Με λίγη ελπίδα στην ουρά:

© «Μονόγραμμα»
© «Μονόγραμμα»

Στιγμιότυπα από τη ζωή των ζώων και ματιές στη φύση του ανθρώπου σε ποιήματα της Ρουκ

Η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ έχει επαι­νε­θεί από την κρι­τι­κή και για την ευαι­σθη­σία με την οποία απο­τύ­πω­σε σε ποι­ή­μα­τά της όψεις του πά­σχο­ντος αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Το θέ­μα που κυ­ρί­ως απα­σχο­λεί τη Ρουκ δεν εί­ναι ο σω­μα­τι­κός πό­νος, αλ­λά η σω­μα­τι­κή έκ­φρα­ση του ψυ­χι­κού πό­νου. Τη ρί­ζα αυ­τής της επί­πο­νης για το σώ­μα και την ψυ­χή εμπει­ρί­ας την ανα­ζη­τεί συ­χνά στην από­στα­ση ανά­με­σα στην ανά­γκη και στην επι­θυ­μία ή μάλ­λον ανά­με­σα στην κά­λυ­ψη των ανα­γκών και στην ανεκ­πλή­ρω­τη επι­θυ­μία. Εδώ πι­θα­νώς εντο­πί­ζε­ται και μέ­ρος της εξή­γη­σης για τις πολ­λές ανα­φο­ρές σε ζώα στο έρ­γο της. Αφού στα ζώα η ανά­γκη και η επι­θυ­μία φαί­νε­ται ότι ταυ­τί­ζο­νται, η φύ­ση του ζώ­ου βρί­σκε­ται, από αυ­τήν την άπο­ψη, στους αντί­πο­δες της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης.
Οι συν­δη­λώ­σεις της πα­ρου­σί­ας των ζώ­ων στην ποί­η­ση της Ρουκ εί­ναι, βέ­βαια, ποι­κί­λες. Το εύ­ρος τους οπωσ­δή­πο­τε υπερ­βαί­νει το πε­δίο ανα­φο­ράς της αντι­θε­τι­κής σχέ­σης που προ­α­νέ­φε­ρα. Λό­γου χά­ρη, τα ζώα ενί­ο­τε εν­σαρ­κώ­νουν τη σκο­τει­νή πλευ­ρά του ερω­τι­κού εν­στί­κτου (π.χ. «Όνει­ρο αρά­χνης» (Ενά­ντιος έρω­τας, 1982), «Το γου­ρου­νά­κι» (Επί­λο­γος αέ­ρας, 1990)) ή σμί­γουν με την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση για να φέ­ρουν στο φως υβρι­δι­κά όντα, ανά­με­σα στα οποία ορι­σμέ­να μας εί­ναι γνω­στά από την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, όπως ο Μι­νώ­ταυ­ρος, οι Κέ­νταυ­ροι και η Σφίγ­γα, που εμ­φα­νί­ζο­νται στα δυο πρώ­τα της βι­βλία (Λύ­κοι και σύν­νε­φα (1963), Ποι­ή­μα­τα ’63-’69 (1971)), ενώ άλ­λα εί­ναι δι­κές της εμπνεύ­σεις, όπως ο Λά­φι­κτος στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα από το πρώ­το της βι­βλίο.
Τα ποι­ή­μα­τα της Ρουκ που επι­κε­ντρώ­νο­νται όμως στην αντί­θε­ση ανά­με­σα στον άν­θρω­πο και στα ζώα ανα­φο­ρι­κά με τη σχέ­ση ανά­γκης και επι­θυ­μί­ας δια­φέ­ρουν από άλ­λα ποι­ή­μα­τά της τα οποία επί­σης αφο­ρούν ζώα. Ο λό­γος εί­ναι ότι ανα­δει­κνύ­ουν πτυ­χές της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης που δεν εί­χαν απο­τυ­πω­θεί με ανά­λο­γη επι­μο­νή και ενάρ­γεια από Έλ­λη­νες ποι­η­τές που προη­γή­θη­καν. Αξί­ζει να στα­θού­με σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα ποι­η­μά­των της Ρουκ από τέσ­σε­ρις συλ­λο­γές της που εκ­δό­θη­καν σε διά­στη­μα τριά­ντα τριών ετών. Το γε­γο­νός ότι το διά­στη­μα αυ­τό κα­λύ­πτει πά­νω από το μι­σό της συγ­γρα­φι­κής της πο­ρεί­ας δεί­χνει πως το θέ­μα της σχέ­σης ανά­γκης και επι­θυ­μί­ας στον άν­θρω­πο και στα ζώα κέ­ντρι­ζε την έμπνευ­ση της Ρουκ στα­θε­ρά μέ­σα στον χρό­νο.
Μια εύ­γλωτ­τη πα­ραλ­λα­γή πά­νω σ’ αυ­τό το θέ­μα βρί­σκου­με στους ακό­λου­θους στί­χους από το ποί­η­μα «Οι φί­λοι μας τα φί­δια» (Η ανο­ρε­ξία της ύπαρ­ξης, 2011):

Ίσως τα φί­δια που μας ζώ­νουν
να ’ναι πλά­σμα­τα κα­λά
χρή­σι­μα
αφού ελευ­θε­ρώ­νουν τις υπο­ψί­ες μας
γύ­ρω από τις ψεύ­τι­κες υπο­σχέ­σεις.
Και όπως ελίσ­σο­νται
μας δι­δά­σκουν ότι κα­μιά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα
δεν εί­ναι πιο πο­λύ­τι­μη, πιο αλη­θι­νή
απ’ την ανά­σα της στιγ­μής.
Τι σου υπο­σχέ­θη­καν οι άν­θρω­ποι;
Γλυ­κιά ζωή;
Μα θέ­λει με­γά­λη φα­ντα­σία.

Η ανά­σα της στιγ­μής, στην οποία, σύμ­φω­να με το ποί­η­μα, αρ­κού­νται τα φί­δια, αντι­δια­στέλ­λε­ται με την υπό­σχε­ση μιας γλυ­κιάς ζω­ής που μας δί­νουν οι άν­θρω­ποι. Η αντι­δια­στο­λή ενι­σχύ­ει την εντύ­πω­ση πως μι­λώ­ντας για την ανά­σα της στιγ­μής των φι­διών η Ρουκ ει­σά­γει μια με­τα­φο­ρά για την ικα­νο­ποί­η­ση των βιο­τι­κών ανα­γκών. Εξάλ­λου μι­λώ­ντας για υπό­σχε­ση γλυ­κιάς ζω­ής ανα­φέ­ρε­ται με­τα­φο­ρι­κά σε μια ζωή που μας ικα­νο­ποιεί όχι επει­δή κα­λύ­πτει τις βα­σι­κές ανά­γκες μας, αλ­λά επει­δή αντα­πο­κρί­νε­ται σε βα­θύ­τε­ρες επι­θυ­μί­ες μας, ο ορί­ζο­ντας των οποί­ων εκτεί­νε­ται πέ­ρα από τις αδή­ρι­τες επι­τα­γές της υλι­κής ζω­ής και της πε­ζής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας.
Οι αρ­νη­τι­κές συν­δη­λώ­σεις του φι­διού στους μύ­θους και στη λο­γο­τε­χνία έχουν κά­νει το όνο­μα αυ­τού του ερ­πε­τού συ­νώ­νυ­μο της κα­κό­τη­τας, της δο­λιό­τη­τας, αλ­λά και μιας αξιο­θρή­νη­της ζω­ής, αφού τα φί­δια, μην έχο­ντας ού­τε φτε­ρά ού­τε καν πό­δια, εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να να σέρ­νο­νται στη γη. Ξε­κι­νώ­ντας από αυ­τήν την αφε­τη­ρία, δια­πι­στώ­νου­με πως η υπό­σχε­ση γλυ­κιάς ζω­ής που, σύμ­φω­να με το ποί­η­μα, δί­νουν οι άν­θρω­ποι εν­σω­μα­τώ­νει προσ­δο­κί­ες ηθι­κής, αι­σθη­τι­κής κι εντέ­λει ευ­δαι­μο­νι­κής εξύ­ψω­σης. Υπε­ρα­σπι­ζό­με­νη ορι­σμέ­νες δαι­μο­νο­ποι­η­μέ­νες πτυ­χές της ζω­ής των φι­διών και υπο­γραμ­μί­ζο­ντας πως το κυ­νή­γι των ιδα­νι­κών, στο οποίο επι­δί­δο­νται οι άν­θρω­ποι εί­ναι συ­χνά ατε­λέ­σφο­ρο, η Ρουκ μας κα­λεί να σκε­φτού­με πως δεν θα βα­σα­νι­ζό­μα­σταν από ανεκ­πλή­ρω­τες επι­θυ­μί­ες αν η μό­νη μας επι­θυ­μία ήταν η κά­λυ­ψη των ανα­γκών μας. Συ­νά­μα, όμως, ανα­γνω­ρί­ζει πως μια τέ­τοια γεί­ω­ση του ορί­ζο­ντα της επι­θυ­μί­ας στα εδά­φη της ανά­γκης θα απαι­τού­σε μια δύ­σκο­λη συμ­φι­λί­ω­ση του αν­θρώ­που με το κρυμ­μέ­νο ή απο­κη­ρυγ­μέ­νο με­ρί­διό του στη φύ­ση του ζώ­ου.
Από αυ­τήν την πτυ­χή της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, δη­λα­δή από τα έν­στι­κτα και τις πρω­το­γε­νείς ανά­γκες που συ­γκρού­ο­νται με την επι­θυ­μία για το υψη­λό και από την ανα­στά­τω­ση που προ­κα­λεί στον άν­θρω­πο η επί­γνω­ση πως δεν απέ­χει από τα ζώα τό­σο όσο του υπα­γο­ρεύ­ουν λο­γής εξι­δα­νι­κευ­μέ­νες απει­κο­νί­σεις της φύ­σης του, η Ρουκ έχει εμπνευ­στεί και άλ­λα ποι­ή­μα­τα, στα οποία το ένα ή το άλ­λο ζώο απει­κο­νί­ζε­ται έτσι ώστε να αντα­να­κλά μύ­χιες πλευ­ρές μας. Ας δια­βά­σου­με ορι­σμέ­νους στί­χους από το ποί­η­μα «Ο σκί­ου­ρος απα­ντά­ει στη γυ­ναί­κα» (Επί­λο­γος αέ­ρας, 1990):

Όμως, τις μαύ­ρες μέ­ρες
όταν το άφθα­στο ύψος
γί­νε­ται η μό­νη δυ­σβά­στα­χτη αλή­θεια
εκ­δη­λώ­νε­ται ο πο­ντι­κός εαυ­τός μου

και κο­ροϊ­δεύ­ει το γα­λά­ζιο δω­μά­τιο

που πάω να δια­σχί­σω.

Εδώ η απο­γο­ή­τευ­ση που συ­νο­δεύ­ει την άκαρ­πη ανα­μέ­τρη­ση με το υψη­λό εντεί­νε­ται εξαι­τί­ας της χλεύ­ης που επι­φυ­λάσ­σει στις πο­λυ­πό­θη­τες αλ­λά δυ­σκο­λο­κα­τόρ­θω­τες πραγ­μα­τώ­σεις ιδα­νι­κών η απο­σιω­πη­μέ­νη ζω­ώ­δης πλευ­ρά της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Η δέ­σμη των εν­στι­κτω­δών τά­σε­ων που επι­ζη­τεί την κά­λυ­ψη των ορ­μέμ­φυ­των ανα­γκών και αντι­δρά στην τρο­πή τους σε εξευ­γε­νι­σμέ­νες επι­θυ­μί­ες παίρ­νει και σ’ αυ­τό το ποί­η­μα τη μορ­φή ζώ­ου. Για την ακρί­βεια, έχου­με να κά­νου­με μ’ ένα υβρί­διο: τον «πο­ντι­κό εαυ­τό». Επι­μέ­νο­ντας στην υβρι­δι­κή φύ­ση αυ­τού του επι­νοη­μέ­νου όντος η Ρουκ μας υπεν­θυ­μί­ζει πως η ταύ­τι­ση ανά­γκης και επι­θυ­μί­ας, πα­ρό­τι δεν εί­ναι ξέ­νη στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γειτ­νιά­ζει με τη φύ­ση του ζώ­ου σε τέ­τοιο βαθ­μό ώστε να υπο­νο­μεύ­ει την έλ­ξη που ασκούν στη διά­νοια και στο συ­ναί­σθη­μά μας ποι­κί­λες πα­ρη­γο­ρη­τι­κές εκλε­πτύν­σεις.
Πά­ντως μια τέ­τοια υπο­νό­μευ­ση φαί­νε­ται πως, πα­ρά τις ανα­τα­ρά­ξεις που προ­κα­λεί στα κο­λα­κευ­τι­κά εί­δω­λα του εαυ­τού μας, μπο­ρεί να εί­ναι ευ­πρόσ­δε­κτη ή και ευ­ερ­γε­τι­κή, ιδί­ως όταν η ταύ­τι­ση της ανά­γκης με την επι­θυ­μία προ­κύ­πτει με τρό­πο που κα­ταρ­γεί την εντύ­πω­ση μιας αγε­φύ­ρω­της από­στα­σης ανά­με­σα στο πνεύ­μα και στην ύλη, στο σώ­μα και στην ψυ­χή, στο κα­λό και στο κα­κό. Έτσι μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει κα­νείς τους ακό­λου­θους στί­χους από το ίδιο ποί­η­μα, όπου η Ρουκ ανα­ζη­τά τη σύ­γκρα­ση των αλ­λη­λο­συ­γκρουό­με­νων όψε­ων της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης και μια πα­ρα­δεί­σια αί­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας σε ό,τι ονο­μά­ζει «όνει­ρα των ζώ­ων»:

Για­τί μνή­μη κι όνει­ρο στα ζώα εί­ναι ένα.
Δες πώς με το σού­ρου­πο
χώ­νουν τα τρι­χω­τά τους πρό­σω­πα στα φύλ­λα
βα­θιά στην άμ­μο, κά­τω απ’ τα χώ­μα­τα
και στο νε­ρό μέ­σα λου­φά­ζουν.
Στην ου­ρά­νια ησυ­χία της σκέ­ψης τους
βγαί­νει απ’ την κρυ­ψώ­να της η ποί­η­ση
και περ­πα­τά­ει ανά­με­σά τους.
Ονει­ρεύ­ο­νται ή θυ­μού­νται τό­τε
τον μυ­τε­ρό και μο­χθη­ρό εχθρό τους
να τρέ­χει αγα­θά πά­νω στα κύ­μα­τα
κι όλα τα φα­γη­τά της φύ­σης
να λά­μπουν γυ­μνά
χω­ρίς πε­ρί­βλη­μα.

Αν στα όνει­ρα των αν­θρώ­πων οι ανι­κα­νο­ποί­η­τες ανά­γκες παίρ­νουν τη μορ­φή ανεκ­πλή­ρω­των επι­θυ­μιών, στα όνει­ρα των ζώ­ων, όπως μας τα πε­ρι­γρά­φει η Ρουκ, οι ανι­κα­νο­ποί­η­τες ανά­γκες έρ­χο­νται στο φως ως έχουν και ικα­νο­ποιού­νται ως διά μα­γεί­ας. Οι δυ­σεύ­ρε­τοι καρ­ποί εί­ναι πά­ραυ­τα δια­θέ­σι­μοι και οι εχθροί γί­νο­νται δια­μιάς ακίν­δυ­νοι και φι­λι­κοί. Με άλ­λα λό­για, τα ζώα, κα­τά την Ρουκ, χρω­στούν τα απο­λαυ­στι­κά τους ενύ­πνια στο γε­γο­νός ότι αντί να εξι­δα­νι­κεύ­ουν τις ανά­γκες τους τρέ­πο­ντάς τις σε επι­θυ­μί­ες, εξι­δα­νι­κεύ­ουν τον κό­σμο που τα πε­ρι­βάλ­λει φέρ­νο­ντάς τον στα μέ­τρα των ανα­γκών τους.
Η γοη­τεία που ασκεί στην Ρουκ η απρο­σποί­η­τη και γι’ αυ­τό πιο αθώα και, από μιαν άπο­ψη, απο­λαυ­στι­κό­τε­ρη ζωή των ζώ­ων κά­νει τη ζωή των αν­θρώ­πων να μοιά­ζει αφό­ρη­τη και ορι­σμέ­νες φο­ρές εν­θαρ­ρύ­νει ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κές απο­μυ­θο­ποι­ή­σεις ζώ­ων στα οποία η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση έχει προσ­δώ­σει αν­θρώ­πι­νες ιδιό­τη­τες. Ίσως το πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα μιας τέ­τοιας ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κής απο­μυ­θο­ποί­η­σης στην ποί­η­ση της Ρουκ εντο­πί­ζε­ται στο ποί­η­μα «Ο τζί­τζι­κας» (Ενά­ντιος έρω­τας, 1982). Πα­ρα­θέ­τω τις τε­λευ­ταί­ες γραμ­μές αυ­τού του πε­ζού ποι­ή­μα­τος που απο­τε­λεί τον μο­νό­λο­γο ενός τζι­τζι­κιού:

Πά­σχα και βιο­λέ­τες δε γνω­ρί­ζω. Τη μό­νη ανά­στα­ση που ξέ­ρω
εί­ναι όταν μό­λις ση­κώ­νε­ται κά­ποιο αε­ρά­κι και δρο­σί­ζει λί­γο τη φο­βε­ρή
κά­ψα της ζω­ής μου. Τό­τε παύω να ουρ­λιά­ζω –ή να τρα­γου­δάω όπως
νο­μί­ζει ο κό­σμος– για­τί το θαύ­μα μιας δρο­σιάς μέ­σα μου βα­θιά λέ­ει
πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ όλα όσα δη­μιουρ­γώ για να μην πε­θά­νω από τη ζέ­στη.


Ο τζί­τζι­κας, που εμ­φα­νί­ζε­ται σε λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα δια­φο­ρε­τι­κών επο­χών και πο­λι­τι­σμών ως αμέ­ρι­μνος τρα­γου­δι­στής συ­νε­παρ­μέ­νος από τον έρω­τα ή άλ­λα ισχυ­ρά συ­ναι­σθή­μα­τα, προ­σέρ­χε­ται στη σκη­νή του ποι­ή­μα­τος της Ρουκ ως υπο­τε­λής στον αγώ­να για επι­βί­ω­ση. Το τρα­γού­δι του μοιά­ζει με ουρ­λια­χτό και πε­ρι­γρά­φε­ται ως η μό­νη του άμυ­να απέ­να­ντι στην κά­ψα του κα­λο­και­ριού που απει­λεί να τον αφα­νί­σει. Ακό­μη και για όσους γνω­ρί­ζουν πως το τε­ρέ­τι­σμα των τζι­τζι­κιών εξυ­πη­ρε­τεί άλ­λες ανά­γκες, η δρα­στι­κό­τη­τα του επι­νο­ή­μα­τος της Ρουκ πα­ρα­μέ­νει αμεί­ω­τη. Κι αυ­τό για­τί ο στό­χος της απο­μυ­θο­ποί­η­σης του τζι­τζι­κιού ως πε­ρι­πα­θούς τρα­γου­δι­στή δεν εί­ναι η απο­κα­τά­στα­ση της αλή­θειας για τα ανα­το­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του και για τον ρό­λο του τρα­γου­διού του σε λει­τουρ­γί­ες ανα­πα­ρα­γω­γής και άμυ­νας, αλ­λά μια νέα μυ­θο­ποί­η­ση του τζι­τζι­κιού ως όντος δε­μέ­νου στο άρ­μα μιας βιο­λο­γι­κής ανά­γκης, της ανά­γκης του να επι­ζή­σει σ’ ένα εχθρι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Έτσι η Ρουκ απαλ­λάσ­σει το λο­γο­τε­χνι­κό μο­τί­βο του τζί­τζι­κα από την κα­θιε­ρω­μέ­νη αν­θρω­πο­μορ­φι­κή του επι­τέ­λε­ση και το ανα­ζω­ο­γο­νεί με­τα­τρέ­πο­ντάς το σε σύμ­βο­λο της υπο­τα­γής των ζώ­ων στην ανά­γκη, αλ­λά και σε σύμ­βο­λο εκεί­νης της πτυ­χής της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης που κυ­βερ­νά­ται από την ανά­γκη και μέ­σω της οποί­ας ο άν­θρω­πος συ­νε­χί­ζει να με­τέ­χει στη φύ­ση του ζώ­ου.
Η Ρουκ, όμως, εμ­βα­θύ­νει στη σχέ­ση ανά­με­σα στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση και στη φύ­ση του ζώ­ου –πά­ντα με άξο­νά της τη σχέ­ση επι­θυ­μί­ας και ανά­γκης– όχι μό­νο μέ­σω της ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κής απο­μυ­θο­ποί­η­σης ζώ­ων ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τών στους λο­γο­τέ­χνες για αιώ­νες, όπως ο τζί­τζι­κας, αλ­λά και μέ­σω αν­θρω­πο­μορ­φι­κών ανα­πα­ρα­στά­σε­ων ζώ­ων τα οποία δεν εί­χαν απα­σχο­λή­σει ιδιαί­τε­ρα προ­γε­νέ­στε­ρούς της Έλ­λη­νες ποι­η­τές κι έτσι ήταν στον και­ρό της πρό­σφο­ρα για μια λί­γο-πο­λύ πρω­το­γε­νή, για τα μέ­τρα της ποί­η­σής μας, λο­γο­τε­χνι­κή αξιο­ποί­η­ση. Η πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή ισχύ­ει για τη χρή­ση του μο­τί­βου του σκί­ου­ρου από τη Ρουκ πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όσο ισχύ­ει για κά­θε άλ­λο από τα όχι και τό­σο δη­μο­φι­λή, ανά­με­σα στους Έλ­λη­νες ποι­η­τές, ζώα τα οποία υπο­δέ­χε­ται στο ερ­γα­στή­ρι της.
Αν και ο σκί­ου­ρος έχει κά­νει την εμ­φά­νι­σή του σε στί­χους πα­λιό­τε­ρων Ελ­λή­νων ποι­η­τών (π.χ. στον Ρί­τσο και στον Σε­φέ­ρη), η θέ­ση του στην ποί­η­ση της Ρουκ εί­ναι πιο προ­νο­μια­κή. Η λέ­ξη σκί­ου­ρος έχει πε­ρι­λη­φθεί σε τί­τλους του­λά­χι­στον τριών ποι­η­μά­των της που ανή­κουν σε δυο δια­φο­ρε­τι­κές συλ­λο­γές της. Ένα από αυ­τά εί­ναι το «Ο σκί­ου­ρος απα­ντά­ει στη γυ­ναί­κα» απο­σπά­σμα­τα από το οποίο σχο­λί­α­σα πα­ρα­πά­νω. Σ’ αυ­τό το ποί­η­μα, όμως, ο σκί­ου­ρος κα­το­νο­μά­ζε­ται μό­νο στον τί­τλο. Ένα άλ­λο, στους στί­χους του οποί­ου το συ­μπα­θές τρω­κτι­κό έχει ισχυ­ρό­τε­ρη πα­ρου­σία και αν­θρω­πο­μορ­φι­κή διά­στα­ση, εί­ναι το ποί­η­μα «Ο σκί­ου­ρος» (Ο θρί­αμ­βος της στα­θε­ρής απώ­λειας, 1978). Στους ακό­λου­θους στί­χους του η Ρουκ προ­σεγ­γί­ζει τη σχέ­ση της φύ­σης του αν­θρώ­που και των ζώ­ων αλ­λιώ­τι­κα απ’ ό,τι σε άλ­λα ποι­ή­μα­τά της:

Άσπρες πε­τσέ­τες
τα πρώ­τα χιό­νια
χω­ρίς ακό­μη δα­χτυ­λιές
κι ο σκί­ου­ρος στα πα­γω­μέ­να κού­τσου­ρα
πε­ρί­λυ­πος με λί­γη ελ­πί­δα
στην ου­ρά, πο­λυά­σχο­λος

ξε­κα­θα­ρί­ζει υπο­θέ­σεις
με τα μπρο­στι­νά του.


Σε αντί­θε­ση με την απει­κό­νι­ση του τζί­τζι­κα στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα που ανέ­φε­ρα νω­ρί­τε­ρα, η απει­κό­νι­ση του σκί­ου­ρου εδώ στη­ρί­ζε­ται στην πε­ρι­γρα­φή των ζω­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των του με όρους που αντα­να­κλούν επι­θυ­μί­ες αν­θρώ­πων κι όχι ανά­γκες ζώ­ων. «Πε­ρί­λυ­πος», αλ­λά και «πο­λυά­σχο­λος» ο σκί­ου­ρος ψά­χνει καρ­πούς για να τρα­φεί, έχο­ντας για ση­μαία της ισχνής ελ­πί­δας του την ου­ρά του. Αν στην πε­ρί­πτω­ση του τζί­τζι­κα η Ρουκ υπο­νο­μεύ­ει την πα­ρα­δε­δο­μέ­νη απει­κό­νι­ση του θρυ­λι­κού εντό­μου ως όντος οδη­γη­μέ­νου από την επι­θυ­μία και τον χω­νεύ­ει στα εδά­φη της ανά­γκης, στην πε­ρί­πτω­ση του σκί­ου­ρου ακο­λου­θεί φο­ρά αντί­θε­τη: υψώ­νει στη σφαί­ρα της επι­θυ­μί­ας –ή, ακρι­βέ­στε­ρα, στη σφαί­ρα του αν­θρώ­πι­νου θυ­μι­κού– τις υπα­γο­ρευ­μέ­νες από την ανά­γκη, αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νες κι­νή­σεις του, όπως εί­ναι κα­τε­ξο­χήν η νευ­ρώ­δης κί­νη­ση της φου­ντω­τής ου­ράς που τον βοη­θά να δια­τη­ρεί την ισορ­ρο­πία του ενό­σω επι­χει­ρεί τα γοη­τευ­τι­κά για μας άλ­μα­τά του από κλα­δί σε κλα­δί.

Οι ανα­φο­ρές της Ρουκ στο ένα ή στο άλ­λο ζώο που προ­σφέ­ρο­νται για ερ­μη­νεία υπό το φως της σχέ­σης της επι­θυ­μί­ας και της ανά­γκης στον άν­θρω­πο και στα ζώα δεν στα­μα­τούν εδώ. Ο ανα­γνώ­στης του έρ­γου της θα βρει απει­κο­νί­σεις εξί­σου δη­λω­τι­κές των υπαρ­ξια­κών ανα­ζη­τή­σε­ων της Ρουκ και σε άλ­λα ποι­ή­μα­τά της. Κα­θε­μιά από αυ­τές τις απει­κο­νί­σεις πλου­τί­ζει και πι­θα­νώς ανα­προ­σαρ­μό­ζει την αντί­λη­ψή μας για την ει­κό­να της φύ­σης του αν­θρώ­που και των ζώ­ων που μας πα­ρα­δί­δει η Ρουκ. Η φα­ντα­σία του ανα­γνώ­στη διεκ­δι­κεί με­ρί­διο θε­μι­τό στη δια­μόρ­φω­ση αυ­τής της ει­κό­νας, αφού τα ποι­ή­μα­τα της Ρουκ έχουν ορί­ζο­ντα ερ­μη­νεί­ας τό­σο ανοι­χτό, ώστε δεν εί­ναι λί­γες οι φο­ρές που μια προ­σέγ­γι­ση δεν μπο­ρεί να ανα­δει­χθεί ως εμ­φα­νώς πιο εύ­στο­χη από μια άλ­λη. Φαί­νε­ται, πά­ντως, πως η γραμ­μή πλεύ­σης της Ρουκ ορί­ζε­ται από δυο πα­ρα­μέ­τρους: πρώ­τον, από την εντύ­πω­σή της πως η ανά­γκη οδη­γεί τα ζώα με τον τρό­πο που η επι­θυ­μία οδη­γεί τον άν­θρω­πο και, δεύ­τε­ρον, από τη βιω­μέ­νη πί­στη της πως κά­τω από το πέ­πλο των επι­θυ­μιών του αν­θρώ­που θάλ­λει ο κρυ­φός και άτεγ­κτος κλή­ρος της ανά­γκης που ο άν­θρω­πος μοι­ρά­ζε­ται με τους λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο μα­κρι­νούς συγ­γε­νείς του εντός του ζω­ι­κού βα­σι­λεί­ου. Αν έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, τό­τε αρ­κε­τά στιγ­μιό­τυ­πα από τη ζωή των ζώ­ων που απα­ντώ­νται σε ποι­ή­μα­τα της Ρουκ εί­ναι συ­νά­μα και λο­ξές μα­τιές στη φύ­ση του αν­θρώ­που.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: