Η Λισέλ Μούλερ (1924-2020) γεννήθηκε στο Αμβούργο. Σε ηλικία 15 ετών εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της στις ΗΠΑ για να ξεφύγουν από το ναζιστικό καθεστώς. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση το 1953 μετά από τον θάνατο της μητέρας της ενώ εργάστηκε και ως μεταφράστρια, πανεπιστημιακός και κριτικός λογοτεχνίας. Η ποίηση τής Μούλερ αποτελεί ένα είδος διακριτικής ενδοσκόπησης που προκύπτει από την καθημερινή παρατήρηση αλλά και την αναπόληση. Προσεγγίζοντας λιτά τη γλώσσα και επιστρατεύοντας τη φαντασία και στοιχεία της φύσης, επιδιώκει να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα και να τοποθετήσει ακέραιη μέσα του την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ποιητική συλλογή Alive Together: New & Selected Poems (1996) βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer (1997).
Όταν με ρωτούν & άλλα ποιήματα

Επί τη ευκαιρία
Τι γρήγορα που κυλά το στραγγισμένο μέλι
του απογευματινού φωτός
μες στο σκοτάδι
και το κλειστό μπουμπούκι αντιπαρέρχεται
το ιδιαίτερό του μυστήριο
για να ξεσπάσει σ’ άνθος
λες και ό,τι υπάρχει, υπάρχει
για να καταφέρει να χαθεί
και να γίνει πολύτιμο
Μερικές φορές, όταν το φως
Μερικές φορές, όταν το φως χτυπά σε περίεργες γωνίες
και σε πάει πίσω στην παιδική ηλικία
και περνάς από ένα αρχοντικό που καταρρέει
ολότελα κρυμμένο πίσω από παλιές ιτιές
ή μια άδεια μονή που τη φυλούν τα κώνεια
και τα γιγάντια έλατα που στέκονται δίπλα-δίπλα,
ξέρεις και πάλι ότι πίσω από εκείνον τον τοίχο,
κάτω από την ακούρευτη χαίτη των ιτιών
συμβαίνει κάτι μυστικό,
τόσο θαυμάσιο κι επικίνδυνο
που αν σερνόσουν μέσα κι έβλεπες,
θα πέθαινες, ή θα ευτυχούσες για πάντα.
Cavalleria Rusticana
Όλες οι πυγολαμπίδες του κόσμου
μαζεύτηκαν στην αυλή μας απόψε,
αναβοσβήνουν στους θάμνους
σαν κραυγαλέα επίδειξη
χριστουγεννιάτικου φωτισμού εκτός εποχής.
Αλλά η μουσική στην ατμόσφαιρα
είναι η μουσική της ζέστης, τ’ Αυγούστου–
τζιτζίκια που συρίζουν
τις φίνες, τραχιές τους ψηλές
σαν βιολιστές της κάντρι που ετοιμάζονται
για μια μεγάλη νύχτα. Νιώθω σαν στο σπίτι μου
υπό τον αδιάκοπο σκοπό τους,
μινιμαλιστικός, όπως η δεκαετία του Ογδόντα.
Τα γεγονότα επαναλαμβάνονται,
αλλά με μια διαφορά που κάνει όλη
τη διαφορά. Ως παιδί,
μια καλοκαιρινή βραδιά στη Βερόνα
στην πρώτη μου όπερα,
είδα ένα σωρό σπίρτα
να φωτίζουν τη ρωμαϊκή αρένα
ώσπου σωπάσαμε. Ήταν λες και
η μουσική ήταν νυχτολούλουδο
που δεν έλεγε να ανοίξει
μέχρι να κρατήσουμε τις αναπνοές μας.
Τότε ο γεμάτος ήχος,
η ανυποχώρητη μάχη
του πάθους: φωνές που ακόνιζαν
τα λαμπερά τους ξίφη η μια πάνω στην άλλη,
επιλέγοντας να ζήσουν ή να πεθάνουν.
Τόσο απλό ήταν. Η ιστορία δεν είχε
καμία σημασία, το κίνητρο χάθηκε
στο ικανοποιητικό, ολοζώντανο σκοτάδι.
Αν υπήρχε φεγγάρι, δε θυμάμαι.
Όταν με ρωτούν
Όταν με ρωτούν
πώς ξεκίνησα να γράφω ποιήματα,
μιλάω για την αδιαφορία της φύσης.
Ήταν λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας μου,
μια υπέροχη μέρα του Ιούνη,
όλα άνθιζαν.
Κάθισα σ’ ένα γκρίζο πέτρινο παγκάκι
σ’ έναν κήπο φτιαγμένο με αγάπη,
μα οι ημεροκαλλίδες ήταν τόσο κλειστές
όσο τ’ αυτιά των μεθυσμένων που κοιμούνται
και τα τριαντάφυλλα στρέφονταν προς τα μέσα.
Δεν υπήρχε τίποτα μαύρο ή σπασμένο
κι ούτε ένα φύλλο δεν έπεσε
κι ο ήλιος διαλαλούσε ατελείωτες διαφημίσεις
για καλοκαιρινές διακοπές.
Κάθισα σ’ ένα γκρίζο πέτρινο παγκάκι
κυκλωμένο απ’ τα αφελή πρόσωπα
ροζ και λευκών ερώτων
κι έβαλα τον πόνο μου
στο στόμα της γλώσσας,
του μόνου πράγματος που θα θρηνούσε μαζί μου.