Ο Ηλίας Λάγιος ως παλαμικός κριτικός

Ο Ηλίας Λάγιος ως παλαμικός κριτικός

       
    Μνήμη Χρίστου Δάρρα

Η γενναιόδωρη πρόταση του Δημήτρη Κοσμόπουλου να συνδράμω στο αφιέρωμα για τον Ηλία Λάγιο –πρέπει να ομολογήσω– με έφερε σε αρκετήν αμηχανία. Μου λείπει η μακρά συμβίωση με το έργο του, απότοκος και συνάμα ανανεωτής έρωτα, που μόνον εκείνη νομιμοποιεί κάποιον να μιλήσει για έναν ποιητή. Η γνωριμία μου μ' αυτό το έργο, το ιδιότυπο και το πληθωρικό, περιστασιακή, αποσπασματική, φτωχή. Τον Λάγιο τον συνάντησα έμμεσα, μέσα από την κοινή μας αγάπη για άλλους ποιητές. Απαντηθήκαμε για λίγο κάτω απ' τον ίσκιο του Γρυπάρη και του Παλαμά: στην εισαγωγή που έγραψε ο νεότερος για την ανθολόγηση του μεγάλου πρεσβύτη που ετοίμασε για τον Ερμή και στα προλογίσματά του των Σκαραβαίων της Ινδίκτου και των παλαμικών έργων που ανατύπωσε ο Χρίστος Δάρρας στο Ιδεόγραμμά του.
Η μέθοδος του Ηλία Λάγιου βρίσκεται στους αντίποδες των επιστημονικών μελετημάτων, που τόσο τα ευνοεί το σημερινό ακαδημαϊκό σύστημα. Εξηγούμαι. Η επιστημονική μέθοδος εφαρμόζεται εξ ίσου και στα σπουδαία έργα και στα μέτρια, και στους μεγάλους ποιητές και στους ασήμαντους στιχοπλόκους. Εάν οι επιστημονικές εργασίες καταπιάνονται κατά κανόνα με τα σημαντικά, αυτό συμβαίνει, γιατί η κριτική οξυδέρκεια άλλων δημιουργών, που προηγήθηκε, τα ξεχώρισε και τα ανέδειξε.
Τι νόημα έχει όμως η κριτική διαπάλη του σημερινού δημιουργού με τους προπάτορές του, τη στιγμή που ο νεοελληνικός κανόνας έχει παγιωθεί; Ο Λάγιος εμπράκτως πρεσβεύει πως το να εφεσιβάλλεις, στο μέγα κριτήριο του χρόνου, υποθέσεις που πιστεύαμε πως είχαν τελεσιδικήσει δεν έχει τόσο το νόημα μιας νέας αγιοκατάταξης, σαν αυτές που επιχειρήθηκαν άστοχα για τον Άγρα ή τον Φιλύρα, όσο μιας κριτικής βασάνου, που, μέσα στο ίδιο το έργο των παλαιών ποιητών μας, θα ξεχωρίσει το χρυσάφι από τα άλλα μεταλλεύματα. Πιο απλά: ποιός είναι, από τη σημερινή σκοπιά, ο αυθεντικότερος Παλαμάς, Σικελιανός ή Ελύτης; Με λίγα λόγια, χρειάζεται να αποτολμηθεί κι εδώ ένας ανάλογος κριτικός άθλος σαν αυτόν που έκαναν για λογαριασμό του Σολωμού οι παλιότερες γενιές και που τοποθέτησε τον ποιητή των αποσπασμάτων της ωριμότητας πάνω από τον ραψωδό του Ύμνου.
Ο Ηλίας Λάγιος, στα κείμενα που προαναφέραμε, ανέλαβε αυτό το έργο για τον Παλαμά. Προσπάθησε –και εν μέρει επέτυχε– να ανακαλύψει τον τιμιότερο Παλαμά. Η κεντρική του θέση διατυπώνεται απαράμιλλα στον πρόλογο που έγραψε για την Φοινικιά. Προτιμώ να την παραθέσω: “Τελείως σχηματικά θα έλεγα ότι το ποιητικό σύμπαν του Παλαμά είναι ένα ηλιακό σύστημα με την Φοινικιά απλανή του και τα υπόλοιπα ποιήματά του να περιστρέφονται καθώς πλανήτες γύρω της. Και, για να φτάσουμε το σχήμα στα άκρα του, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως “καλόν” τη θερμότητα του απλανούς. Όσο πιο μακριά απ' αυτόν ένας πλανήτης τόσο λιγότερη και η ζέστη που δέχεται. Και, δυστυχώς, σ' αυτό το πλανητικό σύστημα εγγύς του ηλίου της Φοινικιάς θα συναντήσουμε μόνο τους αστεροειδείς κάποιων μικρών λυρικών του. Οι τροχιές των μεγάλων του “συνθέσεων” (η Φλογέρα, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου) εγγράφονται στην παγωμένη περιφέρεια ή, στην καλύτερη περίπτωση (Ασκραίος, το Αεροπλάνο), παρομοιάζονται με κομήτες, οι οποίοι άλλοτε πλησιάζουν τον ήλιο και άλλοτε απομακρύνονται από αυτόν.
Για τον Λάγιο, λοιπόν, η Φοινικιά είναι η κορυφαία στιγμή του Παλαμά, εκείνη που του διασφαλίζει τον επίζηλο τίτλο του μείζονος λυρικού. Αυτό το ποίημα “θα μπορούσαν να το έχουν ονειρευτεί ο αββάς Μπρεμόν και ο Παύλος Βαλερύ δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα. Ένα ποίημα χωρίς υπολείμματα, “καθαρό” μέχρι τη βιαιότητα, ένα ποίημα που εκ προοιμίου αρνείται την εξιστόρηση. Ενδιαφέρουσες και οι συγκρίσεις της Φοινικιάς με τα άλλα δύο κατά Βαγενά μείζονα λυρικά ποιήματα της λογοτεχνίας μας, με τον σολωμικό Κρητικό και την Μητέρα Θεού του Σικελιανού. Σε σχέση με τον σολωμικό Κρητικό, λέει ο Λάγιος, η Φοινικιά κερδίζει σε θέρμη, καθώς ο Παλαμάς “ζεσταίνει” περισσότερο τις λέξεις, ενώ σε σχέση με την Μητέρα Θεού το δικό του ποίημα υπερτερεί σε σαφήνεια.
Γύρω απ΄ τη Φοινικιά περιστρέφονται, στην εγγύτερη τροχιά, οι αστεροειδείς των μικρών λυρικών. Τρεις είναι οι κύριοι αστεροειδείς. Πρώτος ο αστεροειδής του πένθους. Εδώ ο Λάγιος εννοεί μερικά κομμάτια απ' τον Τάφο, αφού, όπως υποστηρίζει, “ο Τάφος υπάρχει αποσπασματικά. Κάποια ποιήματά του στέκονται ισάξια πλάι στα δημοτικά μοιρολόγια (ακριβώς γιατί συνάδουν με το ήθος τους) και κάποια άλλα κινούνται ανάμεσα στην ανέξοδη λογιότητα και την ευτελή στιχουργία. Η διάχυση του Παλαμά, η ανημποριά του να παραμείνει στο λυρικό κέντρο, το “γύρω” από το ποίημα χαράζουν βαθιές ουλές στο πρόσωπο του Τάφου.
Ο δεύτερος είναι ο αστεροειδής της τρέλας. Βαθιά στο καταγωγικό αίμα του Παλαμά καραδοκούσε η παραφροσύνη. Ο ποιητής προσπάθησε να την ξορκίσει κάνοντάς τη τραγούδι.
Τρίτος αστερισμός ο έρωτας, που στον Παλαμά παρουσιάζεται σ' όλη την τρομακτικήν ιάνεια διπροσωπία του: ο έρωτας ο εξιδανικευμένος κι εξιδανικευτικός, ο αϋλωμένος, ο μετάρσιος κι ο έρωτας ο σαρκικός, ο δαιμονικός. Σημειώνει ξανά ο Λάγιος: “Στον Παλαμά η ίδια η παρουσία της γυναίκας είναι διπολική. Στο ένα άκρο αυτού του στατήρα βρίσκουμε την προστατευτική, τη λυτρώτρια μορφή της μάνας-αδερφής-συζύγου και στο άλλο τη μυζήτρια, καταστροφική της πόρνης- αγαπητικιάς, του θηλυκού δαίμονα succubus.”
Η κριτική τόλμη του Λάγιου απέναντι στον Παλαμά δικαιώνεται όταν ο στιχόφιλος δεν την ενστερνίζεται απλά αλλά παρακινείται να αντιπαρατεθεί μαζί της. Μέσα από τη διαλεκτικήν αντιπαράθεση, στην οποία μας εξωθεί στανικώς ο Λάγιος, θα αποτιμηθεί καλύτερα ο Παλαμάς. Κι αυτή η αντιπαράθεση παίρνει δύο κατευθύνσεις εξ ίσου νόμιμες κι αλληλοσυμπληρούμενες: να εμβαθύνεις και προεκτείνεις τις θέσεις του Λάγιου ή να τις αμφισβητήσεις.
Αν προεκτείνουμε κι εμβαθύνουμε τον Λάγιο, τότε ο Παλαμάς των μικρών λυρικών δεν μας αποκαλύπτεται ως ένας ελάσσων ποιητής, ομότιμος του Άγρα και του Φιλύρα, αλλά ως ένας μείζων ποιητής απ' την ανάποδη. Ο Λάγιος το ψυχανεμίζεται αυτό ομολογώντας πως οι άλλοι σύγχρονοι και παλαιότεροι ελάσσονες (κατονομάζει, μεταξύ άλλων, τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση, τον Σαχτούρη, τη Δημουλά) δεν κατορθώνουν να μας κοινωνήσουν το ρίγος των παλαμικών μελισμάτων. Κι αυτό γιατί τα μικρά λυρικά του Παλαμά “απορρέουν από έναν συγκροτημένο πυρήνα, ο οποίος τα εμβαπτίζει στην καθαρότητα της σύλληψης, στην κάθαρση των λέξεων, στη διαύγεια της απόδοσης.” Εγώ συνεχίζοντας αυτή τη γραμμή θα πήγαινα πιο πέρα: τα μικρά λυρικά του Παλαμά είναι μια ποίηση βάθους, που βρίσκεται στους αντίποδες του ύψους, μα που συνιστούν εξ ίσου μείζον επίτευγμα. Αυτού του τύπου τον λυρισμό τον έχω ονοματίσει αλλού θυμικό λυρισμό, με την ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή λυρισμό της καρδιάς.

Η αμφισβήτηση, τέλος, θα αντιπαρέβαλε στον Παλαμά του Λάγιου κι άλλους “Παλαμάδες”, που όλοι τους συναπαρτίζουν τον πρωτεϊσμό του (“δεν είμαι με το αλλά με τα εγώ μου”, έλεγε ο ίδιος): τον δουλευτή του δεκαπεντασύλλαβου (στην τόσο παρεξηγημένη Φλογέρα και τους τόσο παραγνωρισμένους Βωμούς), τον πολυφωνικό τραγουδιστή του Δωδεκαλόγου, τον σατιριστή, τον υμνωδό της εθνικής έξαρσης και τον θρηνωδό της εθνικής συντριβής. Αν επιχειρούσαμε μιαν άλλη παρομοίωση, αντλημένη όχι από το έναστρο στερέωμα αλλά από τη γήινη γεωγραφία, τότε ο Παλαμάς μας παρουσιάζεται σαν μια ολόκληρη χώρα με πολλές κι όχι με μία κορυφές. Η συνεισφορά όμως του Λάγιου δεν μειώνεται: ο Παλαμάς της Φοινικιάς και των μικρών λυρικών είναι ο πιο βαθύς, ο πιο προσωπικός, ο πιο αυθεντικός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: