«Αντικουνουπική Νουβέλα»


Π  Ρ  Ο  Λ  Ο  Γ  Ο  Σ

_________



Τον πε­ρα­σμέ­νο Μάρ­τιο υπο­βλή­θη­κα ένα πρωί σε μια εξέ­τα­ση ρου­τί­νας. Έλ­λει­ψη διά­θε­σης για ψι­λο­κου­βέ­ντες —και δη με αγνώ­στους— φυ­σιο­λο­γι­κά υψη­λή, πλην όμως συ­νέ­βη το απευ­κταίο να έχει, αντι­σταθ­μι­στι­κά, αρ­κε­τή τέ­τοια όρε­ξη ο για­τρός-εξε­τα­στής μου.
Ο οποί­ος —αντι­πα­ρερχόμε­νος προς τι­μήν του τις συ­νή­θεις αδιά­κρι­τες ερω­τή­σεις πε­ρί των λό­γων της πά­γιας σο­λω­μι­κής μου αμ­φί­ε­σης (μαύ­ρος χι­τών) και κόμ­μω­σης (πα­ντα­χό­θεν ανά­κα­τη ανο­δι­κή)— πή­ρε μο­νο­μιάς να εξο­μο­λο­γεί­ται στον ξα­πλω­τό εξε­τα­ζό­με­νο εαυ­τό μου την ανη­συ­χία του για τη ρα­γδαία πρό­ο­δο της τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης και για τον ορα­τό κίν­δυ­νο εξα­φά­νι­σης ενός πλή­θους επαγ­γελ­μά­των, με­τα­ξύ των οποί­ων η άσκη­ση του λει­τουρ­γή­μα­τός του.
Τού­το στά­θη­κε αφορ­μή, το από­γευ­μα της ίδιας μέ­ρας, για έναν σύ­ντο­μο, αλ­λά καρ­πο­φό­ρο όπως πρό­κει­ται να κα­τα­δει­χθεί, διά­λο­γο με τον Επι­τρα­πέ­ζιο Ποι­η­τή μου, αρ­χής γε­νο­μέ­νης με την έκ­φρα­ση και της δι­κής μου —με­τα­λα­μπα­δευ­μέ­νης— ανη­συ­χί­ας για το συγ­γρα­φι­κό μου μέλ­λον, και εν γέ­νει για την ίδια την αν­θρώ­πι­νη λο­γο­τε­χνι­κή γρα­φή σε τέ­τοιο πε­ρι­βάλ­λον αθέ­μι­του, κα­θώς φαί­νε­ται, αντα­γω­νι­σμού.
Ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής —γύ­ψι­νο αγαλ­μα­τά­κι-προ­το­μή του Σο­λω­μού και εν­θου­σιώ­δης νέ­ος χρή­στης των σχε­τι­κών εφαρ­μο­γών τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης που μου εί­χε ζη­τή­σει προ­σφά­τως να εγκα­τα­στή­σω στο ει­δι­κό λο­γι­σμι­κό του— ισχυ­ρί­στη­κε ότι, αντι­κει­με­νι­κά, φα­ντά­ζει από­λυ­τα δί­καιη μια τυ­χόν επι­κρά­τη­ση της ψη­φια­κής/αυ­τό­μα­της ένα­ντι της πα­ρα­δο­σια­κής συγ­γρα­φής.
Επι­κα­λέ­στη­κε, δε, τα συ­ντρι­πτι­κά, κα­τά την άπο­ψή του, μει­ζο­νε­λάσ­σο­να πλε­ο­νε­κτή­μα­τα της πρώ­της, εξαί­ρο­ντας ιδιαί­τε­ρα τη «φυ­σι­κό­τη­τα», την ποιό­τη­τα και τον πλού­το των γλωσ­σι­κών ολι­σθη­μά­των, ακυ­ρο­λε­ξιών, ιστο­ρι­κών ανα­κο­λου­θιών και εν γέ­νει nonsense που αυ­τή πα­ρά­γει, και προ­σθέ­το­ντας ότι εάν γρά­φο­ντας τις «Ιστο­ρί­ες του Πλο­κά­μου» εί­χα στα χέ­ρια μου ένα τέ­τοιο ικα­νό ερ­γα­λείο, τό­τε οι προ­ο­πτι­κές του, κα­τα­στα­τι­κά μει­ζο­νε­λάσ­σο­νος, αυ­τού βι­βλί­ου, και κα­τ’ επέ­κτα­ση της υστε­ρο­φη­μί­ας μου, θα ήτα­νε μέ­ρα με νύ­χτα, πράγ­μα που -βέ­βαια- κά­θε άλ­λο πα­ρά αδιά­φο­ρο με άφη­νε.
Και επει­δή δεν επι­θυ­μού­σε να αφή­σει τον ισχυ­ρι­σμό του ανα­πό­δει­κτο, τη θέ­ση του ανυ­πε­ρά­σπι­στη και εμέ­να, τον σκε­πτι­κό συ­νο­μι­λη­τή του, σε με­γά­λη αμ­φι­βο­λία γνω­ρί­ζο­ντας άλ­λω­στε πο­λύ κα­λά ότι λί­γα εί­χα να χά­σω εν προ­κει­μέ­νω, κα­θό­τι η πρό­ο­δος του νέ­ου πα­ρα-σο­λω­μι­κού έρ­γου που προ­σπα­θώ τον τε­λευ­ταίο και­ρό να γρά­ψω, φέ­ρο­ντος τον προ­σω­ρι­νό τί­τλο «Η Αντι­κου­νου­πι­κή Νου­βέ­λα», ήτα­νε του­λά­χι­στον απο­γοη­τευ­τι­κή— ζή­τη­σε και έλα­βε την άδειά μου να τρο­φο­δο­τή­σει με τις όποιες αυ­τές ση­μειώ­σεις την Τε­χνη­τής-νοη­μο­σύ­νης-προ­εκ­παι­δευ­μέ­νη-κει­με­νο­γεν­νή­τρια της επι­λο­γής του, ώστε τώ­ρα, λί­γους μο­νά­χα μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το πε­ριο­δι­κό Χάρ­της, κι εγώ ως προ­λο­γί­ζων, θέ­του­με υπό­ψιν του κοι­νού τα απο­τε­λέ­σμα­τα της ερ­γα­σί­ας του:

«Αντικουνουπική Νουβέλα»
Επιτραπέζιος Ποιητής - Ανθολόγηση από τα «Σολωμικά» του Έι Άι Τσάτμποτ (A.I. Chatbot)

Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός βρί­σκε­ται στο θαυ­μά­σιο γρα­φείο του, μια μι­κρή σο­φί­τα με θέα στην ατέ­λειω­τη θά­λασ­σα.
Όσο ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός προ­σπα­θεί να γρά­ψει, αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι του επι­τί­θε­νται πά­μπολ­λα κου­νού­πια που τον δια­τα­ράσ­σουν, τον δια­κό­πτουν και κα­τα­στρέ­φουν την έμπνευ­σή του. Κά­θε φο­ρά που προ­σπα­θεί να τα εξο­ντώ­σει, όμως, τα κου­νού­πια εξα­φα­νί­ζο­νται, και εκεί­νος ξα­να­πιά­νει τη γρα­φή, μό­νο για να επι­στρέ­ψουν ξα­νά την επό­με­νη στιγ­μή.
Με κά­θε προ­σπά­θεια να γρά­ψει, οι ενο­χλη­τι­κοί επι­σκέ­πτες εμ­φα­νί­ζο­νταν, κε­ντού­σαν ένα απα­ρά­δε­κτο υφα­ντό από ζζζ γύ­ρω απ’ το κε­φά­λι του και τον απο­σπού­σαν από τις σκέ­ψεις του.

—— ≈ ——

Ο Διο­νύ­σιος άρ­χι­σε να πε­ρι­φέ­ρε­ται στο δω­μά­τιο, ανα­ζη­τώ­ντας κά­ποιον τρό­πο να απαλ­λα­γεί από τους ενο­χλη­τι­κούς επι­σκέ­πτες του. Άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο ευ­ελ­πι­στώ­ντας πως θα απο­μα­κρύ­νει τα κου­νού­πια, αλ­λά αυ­τά συ­νέ­χι­σαν να τον προ­σεγ­γί­ζουν.
Η αγω­νία του Διο­νυ­σί­ου έφθα­σε σε κο­ρύ­φω­ση και τε­λι­κά, απο­φά­σι­σε να αφή­σει την ποί­η­ση στην άκρη και να πα­ρα­συρ­θεί σε μια άγρια μά­χη κα­τά των αό­ρα­των εχθρών του. Έπια­σε ένα κομ­μά­τι χαρ­τί, το μοί­ρα­σε σε τμή­μα­τα και το άρ­χι­σε με­ρο­με­ριά να χτυ­πά τον αέ­ρα γύ­ρω του. Φώ­να­ξε δυ­να­τά: «Πα­λεύω με τα κου­νού­πια! Έξω από εμέ­να, πα­ρά­σι­τα.»
Ο Διο­νύ­σιος αγω­νι­ζό­ταν, στρι­φο­γυ­ρί­ζο­ντας και χτυ­πώ­ντας στον αέ­ρα, όταν η πόρ­τα του γρα­φεί­ου ξαφ­νι­κά ανοί­χτη­κε. Ο υπη­ρέ­της μπή­κε στο δω­μά­τιο και τον βρή­κε σε αυ­τήν την πα­ρά­ξε­νη κα­τά­στα­ση. Με κα­τα­νό­η­ση και αγά­πη, πλη­σί­α­σε τον Διο­νύ­σιο και τον πεί­ρα­ξε απα­λά στον ώμο.

«Κό­ντε τι συμ­βαί­νει εδώ;» ρώ­τη­σε.
«Κου­νού­πια! Μου επι­τί­θε­νται κου­νού­πια!», αντα­πο­κρί­θη­κε ο Διο­νύ­σιος ανα­στα­τω­μέ­νος.

Ο υπη­ρέ­της κοί­τα­ξε γύ­ρω του και με χα­μό­γε­λο εί­πε: «Δεν υπάρ­χει κα­νέ­να κου­νού­πι εδώ. Αυ­τά εί­ναι μό­νο φα­ντα­σία σου.»

—— ≈ ——

Υπήρ­χε μια φο­ρά ένας Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ένας ευ­γε­νής ποι­η­τής από το νη­σί της Ζά­κυν­θος. Ήταν άν­θρω­πος με πα­θια­σμέ­νη ψυ­χή, ο οποί­ος αγα­πού­σε τη γλώσ­σα και τις λέ­ξεις. Ένα βρά­δυ, ενώ κα­θό­ταν μό­νος στο γρα­φείο του, προ­σπα­θώ­ντας να συν­θέ­σει μια νέα ποί­η­ση, αντί­κρι­σε μια πα­ρά­ξε­νη πα­ραί­σθη­ση.
Το δω­μά­τιο γέ­μι­σε από­το­μα με τον ήχο του βου­η­τού των κου­νου­πιών. Τον πε­ρι­κύ­κλω­ναν αγριε­μέ­να, απει­λώ­ντας τον με τα μι­κρά τους κέ­ντρα.
Σκιές πε­τα­λού­σαν στον τοί­χο, και το φως του κε­ριού περ­νού­σε από μια γυά­λι­νη φα­ντα­στι­κή δια­μόρ­φω­ση.
Πα­ρά την τρο­μα­κτι­κή του εμπει­ρία, ο Διο­νύ­σιος έσπευ­σε να πιά­σει τον μο­λυ­σμέ­νο αέ­ρα και να τον απο­τρέ­ψει από την απαλ­λα­γή έμπνευ­σης. Έκα­νε απε­γνω­σμέ­νες κι­νή­σεις με το χέ­ρι του, επι­χει­ρώ­ντας να απω­θή­σει τα ανυ­πό­φο­ρα έντο­μα.
Όμως, όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο απε­λευ­θε­ρω­νό­ταν από ένα κου­νού­πι, άλ­λα δέ­κα εμ­φα­νί­ζο­νταν αμέ­σως για να πά­ρουν τη θέ­ση του. Ήταν μια άνι­ση μά­χη που ο Διο­νύ­σιος δεν μπο­ρού­σε να κερ­δί­σει. Πα­ραί­σθη­ση ή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Δεν μπο­ρού­σε να το κα­τα­λά­βει.
Τα κου­νού­πια, εί­τε υπαρ­κτά εί­τε μυα­λι­κή πα­ρά­καμ­ψη, απο­τε­λού­σαν εμπό­διο στη δη­μιουρ­γι­κή του δια­δι­κα­σία.
Ο ποι­η­τής κα­τέρ­ρευ­σε στην κα­ρέ­κλα του, απο­γοη­τευ­μέ­νος και κου­ρα­σμέ­νος. Αντί να εκτε­λεί­ται από την έμπνευ­ση, τον εκτέ­λε­σαν τα κου­νού­πια.
Ωστό­σο, με­τά από αρ­κε­τή ώρα, τα κου­νού­πια εξα­φα­νί­στη­καν όπως εί­χαν εμ­φα­νι­στεί, αφή­νο­ντας πί­σω τους έναν εξα­ντλη­μέ­νο Διο­νύ­σιο. Αν και εί­χε βυ­θι­στεί στην απελ­πι­σία, η εσω­τε­ρι­κή του φλό­γα πα­ρέ­μει­νε αναμ­μέ­νη.
Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός εσή­κω­σε το κε­φά­λι και κοί­τα­ξε γύ­ρω του. Εί­δε τις γραμ­μές της ποί­η­σης να χο­ρεύ­ουν μπρο­στά στα μά­τια του, έτοι­μες να ξε­πε­ρά­σουν τις προ­κλή­σεις των κου­νου­πιών. Ήταν απο­φα­σι­σμέ­νος να μην επι­τρέ­ψει σε κα­μία πα­ραί­σθη­ση να κα­τα­κτή­σει την ψυ­χή του.
Με σθέ­νος και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ο Διο­νύ­σιος ξε­κί­νη­σε να γρά­φει. Οι λέ­ξεις άρ­χι­σαν να ρέ­ουν από το φτε­ρό του, σχη­μα­τί­ζο­ντας στί­χους γε­μά­τους πά­θος και ομορ­φιά. Από τη στιγ­μή εκεί­νη, τα κου­νού­πια δεν μπο­ρού­σαν πλέ­ον να τον απο­σπά­σουν από το έρ­γο του. Ήταν ανί­κη­τος.
Και κα­νέ­να κου­νού­πι δεν μπο­ρού­σε πλέ­ον να απο­μα­κρύ­νει την έμπνευ­ση από το Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό.

—— ≈ ——

Κάπο­τε, σε μια απο­μο­νω­μέ­νη γω­νιά της Ζά­κυν­θου, ζού­σε ένας άν­δρας με με­γά­λα όνει­ρα και μια ακό­ρε­στη πά­λη μέ­σα του. Ονο­μα­ζό­ταν Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ένας ποι­η­τής και φι­λό­σο­φος με την ευαι­σθη­σία ενός καλ­λι­τέ­χνη και τη δύ­να­μη ενός ηρω­ι­κού πο­λε­μι­στή.
Ο Διο­νύ­σιος, γνω­στός για το επι­κό έρ­γο του, το «Ομη­ρι­κόν», προ­σπα­θού­σε να γρά­ψει ένα νέο ποί­η­μα που θα εξέ­φρα­ζε την αγά­πη για την πα­τρί­δα του, την Ελ­λά­δα. Ωστό­σο, η προ­σπά­θεια αυ­τή δεν ήταν εύ­κο­λη για τον ποι­η­τή, κα­θώς αντι­με­τώ­πι­ζε μια πα­ραί­σθη­ση που τον προ­βλη­μά­τι­ζε βα­θιά.
Κά­θε φο­ρά που ο Διο­νύ­σιος κα­θό­ταν να γρά­ψει, εί­χε την αί­σθη­ση ότι του επι­τί­θε­νται κου­νού­πια. Τα μι­κρά αυ­τά έντο­μα ανα­ζη­τού­σαν το αί­μα του, κα­τα­πί­νο­ντας την έμπνευ­σή του και δυ­σκο­λεύ­ο­ντας την έκ­φρα­σή του. Ο Διο­νύ­σιος πά­λευε με τα κου­νού­πια, αλ­λά η αντί­στα­σή του ήταν ασή­μα­ντη ένα­ντι της αναί­μα­κτης ανα­γκαιό­τη­τας να τε­λειο­ποι­ή­σει το έρ­γο του.
Κά­θε βρά­δυ, ο Διο­νύ­σιος έκα­νε την ανε­λέ­η­τη προ­σπά­θειά του. Εξα­πο­λύ­ο­ντας τις λέ­ξεις του στο χαρ­τί, προ­σπα­θού­σε να απο­μα­κρύ­νει τις ανα­πο­διές που τον πα­ρέ­κρουαν.
Όμως, τα κου­νού­πια τον κα­τα­κλύ­ζα­νε, κα­λύ­πτο­ντας τη σε­λί­δα με τη σκιά τους. Ο Διο­νύ­σιος αι­σθα­νό­ταν ότι οι λέ­ξεις του ήταν πα­γι­δευ­μέ­νες σε μια ατέ­λειω­τη μά­χη με τα ενο­χλη­τι­κά αυ­τά έντο­μα.
Η πα­ραί­σθη­ση αυ­τή πλήτ­τει κα­θη­με­ρι­νά την ψυ­χή του Διο­νύ­σιου, απο­ξε­νώ­νο­ντάς τον από την ελευ­θε­ρία της δη­μιουρ­γί­ας. Όμως, αντί να εγκα­τα­λεί­ψει την προ­σπά­θειά του, επέ­λε­ξε να αντι­με­τω­πί­σει αυ­τόν τον δαί­μο­να. Ο Διο­νύ­σιος απο­φά­σι­σε να γρά­φει με με­γα­λύ­τε­ρη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, σφυ­ρί­ζο­ντας ελεύ­θε­ρα τις λέ­ξεις του και ανα­πλη­ρώ­νο­ντας με τη φω­νή του τον θό­ρυ­βο των κου­νου­πιών.

—— ≈ ——

Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός βρι­σκό­ταν μό­νος στο δω­μά­τιό του στη Ζά­κυν­θο. Το φεγ­γά­ρι έλα­μπε φω­τει­νά στον ου­ρα­νό, ενώ η νύ­χτα σι­γά-σι­γά με­τα­μορ­φω­νό­ταν σε μια αί­θου­σα πνευ­μα­τι­κής εξύ­ψω­σης.
Όσο ο Σο­λω­μός κοί­τα­ζε από το πα­ρά­θυ­ρο, εί­δε μια ανα­τρι­χια­στι­κή όρα­ση. Εκα­το­ντά­δες κου­νού­πια πε­τού­σαν γύ­ρω του, ορ­μώ­ντας προς το πα­ρά­θυ­ρο με ακα­τά­παυ­στη επί­μο­νη προ­θυ­μία.
Αρ­χι­κά, αι­σθάν­θη­κε έναν πα­ρά­ξε­νο τρό­μο, αλ­λά με­τά από λί­γο συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ότι αυ­τά τα κου­νού­πια ήταν φέ­ρο­ντα εναί­σθη­ση και εί­χαν κά­τι να του με­τα­φέ­ρουν.
Τα κου­νού­πια προ­σγειώ­θη­καν σι­γά-σι­γά στο δω­μά­τιο, πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζο­ντας τον Σο­λω­μό. Τα ένιω­θε να τον δα­γκώ­νουν, αλ­λά αντί για αί­μα, από το σώ­μα του άρ­χι­σε να εξέρ­χε­ται μια πα­χιά, μαύ­ρη ου­σία.
Η ου­σία αυ­τή εξέ­πε­μπε μια μυ­στη­ρια­κή λάμ­ψη και αρ­χι­κά προ­σλάμ­βα­νε τη μορ­φή γραμ­μά­των, λέ­ξε­ων και στί­χων. Σαν να απε­λευ­θε­ρω­νό­ταν η ποί­η­ση από τον ίδιο τον Σο­λω­μό.
Τα κου­νού­πια, πλέ­ον σε έκ­στα­ση, απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν από τον Σο­λω­μό και ανέ­λα­βαν να φέ­ρουν αυ­τήν την πα­χιά, μαύ­ρη ου­σία προς τον ου­ρα­νό. Τα κου­νού­πια σχη­μά­τι­σαν μια εντυ­πω­σια­κή συ­μπο­ρεία, με τα μι­κρά τους σώ­μα­τα να απο­τε­λούν τους κρί­κους ενός με­γά­λου αλυ­σί­δω­του κε­ραί­ου. Ο Σο­λω­μός πα­ρα­κο­λου­θού­σε με θαυ­μα­σμό κα­θώς τα κου­νού­πια, σε μια εξω­πραγ­μα­τι­κή χο­ρο­γρα­φία, ανέ­βαι­ναν προς τα πά­νω.
Κα­θώς τα κου­νού­πια ανέ­βαι­ναν ακό­μα ψη­λό­τε­ρα, η πα­χιά, μαύ­ρη ου­σία έφτα­σε στην κο­ρυ­φή. Εκεί, εκρή­γνυ­νται οι μορ­φές και οι λέ­ξεις, συν­δυά­ζο­ντας τον Σο­λω­μό με τον κό­σμο της ποί­η­σης και της φα­ντα­σί­ας. Μια έκρη­ξη φω­τός και χρω­μά­των ανα­ση­κώ­νει τον Σο­λω­μό σε έναν εντε­λώς νέο κό­σμο.
Το φαι­νό­με­νο αυ­τό δι­ήρ­κε­σε για λί­γα λε­πτά. Όταν η ου­σία εξα­ντλή­θη­κε, τα κου­νού­πια απο­χω­ρί­στη­καν από το δω­μά­τιο όπως εί­χαν έρ­θει.

—— ≈ ——

Τα κου­νού­πια γύ­ρω βουί­ζουν, ανα­φέ­ρο­νται στην ποι­η­τι­κή πε­ρι­γρα­φή του Διο­νύ­σιου Σο­λω­μού στο έπος "Ο Ήλιος των θα­λασ­σών". Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Σο­λω­μός γρά­φει:

Κ' εκεί τον πε­ρί­με­ναν όπως τους το εί­πε
τα κου­νού­πια γύ­ρω βουί­ζουν κ' άγριο τον πει­ρά­ζουν,
όλ' από μια του γα­λή­νην η φω­νήν ανα­ση­κό­νουν,
και άγριον ήταν άγρια την προ­σο­χήν από τους κά­μπους
και στο μυα­λό του βο­ή­θειαν εδό­κι­μα­ζεν να βρη·
μα στην κά­μα­ρά του δεν ευ­ρί­σκει ού­τ' επι­σκέ­πταις
να τον πα­ρη­γο­ρή­σουν με το λό­γο των, ού­τε φί­λους,
και μό­νον αυ­τούς από μέ­σα απο­κα­λού­σεν εχθρούς.

—— ≈ ——

Σκη­νή: Στο δω­μά­τιο του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού, ο Ποι­η­τής κά­θε­ται στο γρα­φείο του, προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­γρά­ψει νέα έμπνευ­ση για το έπος του. Αρ­χί­ζου­νε κα­ται­γι­στι­κοί ήχοι κου­νου­πιών.

Κώ­νωψ: (με ιρο­νία) Συ­γνώ­μη, κύ­ριε Σο­λω­μέ. Ελ­πί­ζε­τε ότι εί­μα­στε οι κο­μι­στές Υψη­λής έμπνευ­σης, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­μα­στε ενο­χλη­τι­κά κου­νού­πια.

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός: (με έκ­πλη­ξη) Τι; Αλή­θεια εί­ναι αυ­τό;

Κώ­νωψ: Λυ­πά­μαι, αλ­λά εμείς απλά προ­σπα­θού­με να βρού­με αί­μα για φα­γη­τό.

Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός μέ­νει απο­σβο­λω­μέ­νος για λί­γο, κα­θώς συ­νει­δη­το­ποιεί την πα­ρά­δο­ξη αυ­τή αλή­θεια.
Η σκη­νή κα­τα­λή­γει με τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό να πα­ρα­κο­λου­θεί τα κου­νού­πια να φεύ­γουν από το πα­ρά­θυ­ρο, κα­θώς αυ­τός ξε­κι­νά να ανα­ζη­τά νέ­ες πη­γές έμπνευ­σης για το έρ­γο του.

Σκη­νή: Στο δω­μά­τιο του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού, ένας αφό­ρη­τος θό­ρυ­βος από την επί­θε­ση κου­νου­πιών τον τα­λαι­πω­ρεί. Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός κά­θε­ται στο γρα­φείο του, προ­σπα­θώ­ντας να εμπνευ­στεί για τη συ­νέ­χεια του έρ­γου του.

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός: (χτυ­πώ­ντας το γρα­φείο με θυ­μό) Πως μπο­ρώ να εμπνευ­στώ με αυ­τούς τους ενο­χλη­τι­κούς α-κο­μι­στές που με πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζουν; Αχ, αιώ­νιες μή­τρες της απρα­ξί­ας, και γώ θε­ω­ρού­σα ότι μου φέρ­νε­τε έμπνευ­ση!

(Ξαφ­νι­κά, μια φω­νή από το πα­ρά­θυ­ρο τον δια­κό­πτει.)

Φω­νή: Πα­ρ' τον αέ­ρα, Ποι­η­τή μου, κοί­τα εδώ.

(Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός γυ­ρί­ζει το κε­φά­λι του προς το πα­ρά­θυ­ρο και βλέ­πει έναν άν­θρω­πο εν­δε­δυ­μέ­νο με ολό­σω­μη στο­λή ερ­γα­σί­ας να κρα­τά μια ευ­με­γέ­θη βα­λί­τσα επο­χής.)

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός: Τι διά­ο­λο εί­ν’ αυ­τό;

Άν­θρω­πος σε σκα­λω­σιά: Αυ­τός εί­ναι ο νέ­ος μου εξο­πλι­σμός ενα­ντί­ον των κου­νου­πιών. Ένα εξε­λιγ­μέ­νο φάρ­μα­κο για τα κου­νού­πια-σκο­τού­ρες.

—— ≈ ——

Μια χρο­νο­λο­γία που θα μεί­νει χα­ραγ­μέ­νη στην ιστο­ρία, το 1825, αντάλ­λα­ξε τα φώ­τα της για να απο­κα­λύ­ψει την εν­δο­σκό­πη­ση ενός κό­σμου κα­τα­κλυ­σμέ­νου από πα­ρά­λο­γες πε­ποι­θή­σεις και οι­κο­νο­μι­κές ανω­μα­λί­ες. Στον χώ­ρο της Ζα­κύν­θου, η πε­ρι­βό­η­τη υπό­θε­ση Στρά­νη απο­τε­λού­σε το επί­κε­ντρο της προ­σο­χής και της ανη­συ­χί­ας της κοι­νω­νί­ας.
Τον Δε­κέμ­βριο του 1825, ο Λου­δο­βί­κος Στρά­νης, ένας πα­ρά­ξε­νος και σύ­ντο­μα πε­ρι­πλα­νώ­με­νο αντι­κεί­με­νο απο­δο­κι­μα­σί­ας, απο­φά­σι­σε να εκτε­λέ­σει την τολ­μη­ρή πρά­ξη να προ­σβά­λει τον αγα­πη­μέ­νο ποι­η­τή της επο­χής, και αδελ­φι­κό φί­λο του, τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό.
Ο Στρά­νης πα­ρου­σί­α­σε τον Σο­λω­μό ως ένα πα­ρά­λο­γο ον που εί­χε χά­σει την επα­φή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και έπι­νε από το κύ­πελ­λο της τρέ­λας.
Αυ­τή η ασυ­νή­θι­στη προ­σβο­λή στον ποι­η­τή εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα την εξα­γρί­ω­ση της λο­γο­κρι­τι­κής τά­ξης και την έντα­ση της κοι­νω­νι­κής αντί­θε­σης.
Στα πα­ρα­σκή­νια της προ­σβο­λής, υπήρ­χε μια δια­φο­ρά από­ψε­ων σχε­τι­κά με την οι­κο­νο­μι­κή αφε­ρεγ­γυό­τη­τα του Σο­λω­μού. Κυ­κλο­φο­ρού­σαν φή­μες ότι ο Σο­λω­μός εί­χε αγο­ρά­σει τε­ρά­στιες πο­σό­τη­τες αντι­κου­νου­πι­κού, ένα προ­ϊ­όν που θε­ω­ρού­νταν πε­ριτ­τό και σχε­δόν άχρη­στο από την κοι­νω­νία.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, η εύ­ρε­ση ενός πα­κέ­του αθη­σαύ­ρι­στων επι­στο­λών, γνω­στό ως "Αρ­χείο 26", έρι­ξε φως στο μυ­στή­ριο. Οι επι­στο­λές απο­κά­λυ­πταν πως ο Σο­λω­μός εί­χε δα­νει­στεί με­γά­λα πο­σά από διά­φο­ρους αν­θρώ­πους για να κα­λύ­ψει τις δα­πά­νες της αγο­ράς του αντι­κου­νου­πι­κού.

—— ≈ ——

Ο Σο­λω­μός εμ­φά­νι­ζε συ­χνά ση­μά­δια πε­ρί­ερ­γης συ­μπε­ρι­φο­ράς και πα­ραι­σθή­σε­ων. Πί­στευε ότι έβλε­πε πράγ­μα­τα που άλ­λοι δεν μπο­ρού­σαν να αντι­λη­φθούν, και αυ­τό τον οδή­γη­σε σε έναν συ­γκρου­στι­κό διά­λο­γο με τον αγα­πη­μέ­νο του φί­λο, τον Λου­δο­βί­κο Στρά­νη.
Ο Στρά­νης ήταν ένα αν­θρώ­πι­νο στή­ριγ­μα για τον Σο­λω­μό. Εί­χαν μοι­ρα­στεί αμέ­τρη­τες ώρες συ­ζη­τή­σε­ων, φι­λο­σο­φι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων και ποι­η­τι­κής έμπνευ­σης. Ωστό­σο, με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, οι πε­ρί­ερ­γες συ­μπε­ρι­φο­ρές του Σο­λω­μού άρ­χι­σαν να απο­μα­κρύ­νουν τον Στρά­νη από αυ­τόν.
Ο Σο­λω­μός αρ­νού­νταν να απο­δε­χθεί την πα­ρου­σία των πα­ραι­σθή­σε­ών του. Αυ­τό προ­κά­λε­σε αμη­χα­νία και απο­στρο­φή στον Στρά­νη, ο οποί­ος δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­νο­ή­σει τις αλ­λα­γές στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του φί­λου του.
Η αι­τία της τσα­κω­μού­λας με­τα­ξύ των δύο φί­λων ήταν η αδυ­να­μία του Σο­λω­μού να ανα­γνω­ρί­σει την αλή­θεια για τις πα­ραι­σθή­σεις του. Ο Στρά­νης, με αγά­πη και ανη­συ­χία, προ­σπά­θη­σε να του ανοί­ξει τα μά­τια και να τον βοη­θή­σει να αντι­με­τω­πί­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ωστό­σο, ο Σο­λω­μός αντέ­δρα­σε με θυ­μό και αγα­νά­κτη­ση, αι­σθα­νό­με­νος προ­σβε­βλη­μέ­νος από τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του φί­λου του.
Η σχέ­ση τους υπέ­στη μια βα­θιά ρή­ξη με­τά από αυ­τήν την αντι­πα­ρά­θε­ση. Ο Σο­λω­μός, βυ­θι­σμέ­νος στην αγω­νία και τις εσω­τε­ρι­κές του συ­γκρού­σεις, απο­μα­κρύν­θη­κε από τον Στρά­νη και την υπό­λοι­πη κοι­νό­τη­τα των φί­λων του.

—— ≈ ——

Αγα­πη­τέ μου Λ.

Ευ­χα­ρι­στώ για το γράμ­μα σου και την ανη­συ­χία σου. Να εί­σαι ξέ­γνοια­στος, κα­θώς τα κου­νού­πια που βλέ­πω δεν εί­ναι πα­ραί­σθη­ση. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά, αλ­λά κα­νείς άλ­λος δεν τα βλέ­πει.

Με εκτί­μη­ση,

Δ.Σ.

—— ≈ ——

Αγα­πη­τέ Διο­νύ­σιε

Εί­χα­με πά­λι χθες την κου­βέ­ντα σου με τον δε Ρώσ­ση, και ανα­ρω­τιό­μα­στε μή­πως μή­πως πρό­κει­ται για οφθαλ­μι­κή πά­θη­ση (…)


«Αντικουνουπική Νουβέλα»


P R O M P T :

Γρά­ψε μια φαρ­σο­κω­μω­δία στο στυλ του Buster Keaton, όπου ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μος εξε­τά­ζε­ται με οφθαλ­μο­σκό­πιο για muscae volitantes

Τί­τλος: Ο Αλυ­γι­στής Διο­νύ­σιος.

Σκη­νι­κό: Ένα γρα­φείο οφθαλ­μί­α­τρου, το 1825. Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός μπαί­νει στο γρα­φείο, φο­ρώ­ντας τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό. Ο οφθαλ­μί­α­τρος, Δρ. …, τον κα­λω­σο­ρί­ζει με ένα χα­μό­γε­λο.

Δρ.: Κα­λω­σήρ­θα­τε, Κό­ντε. Πώς μπο­ρώ να σας βοη­θή­σω σή­με­ρα;

Διο­νύ­σιος: Κα­λη­μέ­ρα! Πα­ρα­τη­ρώ κά­τι πε­ρί­ερ­γο τε­λευ­ταία στο οπτι­κό μου πε­δίο. Μι­κρά, αλ­λά ενο­χλη­τι­κά ση­μεία που κι­νού­νται. Ευ­στα­θούν ενώ προ­σπα­θώ να γρά­ψω τα ποι­ή­μα­τά μου.

Δρ.: Κα­τα­λα­βαί­νω το πρό­βλη­μά σας. Μάλ­λον πρό­κει­ται για Muscae volitantes, ή Μυο­ψία όπως λέ­με. Ας κά­νου­με μια εξέ­τα­ση με το οφθαλ­μο­σκό­πιο για να δού­με τι συμ­βαί­νει.

Ο για­τρός το­πο­θε­τεί το οφθαλ­μο­σκό­πιο μπρο­στά από το μά­τι του Διο­νύ­σιου, πα­ράλ­λη­λα με το ποι­η­τι­κό του βλέμ­μα.

Δρ.: Κοι­τάξ­τε από εδώ, κύ­ριε. Θα πρέ­πει να στα­θεί­τε ακί­νη­τος για λί­γο.

Απρό­σε­κτα, ο Διο­νύ­σιος αρ­χί­ζει να παί­ζει με την καρ­φί­τσα/σχή­μα του απεί­ρου στο πέ­το του. Ξαφ­νι­κά, η καρ­φί­τσα ξε­πέ­φτει και πέ­φτει μέ­σα στο οφθαλ­μο­σκό­πιο, κλει­δώ­νο­ντάς το.

Διο­νύ­σιος: Ω, προ­σο­χή! Η καρ­φί­τσα μου έπε­σε!

Ο για­τρός προ­σπα­θεί να ανοί­ξει το οφθαλ­μο­σκό­πιο, αλ­λά χω­ρίς επι­τυ­χία. Το οφθαλ­μο­σκό­πιο κολ­λά­ει στο μά­τι του Διο­νύ­σιου.

Δρ.: Ωχ, πα­ρα­κα­λώ με συγ­χω­ρεί­τε! Κά­τσε­τε ακί­νη­τος, θα το φτιά­ξω.

Ξε­κι­νά ένας αγώ­νας με­τα­ξύ του για­τρού και του οφθαλ­μο­σκο­πί­ου, κα­θώς προ­σπα­θεί να το απε­γκλω­βί­σει από το μά­τι του Διο­νύ­σιου. Ο για­τρός χρη­σι­μο­ποιεί διά­φο­ρα αντι­κεί­με­να, όπως ένα με­γε­θυ­ντι­κό φα­κό, μια πι­νέ­ζα και ακό­μα ένα οφθαλ­μο­σκό­πιο, για να προ­σπα­θή­σει να ελευ­θε­ρώ­σει το κολ­λη­μέ­νο οφθαλ­μο­σκό­πιο.
Ο Διο­νύ­σιος και ο για­τρός κα­τα­λή­γουν σε μια αλυ­σο­δε­μέ­νη σύ­γκρου­ση με κα­ρέ­κλες, ενώ προ­σπα­θούν να απο­φύ­γουν τα όρ­γα­να και τα ερ­γα­λεία που φεύ­γουν πα­ντού. Τε­λι­κά, κα­τα­φέρ­νουν να απε­γκλω­βί­σουν το οφθαλ­μο­σκό­πιο και να το αφαι­ρέ­σουν από το μά­τι του Διο­νύ­σιου.

Δρ.: Επι­τυ­χία! Το οφθαλ­μο­σκό­πιο απε­γκλω­βί­στη­κε!

Διο­νύ­σιος: Σας ευ­χα­ρι­στώ, κύ­ριε! Τώ­ρα μπο­ρώ να συ­νε­χί­σω την ποί­η­σή μου χω­ρίς muscae volitantes να εμπο­δί­ζουν την έμπνευ­σή μου.

Ο Διο­νύ­σιος φεύ­γει από το γρα­φείο, αλ­λά ξε­χνά­ει να πά­ρει τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό. Ο Δρ. τον ακο­λου­θεί για να τον ενη­με­ρώ­σει.

Δρ.: Κό­ντε Διο­νύ­σιε, ξε­χά­σα­τε τον ποι­η­τι­κό σας στο­λι­σμό!

Διο­νύ­σιος: Ω, σω­στά! Ευ­χα­ρι­στώ για την υπεν­θύ­μι­ση Δρ.. Θα ήταν δύ­σκο­λο να ποι­ή­σω χω­ρίς αυ­τόν!

Ο Διο­νύ­σιος φεύ­γει τε­λι­κά με τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό, ενώ ο Δρ. τον πα­ρα­κο­λου­θεί με ένα χα­μό­γε­λο.

***

[ Σε εκεί­νη την απρό­σε­χτη στιγ­μή, ο Διο­νύ­σιος κα­τα­νο­εί τον λα­θρο­πα­ρα­τη­ρη­τή που τολ­μά να πα­ρει­σχο­λεί­ται με την πα­ρα­στα­τι­κή του δη­μιουρ­γία. Ο κα­θρέ­φτης του οφθαλ­μο­σκο­πί­ου τον απο­κα­λύ­πτει, έχο­ντας κλεί­σει μέ­σα του το πρό­σω­πο του ενο­χλη­τι­κού. Η απελ­πι­σία και ο φό­βος κα­τα­λαμ­βά­νουν τον ποι­η­τή, αφή­νο­ντας τον με αμη­χα­νία και ανη­συ­χία για τη μοί­ρα του. Μια πα­ρα­δο­ξό­τη­τα σαν αυ­τή δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι τυ­χαία.

Ο Δρ. οδη­γεί τον Διο­νύ­σιο σε έναν άλ­λο χώ­ρο, μα­κριά από τα ποι­ή­μα­τά του, και τον κα­θι­στά να κλεί­σει τα μά­τια του για λί­γο. Εκεί­νη τη στιγ­μή, ο ποι­η­τής αντι­λαμ­βά­νε­ται την πα­ρου­σία ενός θαυ­μά­σιου οπτι­κού φά­σμα­τος μπρο­στά στο ευαί­σθη­τό του μά­τι. Ένας κό­σμος από χρώ­μα­τα και φώ­τα ανοί­γε­ται μπρο­στά του, σαν να εί­ναι ένας άλ­λος κό­σμος από εκεί­νον που γνώ­ρι­ζε. Ο κό­σμος του Απεί­ρου. ]

—— ≈ ——

Αγα­πη­τέ μου φί­λε,

Ελ­πί­ζω αυ­τή η επι­στο­λή να σε βρί­σκει σε κα­λή υγεία και ψυ­χο­λο­γι­κή διά­θε­ση. Θέ­λω να σου μοι­ρα­στώ μια εμπει­ρία που εί­χα πρό­σφα­τα και που με ανη­συ­χεί αρ­κε­τά. Εί­μαι βέ­βαιος ότι θα το βρεις εν­δια­φέ­ρον.

Τα βλέ­πω ακό­μα, τα ανύ­παρ­κτα αυ­τά κου­νού­πια, να αρ­πά­ζουν το αί­μα μου, ενώ η καρ­διά μου χτυ­πά­ει με ανη­συ­χία και τρό­μο.

Δεν ξέ­ρω τι να πι­στέ­ψω πια, φί­λε μου. Εί­μαι απο­ρη­μέ­νος και έχω φτά­σει στο ση­μείο να αμ­φι­βάλ­λω για την υγεία του πνεύ­μα­τός μου. Οι πα­ραι­σθή­σεις αυ­τές με απα­σχο­λούν βα­θύ­τα­τα, και δεν ξέ­ρω πώς να τις εξη­γή­σω ή πώς να τις ξε­πε­ρά­σω. Ανα­ρω­τιέ­μαι αν η φα­ντα­σία μου έχει αρ­χί­σει να με παίρ­νει από το χέ­ρι και να με οδη­γεί σε άγνω­στα μο­νο­πά­τια.

Ανυ­πο­μο­νώ να ακού­σω τη γνώ­μη και τις σκέ­ψεις σου για αυ­τό το θέ­μα. Με γνω­ρί­ζεις κα­λά και γνω­ρί­ζεις πό­σο αγα­πώ την τέ­χνη και την ποί­η­ση. Δεν θέ­λω να επη­ρε­α­στεί η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τά μου από τέ­τοιες ανη­συ­χί­ες.

—— ≈ ——

Ήταν μία ζε­στή κα­λο­και­ρι­νή μέ­ρα στη Ζά­κυν­θο και ο με­γά­λος ποι­η­τής Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός αντι­με­τώ­πι­ζε ένα πρό­βλη­μα: τα κου­νού­πια. Οι ενο­χλη­τι­κοί επι­σκέ­πτες εί­χαν επι­τε­θεί στο σπί­τι του και δεν τον άφη­ναν.
Ο Σο­λω­μός κά­λε­σε τον υπη­ρέ­τη του.
«Κου­νού­πια, λες;» εί­πε ο υπη­ρέ­της με πα­ρα­ξε­νε­μέ­νο βλέμ­μα. «Δεν μπο­ρώ να φα­ντα­στώ πώς μπο­ρεί να σε ενο­χλούν τό­σο πο­λύ. Ίσως να υπο­φέ­ρεις από κά­ποια ασυ­νή­θι­στη πνευ­μα­τι­κή ασθέ­νεια, κό­ντε Διο­νύ­σιε.»

Ο Σο­λω­μός απο­σβο­λώ­θη­κε από τα λό­για του υπη­ρέ­τη. Μή­πως εί­χε δί­κιο; Ίσως πράγ­μα­τι να έπρε­πε να επι­σκε­φτεί έναν για­τρό. Αλ­λά τα κου­νού­πια πα­ρα­μέ­να­νε εκεί, να τον ενο­χλούν συ­νε­χώς.
Έτσι, ο Σο­λω­μός απο­φά­σι­σε να αντι­με­τω­πί­σει το πρό­βλη­μα με τον απλού­στε­ρο τρό­πο. Πή­γε στο κα­τά­στη­μα το­πι­κής εμπο­ρί­ας και προ­μή­θευ­τη­κε μια τε­ρά­στια πο­σό­τη­τα αντι­κου­νου­πι­κού.
Όταν ο Σο­λω­μός εμ­φα­νί­στη­κε με την εξω­φρε­νι­κή πο­σό­τη­τα αντι­κου­νου­πι­κού, ο υπη­ρέ­της δεν μπο­ρού­σε να πι­στέ­ψει στα μά­τια του. «Κύ­ριέ μου, τι σκο­πεύ­εις να κά­νεις με όλο αυ­τό το αντι­κου­νου­πι­κό;» ρώ­τη­σε με απο­ρία.
Ο Σο­λω­μός, με ένα φα­ντα­σμέ­νο χα­μό­γε­λο, απά­ντη­σε: «Κα­λέ μου, αν δεν μπο­ρού­με να απαλ­λα­γού­με από τα κου­νού­πια, θα τα βυ­θί­σου­με στον ωκε­α­νό αντι­κου­νου­πι­κού. Θα γί­νουν τα πιο προ­σεγ­μέ­να κου­νού­πια που έχει γνω­ρί­σει πο­τέ η αν­θρω­πό­τη­τα!»
Ο Σο­λω­μός δεν μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει τα γέ­λια του. Ύστε­ρα κοί­τα­ξε με κα­τα­νό­η­ση τον υπη­ρέ­τη του που κοι­τού­σε έχο­ντάς τα χα­μέ­να και εί­πε. «Μπο­ρεί η πνευ­μα­τι­κή μου υγεία να αμ­φι­σβη­τεί­ται, αλ­λά ας δο­κι­μά­σου­με το αντι­κου­νου­πι­κό σπρώ­τα!»

Έτσι, οι δύο άν­δρες άρ­χι­σαν να ψε­κά­ζουν αντι­κου­νου­πι­κό πα­ντού. Το δω­μά­τιο γέ­μι­σε με μια έντο­νη μυ­ρω­διά.

«Αντικουνουπική Νουβέλα»



«Mosquito Mirage: The Perplexing Phenomenon of Mosquito Luxucinations's Dionysios Solomos's Mosquito Hallucinations» (20??) , "Scaling the Mosquitoes' Ladder: Dionysios Solomos's Otherworldly Insect Visions" (20??) , «Songs of the Bloodsuckers: A Study on Dionysios Solomos and Mosquito Imagery» (20??) , «The Buzzing Muse: Mosquitoes, Madness, and Dionysios Solomos» (20??), «Mosquitoes of the Mind: A Cognitive Exploration of Delusions of Dionysios Solomos» (20??)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: