Η ηλιαράχνη του Λάγιου

Η ηλιαράχνη του Λάγιου

Έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια από τον απροσδόκητο θάνατο του Ηλία Λάγιου (2005) και η από τότε ήδη γραπτώς ομολογημένη πεποίθηση πολλών πως το έργο του αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης ποίησής μας έχει στο μεταξύ κερδίσει μεγαλύτερη απήχηση. Την πεποίθηση αυτή μοιράζονται πλέον περισσότεροι ποιητές και κριτικοί απ’ ό,τι το 2005. Ακόμη, τα αξιόλογα κείμενα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τιμούν τη μνήμη του έχουν πληθύνει. Ορόσημο στην πορεία της ευρείας εκτίμησης για το έργο του Λάγιου στάθηκε η μεταθανάτια συγκεντρωτική έκδοση των περιλαμβανόμενων σε βιβλία ποιημάτων του υπό την επιμέλεια της τώρα πια επίσης πρόωρα χαμένης Άννας Περιστέρη (Ηλίας Λάγιος, Ποιήματα, Ίκαρος 2009).
Στην κριτική της ποίησης οι προβλέψεις είναι πιο παρακινδυνευμένες απ’ ό,τι αλλού. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως το παρελθόν της τέχνης του στίχου είναι εξαιρετικά μακρύ και ο ευκταίος ορίζοντας επιβίωσης ενός ποιητικού έργου πιο ανοιχτός από εκείνον στον οποίο αρκούνται ακόμη και φιλόδοξα έργα άλλων λογοτεχνικών ειδών ή μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης. Δεν φαίνεται, ωστόσο, παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς πως η ήδη εμπεδωμένη θετική εντύπωση για τη θέση του Λάγιου στην ποίησή μας δεν θα κλονιστεί. Ίσα-ίσα, θα πιθανολογούσα πως στο μέλλον η εντύπωση αυτή θα εδραιωθεί περισσότερο.
Καθώς θα απομακρυνόμαστε από το διάστημα που κάλυψε η στιχουργική παραγωγή του (ο Λάγιος εξέδωσε βιβλία από το 1981 ως το 2004), ο ιστορικός περίγυρος και η πνευματική ατμόσφαιρα, υπό το πρίσμα των οποίων προσεγγίζουμε σήμερα την ποίηση εκείνης της εποχής, θα ανήκουν σε ένα πιο μακρινό παρελθόν κι έτσι θα μας είναι ευκολότερο να απαγκιστρώσουμε τον λόγο των τοτινών ξεχωριστών ποιητών από τις στενές χρονικές συντεταγμένες του βιολογικού ή συγγραφικού τους κύκλου και να τον αισθανθούμε ως μέρος της μακράς διαδρομής της νεοελληνικής ποίησης. Ο λόγος για τον οποίο μια τέτοια μακροσκοπική θεώρηση της πρόσφατης λογοτεχνίας μας θα ευνοήσει τον Λάγιο είναι το γεγονός πως η ποίησή του εγκολπώνει και συνάμα αναζωογονεί κατακτήσεις του ποιητικού λόγου από ένα μεγάλο φάσμα αυτής της διαδρομής.

Ο γόνιμος προσεταιρισμός των ποιητικών προγόνων όχι μόνο εξασφαλίζει στον Λάγιο μια υποψηφιότητα για συμπερίληψη στον λογοτεχνικό κανόνα, αλλά δείχνει και τον βαθμό διαφοροποίησης του ποιητικού του ύφους από το ύφος όσων άλλων ποιητών μας, από τη γενιά του ’30 και μετά, δοκίμασαν και πέτυχαν μία ανάλογη εγκόλπωση και αναζωογόνηση. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως από την επικράτηση του μοντερνισμού και εξής το χώνεμα της φωνής των προγόνων στο έργο Ελλήνων ποιητών έχει γίνει με δύο τρόπους: Ο ένας είναι ο τρόπος του Λάγιου και ο άλλος είναι ο τρόπος όλων των άλλων ποιητών.
Η παρατήρηση αυτή θα είναι πιο πειστική αν συνοδεύεται από δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη είναι πως ο τρόπος του Λάγιου δεν προέκυψε ως διά μαγείας. Χρωστά την καταγωγή του και κάποια στοιχεία του σε δρόμους συνομιλίας με ποιητικούς προπάτορες που διάνοιξαν οι παραδοσιακοί ποιητές και ορισμένοι άλλοι ποιητές που έχουν θεωρηθεί προνεωτερικοί. Η δεύτερη διευκρίνιση είναι πως ο τρόπος του Λάγιου μας έχει δώσει έξοχους καρπούς, αλλά δείχνει να υπολείπεται του τρόπου των άλλων ποιητών, κυρίως ως προς τις εκφραστικές δυνατότητες, την καθαρότητα της ποιητικής αντίληψης και τον βαθμό εκλέπτυνσής του. Αυτό πάντως δεν εκπλήσσει αν σκεφτεί κανείς πως ο τρόπος των άλλων έχει καλλιεργηθεί επί σειρά ετών από διαδοχικές γενιές ικανών τεχνιτών της ελευθερόστιχης ποίησής μας.
Οι διαφορές ανάμεσα στον τρόπο συνομιλίας με τους προγόνους που μας παραδίδει ο Λάγιος και στον αντίστοιχο τρόπο συνομιλίας των πρώτων Ελλήνων μοντερνιστών είναι αρκετές. Μία από αυτές είναι πως εκείνοι αναζητούν συχνά τους άμεσους προγόνους τους στην ξένη ποίηση, ενώ ο Λάγιος στην ελληνική. Στο έργο του Λάγιου εντοπίζονται βέβαια και πολλές αναφορές σε ξένους συγγραφείς. Αυτές, όμως, είναι λιγότερες από τις αναφορές του στην ελληνική λογοτεχνία και ενίοτε φτάνουν στην ποίησή του μέσω της πρόσληψης ξένων συγγραφέων από Έλληνες ποιητές. Εξάλλου φαίνεται να λιγοστεύουν ή να έχουν συνοδευτικό χαρακτήρα στα τελευταία έργα του (Φεβρουάριος 2001 (Ερατώ 2002), Η αρπαγή της κούτας (Ερατώ 2003), Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ερατώ 2004), γεγονός που έχει τη σημασία του, αφού αυτά τα έργα, ενώ δεν υπερέχουν απαραίτητα στο σύνολό τους άλλων βιβλίων του, μπορούν κατά τεκμήριο να ιδωθούν ως οι χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της ιδιότυπης ποιητικής του.
Μια δεύτερη διαφορά είναι πως ο Λάγιος, σε σύγκριση με άλλους ποιητές από όλες τις περιόδους της νεωτερικής μας παράδοσης, συνομιλεί με μεγαλύτερο αριθμό προγόνων, οι οποίοι μάλιστα καλύπτουν ένα πολύ εκτενέστερο χρονικό φάσμα της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Ανάμεσά τους βρίσκονται και ελάσσονες λογοτέχνες, όπως ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, μείζονες πλην λησμονημένοι από το ευρύ κοινό σήμερα ποιητές, όπως ο Νόννος ο Πανοπολίτης, και συγγραφείς που δεν έγραψαν λογοτεχνικά έργα – λόγου χάρη, Εκκλησιαστικοί Πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο λιγότερο γνωστός Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ή επιστήμονες, όπως ο μαθηματικός Πέτρος Τόγκας, συγγραφέας του δημοφιλέστερου ίσως εγχειριδίου γεωμετρίας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Σε αντίθεση με τον Λάγιο, άλλοι ποιητές, όταν επιλέγουν να συνομιλήσουν με πιο μακρινούς προγόνους –δηλαδή με προγόνους από την αρχαία, μεσαιωνική ή νέα ελληνική γραμματεία πριν από τον Σολωμό– εστιάζουν συνήθως στους αντιπροσωπευτικότερους συγγραφείς της αντίστοιχης εποχής ή σε εκείνους που στη νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένοι με εμβληματικές όψεις της ελληνικής ταυτότητας.
Οι δυο αυτές διαφορές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ποσοτικές, αφού προκύπτουν από συγκρίσεις μετρήσιμων στοιχείων της ποίησης του Λάγιου και εκείνης άλλων ποιητών με όραμα νεωτερικό και ισχυρές διακειμενικές ανακλήσεις. Η σημαντικότερη όμως διαφορά είναι μια τρίτη, μια διαφορά ποιοτική. Οι αναφορές άλλων ποιητών του περασμένου αιώνα σε παλιότερους ποιητές έχουν κατά κανόνα να κάνουν με ιδέες, εμπειρίες, σύμβολα ή εικόνες από την ποίηση των προγόνων (ακόμη και με εμβόλιμους στίχους δηλωμένης ή αναγνωρίσιμης πατρότητας) που ενσωματώνονται στα ποιήματα σαν πρόσθετες πινελιές και δεν υπονομεύουν το κατακτημένο τους ύφος.
Αντιθέτως, στον Λάγιο οι αναφορές στους προγόνους είναι πρωτίστως αναφορές στη γλώσσα τους. Είτε προκύπτουν ως παραλλαγές και προσμείξεις πάνω στο γλωσσικό ύφος των προγόνων είτε οδηγούν στη νοηματική εκτροπή, εντατικοποίηση ή συγχώνευση συγκεκριμένων γλωσσικών μεταφορών που εντοπίζονται σε στίχους τους. Έτσι, δεν μοιάζουν με πρόσθετες πινελιές σ’ έναν ήδη χρωματισμένο καμβά, αλλά με ψηφίδες ενός ατελεύτητου ψηφιδωτού ή, ακριβέστερα, με ίχνη σ’ ένα παλίμψηστο που χρωστά την πρωτοτυπία του στην εμφατική υιοθέτηση και ανάμειξη ποικίλων κειμενικών ιχνών ή υποστρωμάτων.

Αυτός ο τρόπος συνομιλίας του Λάγιου με τους προγόνους είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ιδιαίτερης ποιητικής του γλώσσας –αυτής που σ’ ένα άλλο κείμενό μου για την ποίησή του («Κτήματα και δώρα», Η Αυγή, 9 Οκτωβρίου 2005, και κατόπιν, σε εκτενέστερη μορφή, στον συλλογικό τόμο Για τον Ηλία Λάγιο, Ερατώ 2005) είχα περιγράψει ως γλώσσα γραμμένη πάνω στη γλώσσα, ως ένα ιδίωμα που δεν αναμετριέται με την ύλη (εννοώ, με την πρωτογενή, εξωλογοτεχνική εμπειρία), αλλά με τις πολλαπλές εικόνες της που εγκλείονται σε ισάριθμες εκδοχές της γλώσσας.

Ανάμεσα σε στίχους του Λάγιου που είχα σταχυολογήσει σ’ εκείνο το κείμενο για να υποστηρίξω κάποιες παρατηρήσεις πάνω στη γλωσσική ιδιοτυπία του (μια ιδιοτυπία συνυφασμένη με τον τρόπο συνομιλίας του με τους προγόνους που επισημαίνω εδώ) ήταν και ο τελευταίος στίχος του ποιήματος «Ο καλός καιρός» από το βιβλίο του Πράξη υποταγής (Ερατώ 2000):

Κάτι ηλιαράχνη υφέρπει στο γυαλί του ποτηριού που τόσο αγάπησα.

Ο στίχος αυτός μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν παράδειγμα του διαύλου επικοινωνίας με τους προγόνους που μετέρχεται ο Λάγιος. Πρόκειται για έναν στίχο με υψηλή μεταφορικότητα. Στηρίζεται όχι σε μία ή δύο, αλλά σε αρκετές μεταφορές, καθεμιά από τις οποίες είναι πολυστρώματη και γι’ αυτό ερμηνεύσιμη από διαφορετικές σκοπιές. Ίσως στην πρώτη ανάγνωση ο στίχος να ακούγεται πιο πυκνός σε πιθανά νοήματα απ’ όσο θα ήταν καλό ώστε να κερδίζει διαμιάς τον αναγνώστη. Ωστόσο το άνοιγμα της βεντάλιας του νοήματος που μας προσφέρει τον κάνει γοητευτικό. Ας αφήσουμε κατά μέρος τις άλλες μεταφορές του στίχου, κι ας σταθούμε σ’ εκείνην που φαίνεται να έχει την αφετηρία της στο έργο ενός προγόνου: ηλιαράχνη.

Η λέξη ηλιαράχνη –λέξη του Λάγιου– πρέπει να έλκει την καταγωγή της από τους ακόλουθους γνωστούς στίχους της ωδής του Κάλβου «Εις θάνατον»:

ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.


Η παρομοίωση του ήλιου με αράχνη (ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε) και ιδίως η συνδήλωσή της για τη διαπλοκή ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, που εκφράζεται εναργέστερα αμέσως μετά (και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως.), έχει εμπνεύσει και άλλους ποιητές. Ένας από αυτούς είναι ο Ελύτης. Χρωστά στον Κάλβο τον ακόλουθο στίχο από το Άξιον εστί:

Κι όπως δαγκώνει αράχνη  *  δάγκωσε το φως

Ο στίχος αυτός είναι καλό παράδειγμα του τρόπου συνομιλίας με τους προγόνους που έχουν καλλιεργήσει οι μοντερνιστές ποιητές μας. Ο Ελύτης αναφέρεται σε μια ιδέα που μας φανερώνει η παρομοίωση του Κάλβου, στην ιδέα πως ο ήλιος μπορεί να μοιάζει με αράχνη, όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό εκ πρώτης όψεως. Ο Ελύτης παραλαμβάνει την ιδέα από τον Κάλβο και την ενσωματώνει πλήρως στο δικό του προσωπικό ύφος φτιάχνοντας μια καινούρια παρομοίωση, που είναι με τη σειρά της στηριγμένη σε μια καινούρια μεταφορά: στο φως που δαγκώνει.

Αυτήν τη μεταφορά δύσκολα θα τη σκεφτόταν ποτέ ο Κάλβος. Είναι καρπός της ακονισμένης από τον υπερρεαλισμό φαντασίας του Ελύτη. Είναι πιο μαγική και πιο ριψοκίνδυνη απ’ όσο θα επέτρεπε η ποιητική φαντασία του 19ου αιώνα ακόμη και στον Κάλβο, που είχε μάλλον την τολμηρότερη και πιο κοντινή στον μοντερνισμό φαντασία ανάμεσα στους συγκαιρινούς του ποιητές. Έτσι, όταν διαβάζουμε τον στίχο του Ελύτη, η αίσθηση που αποκομίζουμε δεν είναι τόσο πως η ιδέα αυτή έχει την αφετηρία της στον Κάλβο. Είναι κυρίως η αίσθηση πως η ιδέα έχει χωνευτεί στον κόσμο του Ελύτη, σ’ έναν κόσμο αποφασιστικά διαφορετικής ποιητικής έκφρασης από εκείνον του νεοκλασικιστή και ρομαντικού Ζακύνθιου.
Η συνομιλία του Λάγιου με τους ίδιους στίχους του Κάλβου είναι διαφορετική από εκείνην του Ελύτη. Τόσο διαφορετική ώστε μπορούμε να πούμε πως συνιστά έναν διαφορετικό τρόπο συνομιλίας. Η πρώτη διαφορά είναι πως ο Λάγιος δεν παραλαμβάνει την ιδέα του Κάλβου για τη σχέση της αράχνης με τον ήλιο. Διαβάζοντας τον στίχο του Λάγιου δεν νιώθουμε αμέσως πως ο ήλιος μπορεί να κινείται –ή, ακόμη καλύτερα, να δρα– σαν αράχνη, όπως νιώθουμε όταν διαβάζουμε τους στίχους του Κάλβου και του Ελύτη. Άλλωστε στον στίχο του Λάγιου δεν υπάρχουν πια ούτε ήλιος ούτε αράχνη. Στη θέση τους έχει προκύψει ένα άγνωστο μέχρι πρότινος υβρίδιο, προϊόν της ένωσής τους: η ηλιαράχνη. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με μια μεταφορά. Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη διαφορά που φέρνει στο φως η σύγκριση ανάμεσα στους δυο τρόπους συνομιλίας. Ο Λάγιος κατεργάζεται όχι μια ιδέα, αλλά ένα σχήμα λόγου του Κάλβου. Παίρνει μια παρομοίωση και φτιάχνει μια μεταφορά. Και μάλιστα μια μεταφορά που ανήκει στο ισχυρότερο είδος μεταφορών: μια νέα λέξη –για την ακρίβεια, ένα νέο όνομα για ένα καινούριο πράγμα.

Η εμφατική γλωσσική πρωτοτυπία της ηλιαράχνης του Λάγιου μας είναι οικεία και από ανάλογες συλλήψεις σε άλλα ποιήματά του. Στις λιγότερο ευτυχείς στιγμές της η επιστράτευση αυτής της μεθόδου οδηγεί σε εκφραστική εκζήτηση. Οι ευτυχέστερες χρήσεις της μας αποκαλύπτουν όμως μια ακόμη σημαντική διαφορά ανάμεσα στον δικό του τρόπο συνομιλίας με τους προγόνους και σ’ εκείνον άλλων ποιητών. Στον Λάγιο τα ίχνη αυτής της συνομιλίας είναι ορατά, σχεδόν χειροπιαστά. Στόχος του είναι να μας υπενθυμίζει ότι η ποιητική του γλώσσα είναι ψηφιδωτό φτιαγμένο από ψηφίδες που συλλέγει από τη γλώσσα άλλων. Αντί να χωνεύει τα δάνειά του σ΄ ένα αρραγές ποιητικό ιδίωμα μοιάζει να θεωρεί δείκτη της υψηλής πρωτοτυπίας του ποιητικού του κόσμου το γεγονός πως η γλώσσα του φέρνει διαρκώς στο φως τις πρώτες ύλες και τα υπεδάφη της. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του στίχου που εξετάζουμε εδώ, ο εξοικειωμένος με τη νεοελληνική ποίηση αναγνώστης διαβάζοντας την άγνωστή του λέξη ηλιαράχνη, κι αφού αναλογιστεί πως αυτή δεν αναφέρεται σ’ ένα ον ή αντικείμενο ή σε μια έννοια, θα αρχίσει να αναζητά το νόημά της στην ετυμολογία και τα πιθανά διακειμενικά της συμφραζόμενα, οπότε ο δρόμος αργά ή γρήγορα θα τον φέρει στον Κάλβο.

Η τέταρτη και τελευταία διαφορά της συνομιλίας του Λάγιου με τον Κάλβο από την αντίστοιχη συνομιλία του Ελύτη –και, κατ’ επέκταση, από τον διαδεδομένο τρόπο υποδοχής των προγόνων στη μοντέρνα ποίηση– εντοπίζεται σε ό,τι ονόμασα νωρίτερα συγχώνευση μεταφορών. Αναμειγνύοντας γλωσσικά ίχνη ή συλλήψεις διάφορων συγγραφέων, ο Λάγιος εκτρέπει το νόημα ακόμη και εύγλωττων μεταφορών προς μια νέα τροχιά, όπου αυτές διασταυρώνονται πλέον με άλλες μεταφορές από άλλα κείμενα και αποκτούν ισχυρότερο σημασιακό ή αισθητικό φορτίο. Έτσι συμβαίνει κατεξοχήν στον στίχο που μας απασχολεί. Αν τον ξανασκεφτούμε θα διαπιστώσουμε πως ο Λάγιος δεν αντλεί εδώ έμπνευση μόνο από τον Κάλβο. Στα λόγια του διασώζεται ένας ακόμη ποιητής.

Ας πάρουμε πάλι τα πράγματα από την αρχή. Η εικόνα της ηλιαράχνης στο γυαλί του ποτηριού, παρά τη γλωσσική και οπτική της πρωτοτυπία, έχει νόημα θαμπό. Με άλλα λόγια, μας παραξενεύει περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να μας μαγέψει. Στον Κάλβο και στον Ελύτη η συσχέτιση του ήλιου ή του φωτός με την αράχνη είναι και πρωτότυπη και ευκρινής. Οι δυο ποιητές μας λένε πως ο ήλιος και το φως έχουν μια τρομερή δύναμη που μπορεί να σώσει αλλά και να αφανίσει, μια δύναμη που κλείνει εντός της τη ζωή και τον θάνατο. Στον στίχο του Λάγιου η λέξη που αποπνέει μια αίσθηση απειλής είναι το ρήμα υφέρπει. Η λέξη ηλιαράχνη, στην πρώτη και στη δεύτερη ανάγνωση, ηχεί απλώς αλλόκοτη, ενώ η αναφορά στο γυαλί του ποτηριού περιπλέκει περισσότερο το ήδη δυσπρόσιτο νόημα του στίχου. Ωστόσο ο στίχος έχει νόημα. Για την αποκωδικοποίησή του χρειάζεται όμως να τον συσχετίσει κανείς και με άλλους στίχους του ποιήματος που φανερώνουν πως ο Λάγιος εδώ δεν συνομιλεί μόνο με τον σαν αράχνη ήλιο του Κάλβου, αλλά και με την αράχνη του απόβροχου, όπως την έχει απαθανατίσει σ’ ένα συναρπαστικό στιγμιότυπο ο Σικελιανός.

Ήρθε η ώρα να ανατρέξουμε στους δυο πρώτους στίχους του ποιήματος που κλείνει με τον στίχο της ηλιαράχνης. «Ο καλός καιρός» αρχίζει ως εξής:

Διά μέσου της τζαμαρίας του καφενείου πραχτορικά παρατη-
ρώντας πληροφορούμαι.
Κύριε της μπόρας, του απόβροχου, της έξαφνης ηλιοφάνειας, μπα;  
μου ζητάς κι ευχαριστώ;


Ο τόπος και ο χρόνος του ποιήματος (καφενείο με τζαμαρία, ένα απόβροχο με ηλιοφάνεια ύστερα από τη μπόρα) φωτίζουν αλλιώς την ηλιαράχνη και το γυαλί του ποτηριού στον τελευταίο στίχο. Ακόμη, μας στέλνουν στο ακόλουθο δίστιχο από το Μήτηρ Θεού του Σικελιανού:

Δε σπαν οι αχτίδες οι στερνές του ήλιου του αποβροχάρη
πα στης αράχνης τον πλοκό σπιθόβολο δοξάρι;


Ο Σικελιανός αναφέρεται στη διασπορά του φωτός που προκύπτει όταν οι ακτίνες του ήλιου μετά από τη μπόρα πέφτουν πάνω στις σταγόνες του βρόχινου νερού που έχουν πιαστεί σ’ έναν ιστό αράχνης. Ο ιστός και οι γαντζωμένες πάνω του σταγόνες λειτουργούν σαν πρίσμα κι έτσι το λευκό φως του ήλιου αναλύεται στα χρώματα του ορατού φάσματος. Η ίδια βεντάλια χρωμάτων μας αποκαλύπτεται όταν μια δέσμη ηλιακών ακτινών περνάει μέσα από δυο γυάλινες επιφάνειες που, ακριβώς επειδή δεν είναι τοποθετημένες παράλληλα μεταξύ τους, σχηματίζουν πρίσμα και αναλύουν το φως, όπως συμβαίνει στον «Καλό καιρό» του Λάγιου με την τζαμαρία του καφενείου και το γυάλινο ποτήρι στο τραπέζι του ομιλούντος ήρωα του ποιήματος.

Ο Λάγιος συνταιριάζει δυο αναγνωστικές του εμπειρίες για να αποκρυσταλλώσει ένα βίωμα. Τα χρώματα στο ποτήρι μπροστά στην τζαμαρία του καφενείου φέρνουν στον νου την αράχνη του απόβροχου του Σικελιανού. Από εκεί ο νους πάει στον ήλιο του Κάλβου, που μας κυκλώνει σαν αράχνη τυλίγοντάς μας και με φως και με θάνατο. Κι ο ήλιος, το φως του ήλιου –ορατό στην ολότητά του χάρη σε πρίσματα, σαν τον βρεγμένο ιστό της αράχνης, κι αθόρυβα απειλητικό σαν την ίδια την αράχνη– γίνεται ηλιαράχνη, μια μεταφορά που αναφέρεται στον Θεό. Για τον Λάγιο ο Θεός είναι Κύριος της μπόρας, του απόβροχου, της έξαφνης ηλιοφάνειας, πότε καλός πότε κακός, αφού μας ρίχνει από το σκοτάδι και την καταιγίδα στο φως και την ηλιοφάνεια, αφήνοντάς μας ενίοτε μετέωρους στην ενδιάμεση ζώνη του απόβροχου.
Στο μυσταγωγικό τρίγωνο του ήλιου, της αράχνης και του αποβροχάρη Θεού έρχεται να προστεθεί και το γυάλινο ποτήρι: μέρος ενός πρίσματος κι αυτό, όπως ο ιστός της αράχνης, αποκαλύπτει κρυμμένα χρώματα. Yφαίνει όμως κι ένα πλέγμα κινδύνου. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για οποιοδήποτε γυάλινο ποτήρι. Είναι σερβιρισμένο ποτήρι. Με ποτό. Το ποτήρι που τόσο αγάπησε ο θαμώνας του καφενείου του ποιήματος είναι ένα ποτήρι με αλκοόλ. Τον σώζει προσωρινά, μα λίγο-λίγο τον τρώει. Στο γυαλί του υφέρπει η ηλιαράχνη. Η χρήση του μοτίβου του αγαπημένου ποτηριού με την ηλιαράχνη ως μεταφοράς για το αλκοόλ είναι ίσως λιγότερο εύληπτη από τις άλλες μεταφορές του στίχου. Φαίνεται όμως πως τα συμφραζόμενα του ποιήματος (κειμενικά και εξωκειμενικά) την υποστηρίζουν επαρκώς. Δεν είναι σύμπτωση άλλωστε πως την επισημαίνει και ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο κείμενό του «Αλκοόλ και λόγος (ΙΙ)» (Bookpress, 11 Ιουλίου 2015), όπου ανάμεσα σε στίχους διαφόρων ποιητών για το αλκοόλ περιλαμβάνει και αυτόν τον στίχο του Λάγιου.

Το νόημα της ηλιαράχνης του Λάγιου είναι λοιπόν επιμελώς κρυμμένο, αλλά καθαρό. Ένας στίχος που αρχικά θαμπώνει τον αναγνώστη με τη θελκτική παραδοξότητά του αποδεικνύεται πως είναι και πλήρης νοήματος. Εκτός αυτού, είναι ένας στίχος πρισματικός: Κλείνει εντός του ακτινωτές μεταφορές από τον Κάλβο και τον Σικελιανό και τις αναλύει σ’ ένα φάσμα χρωμάτων, στο οποίο έχει συμβάλει και ο ίδιος Λάγιος προσθέτοντας στο μεταξύ δικές του μεταφορές. Κι αυτές είναι με τη σειρά τους παραλλαγές πάνω στις μεταφορές των δυο του προγόνων ή μάλλον κράματα των μεταφορών των προγόνων και των δικών του εμπειριών.
Ο τρόπος συνομιλίας του Λάγιου με άλλους ποιητές είναι ξεχωριστός. Όχι μόνο γιατί οι στίχοι και τα ποιήματά του μοιάζουν με ψηφιδωτά καμωμένα από ψηφίδες πολλών μαστόρων, αλλά και για έναν ακόμη λόγο: γιατί ο Λάγιος μας καλεί να εννοήσουμε πρώτα τη δική τους φωνή ώστε να νιώσουμε έπειτα και τη δική του. Αφότου πέσει η αυλαία, μας παίρνει μαζί του στα παρασκήνια. Εκεί οι ηθοποιοί κλαίνε, γελούν ή τρέμουν απαγγέλοντας κατά μόνας τα λόγια των προσώπων του δράματος, λόγια που λίγη ώρα νωρίτερα ανήκαν σ’ ένα προσωπείο, αλλά έχουν αίφνης γίνει κομμάτια του προσώπου τους, δική τους φωνή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: