ποιητική γλώσσα, ένα εργαλείο που μου δόθηκε. Αυτή η αίσθηση συνέχειας, η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη ότι στη χώρα μου έχει γραφτεί καλή ποίηση, ήταν για μένα πάντα μεγάλο στήριγμα».[14]

Παρά το γεγονός, όμως, ότι δεν επιδιώκει τη μετωπική σύγκρουση με τους μηχανισμούς της πατριαρχικής εξουσίας, έχουμε στην πραγματικότητα μια συγκροτημένη θεωρητική, αλλά και πρακτική-ποιητική συνείδηση, που εκκινεί από τη γυναικεία σεξουαλικότητα και σωματικότητα, επιδιώκοντας να αναδιατυπώσει από την οπτική του φύλου της, τη σχέση µεταξύ γυναίκας-κοινωνίας-φύσης και γυναίκας-καλλιτεχνικής παραγωγής. Κι έτσι οι ποιητικές στρατηγικές που χρησιμοποιεί δεν αποτελούν μόνο τρόπους αυτογνωσίας, αλλά και επανακαθορισμού της γυναικείας φύσης και συγγραφικής ταυτότητας. «Είμαι γυναίκα. Γράφω με αυτό που είμαι» δηλώνει με παρρησία η Luce Irigaray,[15] ενώ η Helene Cixous με την ενίοτε χειμαρρώδη, ποιητικότροπη και άλλοτε ασθματική και ηθελημένα πολύσημη γραφή της, ακολουθεί «στα τυφλά» τον αυθόρμητο κυματισμό της γυναικείας ψυχής.[16] Με τη σειρά της στο συγκεκριμένο κείμενο-ομιλία της, αλλά και με την ίδια την ποίησή της, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ υπερασπίζεται μια γυναικεία ποιητική γλώσσα που γεννιέται συνομιλώντας με τα συμφραζόμενα μιας φεμινιστικής κριτικής· και με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζει ρητά, όχι, ωστόσο, βίαια και συγκρουσιακά, τον πολιτικό χαρακτήρα του ζητήματος των φύλων, καθιστώντας ορατές τις συνθήκες της έμφυλης εξουσίας σε σχέση με την καλλιτεχνική παραγωγή.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που μια έντονη αυτοαναφορικότητα επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή της, αποκαλύπτοντας την αγωνία της για επάρκεια του ποιητικού λόγου, την επικοινωνησιμότητά του, αλλά και την κοινωνική λειτουργία μιας γυναικείας γραφής, που στηριζόμενη στη σωματικότητα μάχεται θεραπευτικά τον χρόνο. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να αναγνωρίσει, στο σύνολο του έργου της, την εμμονή της στο εσωτερικό κείμενο-σώμα μιας γυναίκας, η οποία με ισχυρή ενότητα ύφους και θεματικών επιλογών επιχειρεί να αποκαλύψει την αθέατη διάσταση του κόσμου. Κι αυτό το μυστικό άνοιγμα της ποιητικής γλώσσας της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ προς το αθέατο είναι πάντα σωματικό, όπως το άνοιγμα του μητρικού σώματος που φέρνει στον κόσμο μια νέα ζωή, υποστηρίζοντας με θέρμη την παραμυθία της ανθρώπινης ύπαρξης.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: