Ο ελέφαντας

Ο ελέφαντας


The most erudite of elephants
WΑLLACE  STEVENS


 

Δεν μοιάζεις διόλου τους ελέφαντες του Πώρου
και στη σκληρή σου πάνω ράχη δεν τοξεύουν
Ινδοί τοξότες μες σε πύργους καθισμένοι.

Ο πιο καλαίσθητος ελέφαντας εσύ ΄σαι,
των ποιητών, ο ποιητής ελέφας, κήνσωρ,
κι απ’ τη βαρύτιμη καθέδρα σου δικάζεις.

Κρατάν τα χέρια σου των Νόμων το βιβλίο,
που το στολίζουν Χοηφόρες και Βεατρίκες
κι όπου την όψη σου κοιτάζεις σε καθρέφτη.

Γλυκό χαμόγελο τα χείλη σου θερμαίνει,
λάμπουν τα δόντια σου λευκά καθώς χαλάζι
κι αυτοθαυμάζεσαι που ξέρεις να θαυμάζεις.

Μα ποια πομπή που χάνεται στα μάκρη
μπροστά στο θρόνο το χρυσό σου παρελάζει
και σάμπως είδωλο σεπτό σε προσκυνάει;

Είναι η πομπή των ποιητών των πεθαμένων,
που καταφτάνουν απ’ τα μάκρη των αιώνων
σεμνά στα πόδια σου τα έργα τους ν’ αφήσουν.

Πρώτος απ’ όλους ο Καλλίμαχος προβάλλει
απ’ την πολύβουη Αλεξάνδρεια φτασμένος
εδώ κι απ’ τ’ άδυτο Μουσείο των Πτολεμαίων.

Της Βερενίκης του την κόμη σου χαρίζει,
που οι βοστυχώδεις τη θρηνήσαν αδερφές της,
σαν αστερώθηκε στης νύχτας το σκοτάδι.

Ο Κριναγόρας κι ο Φιλόδημος περνάνε
κι ο Παλλαδάς μαζί μ’ εκείνους κι ο Ρουφίνος,
με των πεντάμετρών τους τ’ άνθη να σε ράνουν

(στίχοι νωποί από τα φιλιά της Κυθερείας
και που ευωδιάζουν από ρόδα κι ανθοσμία,
όχι της μνήμης ρόδα μήτε και της λήθης).

Μετά ο Πατρίκιος ο Χριστόφορος διαβαίνει
τη θαυμαστή του την Αράχνη να σου δώσει
κι ο Φτωχοπρόδρομος κατόπι του βαδίζει

με τη λυσίκομη, βαθύζωνη Ροδάνθη
κι ο Μανουήλ Φιλής τα ζώα του σου φέρνει
μες τα κλουβιά φυλακισμένα των ιάμβων.

Κι από τη Χάλκη, την Κριμαία και τον Άθω
φαιά ντυμένος ο Καισάριος Δαπόντες
τον Κήπο, δώρο, των Χαρίτων, σου προσφέρει.

Αργά το βλέμμα σου ακουμπώνας στον καθένα
χαμογελάς την προβοσκίδα σου κουνώντας
με συγκατάβαση που μοιάζει καταδίκη,

Σε διασκεδάζουν όλα αυτά και σε κουράζουν.
Τόσες τιμές κι ένας ελέφας δε σηκώνει!
Στις λίμνες κάλλιο των λωτών να κολυμπούσες!

Μετά οι ψυχές των αγεννήτων καταφτάνουν,
μέχρι το θρόνο σου κακόφωνες κουρούνες,
που έτσι πυκνά καθώς πετάν, σε ξεκουφαίνουν.

Και πια βαμβάκι και κερί στα αυτιά σου βάζεις,
αρχίζει μέσα σου ο θυμός να κρυφοβράζει
κι οργής αχνούς η προβοσκίδα σου ξερνάει.

Και τέλος έρχομαι κι εγώ προσκυνητής σου
με την αγέννητή μου λύρα να σε μέλψω,
το βασιλιά των ραψωδούντων ελεφάντων.

Τα χείλη σμίγεις και τα μάτια σου τοξεύουν
σπίθες για τ’ auto da fé τ’ αφανισμού μου
κι η προβοσκίδα σου για με το ΘΗΤΑ γράφει.

Όμως ο Χρόνος μέσα σου άοκνα δουλεύει
σαν το σαράκι που το ξύλο κατατρώει
κι αργά τη σάρκα σου σε πέτρα συναλλάζει.

Μήπως κι εσύ, πές μου, δε διάλεξες να γίνεις
το νεκροξόανο του ζώντος εαυτού σου,
ένας βαρύς χρυσελαφάντινος Γκανάσα;

Κι ενώ χτυπούσε μες τα στήθη σου η καρδιά σου,
δε σε λιτάνευαν σα σκήνωμα αγιασμένο
αρχιερείς με θυμιατήρια και λαμπάδες;

Μα σε θαυμάζω, που στο στόμα σου ετοιμάζεις
το άκρον άωτον, το φίλντισι του λόγου,
που με χρυσάφι καθαρό θα το ζυγίσουν.

Κι όχι το υπέρλευκο μονάχα φίλντισί σου,
μα κάποια μέρα και το γκρίζο σου το δέρμα
κολλυβιστές και μεταπράτες θα πουλήσουν.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: