ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
__________
Συντονισμός: ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ
Σήμερα κοντοστάθηκα για να παρακολουθήσω το εξής παράξενο θέαμα: σε μια πλατεία των περιχώρων, ένας σαλτιμπάγκος μες στη σκόνη επεδείκνυε μια γυναίκα που ήταν ειδικά εκπαιδευμένη. Παρόλο που η παράσταση δινόταν κατάχαμα και στη μέση του δρόμου, ο άνδρας έδινε πολύ μεγάλη σημασία στον κύκλο από κιμωλία που ήταν από πριν σχεδιασμένος, σύμφωνα με τον ίδιο, με την άδεια των αρχών. Έκανε, ξανά και ξανά, τους θεατές που ξεπερνούσαν τα όρια αυτής της αυτοσχέδιας πίστας να πάνε προς τα πίσω. Η αλυσίδα, που πήγαινε από το αριστερό του χέρι στο λαιμό της γυναίκας, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σύμβολο, μιας και η παραμικρή προσπάθεια θα ήταν αρκετή για να τη σπάσει. Πολύ πιο εντυπωσιακό ήταν, σε τελική ανάλυση, το μαστίγιο από χαλαρό μετάξι που ανέμιζε ο σαλτιμπάγκος, υπερήφανος, δίχως όμως να τα καταφέρνει να κάνει στράκες.που ανέμιζε ο σαλτιμπάγκος, υπερήφανος, δίχως όμως να τα καταφέρνει να κάνει στράκες.
Ένα μικρό τέρας ακαθορίστου ηλικίας συμπλήρωνε τον θίασο. Χτυπώντας το τυμπανάκι του έδινε μουσική υπόκρουση στην παράσταση της γυναίκας, που περιοριζόταν στο να περπατά σε όρθια στάση, να αποφεύγει κάποια χάρτινα εμπόδια και να λύνει στοιχειώδη αριθμητικά προβλήματα. Κάθε φορά που ένα νόμισμα κύλαγε στο έδαφος, υπήρχε μια σύντομη θεατρική παρένθεση με τη συμμετοχή του κοινού. «Φιλιά!», πρόσταζε ο σαλτιμπάγκος. «Όχι. Όχι σε αυτόν. Στον κύριο που έριξε το νόμισμα». Η γυναίκα αστοχούσε, και μισή ντουζίνα άτομα αφήνονταν να φιληθούν, ανατριχιάζοντας, ανάμεσα σε γέλια και χειροκροτήματα. Ένας αστυνομικός πλησίασε λέγοντας ότι αυτό απαγορευόταν. Ο θηριοδαμαστής του έτεινε ένα λιγδιάρικο χαρτί με επίσημες σφραγίδες, και ο αστυνομικός έφυγε κατσουφιασμένος, σηκώνοντας τους ώμους του.
Για να λέμε την αλήθεια, οι χάρες της γυναίκας δεν ήτανε δα και κάτι ιδιαίτερο. Αλλά μαρτυρούσαν μια άπειρη υπομονή, ειλικρινά αφύσικη, από μέρους του άνδρα. Και το κοινό πάντα ξέρει να εκτιμά τέτοιου είδους προσπάθειες. Πληρώνει για να δει ένα ψύλλο με ρούχα·* όχι τόσο για την ομορφιά της φορεσιάς, όσο για τη δουλειά που χρειάστηκε να γίνει προκειμένου να τη φορέσει. Εγώ ο ίδιος έχω απομείνει πολλή ώρα παρακολουθώντας με θαυμασμό έναν ανάπηρο που έκανε με τα πόδια του ό,τι πολλοί λίγοι θα μπορούσαν να κάνουν με τα χέρια τους.
Ωθούμενος από μία τυφλή παρόρμηση αλληλεγγύης, αγνόησα τη γυναίκα και έστρεψα όλη μου την προσοχή στον άνδρα. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο τύπος υπέφερε. Όσο πιο δύσκολα ήταν τα νούμερά του, τόσο περισσότερο του στοίχιζε να προσποιείται και να γελάει. Κάθε φορά που εκείνη έκανε μία αδέξια κίνηση, ο άνδρας έτρεμε από την αγωνία του καταγχωμένος. Κατάλαβα ότι η γυναίκα δεν του ήταν καθόλου αδιάφορη και είχε αρχίσει, ίσως από τα βαρετά χρόνια της μαθητείας, να τη βλέπει με τρυφερότητα. Αναμεταξύ τους υπήρχε μία σχέση οικειότητας και ταπείνωσης, που πήγαινε πέρα αυτήν του θηριοδαμαστή και του θηρίου. Όποιος θελήσει να την εξετάσει σε βάθος, θα οδηγηθεί, χωρίς αμφιβολία, σε ένα συμπέρασμα άσεμνο.
Το κοινό, απονήρευτο από τη φύση του, δεν αντιλαμβάνεται τίποτε και χάνει τις λεπτομέρειες οι οποίες , για έναν παρατηρητή που ξεχωρίζει, βγάζουν μάτι. Εντυπωσιάζεται από το δημιουργό ενός θαύματος, αλλά δεν ενδιαφέρεται για τους πονοκεφάλους του, ούτε για τις τερατώδεις λεπτομέρειες που μπορεί να υπάρχουν στην προσωπική του ζωή. Στέκεται απλώς στο αποτέλεσμα και, όποτε του κάνει κέφι, δεν τσιγκουνεύεται το χειροκρότημά του.
Το μόνο πράγμα που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι ο σαλτιμπάγκος, κρίνοντας από τις αντιδράσεις του, αισθανόταν περήφανος και ένοχος. Προφανώς, κανείς δεν θα μπορούσε να του αρνηθεί το επίτευγμα ότι έχει εκπαιδεύσει τη γυναίκα, αλλά κανείς επίσης δεν θα μπορούσε να απαλύνει την αίσθηση της ίδιας του της αχρειότητας. (Σε αυτό το σημείο των λογισμών μου, η γυναίκα έκανε τούμπες πάνω σε ένα στενό χαλάκι από ξεθωριασμένο βελούδο.)
O φύλακας της δημόσιας τάξης πλησίασε εκ νέου τον σαλτιμπάγκο με εχθρικές διαθέσεις. Κατά τη γνώμη του, παρενοχλούσαμε την κυκλοφορία, τον ρυθμό σχεδόν, της κανονικής ζωής. «Mία γυναίκα ειδικά εκπαιδευμένη; Άντε πηγαίνετε όλοι σας στο τσίρκο». Ο κατηγορούμενος απάντησε και πάλι με επιχειρήματα από το βρώμικο χαρτί, που ο αστυνομικός διάβασε από μακριά με αηδία. (Η γυναίκα εν τω μεταξύ, μάζευε κέρματα στο καπέλο της με τις πούλιες. Κάποιοι ήρωες αφήνονταν να τους φιλήσει, άλλοι έκαναν στην άκρη ταπεινά, από αξιοπρέπεια ή ντροπή).
Ο εκπρόσωπος των αρχών έφυγε για πάντα χάρη στη λαϊκή συνδρομή σε μία δωροδοκία. Ο σαλτιμπάγκος, προσποιούμενος μέγιστη ευτυχία, διέταξε το νάνο με το τυμπανάκι να παίξει ένα εξωτικό ρυθμό. Η γυναίκα, που προετοιμαζόταν για ένα νούμερο μαθηματικής ακρίβειας, χτυπούσε το αριθμητήριο σα ντέφι. Ξεκίνησε να χορεύει με άγαρμπες φιγούρες, μόλις και μετά βίας λάγνες. O σκηνοθέτης της αισθανόταν εξαπατημένος όσο δεν πάει, δεδομένου ότι, στο βάθος της καρδιάς του, αναλογιζόταν, όλα όσα θα μπορούσε να ελπίζει από τη φυλακή. Αποκαρδιωμένος και εκτός εαυτού, επέπληττε τη χορεύτρια για την τη βραδύτητά της με τσουχτερά επίθετα. Ο ψεύτικος ενθουσιασμός του άρχισε να μεταδίδεται στο πλήθος, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο, όλοι κτυπούσαν παλαμάκια και λίκνιζαν το κορμί τους.
Για να ολοκληρώσει το εφέ, και θέλοντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση όσο το δυνατόν περισσότερο, ο άντρας βάλθηκε να χτυπά τη γυναίκα με το ψεύτικο μαστίγιό του. Τότε συνειδητοποίησα το λάθος που εγώ έκανα. Έριξα το βλέμμα μου πάνω της, απλά, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Σταμάτησα να κοιτάζω εκείνον, όποιο και αν ήταν το δράμα του. (Εκείνη τη στιγμή, τα δάκρυα αυλάκωναν το αλευρωμένο του πρόσωπο).
Αποφασισμένος να διαψεύσω ενώπιον όλων τις ιδέες μου σχετικά με τη συμπόνια και την κριτική, ψάχνοντας μάταια με τα μάτια τη συναινετική κίνηση του σαλτιμπάγκου, και πριν κάποιος άλλος μεταμελημένος με προλάβει, πήδηξα πάνω από τη γραμμή της κιμωλίας στον κύκλο με τα τσαλιμάκια και τις κωλοτούμπες.
Παρακινημένος από τον πατέρα του, ο νάνος με το τυμπανάκι τα έδωσε όλα με το όργανό του, σε ένα κρεσέντο απίστευτων τυμπανοκρουσιών. Ενθαρρυμένη από την τόσο αυθόρμητη συνοδεία, η γυναίκα ξεπέρασε τον εαυτό της και σημείωσε εκκωφαντική επιτυχία. Συντόνισα τον ρυθμό μου με τον δικό της και δεν έχασα ούτε βήμα ούτε πάτημα από αυτή την αέναη αυτοσχέδια κίνηση, μέχρι που το παιδί σταμάτησε να παίζει.
Ως τελική πράξη, τίποτα δεν μου φάνηκε πιο κατάλληλο από το να πέσω απότομα στα γόνατα.
https://www.timcockerill.com/m...