Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
_________

ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΕΥΧΟΣ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β΄ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΑΝΤΙΚΟΥΝΟΥΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»*

* Τμήμα του παρόντος μέρους, σε πρώιμη μορφή, πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 56 του Χάρτη.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Διονύσιος Σολωμός
Λουδοβίκος Στράνης, Γεώργιος δε Ρώσσης, Νικόλαος Μάντζαρος και λοιποί μη κατονομαζόμενοι φίλοι του Ποιητή
Ο υπηρέτης του Ποιητή
O οφθαλμίατρος Αντώνιος Ρουσμελής
Οι «Οραματιστές»

Αγαπητέ Γιώργο!

Ένα αμέτρητο σμάρι από κουνούπια όρμησε απάνω μου σε όλο το σπίτι και μου πήρε την ησυχία και τον ύπνο μου. Μπορώ να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι του κουνιάδου σου1 απάνω στον Άι Λιά2 για λίγες μέρες; Με τη συμφωνία πως, αν και σ’ αυτές τις λίγες μέρες θα έκαν’ ευχαρίστηση στη Σουζάνα σου να πάη εκεί, εγώ κατεβαίνω αμέσως και πάω αλλού. Δώσ’ μου, σε παρακαλώ, γρήγορα μιαν απάντηση.

Δ.Σ.

Τον Απρίλιο του 1825, ο Διονύσιος Σολωμός απευθύνεται στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση, ζητώντας να μείνει προσωρινά στο εξοχικό σπίτι του τελευταίου, στον λόφο του Στράνη, ώστε να απαλλαγεί από τα κουνούπια που τον ενοχλούσαν στην πατρική οικία του, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Η επιθυμία του δεν ικανοποιείται λόγω αντικειμενικών συνθηκών, παρά την καλή διάθεση του φίλου του, καθότι η σύζυγος αυτού, Σουζάννα Στράνη ήταν ετοιμόγεννη και το ζεύγος είχε εγκατασταθεί εκεί, περιμένοντας την έλευση του παιδιού, το οποίο γεννήθηκε λίγες ημέρες μετά, στις αρχές του Μαΐου.

(…) Προσκυνώ την Κυρά και της φιλώ τα χέρια. Αμή εκείνη η κατρεγαρούλα τι κάνει; Άρχισε να βγάνει τα δαιμονάκια της; Φίλησέ τηνε ολούθενε αρχινώντας από το λιανό δάχτυλο του ποδιού έως εις τα μαλλάκια. (…)3

Ο Σολωμός παραμένει, έτσι, στην οικία του. Εκεί, το πρόβλημα με τα κουνούπια συνεχίζεται.


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] … ο «caro Giorgio», στον οποίον απευθύνεται το σημείωμα, είναι ο Γεώργιος Δε Ρώσσης (1780 - ?), επιστήθιος φίλος του Σολωμού στη Ζάκυνθο, που η γυναίκα του λεγότανε Σουζάνα (1800 - ?) και ήταν αδελφή του Λοδοβίκου Στράνη (1794 - 1866), επίσης εγκάρδιου φίλου του ποιητή… (Γ.Γ. Αλισανδράτου, «Ένα μικρό αυτόγραφο του Σολωμού», Ο Ερανιστής τ. 11, 1974)
[2] Ο «λόφος του Στράνη» (από το εξοχικό του Στράνη) στο Ακρωτήρι είχε παλαιότερα την ονομασία «λόφος του Άι-Λιά», από ένα ξωκλήσι των καθολικών, του αγίου Ηλιού, που καταστράφηκε με τους σεισμούς του 1893 …  (Άπαντα Διονυσίου Σολωμού, Τόμος Γ΄ «Αλληλογραφία», σημειώσεις επιστολής αρ. 19, Ίκαρος 1991)
[3] Επιστολή αρ. 29 (Προς Γεώργιο Δε Ρώσση), ό.π.



[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Ο Διονύσιος Σολωμός βρίσκεται στο θαυμάσιο γραφείο του, μια μικρή σοφίτα με θέα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Ενόσω προσπαθεί να γράψει, αντιλαμβάνεται ξανά ότι του επιτίθενται πάμπολλα κουνούπια που τον διαταράσσουν και τον διακόπτουν. Κάθε φορά που προσπαθεί να τα εξοντώσει, όμως, τα κουνούπια εξαφανίζονται, και εκείνος ξαναπιάνει τη γραφή, μόνο για να επιστρέψουν ξανά την επόμενη στιγμή.
Με κάθε προσπάθεια να γράψει, οι ενοχλητικοί επισκέπτες εμφανίζονται, κεντούν ένα απαράδεκτο υφαντό βουίσματος γύρω απ’ το κεφάλι του και τον αποσπούν από τις σκέψεις του. Τούτο επαναλαμβάνεται καθημερινά.

Ο Ποιητής δε μοιράζεται με κανέναν την, μέχρι εξάντλησης, προσωπική μάχη που καλείται να δώσει κάθε που θα δύσει ο Ήλιος. Μάχη, η οποία, ωστόσο, θα ήταν αδύνατο να διαφύγει της προσοχής του υπηρέτη του.

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

… Ο Διονύσιος Σολωμός άρχισε να περιφέρεται στο δωμάτιο, αναζητώντας κάποιον τρόπο να απαλλαγεί από τους ενοχλητικούς επισκέπτες του. Άνοιξε το παράθυρο ευελπιστώντας πως θα απομακρύνει τα κουνούπια, αλλά αυτά συνέχισαν να τον προσεγγίζουν.
Η αγωνία του έφτασε σε κορύφωση και, τελικά, αποφάσισε να αφήσει το γράψιμο στην άκρη και να παρασυρθεί σε μια άγρια μάχη κατά των εχθρών του. Έπιασε ένα κομμάτι χαρτί, το μοίρασε σε τμήματα και άρχισε   μ ε ρ ο μ ε ρ ι ά   να χτυπά τον αέρα γύρω του. Φώναξε δυνατά, «Έξω από εμένα, παράσιτα.»
Ο Διονύσιος αγωνιζόταν, στριφογυρίζοντας και χτυπώντας τον αέρα, όταν η πόρτα του γραφείου άνοιξε. Ο υπηρέτης μπήκε στο δωμάτιο και τον βρήκε σε αυτήν την παράξενη κατάσταση. Με κατανόηση και αγάπη, πλησίασε τον Διονύσιο και τον πείραξε απαλά στον ώμο.
«Κόντε τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε.
«Κουνούπια! Με επιτίθενται κουνούπια!» ανταποκρίθηκε ο Διονύσιος αναστατωμένος.
Ο υπηρέτης κοίταξε γύρω του και με χαμόγελο είπε: «Δεν υπάρχει κανένα κουνούπι εδώ. Αυτά είναι μόνο στη φαντασία σου».

Ο Σολωμός προβληματίζεται βαθιά. Μήπως, απλώς, παραληρεί; Ο βαθύς προβληματισμός του δεν εμποδίζει τα κουνούπια να επιστρέφουν και να επιστρέφουν.

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Ενώ καθόταν μόνος στο γραφείο του, το δωμάτιο ξαναγέμισε απότομα με βουητό κουνουπιών. Τον περικύκλωναν αγριεμένα, απειλώντας τον με τα μικρά τους κεντριά.
Σκιές   π ε τ α λ ο ύ σ α ν   στον τοίχο, και το φως του κεριού περνούσε από μια γυάλινη διαμόρφωση.
Ο Διονύσιος έκανε απεγνωσμένες κινήσεις με το χέρι του, επιχειρώντας να απωθήσει τα ανυπόφορα έντομα.
Όμως, όσο περισσότερο απελευθερωνόταν από ένα κουνούπι, άλλα δέκα εμφανίζονταν αμέσως για να πάρουν τη θέση του. Ήταν μια άνιση μάχη που ο Διονύσιος δεν μπορούσε να κερδίσει. Παραίσθηση ή πραγματικότητα; Δεν μπορούσε να πει.
Τα κουνούπια, είτε υπαρκτά είτε   μ υ α λ ι κ ή   παράκαμψη, αποτελούσαν εμπόδιο στη δημιουργική του διαδικασία.
Ο ποιητής κατέρρευσε στην καρέκλα του, απογοητευμένος και κουρασμένος. Αντί να εκτελείται από την έμπνευση, τον εκτέλεσαν τα κουνούπια.
Ωστόσο, μετά από αρκετή ώρα, τα κουνούπια εξαφανίστηκαν όπως είχαν εμφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους έναν εξαντλημένο Διονύσιο.

Ο Διονύσιος Σολωμός, γνωστός για το επικό έργο του «Ομηρικόν», προσπαθούσε να γράψει ένα νέο ποίημα που θα εξέφραζε την αγάπη για την πατρίδα του, την Ελλάδα. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν ήταν εύκολη για τον ποιητή.
Κάθε βράδυ, ο Διονύσιος έκανε την ανελέητη προσπάθειά του. Εξαπολύοντας τις λέξεις του στο χαρτί, προσπαθούσε να απομακρύνει τις αναποδιές που τον   π α ρ έ κ ρ ο υ α ν.
Όμως, τα κουνούπια τον κατακλύζανε, καλύπτοντας τη σελίδα με τη σκιά τους. Ο Διονύσιος αισθανόταν ότι ως και οι λέξεις του ήταν παγιδευμένες σε μια ατέλειωτη μάχη με τα ενοχλητικά αυτά έντομα.
Η αίσθηση αυτή πλήττει καθημερινά την ψυχή του Διονύσιου, αποξενώνοντάς τον από την ελευθερία της δημιουργίας. Όμως, αντί να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, επέλεξε να αντιμετωπίσει αυτόν το δαίμονα. Ο Διονύσιος αποφάσισε να γράφει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, εκφέροντας ελεύθερα τις λέξεις του και αναπληρώνοντας με τη φωνή του τον θόρυβο των κουνουπιών.

Παρά τη μυστικοπάθεια του Ποιητή, οι φίλοι του πληροφορούνται για την κατάσταση μέσω του υπηρέτη του. Το φθινόπωρο του 1826, ο Στράνης, ο οποίος έχει φύγει απ’ τη Ζάκυνθο από τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους και βρίσκεται στην Ιταλία, εκφράζει, με επιστολή του προς τον Σολωμό, ανησυχία για την ψυχική και πνευματική κατάστασή του. Εκείνος απαντά:

Αγαπητέ μου Λοδοβίκε,

Ευχαριστώ για το γράμμα σου και την ανησυχία σου. Να είσαι ξέγνοιαστος, καθώς τα κουνούπια που βλέπω δεν είναι παραίσθηση. Είναι πραγματικά, αλλά κανείς άλλος δεν τα βλέπει.

Ο αφοσιωμένος φίλος σου,

Δ.Σ.

Και άλλοι, όμως, από τον κύκλο των ζακυνθινών φίλων του Ποιητή εκφράζουν την ανησυχητική απορία τους, όπως φαίνεται από την κάτωθι αταυτοποίητη επιστολή προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση

Αγαπητέ μου Γιώργο,

(…) Φαίνεται πως ο Διονύσιος έχει τρελαθεί, καθώς λέει απίστευτα πράγματα με μεγάλη φυσικότητα. Ελπίζω ότι αυτή η ανησυχία μου είναι υπερβολική και ότι απλά πειράζει τον κόσμο με τις εκκεντρικές του ιστορίες. Ωστόσο, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι ίσως η λογική του να έχει διαβιβαστεί στο σκοτεινό βάθος της ψυχής του, και η φαντασία να έχει καταντήσει πραγματικότητα γι' αυτόν. Τόσο εσύ όσο κι εγώ ξέρουμε πόσο εκλεπτυσμένος και σοφός άνθρωπος είναι. Να πιστέψουμε λοιπόν ότι όλα αυτά τα κουνουπολογήματα είναι απλά ένα προϊόν της φαντασίας του; (…)

Σε μια προσπάθεια να ξορκίσουν τη στενάχωρη, διαφαινόμενη παράνοια του Σολωμού, οι Δε Ρώσσης και Στράνης σκέφτονται μήπως, ενδεχομένως, το φαινόμενο που ταλαιπωρεί τον φίλο τους οφείλεται σε χειροπιαστό, αδιάγνωστο πρόβλημα υγείας.

Αγαπητέ Διονύσιε
Είχαμε πάλι χθες την κουβέντα σου με τον Δε Ρώσση, και αναρωτιόμαστε μήπως μήπως πρόκειται για οφθαλμική πάθηση (…)

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Σκηνικό: Ένα γραφείο οφθαλμίατρου, το 1826. Ο Διονύσιος Σολωμός μπαίνει στο γραφείο, φορώντας τον ποιητικό του στολισμό. Ο οφθαλμίατρος, Δρ. Αντώνιος Ρουσμελής, τον καλωσορίζει με ένα χαμόγελο.

Δρ.: Καλώς ορίσατε, Κόντε. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;

Διονύσιος: Καλησπέρα! Παρατηρώ κάτι περίεργο τελευταία στο οπτικό μου πεδίο. Μικρά, αλλά ενοχλητικά σημεία που κινούνται σαν κουνούπια, ενώ τα ακούω κιόλας.   Ε υ σ τ α θ ο ύ ν   τη νύχτα, ενώ προσπαθώ να γράψω τα ποιήματά μου.

Δρ.: Χμ. Με παραξενεύει που κάνουν ήχο, ίσως όμως να πρόκειται για Muscae Volitantes, άλλως Μυοψία. Ας κάνουμε μια εξέταση με το οφθαλμοσκόπιο για να δούμε τι συμβαίνει.

Ο γιατρός τοποθετεί τον προσοφθάλμιο φακό του επιδαπέδιου οφθαλμοσκοπίου μπροστά από το μάτι του Διονύσιου, παράλληλα με το ποιητικό του βλέμμα.

Δρ.: Κοιτάξτε από εδώ, κύριε. Θα πρέπει να σταθείτε ακίνητος για λίγο.

Απρόσεκτα, ο Διονύσιος αρχίζει να παίζει με την καρφίτσα, σχήμα του απείρου, στο πέτο του. Ξαφνικά, η καρφίτσα ξεπέφτει και πέφτει μέσα στο οφθαλμοσκόπιο, κλειδώνοντάς το.

Διονύσιος: Ω, προσοχή! Η καρφίτσα μου έπεσε!

Ο γιατρός προσπαθεί να ανοίξει το οφθαλμοσκόπιο, αλλά χωρίς επιτυχία. Το οφθαλμοσκόπιο κολλάει στο μάτι του Διονύσιου.

Δρ.: Ωχ, παρακαλώ με συγχωρείτε! Κάτσετε ακίνητος, θα το φτιάξω.

Ξεκινά ένας αγώνας μεταξύ του γιατρού και του οφθαλμοσκοπίου, καθώς προσπαθεί να το απεγκλωβίσει από το μάτι του Διονύσιου. Ο γιατρός χρησιμοποιεί διάφορα αντικείμενα, όπως έναν μεγεθυντικό φακό, μια πινέζα και ακόμα ένα οφθαλμοσκόπιο, για να προσπαθήσει να ελευθερώσει το κολλημένο οφθαλμοσκόπιο.
Ο Διονύσιος και ο γιατρός καταλήγουν σε μια αλυσοδεμένη σύγκρουση με καρέκλες, ενώ προσπαθούν να αποφύγουν τα όργανα και τα εργαλεία που φεύγουν παντού. Τελικά, καταφέρνουν να απεγκλωβίσουν το οφθαλμοσκόπιο και να το αφαιρέσουν από το μάτι του Διονύσιου.

Δρ.: Επιτυχία! Το οφθαλμοσκόπιο απεγκλωβίστηκε! Εξάλλου από την εικόνα των ομματιών σας δεν βλέπω κάτι να με ανησυχεί. Θα σας δώσω, όμως, ετούτες τις οφθαλμικές σταγόνες, που θα τις βάζετε το πρωί μόλις ξυπνάτε.

(Του δίνει το φιαλίδιο)

Διονύσιος: Σας ευχαριστώ, κύριε! Τώρα ελπίζω πως θα μπορώ να συνεχίσω την ποίησή μου χωρίς τα muscae volitantes να μ’ εμποδίζουν.

Ο Διονύσιος φεύγει από το γραφείο, αλλά ξεχνάει να πάρει τον ποιητικό του στολισμό. Ο Δρ. τον ακολουθεί για να τον ενημερώσει.

Δρ.: Κόντε Διονύσιε, ξεχάσατε τον ποιητικό σας στολισμό!

Διονύσιος: Ω, σωστά! Ευχαριστώ για την υπενθύμιση Δρ.. Θα ήταν δύσκολο να ποιήσω χωρίς αυτόν!

Ο Διονύσιος φεύγει τελικά με τον ποιητικό του στολισμό, ενώ ο Δρ. τον παρακολουθεί με ένα χαμόγελο.

[“Dai diari del dottor Antonio Rousmeli: Una paradossale avventura oftalmoscopica del poeta Dionisio Salamon nel 1826” («Από τα ημερολόγια του γιατρού Αντόνιο Ρουσμελή: Μια παράδοξη οφθαλμοσκοπική περιπέτεια του ποιητή Διονυσίου Σαλαμών το 1826»]

Σε εκείνη τη μακρά, απρόσεχτη στιγμή που το μάτι του κόλλησε στο οφθαλμοσκόπιο, ο Διονύσιος αντιλαμβάνεται την παρουσία ενός παράξενου σχήματος. Είναι ένας λαθροπαρατηρητής, που τολμά να π α ρ ε ι σ χ ο λ ε ί τ α ι   με την παραστατική του λειτουργία. Ο καθρέφτης του οφθαλμοσκοπίου τον αποκαλύπτει, έχοντας κλείσει μέσα του το πρόσωπο του ενοχλητικού. Έκπληξη και φόβος καταλαμβάνουν τον ποιητή, αφήνοντας τον σε αμηχανία και ανησυχία για τη μοίρα του. Μια παραδοξότητα σαν αυτή δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία.

Γιώργο μου,

Πήγα τις προάλλες στον δόκτορα Αντόνιο, όπως μου κανονίσατε με τον Λ., για να σας κάμω τη χάρη. Γράφω για να σ’ ευχαριστήσω και, για να μην το ξαστοχήσω, σου αναφέρω κι ένα παράξενο πράγμα που είδα μέσα στο οφθαλμοσκόπιο του γιατρού και με στοίχειωσε. Εμφανίστηκαν μπροστά μου δυο μαύρες σκιές, που φαινόντουσαν να αντανακλούν η μία την άλλη. Ήτανε σαν βοστρυχωτό πέταλο ή σαν δυο μαύρα κουνάβια που στεκόντουσαν αντικριστά, ακίνητα. Η σκοτεινότητα που είχανε έμοιαζε να φτάνει στην απόλυτη απόχρωση του μαύρου, ένα μαύρο τόσο βαθύ που φαινόταν σα να απορροφούσε το φως. Διάβολε, θα ορκιζόμουνα ότι αυτό το πράγμα ήτανε απαράλλαχτη η περούκα του Λουδοβίκου του δέκατου τέταρτου, στο εξώφυλλο από εκείνον τον τόμο που μου χάρισε ο δικός μας ο Λοδοβίκος και που τον φυλάω στη βιβλιοθήκη μου.4 Από τότε όποτε πάω να κλείσω τα μάτια μου, βλέπω εμπρός μου εκείνο το σχήμα. Μα το Θεό, λες να το φαντάζομαι κι ετούτο;

ΥΓ. Τα βλέπω ακόμα, τα ανύπαρκτα αυτά κουνούπια, να λαχταρούνε το αίμα μου, ενώ η καρδιά μου χτυπάει με ανησυχία και τρόμο.

4. Αγαπητέ μου Διονύσιε (…) Πήρα την άδεια να δανείσω για λίγες μέρες στο δικαστή Μάνεση ένα βιβλίο σου, τον 23ο τόμο της Ιστορίας της Βασιλικής Ακαδημίας των επιγραφών και των γραμμάτων. (…) [Επιστολή Β 26 (Δημήτριος προς Διονύσιο Σολωμό), ό.π., βλ. και παραπάνω, υποσημείωση 3]


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Τα κουνούπια που γύρω βουίζουν αναφέρονται στην ποιητική περιγραφή του Διονύσιου Σολωμού στο έπος «Ο Ήλιος των θαλασσών». Συγκεκριμένα, ο Σολωμός γράφει:

Κι εκεί τον περίμεναν όπως τους το είπε
τα κουνούπια γύρω βουίζουν κι άγριο τον πειράζουν,
όλ’ από μια του γαλήνη τη φωνή ανασηκώνουν,
και άγριον ήταν άγρια την προσοχήν από τους κάμπους
και στο μυαλό του βοήθειαν εδόκιμαζεν να βρη·
μα στην κάμαρά του δεν ευρίσκει ούτ’ επισκέπταις
να τον παρηγορήσουν με τον λόγο των, ούτε φίλους,
και μόνον αυτούς από μέσα αποκαλούσεν εχθρούς


Σκηνή: Στο δωμάτιο του Διονυσίου Σολωμού ο Ποιητής κάθεται στο γραφείο του, προσπαθώντας να γράψει. Αρχίζουνε καταιγιστικοί ήχοι κουνουπιών.

Διονύσιος Σολωμός: (χτυπάει το γραφείο με θυμό. Ξαφνικά, μια φωνή ακούγεται από το παράθυρο.)

Φωνή: Παρ’ τον αέρα, Ποιητή μου, κοίτα εδώ.

(Ο Διονύσιος Σολωμός γυρίζει το κεφάλι του προς το παράθυρο και βλέπει έναν άνθρωπο ενδεδυμένο με ολόσωμη στολή εργασίας να κρατά ένα ευμεγέθες μπαούλο.)

Διονύσιος Σολωμός: Τι ν’ αυτό;

Άνθρωπος σε σκαλωσιά: Αυτός είναι ο νέος μου εξοπλισμός. Ένα εξελιγμένο φάρμακο για τα κουνούπια-σκοτούρες.

Στις 4 Μαΐου 1827, ο Σολωμός δανείζεται από τον Λουδοβίκο Στράνη, συγκεκριμένα από τον Δε Ρώσση που ο τελευταίος ―απουσιάζοντας από τη Ζάκυνθο― είχε ορίσει επίτροπό του, 250 κολονάτα ισπανικά τάλιρα.

Zante 4 Maggio 1827 S.N.

Ho ricevuto in prestito dal Sigr Giorgio De Rossi procuratore del Sigr Strani talleri colonnati di Spagna dugento cinquanta I quali mi obbligo di restituire col loro supporto del dieci per cento all’ anno. No 2505

Dionisio Salamon

Τι χρειαζόταν ο Ποιητής ένα τόσο μεγάλο ποσό;

5. Έχω λάβει ως δάνειο από τον κ. Γεώργιο Δε Ρώσση, επίτροπο του κ. Στράνη, κολονάτα τάλιρα της Ισπανίας, διακόσια πενήντα (…) – ό.π. Παράρτημα, υπ’ αρ. 8 (Αποδείξεις, συναλλαγματικές και πληρεξούσια)

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Μια χρονολογία που θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία, το 1827, αντάλλαξε τα φώτα της για να αποκαλύψει την ενδοσκόπηση ενός κόσμου κατακλυσμένου από παράλογες πεποιθήσεις και οικονομικές ανωμαλίες. Στο χώρο της Ζακύνθου, η περιβόητη υπόθεση Στράνη αποτελούσε το επίκεντρο της προσοχής και της ανησυχίας της κοινωνίας.
Τον Ιούνιο του 1827, ο Λουδοβίκος Στράνης, ένας παράξενος και σύντομα περιπλανώμενο αντικείμενο αποδοκιμασίας, αποφάσισε να εκτελέσει την τολμηρή πράξη να προσβάλει τον αγαπημένο ποιητή της εποχής, και αδελφικό φίλο του, τον Διονύσιο Σολωμό.
Ο Στράνης από την Ιταλία όπου βρισκόταν, με σειρά επιστολών του προς κοινούς τους φίλους, παρουσίασε τον Σολωμό ως ένα παράλογο και πλέον επικίνδυνο ον που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και έπινε με μανία από το κύπελλο της τρέλας.
Αυτή η ασυνήθιστη προσβολή στον ποιητή είχε ως αποτέλεσμα την εξαγρίωση της λογοκριτικής τάξης και την ένταση της κοινωνικής αντίθεσης.
Στα παρασκήνια της προσβολής, υπήρχε μια διαφορά απόψεων σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών του Σολωμού. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Σολωμός, με δάνειο που έλαβε από τον Στράνη, είχε αγοράσει κάτι τεράστιες ποσότητες αντικουνουπικού.
Η σχέση τους υπέστη βαθιά ρήξη μετά από αυτήν την αντιπαράθεση.
Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, η εύρεση ενός πακέτου αθησαύριστων επιστολών, που περιλαμβάνονταν στο «Αρχείο 28», έριξε κι άλλο φως στην υπόθεση. Οι επιστολές αποκάλυπταν πως ο Σολωμός είχε δανειστεί μεγάλα ποσά από διάφορους ανθρώπους για να καλύψει τις δαπάνες της αγοράς του αντικουνουπικού.

Ήταν μία ζεστή ανοιξιάτικη μέρα στη Ζάκυνθο και ο μεγάλος ποιητής Διονύσιος Σολωμός αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα: τα κουνούπια. Οι ενοχλητικοί επισκέπτες είχαν επιτεθεί στο σπίτι του και δεν τον άφηναν.
Ο Σολωμός κάλεσε τον υπηρέτη του.

«Κουνούπια, λες;» είπε ο υπηρέτης με παραξενεμένο βλέμμα «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να σε ενοχλούν τόσο πολύ. Ίσως να υποφέρεις από κάποια ασυνήθιστη πνευματική ασθένεια, Κόντε Διονύσιε»
Ο Σολωμός δεν αποσβολώθηκε από τα λόγια του υπηρέτη. Μήπως είχε δίκιο; Πάντως τα κουνούπια παραμέναν εκεί, να τον ενοχλούν συνεχώς.
Έτσι, ο Σολωμός αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τον απλούστερο τρόπο. Πήγε στο κατάστημα τοπικής εμπορίας και προμήθευτηκε μια τεράστια ποσότητα αντικουνουπικού.
Όταν ο Σολωμός εμφανίστηκε με την εξωφρενική ποσότητα αντικουνουπικού, ο υπηρέτης γούρλωσε τα μάτια του.
«Κύριέ μου, τι σκοπεύεις να κάνεις με όλο αυτό το αντικουνουπικό;» ρώτησε με απορία.
Ο Σολωμός, με ένα φαντασμένο χαμόγελο, απάντησε:
«Καλέ μου, αν δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τα κουνούπια, θα τα βυθίσουμε στον ωκεανό αντικουνουπικού. Θα γίνουν τα πιο προσεγμένα κουνούπια που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα!»
Ο Σολωμός δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του. Ύστερα κοίταξε με κατανόηση τον υπηρέτη του που κοιτούσε έχοντάς τα χαμένα και είπε:
«Μπορεί η πνευματική μου υγεία να αμφισβητείται, αλλά ας δοκιμάσουμε το αντικουνουπικό πρώτα!»
Έτσι, οι δύο άνδρες άρχισαν να ψεκάζουν αντικουνουπικό παντού. Το δωμάτιο γέμισε με μια έντονη μυρωδιά.


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του


Το επόμενο διάστημα, η κατάσταση του Ποιητή χειροτερεύει έτι περαιτέρω. Το πρόβλημα των κουνουπιών παραμένει άλυτο παρά τα γαλόνια φαρμάκου που ψεκάστηκαν στην οικία του και ο ίδιος, εξαντλημένος από το άγχος και τις παρατεταμένες αϋπνίες, βιώνει διάφορα παράξενα οράματα. Ο Σολωμός καταγράφει τις παράδοξες εμπειρίες στο ημερολόγιό του.
Σε μια από τις πλέον σκοτεινές εγγραφές του ημερολογίου του, κατά το έτος 1828, ο Σολωμός περιγράφει ότι, επιστρέφοντας στην οικία του ένα βράδυ, συνάντησε κάτω απ’ τις τοξωτές καμάρες έναν μαυροφορεμένο και πανύψηλο άνδρα που φορούσε μια μακριά μαντήλα στο πρόσωπό του, ο οποίος

parlava con una voce bassa e di accompagnamento (una sorta di intreccio duplicato), che ripeteva ciò che stava dicendo la prima voce - che era piccolo e divertente - ma con un tono di indicibile inquietudine, come uno sbuffo mortale prolungato

[μιλούσε με μια χαμηλή, συνοδευτική φωνή (είδος αναδιπλασιαστικού εγγαστρίμυθου), η οποία επαναλάμβανε ό,τι έλεγε η α΄ φωνή -η οποία ήταν ψιλούτσικη και αστεία- αλλά σε τόνο ανείπωτης ανατριχίλας, σαν παρατεταμένος επιθανάτιος ρόγχος]

Ο άνδρας είπε ότι εν καιρώ θα του εγχειριζόταν το μαγικό κουτί του Πετεινοκλέφτη και εκείνος θα αποφάσιζε την τύχη των πετεινών που κρύβονταν μέσα. Ο Σολωμός αναφέρει ότι στην ερώτησή του γιατί μιλούσε έτσι διπλά, ο άνδρας του απάντησε ότι μίλαγε με μια φωνή στην πραγματική, εγκόσμια διάσταση και με μια αντίστοιχη φωνή στη διάσταση της Ανυπαρξίας, της οποίας ήταν ο κυρίαρχος. Και ότι κανονικά ουδείς μπορεί να ακούσει τη β΄ φωνή, πλην του «Ιππότη Sol», ο οποίος ήτανε προορισμένος να δώσει κάποτε τη μάχη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι, το οποίο ο άνδρας αυτός αντιπροσώπευε.
Σε άλλη ημερομηνία, ο Σολωμός καταγράφει ότι βρέθηκε σε ένα σκοτεινό και εγκαταλελειμμένο σπίτι στο περιθώριο της πόλης. Ο μαυροφορεμένος άνδρας τον περίμενε στο εσωτερικό και τον οδήγησε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Εκεί, ένα μεγάλο κουτί έλαμπε στο σκοτάδι. Ο άνδρας άνοιξε το κουτί και ο Σολωμός μπόρεσε να δει τους πετεινούς όλου του κόσμου, που ήταν παγιδευμένοι μέσα σε αυτό.
Έτσι, στην εδραιωμένη κωνωποφοβία του Διονύσιου Σολωμού προστέθηκε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «φοβία του Κοσμικού Σκοταδιού». Γράφει σχετικά ο σολωμικός μελετητής Marco Bianchi6

Dionisio ebbe un pensiero terribile. E se tutti i galli scomparissero dal mondo? Non poteva sopportarlo il pensiero di un mondo senza il canto di un gallo all'alba. Credeva che forse allora il Sole sarebbe scomparso.

[Ο Διονύσιος είχε μια τρομερή σκέψη. Τι θα γινόταν αν όλα τα κοκόρια εξαφανίζονταν από τον κόσμο; Δεν άντεχε τη σκέψη ενός κόσμου χωρίς να λαλήσει ένας κόκορας την αυγή. Πίστευε ότι ίσως τότε ο Ήλιος θα εξαφανιζόταν.]

Συναφώς, ο Bianchi καταγράφει επίσης7 ότι στη βιβλιοθήκη του Σολωμού βρέθηκε η Έρευνα σχετικά με την ανθρώπινη νόηση του David Hume με υπογραμμισμένο το ακόλουθο χωριό:

Το ότι ο ήλιος δεν θα ανατείλει αύριο δεν είναι μια λιγότερο νοητή πρόταση και δεν συνεπάγεται περισσότερη αντίφαση από τη διαβεβαίωση ότι θα ανατείλει. Μάταια, λοιπόν, θα πρέπει να προσπαθούμε να αποδείξουμε το ψεύδος της.

Οι εγγραφές του ημερολογίου του της ίδιας περιόδου (1828-9) βρίθουν, εξάλλου, από αναφορές σε μια μάχη ενάντια στο σκοτάδι. Μάχη, η οποία μάλιστα έχει ως ενεργό υποκείμενο ―από την πλευρά του Καλού― τον ίδιο τον Σολωμό αυτοαποκαλούμενο ως Ιππότη Sol (Ήλιο).


6. La musa ronzante: Zanzare, follia e Dionysios Solomos (Η μούσα που βουίζει: Τα κουνούπια, η τρέλα και ο Διονύσιος Σολωμός) Edizione StoriaInventata, 1935
7. Ό.π.


Κατά σύμπτωση, ο Νίκος Εγγονόπουλος, το 1950, δεκαετίες προτού ανακαλυφθεί το απόκρυφο ημερολόγιο του Σολωμού, ζωγραφίζει τον Ποιητή ως πολεμιστή, με περικεφαλαία και σπαθί.

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Την εκλεκτική πένα μου τρυπάει ο άνεμος, φεύγει και έρχεται σαν της τύχης η πλάνη. (…)

Ένας άνδρας, ο Sol, περπατάει σαν να είναι στα όνειρά του.
(φωνάζει): Εγώ θα γίνω ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου!
(φωνάζει): Στάσου εκεί, πετεινοκλέφτη!
Πετεινοκλέφτης (φωνάζει): Έλα πίσω εδώ και δώσε μας το χρυσό σου πετεινάρι!
Sol (φωνάζει): Όχι ποτέ! Εγώ δεν θα το αφήσω αυτό να συμβεί. Είμαι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου!
Ανώνυμος Μάρτυς 1 (φωνάζει): Που πήγε αυτός ο τυφλός;
Ανώνυμος Μάρτυς 2 (φωνάζει): Δεν είναι τυφλός, είναι αντισυμβατικός.
Sol (φωνάζει): Επιτέλους, έχω αποδείξει ότι είμαι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου.

Ενώ ο Sol περπατάει προς το άγνωστο, οι Οραματιστές του θρυμματίζονται. Είναι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου.

Ο ήλιος χαϊδεύει τα λιβάδια και η γαλήνη κυριαρχεί. Ένας άνδρας, ο Sol, περπατάει παραμιλώντας. Η φωνή του ανακατεύεται με τον αέρα και τον ηχητικό πίνακα της εποχής.

Sol (φωνάζει): Εγώ θα γίνω ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου!

Ένα ανείπωτο γέλιο ακούγεται πίσω από τα δέντρα. Ένας άνδρας εμφανίζεται, φορώντας τη στολή ενός ιππότη αλλά με τη μάσκα ενός πετεινοκλέφτη. O Sol μένει ακίνητος και τον κοιτά με προσοχή.

Sol (φωνάζει): Στάσου εκεί, πετεινοκλέφτη!

Πετεινοκλέφτης (φωνάζει): Έλα πίσω εδώ και δώσε μας το χρυσό σου πετεινάρι!

Sol (με σίγουρη φωνή): Όχι ποτέ! Εγώ δεν θα επιτρέψω αυτήν την κακία να συμβεί. Είμαι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου!

Ο Sol, ένας άνδρας με μεγάλες φιλοδοξίες και μικρές δεξιότητες περπατάει γοργά και αναστατωμένος, φορώντας υποβρύχιο εξοπλισμό εποχής. Ξαφνικά, τον πιάνει μια παράξενη ευφορία.

Sol (με υπερβολικό ενθουσιασμό): Εγώ θα γίνω ο Ιππότης Sol, ο κυνηγός των θαλάσσιων θηραμάτων!

Το δεξί χέρι του, που το είχε κρυμμένο πίσω, αποκαλύπτεται κρατώντας ένα μεγάλο ψάρι.

Μια ομάδα αγροίκων ξεκινά να τρέχει πίσω από τον Sol, προσπαθώντας να αποκτήσουν την θαλάσσια θηρευτική του προσπάθεια.

Αγροίκος 1 (σκουπίζοντας τον ιδρώτα του): Έλα πίσω εδώ και δώσε μας το μεγάλο ψάρι σου!
Sol (γελώντας με παιδικό ύφος): Όχι ποτέ! Αυτό είναι το ψάρι μου! Είμαι ο Ιππότης Sol, ο διαχειριστής των αλιευμάτων!

Καθώς η κωμική σύγκρουση εκτυλίσσεται, ο Sol περιφέρεται σαν χαζοχαρούμενος, προσπαθώντας να διαφύγει από την ανίκανη ομάδα των αγροίκων.

Ξαφνικά, ένα σμήνος από πανικούς αρχίζει να κυνηγά τον Sol, προσπαθώντας να τον φάει.

Πανικοί (κραυγάζοντας): Έλα πίσω και δώσε μας τη μαγική καρότσα σου!
Sol (με αναστάτωση): Όχι ποτέ! Αυτή η καρότσα είναι δική μου! Είμαι ο Ιππότης Sol, ο πολεμιστής των πεινασμένων πανικών!

Καθώς η απολαυστική καταδίωξη συνεχίζεται, ο Sol προσπαθεί να ξεφύγει καταφεύγοντας σε απίθανες κινήσεις και απρόβλεπτες στρατηγικές.

Title: Ο Ιππότης Sol

Τι είναι αυτό το τερατούργημα που φέρατε στο κάστρο μας;

ΚΥΡΙΑ 1: «Μοιάζεις με μαγαζί που περπατάει»

Ο Ιππότης Sol: «This is my custom, unique attire. Είμαι ο Ιππότης Sol»

ΚΥΡΙΑ 1: «Τι όνομα είναι αυτό;»

Ο Ιππότης Sol: «Σημαίνει ο Ιππότης Ήλιος»

Ο Ιππότης Sol (δείχνοντας τη γλειφιτζούρεια λόγχη του): «Προκαλώ οποιονδήποτε να μονομαχήσει μαζί μου»

Κανείς δεν προσφέρεται εθελοντικά.

Ο Ιππότης Sol: «Πολύ καλά. Εάν κανένας από εσάς δεν είναι αρκετά γενναίος για να με πολεμήσει, θα αποδείξω τη ανδρεία μου στο πεδίο της μάχης»

Ο Ιππότης Σολ γυρίζει και φεύγει από τη μεγάλη αίθουσα.

ΚΟΨΗ ΣΕ

ΕΞΩΤ. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ – ΗΜΕΡΑ

Μια μάχη μαίνεται. Ο Ιππότης Sol μπαίνει στο πεδίο της μάχης. Όλοι σταματούν και τον κοιτάζουν επίμονα.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1: «Τι είδους ιππότης είναι αυτός;»
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2: «Μοιάζει με περιπατητική διαφήμιση»
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 3: «Είναι γενναίος, του δίνω αυτό»

Ο Ιππότης Sol κατευθύνεται προς τις εχθρικές γραμμές.

ΚΟΨΗ ΣΕ

ΕΞΩΤ. ΟΙ ΕΧΘΡΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ – ΗΜΕΡΑ

Ο Ιππότης Sol επιτίθεται στον εχθρό με τη λόγχη-γλειφιτζούρι.

ΕΧΘΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ: «Ποιος είναι αυτός ο ανόητος;»

Ο Ιππότης Sol σηκώνει το χέρι του, κάνοντας το σημάδι της νίκης.

ΕΧΘΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ: «Τι ανόητος είσαι;»

Ο Ιππότης Sol επιτίθεται στον εχθρό με τη λόγχη του για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά καταφέρνει να τον χτυπήσει και να τον γκρεμίσει.

(Είσοδος του Ιππότη Sol στη σκηνή, με φορεσιά εντυπωσιακή και κρατώντας ένα λαμπερό κάτι. Πετεινοκλέφτης, ένας σκοτεινός και μυστηριώδης χαρακτήρας, βγαίνει από τις σκιές.)

Ιππότης Sol: (με αποφασιστικότητα) Εσύ, πετεινοκλέφτη, ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσεις τη δική μου λάμψη!
Πετεινοκλέφτης: (με ύφος επιείκειας) Α, ο Ιππότης Sol, ο εκπρόσωπος του φωτός. Πόσο εύθραυστο είναι το φως που υπερασπίζεσαι. Κάθε λάμψη σου διώχνεται από τη σκοτεινή μου ουσία.
Ιππότης Sol: (σηκώνει το γλειφιτζούρι του και το κρατά προς τα εμπρός) Μπορείς να προσπαθήσεις να σβήσεις το φως, αλλά πάντα θα ανατέλλει. Και το φως μου δεν θα επιτρέψει να επικρατήσει η σκοτεινή σου ισχύς.

(Ο Ιππότης Sol επιτίθεται με ανατολίτικη ευελιξία και τεχνική, ενώ ο Πετεινοκλέφτης αποφεύγει τις κινήσεις του με ανατρεπτικό τρόπο. Οι δυο τους ανταγωνίζονται σε έναν χορό μάχης που συνδυάζει τη φωτεινότητα με το σκοτάδι.)

Ιππότης Sol: (με αποφασιστικότητα) Η δύναμη του φωτός με καθοδηγεί, και θα σε νικήσω, πετεινοκλέφτη!

(Με ένα εντυπωσιακό και λαμπερό χτύπημα, ο Ιππότης Sol καταφέρνει να εξασθενίσει τον Πετεινοκλέφτη. Ο τελευταίος σβήνει σιγά-σιγά, εξαφανιζόμενος.)

Σκηνή: Μάχη του Ιππότη Sol με τον Πετεινοκλέφτη

[Σκηνικό: Ένα σκοτεινό δάσος.]

(Ιππότης Sol, με κλιπαριστό κράνος, εισέρχεται στο δάσος με αποφασιστικά βήματα. Στη μέση του δρόμου εμφανίζεται ο Πετεινοκλέφτης, σκοτεινά ντυμένος, με έναν λυγαριασμένο8 πετεινό στον ώμο του.)

Ιππότης Sol: (απομονωμένη φωνή) Πετεινοκλέφτη, το κυνήγι σου τελείωσε. Οι σκοτεινές σου πράξεις δεν θα αφήσουν πια σκιά στο φως της καλοσύνης.
Πετεινοκλέφτης: (με ειρωνεία) Αχ, ο ήρωας Sol, που κρύβεται πίσω από τα φτερά του φωτός. Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι να με εμποδίσεις;
Ιππότης Sol: (με αποφασιστικότητα) Το δικαίωμα του Καλού.

(Οι δυο αντίπαλοι προετοιμάζονται για μάχη. Ο Ιππότης Sol σηκώνει το γλειφιτζούρι του, ενώ ο Πετεινοκλέφτης αφήνει τον πετεινό να πετάξει στον ουρανό.)

Ιππότης Sol: (με αποφασιστικό ύφος) Η σκοτεινιά σου δεν έχει τη δύναμη να σβήσει το φως που καταλαμβάνει την ψυχή μου!

(Η μάχη ξεκινά. Οι δυο αντίπαλοι ανταλλάσσουν γρήγορες κινήσεις και χτυπήματα. Η ενέργεια και η δύναμη του φωτός φαίνεται να ενισχύουν τον Ιππότη Sol.)

Πετεινοκλέφτης: (με θυμό) Το φως αυτό είναι αδύνατο να με νικήσει!
Ιππότης Sol: (με αξιοπρέπεια) Το φως του Καλού είναι πιο ισχυρό από οποιαδήποτε σκοτεινιά. Και τώρα, η ώρα σου τελείωσε.

(Ο Ιππότης Sol δίνει το τελευταίο χτύπημα και ο Πετεινοκλέφτης πέφτει στο έδαφος. Ο πετεινός πετά μακριά, στον ουρανό, καθώς ο Ιππότης Sol κρατά ψηλά το γλειφιτζούρι του, αφήνοντας το φως να λάμψει δυνατά.)

Ο Ιππότης Sol αποχωρεί από το σκοτεινό δάσος, αφήνοντας πίσω τον ηττημένο Πετεινοκλέφτη.



― Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι―


8. Εντολή: Γράψε ορισμό της λέξης «λυγαριασμένος»] A.I.: Ο όρος «λυγαριασμένος» αναφέρεται σε κάποιον που νιώθει βαθιά θλίψη, απογοήτευση ή αποθάρρυνση.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: