Ιταλικά σονέτα


____________



Ο Σο­λω­μός άρ­χι­σε να γρά­φει στα ιτα­λι­κά και τε­λεί­ω­σε στα ιτα­λι­κά. Άρ­χι­σε να γρά­φει εύ­κο­λα και κα­τέ­λη­ξε να γρά­φει δύ­σκο­λα, κα­θώς πολ­λα­πλα­σί­α­ζε τις δυ­σκο­λί­ες, για να επι­τύ­χει την εκ­φρα­στι­κή εντέ­λεια, υπο­τάσ­σο­ντας φα­ντα­σία και πά­θος, με και­ρό και με κό­πο, στο νό­η­μα της τέ­χνης. Την ευ­κο­λία με την οποία στι­χο­γρα­φού­σε σο­νέτ­τα στα ιτα­λι­κά την συ­να­ντού­με και στη γορ­γή εκτέ­λε­ση του Ύμνου. Κι αν τα απο­σπά­σμα­τα της ωρι­μό­τη­τας οδη­γούν στην πρώ­τη πραγ­μά­τω­ση της κα­θα­ρής ποί­η­σης, πο­λύ πριν τον Μα­λαρ­μέ, αφού, όπως το­νί­ζει ο Ελύ­της, ο Σο­λω­μός «πέ­τυ­χε αυ­τή τη μα­γεία του λό­γου, που θε­ω­ρή­θη­κε αι­σθη­τι­κή επι­νό­η­ση του Μα­λαρ­μέ», με τη δια­φο­ρά πως “κά­θε στί­χος από τους Ελεύ­θε­ρους Πο­λιορ­κη­μέ­νους έχει άπει­ρα με­γα­λύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα από το στί­χο του Μα­λαρ­μέ”,* τα τε­λευ­ταία ιτα­λι­κά ποι­ή­μα­τα του Σο­λω­μού εί­ναι, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Κω­στής Πα­λα­μάς, «ο άξιος αρι­στο­τε­χνι­κός, αεί­ζω­ος και υπε­ρά­νω των πα­τρί­δων επί­λο­γος της σο­λω­μι­κής μού­σης»**
Τα ιτα­λι­κά ποι­ή­μα­τα του Σο­λω­μού με­τα­φρά­στη­καν για πρώ­τη φο­ρά έγκυ­ρα από τον Γε­ώρ­γιο Κα­λο­σγού­ρο. Πα­ρό­λο που, όπως επι­ση­μαί­νει ο Πα­λα­μάς, και μ' όλη την ευ­συ­νει­δη­σία του με­τα­φρα­στή, υπο­λεί­πο­νται των πρω­το­τύ­πων*** κα­μιά με­τα­γε­νέ­στε­ρη με­τά­φρα­ση δεν ξε­πέ­ρα­σε τον Κα­λο­σγού­ρο ( ως εξαί­ρε­ση ση­μειώ­νω τη δου­λειά του Στυ­λια­νού Αλε­ξί­ου).
Στην πιο δυ­να­τή στιγ­μή του, ο Κα­λο­σγού­ρος υπερ­βαί­νει τολ­μη­ρά τον με­τα­φρα­στή εαυ­τό του και συ­να­ντά τον δη­μιουρ­γό ποι­η­τή κλη­ρο­δο­τώ­ντας μας ένα από τα πιο ση­μα­ντι­κά έρ­γα της επτα­νη­σια­κής σχο­λής, κα­τ’ εμέ εφά­μιλ­λο με τα «Προ­λε­γό­με­να» του Πο­λυ­λά. Εν­νοώ την πα­ρά­φρα­ση των πε­ζών σχε­δια­σμά­των του ύστε­ρου ιτα­λό­γλωσ­σου Σο­λω­μού σε ελ­λη­νι­κό στί­χο με αξιο­ζή­λευ­τη απο­μί­μη­ση της σο­λω­μι­κής στι­χουρ­γι­κής.
Ο δε­κα­τρι­σύλ­λα­βος, αντι­θέ­τως, των με­τα­φρα­σμέ­νων σο­νέ­των δεν με πεί­θει πά­ντα. Αυ­τό το προ­βλη­μα­τι­κό κλη­ρο­δό­τη­μα του Πο­λυ­λά γέν­νη­σε ένα από τα ωραιό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της γλώσ­σας μας―τη «Φοι­νι­κιά» του Πα­λα­μά―, όπου η ελευ­θε­ριά­ζου­σα ρυθ­μο­ποι­ία του αί­ρε­ται στον χώ­ρο του κα­θα­ρού λυ­ρι­σμού (θυ­μί­ζω πως ελευ­θε­ριά­ζο­ντες, ορι­σμέ­νως, εί­ναι κι οι αλε­ξαν­δρι­νοί του Μα­λαρ­μέ), αλ­λά συ­νή­θως οδή­γη­σε στην προ­σω­δια­κή πλα­δα­ρό­τη­τα (πριν τον χα­λι­να­γω­γή­σει ο Σι­κε­λια­νός στον «Δαί­δα­λο στην Κρή­τη» και του δώ­σει μιαν απα­ρά­μιλ­λη ρυθ­μι­κή εντέ­λεια).
Η ποι­η­τι­κή του Σο­λω­μού, όπως και της κρη­τι­κής σχο­λής, στη­ρί­ζε­ται εί­τε στον πα­ρα­δο­σια­κό δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βο εί­τε στην πι­στή και αυ­στη­ρή εφαρ­μο­γή της ιτα­λι­κής με­τρι­κής, με πιο λα­μπρό πα­ρά­δειγ­μα τις οκτά­βες του «Λά­μπρου».
Πα­ρό­μοια με­τα­χει­ρί­ζε­ται ο Χορ­τά­τσης τις τερ­τσί­νες στην «Ερω­φί­λη» και ο Τρώ­ι­λος το σο­νέ­το στον «Βα­σι­λιά Ρο­δο­λί­νο»:

Στον Ου­ρα­νόν η Γνώ­ση κυ­ριεύ­γει
και κυ­βερ­νά το φως τση όλη τη κτί­ση·
εις την υπο­τα­γή τση στέ­κ' η φύ­ση
κι αυ­τή­νης το Μελ­λού­με­νο δου­λεύ­γει

Τού­το το φως πά­σ' αγα­θό ερ­μη­νεύ­γει.
φως άξο, απού πο­τέ δεν κά­μνει δύ­ση,
φως, απού κά­μνει αθά­να­τη τη ζή­ση
κι απού κι ο ίδιος ήλιος του ζη­λεύ­γει.

Ετού­το δό­ξες άψευ­τες χα­ρί­ζει
κι απ' όλους που τσι ακτί­νες του ακλου­θού­σι
μη­δέ­νας τύ­χης φό­βο δε γνω­ρί­ζει.

Αμ' όσοι τέ­τοιες χά­ρες δεν πο­θού­σι
και τση Αγνω­σιάς το σκό­τος τσι αμπο­δί­ζει
σκο­ντά­φτου­σι κι εις βά­ρα­θρα γλι­στρού­σι.

Για αυ­τούς τους λό­γους θε­ω­ρή­σα­με πως στην από­δο­ση των ιτα­λι­κών σο­νέ­των του Σο­λω­μού η μορ­φή (μέ­τρο και ρί­μες) έπρε­πε να απο­δο­θεί πι­στά. Ιδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη ήταν η από­δο­ση των τε­τρα­πλών ομοιο­κα­τα­λή­ξε­ων. Ανα­πό­φευ­κτα, χρειά­στη­κε να πά­ρου­με αρ­κε­τές ελευ­θε­ρί­ες. Μια αντι­πα­ρα­βο­λή με τις κα­τά λέ­ξιν απο­δό­σεις του Λί­νου Πο­λί­τη δεί­χνει τα ση­μεία όπου «ελευ­θε­ριά­σα­με». Θέ­λω όμως να πι­στεύω πως το ποι­η­τι­κό απο­τέ­λε­σμα δι­καιώ­νει τις επι­λο­γές μας.

[1] Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Συν τοις άλ­λοις, Αθή­να 2011, σ. 196
[2] Κω­στής Πα­λα­μάσ, Άπα­ντα, τό­μος 13, Γκο­βά­στης 1960, σ. 432.
[3] Κω­στής Πα­λα­μάς, ό.π. σ. 432.

______
Βλ. και Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού, «Πέ­ντε ιτα­λι­κά σο­νέ­τα, μτ­φρ. Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, Χάρ­της#73
________


Ιταλικά σονέτα


Per noctes quaesivi quem diligit anima mea, quaesivi et on inveni
                Άσμα Ασμά­των

Φτά­νει όλο σκό­τος και σιω­πή το βρά­δυ
σι­γά, το σπί­τι πια­δε με κρα­τά­ει.
Αυ­τόν ψά­χνω η καρ­διά μου που αγα­πά­ει.
Φω­νά­ζω, μ’ απα­ντά­ει το σκο­τά­δι.
Σε κά­θε θρόι­σμα φύλ­λου κι αύ­ρας χά­δι
από ελ­πί­δα το στή­θος μου σκιρ­τά­ει.
Μα τρέ­μω, η ελ­πί­δα σα με ξε­γε­λά­ει,
για­τί με ζώ­νει η νύ­χτα σα μα­γνά­δι.
Τρέ­χω δρό­μους, πλα­τέ­ες στην τα­ρα­χή μου
«ποιος εί­δε την αγά­πη μου;» φω­νά­ζω,
ν’ ανα­θαρ­ρέ­ψει η δύ­στυ­χη ψυ­χή μου.
να ψά­χνω πά­λι αρ­χί­ζω και να κρά­ζω,
μα όποιον και να ρω­τή­σω αυ­τός σω­παί­νει,
πού θα τον βρω δε λέ­ει, η δυ­στυ­χι­σμέ­νη.


Surge, amica mea
                
         Άσμα Ασμά­των

Σή­κω, κα­λή μου, αγνή μου πε­ρι­στέ­ρα,
σή­κω κι έλα, όμορ­φή μου αγα­πη­μέ­νη!
Τώ­ρα η βοή της θύ­ελ­λας σω­παί­νει
και μό­νο η αύ­ρα πνέ­ει στον αι­θέ­ρα.
Πια δεν βουί­ζει απ’ το χει­μώ­να η μέ­ρα
κι οι ου­ρα­νοί γα­λά­ζιοι εί­ναι ντυ­μέ­νοι.
Σή­κω κι έλα, όμορ­φή μου αγα­πη­μέ­νη,
σή­κω, κα­λή μου, αγνή μου πε­ρι­στέ­ρα!
Κοί­τα­ξε πό­σο η γη μας τώ­ρα ευ­φράν­θη
από ρί­γος γλυ­κό που προ­ξε­νού­νε
μύ­ρια νε­ρά και μύ­ρια φύλ­λα κι άν­θη.
Σή­κω κι άκου στ’ αγέ­ρι που ευω­δά­ει,
κα­λή μου, κι οι φτε­ρού­γες της δο­νού­νε,
τρυ­γό­να μο­να­χή να τρα­γου­δά­ει.


Consurge, consurge, induere fortitudine tua, Sion
                        
Ησαας

Σή­κω, Σιών, κι ορ­θώ­σου πιο με­γά­λη!
Οι εχθροί σου εσέ­να πια δεν πο­λε­μά­νε!
Σή­κω, Σιών, και φό­ρε­σε και πά­λι
φο­ρέ­μα­τα στη δό­ξα σου που πά­νε!
Βά­λε ξα­νά κο­ρό­να στο κε­φά­λι,
που οι ενά­ντιοι σου το φως της δε σκορ­πά­νε.
Ση­κώ­σου σα βα­σί­λισ­σα όλο κάλ­λη,
και λα­οί πι­στοί θα ρθούν, κο­ντά σου νά­ναι.
Και ζώ­νο­ντάς σε όλοι οι πι­στοί σου κι άξιοι
θα τρα­γου­δά­νε πά­ντερ­πνο άσμα επί­σης
προ­σέ­χο­ντας κι ο Θε­ός τι θα προ­στά­ξει.
Και στον πα­λιό σου θρό­νο όταν κα­θί­σεις,
ο τύ­ραν­νος, που σ’ εί­χε, ο άθλιος, μι­σή­σει
τα πό­δια σου, αν δε φύ­γει, θα φι­λή­σει.


Στον Άγιο Διο­νύ­σιο

(Σο­νέ­το αυ­το­σχε­δια­σμέ­νο τον και­ρό των σει­σμών που συ­νέ­βη­σαν στη Ζά­κυν­θο το Δε­κέμ­βρη του 1820 και το Γεν­νά­ρη του 1821)

Διο­νύ­σιε, αγνή και πάν­σε­πτη ψυ­χή μας,
που πρώ­το σε δο­ξά­ζει τ' άσμα εσέ­να,
το δύ­στυ­χο προ­στά­τε­ψε νη­σί μας
να μην το ξα­να­βρεί δει­νό κα­νέ­να.
Φό­βο και δά­κρυα εί­δα γε­μά­τα ολο­έ­να
σπί­τια κι οδούς: γιά­τρε­ψε, απα­ντο­χή μας,
τα συλ­λοϊ­κά μας συ τα τρο­μα­σμέ­να,
πως θέ­λει να χα­θεί απ' τα πό­δια η γη μας.
Στ' Αιώ­νιου το θρό­νο τρέ­ξε τώ­ρα
και ζή­τα του θερ­μά να μην αφή­σει
τη Ζά­κυν­θο να σβή­σει αυ­τή την ώρα.
Κι ο Κύ­ριος σου, αν σε δεν απα­ντή­σει,
να του θυ­μί­σεις που έκρυ­ψες, πα­τέ­ρα,
το φο­νιά τ' αδερ­φού σου κά­ποια μέ­ρα.


Στην Ανά­στα­ση του Κυ­ρί­ου

Με θεί­αν ο Χρι­στός λάμ­ψη ντυ­μέ­νος
σπά­ζει τις αλυ­σί­δες του θα­νά­του
κι ―η πα­ντο­δυ­να­μία όλη δι­κιά του―
σαν κέ­δρος στέ­κει σ’ όρος ρι­ζω­μέ­νος.
Άγ­γε­λος υπε­ρού­σια φτε­ρω­μέ­νος
πε­ρή­φα­να κου­νώ­ντας τα φτε­ρά του
ΑΝΕ­ΣΤΗ κρά­ζει, αστρά­φτει κι η θω­ριά του,
αστρά­φτει κι ο οφθαλ­μός του πυ­ρω­μέ­νος.
Λά­μπουν τα ου­ρά­νια πά­νω κι άλ­λο ακό­μη,
χα­ρά σκορ­πούν τα μά­τια των πνευ­μά­των
και δάφ­νη πια στο­λί­ζει κά­θε κό­μη.
Από τη γη δεν βγαί­νει η Χά­ρη η Θεία
η πιο βα­θιά απ’ το λό­γο των κτι­σμά­των
κι όσο έχει βά­θος τό­ση έχει ηρε­μία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: