Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Ο ΠΡΟ­ΛΟ­ΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ Α΄ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ
_________

ΣΤΟ ΠΑ­ΡΟΝ ΤΕΥ­ΧΟΣ, ΤΟ ΠΡΩ­ΤΟ ΜΕ­ΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟΥ Β΄ ΜΕ ΤΙ­ΤΛΟ «ΑΝΤΙ­ΚΟΥ­ΝΟΥ­ΠΙ­ΚΗ ΙΣΤΟ­ΡΙΑ»*

* Τμή­μα του πα­ρό­ντος μέ­ρους, σε πρώ­ι­μη μορ­φή, πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε στο τεύ­χος 56 του Χάρ­τη.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός
Λου­δο­βί­κος Στρά­νης, Γε­ώρ­γιος δε Ρώσ­σης, Νι­κό­λα­ος Μάν­τζα­ρος και λοι­ποί μη κα­το­νο­μα­ζό­με­νοι φί­λοι του Ποι­η­τή
Ο υπη­ρέ­της του Ποι­η­τή
O οφθαλ­μί­α­τρος Αντώ­νιος Ρου­σμε­λής
Οι «Ορα­μα­τι­στές»

Αγα­πη­τέ Γιώρ­γο!

Ένα αμέ­τρη­το σμά­ρι από κου­νού­πια όρ­μη­σε απά­νω μου σε όλο το σπί­τι και μου πή­ρε την ησυ­χία και τον ύπνο μου. Μπο­ρώ να πάω να κοι­μη­θώ στο σπί­τι του κου­νιά­δου σου1 απά­νω στον Άι Λιά2 για λί­γες μέ­ρες; Με τη συμ­φω­νία πως, αν και σ’ αυ­τές τις λί­γες μέ­ρες θα έκα­ν’ ευ­χα­ρί­στη­ση στη Σου­ζά­να σου να πάη εκεί, εγώ κα­τε­βαί­νω αμέ­σως και πάω αλ­λού. Δώ­σ’ μου, σε πα­ρα­κα­λώ, γρή­γο­ρα μιαν απά­ντη­ση.

Δ.Σ.

Τον Απρί­λιο του 1825, ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός απευ­θύ­νε­ται στον φί­λο του Γε­ώρ­γιο Δε Ρώσ­ση, ζη­τώ­ντας να μεί­νει προ­σω­ρι­νά στο εξο­χι­κό σπί­τι του τε­λευ­ταί­ου, στον λό­φο του Στρά­νη, ώστε να απαλ­λα­γεί από τα κου­νού­πια που τον ενο­χλού­σαν στην πα­τρι­κή οι­κία του, στην πλα­τεία του Αγί­ου Μάρ­κου. Η επι­θυ­μία του δεν ικα­νο­ποιεί­ται λό­γω αντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών, πα­ρά την κα­λή διά­θε­ση του φί­λου του, κα­θό­τι η σύ­ζυ­γος αυ­τού, Σου­ζάν­να Στρά­νη ήταν ετοι­μό­γεν­νη και το ζεύ­γος εί­χε εγκα­τα­στα­θεί εκεί, πε­ρι­μέ­νο­ντας την έλευ­ση του παι­διού, το οποίο γεν­νή­θη­κε λί­γες ημέ­ρες με­τά, στις αρ­χές του Μα­ΐ­ου.

(…) Προ­σκυ­νώ την Κυ­ρά και της φι­λώ τα χέ­ρια. Αμή εκεί­νη η κα­τρε­γα­ρού­λα τι κά­νει; Άρ­χι­σε να βγά­νει τα δαι­μο­νά­κια της; Φί­λη­σέ τη­νε ολού­θε­νε αρ­χι­νώ­ντας από το λια­νό δά­χτυ­λο του πο­διού έως εις τα μαλ­λά­κια. (…)3

Ο Σο­λω­μός πα­ρα­μέ­νει, έτσι, στην οι­κία του. Εκεί, το πρό­βλη­μα με τα κου­νού­πια συ­νε­χί­ζε­ται.


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] … ο «caro Giorgio», στον οποί­ον απευ­θύ­νε­ται το ση­μεί­ω­μα, εί­ναι ο Γε­ώρ­γιος Δε Ρώσ­σης (1780 - ?), επι­στή­θιος φί­λος του Σο­λω­μού στη Ζά­κυν­θο, που η γυ­ναί­κα του λε­γό­τα­νε Σου­ζά­να (1800 - ?) και ήταν αδελ­φή του Λο­δο­βί­κου Στρά­νη (1794 - 1866), επί­σης εγκάρ­διου φί­λου του ποι­η­τή… (Γ.Γ. Αλι­σαν­δρά­του, «Ένα μι­κρό αυ­τό­γρα­φο του Σο­λω­μού», Ο Ερα­νι­στής τ. 11, 1974)
[2] Ο «λό­φος του Στρά­νη» (από το εξο­χι­κό του Στρά­νη) στο Ακρω­τή­ρι εί­χε πα­λαιό­τε­ρα την ονο­μα­σία «λό­φος του Άι-Λιά», από ένα ξω­κλή­σι των κα­θο­λι­κών, του αγί­ου Ηλιού, που κα­τα­στρά­φη­κε με τους σει­σμούς του 1893 …  (Άπα­ντα Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού, Τό­μος Γ΄ «Αλ­λη­λο­γρα­φία», ση­μειώ­σεις επι­στο­λής αρ. 19, Ίκα­ρος 1991)
[3] Επι­στο­λή αρ. 29 (Προς Γε­ώρ­γιο Δε Ρώσ­ση), ό.π.



[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός βρί­σκε­ται στο θαυ­μά­σιο γρα­φείο του, μια μι­κρή σο­φί­τα με θέα στην πλα­τεία του Αγί­ου Μάρ­κου.
Ενό­σω προ­σπα­θεί να γρά­ψει, αντι­λαμ­βά­νε­ται ξα­νά ότι του επι­τί­θε­νται πά­μπολ­λα κου­νού­πια που τον δια­τα­ράσ­σουν και τον δια­κό­πτουν. Κά­θε φο­ρά που προ­σπα­θεί να τα εξο­ντώ­σει, όμως, τα κου­νού­πια εξα­φα­νί­ζο­νται, και εκεί­νος ξα­να­πιά­νει τη γρα­φή, μό­νο για να επι­στρέ­ψουν ξα­νά την επό­με­νη στιγ­μή.
Με κά­θε προ­σπά­θεια να γρά­ψει, οι ενο­χλη­τι­κοί επι­σκέ­πτες εμ­φα­νί­ζο­νται, κε­ντούν ένα απα­ρά­δε­κτο υφα­ντό βουί­σμα­τος γύ­ρω απ’ το κε­φά­λι του και τον απο­σπούν από τις σκέ­ψεις του. Τού­το επα­να­λαμ­βά­νε­ται κα­θη­με­ρι­νά.

Ο Ποι­η­τής δε μοι­ρά­ζε­ται με κα­νέ­ναν την, μέ­χρι εξά­ντλη­σης, προ­σω­πι­κή μά­χη που κα­λεί­ται να δώ­σει κά­θε που θα δύ­σει ο Ήλιος. Μά­χη, η οποία, ωστό­σο, θα ήταν αδύ­να­το να δια­φύ­γει της προ­σο­χής του υπη­ρέ­τη του.

[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

… Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός άρ­χι­σε να πε­ρι­φέ­ρε­ται στο δω­μά­τιο, ανα­ζη­τώ­ντας κά­ποιον τρό­πο να απαλ­λα­γεί από τους ενο­χλη­τι­κούς επι­σκέ­πτες του. Άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο ευ­ελ­πι­στώ­ντας πως θα απο­μα­κρύ­νει τα κου­νού­πια, αλ­λά αυ­τά συ­νέ­χι­σαν να τον προ­σεγ­γί­ζουν.
Η αγω­νία του έφτα­σε σε κο­ρύ­φω­ση και, τε­λι­κά, απο­φά­σι­σε να αφή­σει το γρά­ψι­μο στην άκρη και να πα­ρα­συρ­θεί σε μια άγρια μά­χη κα­τά των εχθρών του. Έπια­σε ένα κομ­μά­τι χαρ­τί, το μοί­ρα­σε σε τμή­μα­τα και άρ­χι­σε   μ ε ρ ο μ ε ρ ι ά   να χτυ­πά τον αέ­ρα γύ­ρω του. Φώ­να­ξε δυ­να­τά, «Έξω από εμέ­να, πα­ρά­σι­τα.»
Ο Διο­νύ­σιος αγω­νι­ζό­ταν, στρι­φο­γυ­ρί­ζο­ντας και χτυ­πώ­ντας τον αέ­ρα, όταν η πόρ­τα του γρα­φεί­ου άνοι­ξε. Ο υπη­ρέ­της μπή­κε στο δω­μά­τιο και τον βρή­κε σε αυ­τήν την πα­ρά­ξε­νη κα­τά­στα­ση. Με κα­τα­νό­η­ση και αγά­πη, πλη­σί­α­σε τον Διο­νύ­σιο και τον πεί­ρα­ξε απα­λά στον ώμο.
«Κό­ντε τι συμ­βαί­νει εδώ;» ρώ­τη­σε.
«Κου­νού­πια! Με επι­τί­θε­νται κου­νού­πια!» αντα­πο­κρί­θη­κε ο Διο­νύ­σιος ανα­στα­τω­μέ­νος.
Ο υπη­ρέ­της κοί­τα­ξε γύ­ρω του και με χα­μό­γε­λο εί­πε: «Δεν υπάρ­χει κα­νέ­να κου­νού­πι εδώ. Αυ­τά εί­ναι μό­νο στη φα­ντα­σία σου».

Ο Σο­λω­μός προ­βλη­μα­τί­ζε­ται βα­θιά. Μή­πως, απλώς, πα­ρα­λη­ρεί; Ο βα­θύς προ­βλη­μα­τι­σμός του δεν εμπο­δί­ζει τα κου­νού­πια να επι­στρέ­φουν και να επι­στρέ­φουν.

[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Ενώ κα­θό­ταν μό­νος στο γρα­φείο του, το δω­μά­τιο ξα­να­γέ­μι­σε από­το­μα με βου­η­τό κου­νου­πιών. Τον πε­ρι­κύ­κλω­ναν αγριε­μέ­να, απει­λώ­ντας τον με τα μι­κρά τους κε­ντριά.
Σκιές   π ε τ α λ ο ύ σ α ν   στον τοί­χο, και το φως του κε­ριού περ­νού­σε από μια γυά­λι­νη δια­μόρ­φω­ση.
Ο Διο­νύ­σιος έκα­νε απε­γνω­σμέ­νες κι­νή­σεις με το χέ­ρι του, επι­χει­ρώ­ντας να απω­θή­σει τα ανυ­πό­φο­ρα έντο­μα.
Όμως, όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο απε­λευ­θε­ρω­νό­ταν από ένα κου­νού­πι, άλ­λα δέ­κα εμ­φα­νί­ζο­νταν αμέ­σως για να πά­ρουν τη θέ­ση του. Ήταν μια άνι­ση μά­χη που ο Διο­νύ­σιος δεν μπο­ρού­σε να κερ­δί­σει. Πα­ραί­σθη­ση ή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Δεν μπο­ρού­σε να πει.
Τα κου­νού­πια, εί­τε υπαρ­κτά εί­τε   μ υ α λ ι κ ή   πα­ρά­καμ­ψη, απο­τε­λού­σαν εμπό­διο στη δη­μιουρ­γι­κή του δια­δι­κα­σία.
Ο ποι­η­τής κα­τέρ­ρευ­σε στην κα­ρέ­κλα του, απο­γοη­τευ­μέ­νος και κου­ρα­σμέ­νος. Αντί να εκτε­λεί­ται από την έμπνευ­ση, τον εκτέ­λε­σαν τα κου­νού­πια.
Ωστό­σο, με­τά από αρ­κε­τή ώρα, τα κου­νού­πια εξα­φα­νί­στη­καν όπως εί­χαν εμ­φα­νι­στεί, αφή­νο­ντας πί­σω τους έναν εξα­ντλη­μέ­νο Διο­νύ­σιο.

Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, γνω­στός για το επι­κό έρ­γο του «Ομη­ρι­κόν», προ­σπα­θού­σε να γρά­ψει ένα νέο ποί­η­μα που θα εξέ­φρα­ζε την αγά­πη για την πα­τρί­δα του, την Ελ­λά­δα. Ωστό­σο, η προ­σπά­θεια αυ­τή δεν ήταν εύ­κο­λη για τον ποι­η­τή.
Κά­θε βρά­δυ, ο Διο­νύ­σιος έκα­νε την ανε­λέ­η­τη προ­σπά­θειά του. Εξα­πο­λύ­ο­ντας τις λέ­ξεις του στο χαρ­τί, προ­σπα­θού­σε να απο­μα­κρύ­νει τις ανα­πο­διές που τον   π α ρ έ κ ρ ο υ α ν.
Όμως, τα κου­νού­πια τον κα­τα­κλύ­ζα­νε, κα­λύ­πτο­ντας τη σε­λί­δα με τη σκιά τους. Ο Διο­νύ­σιος αι­σθα­νό­ταν ότι ως και οι λέ­ξεις του ήταν πα­γι­δευ­μέ­νες σε μια ατέ­λειω­τη μά­χη με τα ενο­χλη­τι­κά αυ­τά έντο­μα.
Η αί­σθη­ση αυ­τή πλήτ­τει κα­θη­με­ρι­νά την ψυ­χή του Διο­νύ­σιου, απο­ξε­νώ­νο­ντάς τον από την ελευ­θε­ρία της δη­μιουρ­γί­ας. Όμως, αντί να εγκα­τα­λεί­ψει την προ­σπά­θειά του, επέ­λε­ξε να αντι­με­τω­πί­σει αυ­τόν το δαί­μο­να. Ο Διο­νύ­σιος απο­φά­σι­σε να γρά­φει με με­γα­λύ­τε­ρη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, εκ­φέ­ρο­ντας ελεύ­θε­ρα τις λέ­ξεις του και ανα­πλη­ρώ­νο­ντας με τη φω­νή του τον θό­ρυ­βο των κου­νου­πιών.

Πα­ρά τη μυ­στι­κο­πά­θεια του Ποι­η­τή, οι φί­λοι του πλη­ρο­φο­ρού­νται για την κα­τά­στα­ση μέ­σω του υπη­ρέ­τη του. Το φθι­νό­πω­ρο του 1826, ο Στρά­νης, ο οποί­ος έχει φύ­γει απ’ τη Ζά­κυν­θο από τον Ιού­νιο του προη­γού­με­νου έτους και βρί­σκε­ται στην Ιτα­λία, εκ­φρά­ζει, με επι­στο­λή του προς τον Σο­λω­μό, ανη­συ­χία για την ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­σή του. Εκεί­νος απα­ντά:

Αγα­πη­τέ μου Λο­δο­βί­κε,

Ευ­χα­ρι­στώ για το γράμ­μα σου και την ανη­συ­χία σου. Να εί­σαι ξέ­γνοια­στος, κα­θώς τα κου­νού­πια που βλέ­πω δεν εί­ναι πα­ραί­σθη­ση. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά, αλ­λά κα­νείς άλ­λος δεν τα βλέ­πει.

Ο αφο­σιω­μέ­νος φί­λος σου,

Δ.Σ.

Και άλ­λοι, όμως, από τον κύ­κλο των ζα­κυν­θι­νών φί­λων του Ποι­η­τή εκ­φρά­ζουν την ανη­συ­χη­τι­κή απο­ρία τους, όπως φαί­νε­ται από την κά­τω­θι αταυ­το­ποί­η­τη επι­στο­λή προς τον Γε­ώρ­γιο Δε Ρώσ­ση

Αγα­πη­τέ μου Γιώρ­γο,

(…) Φαί­νε­ται πως ο Διο­νύ­σιος έχει τρε­λα­θεί, κα­θώς λέ­ει απί­στευ­τα πράγ­μα­τα με με­γά­λη φυ­σι­κό­τη­τα. Ελ­πί­ζω ότι αυ­τή η ανη­συ­χία μου εί­ναι υπερ­βο­λι­κή και ότι απλά πει­ρά­ζει τον κό­σμο με τις εκ­κε­ντρι­κές του ιστο­ρί­ες. Ωστό­σο, δεν μπο­ρώ να μη σκέ­φτο­μαι ότι ίσως η λο­γι­κή του να έχει δια­βι­βα­στεί στο σκο­τει­νό βά­θος της ψυ­χής του, και η φα­ντα­σία να έχει κα­τα­ντή­σει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γι' αυ­τόν. Τό­σο εσύ όσο κι εγώ ξέ­ρου­με πό­σο εκλε­πτυ­σμέ­νος και σο­φός άν­θρω­πος εί­ναι. Να πι­στέ­ψου­με λοι­πόν ότι όλα αυ­τά τα κου­νου­πο­λο­γή­μα­τα εί­ναι απλά ένα προ­ϊ­όν της φα­ντα­σί­ας του; (…)

Σε μια προ­σπά­θεια να ξορ­κί­σουν τη στε­νά­χω­ρη, δια­φαι­νό­με­νη πα­ρά­νοια του Σο­λω­μού, οι Δε Ρώσ­σης και Στρά­νης σκέ­φτο­νται μή­πως, εν­δε­χο­μέ­νως, το φαι­νό­με­νο που τα­λαι­πω­ρεί τον φί­λο τους οφεί­λε­ται σε χει­ρο­πια­στό, αδιά­γνω­στο πρό­βλη­μα υγεί­ας.

Αγα­πη­τέ Διο­νύ­σιε
Εί­χα­με πά­λι χθες την κου­βέ­ντα σου με τον Δε Ρώσ­ση, και ανα­ρω­τιό­μα­στε μή­πως μή­πως πρό­κει­ται για οφθαλ­μι­κή πά­θη­ση (…)

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Σκη­νι­κό: Ένα γρα­φείο οφθαλ­μί­α­τρου, το 1826. Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός μπαί­νει στο γρα­φείο, φο­ρώ­ντας τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό. Ο οφθαλ­μί­α­τρος, Δρ. Αντώ­νιος Ρου­σμε­λής, τον κα­λω­σο­ρί­ζει με ένα χα­μό­γε­λο.

Δρ.: Κα­λώς ορί­σα­τε, Κό­ντε. Πώς μπο­ρώ να σας βοη­θή­σω;

Διο­νύ­σιος: Κα­λη­σπέ­ρα! Πα­ρα­τη­ρώ κά­τι πε­ρί­ερ­γο τε­λευ­ταία στο οπτι­κό μου πε­δίο. Μι­κρά, αλ­λά ενο­χλη­τι­κά ση­μεία που κι­νού­νται σαν κου­νού­πια, ενώ τα ακούω κιό­λας.   Ε υ σ τ α θ ο ύ ν   τη νύ­χτα, ενώ προ­σπα­θώ να γρά­ψω τα ποι­ή­μα­τά μου.

Δρ.: Χμ. Με πα­ρα­ξε­νεύ­ει που κά­νουν ήχο, ίσως όμως να πρό­κει­ται για Muscae Volitantes, άλ­λως Μυο­ψία. Ας κά­νου­με μια εξέ­τα­ση με το οφθαλ­μο­σκό­πιο για να δού­με τι συμ­βαί­νει.

Ο για­τρός το­πο­θε­τεί τον προ­σο­φθάλ­μιο φα­κό του επι­δα­πέ­διου οφθαλ­μο­σκο­πί­ου μπρο­στά από το μά­τι του Διο­νύ­σιου, πα­ράλ­λη­λα με το ποι­η­τι­κό του βλέμ­μα.

Δρ.: Κοι­τάξ­τε από εδώ, κύ­ριε. Θα πρέ­πει να στα­θεί­τε ακί­νη­τος για λί­γο.

Απρό­σε­κτα, ο Διο­νύ­σιος αρ­χί­ζει να παί­ζει με την καρ­φί­τσα, σχή­μα του απεί­ρου, στο πέ­το του. Ξαφ­νι­κά, η καρ­φί­τσα ξε­πέ­φτει και πέ­φτει μέ­σα στο οφθαλ­μο­σκό­πιο, κλει­δώ­νο­ντάς το.

Διο­νύ­σιος: Ω, προ­σο­χή! Η καρ­φί­τσα μου έπε­σε!

Ο για­τρός προ­σπα­θεί να ανοί­ξει το οφθαλ­μο­σκό­πιο, αλ­λά χω­ρίς επι­τυ­χία. Το οφθαλ­μο­σκό­πιο κολ­λά­ει στο μά­τι του Διο­νύ­σιου.

Δρ.: Ωχ, πα­ρα­κα­λώ με συγ­χω­ρεί­τε! Κά­τσε­τε ακί­νη­τος, θα το φτιά­ξω.

Ξε­κι­νά ένας αγώ­νας με­τα­ξύ του για­τρού και του οφθαλ­μο­σκο­πί­ου, κα­θώς προ­σπα­θεί να το απε­γκλω­βί­σει από το μά­τι του Διο­νύ­σιου. Ο για­τρός χρη­σι­μο­ποιεί διά­φο­ρα αντι­κεί­με­να, όπως έναν με­γε­θυ­ντι­κό φα­κό, μια πι­νέ­ζα και ακό­μα ένα οφθαλ­μο­σκό­πιο, για να προ­σπα­θή­σει να ελευ­θε­ρώ­σει το κολ­λη­μέ­νο οφθαλ­μο­σκό­πιο.
Ο Διο­νύ­σιος και ο για­τρός κα­τα­λή­γουν σε μια αλυ­σο­δε­μέ­νη σύ­γκρου­ση με κα­ρέ­κλες, ενώ προ­σπα­θούν να απο­φύ­γουν τα όρ­γα­να και τα ερ­γα­λεία που φεύ­γουν πα­ντού. Τε­λι­κά, κα­τα­φέρ­νουν να απε­γκλω­βί­σουν το οφθαλ­μο­σκό­πιο και να το αφαι­ρέ­σουν από το μά­τι του Διο­νύ­σιου.

Δρ.: Επι­τυ­χία! Το οφθαλ­μο­σκό­πιο απε­γκλω­βί­στη­κε! Εξάλ­λου από την ει­κό­να των ομ­μα­τιών σας δεν βλέ­πω κά­τι να με ανη­συ­χεί. Θα σας δώ­σω, όμως, ετού­τες τις οφθαλ­μι­κές στα­γό­νες, που θα τις βά­ζε­τε το πρωί μό­λις ξυ­πνά­τε.

(Του δί­νει το φια­λί­διο)

Διο­νύ­σιος: Σας ευ­χα­ρι­στώ, κύ­ριε! Τώ­ρα ελ­πί­ζω πως θα μπο­ρώ να συ­νε­χί­σω την ποί­η­σή μου χω­ρίς τα muscae volitantes να μ’ εμπο­δί­ζουν.

Ο Διο­νύ­σιος φεύ­γει από το γρα­φείο, αλ­λά ξε­χνά­ει να πά­ρει τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό. Ο Δρ. τον ακο­λου­θεί για να τον ενη­με­ρώ­σει.

Δρ.: Κό­ντε Διο­νύ­σιε, ξε­χά­σα­τε τον ποι­η­τι­κό σας στο­λι­σμό!

Διο­νύ­σιος: Ω, σω­στά! Ευ­χα­ρι­στώ για την υπεν­θύ­μι­ση Δρ.. Θα ήταν δύ­σκο­λο να ποι­ή­σω χω­ρίς αυ­τόν!

Ο Διο­νύ­σιος φεύ­γει τε­λι­κά με τον ποι­η­τι­κό του στο­λι­σμό, ενώ ο Δρ. τον πα­ρα­κο­λου­θεί με ένα χα­μό­γε­λο.

[“Dai diari del dottor Antonio Rousmeli: Una paradossale avventura oftalmoscopica del poeta Dionisio Salamon nel 1826” («Από τα ημερολόγια του γιατρού Αντόνιο Ρουσμελή: Μια παράδοξη οφθαλμοσκοπική περιπέτεια του ποιητή Διονυσίου Σαλαμών το 1826»]

Σε εκεί­νη τη μα­κρά, απρό­σε­χτη στιγ­μή που το μά­τι του κόλ­λη­σε στο οφθαλ­μο­σκό­πιο, ο Διο­νύ­σιος αντι­λαμ­βά­νε­ται την πα­ρου­σία ενός πα­ρά­ξε­νου σχή­μα­τος. Εί­ναι ένας λα­θρο­πα­ρα­τη­ρη­τής, που τολ­μά να π α ρ ε ι σ χ ο λ ε ί τ α ι   με την πα­ρα­στα­τι­κή του λει­τουρ­γία. Ο κα­θρέ­φτης του οφθαλ­μο­σκο­πί­ου τον απο­κα­λύ­πτει, έχο­ντας κλεί­σει μέ­σα του το πρό­σω­πο του ενο­χλη­τι­κού. Έκ­πλη­ξη και φό­βος κα­τα­λαμ­βά­νουν τον ποι­η­τή, αφή­νο­ντας τον σε αμη­χα­νία και ανη­συ­χία για τη μοί­ρα του. Μια πα­ρα­δο­ξό­τη­τα σαν αυ­τή δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι τυ­χαία.

Γιώρ­γο μου,

Πή­γα τις προ­άλ­λες στον δό­κτο­ρα Αντό­νιο, όπως μου κα­νο­νί­σα­τε με τον Λ., για να σας κά­μω τη χά­ρη. Γρά­φω για να σ’ ευ­χα­ρι­στή­σω και, για να μην το ξα­στο­χή­σω, σου ανα­φέ­ρω κι ένα πα­ρά­ξε­νο πράγ­μα που εί­δα μέ­σα στο οφθαλ­μο­σκό­πιο του για­τρού και με στοί­χειω­σε. Εμ­φα­νί­στη­καν μπρο­στά μου δυο μαύ­ρες σκιές, που φαι­νό­ντου­σαν να αντα­να­κλούν η μία την άλ­λη. Ήτα­νε σαν βο­στρυ­χω­τό πέ­τα­λο ή σαν δυο μαύ­ρα κου­νά­βια που στε­κό­ντου­σαν αντι­κρι­στά, ακί­νη­τα. Η σκο­τει­νό­τη­τα που εί­χα­νε έμοια­ζε να φτά­νει στην από­λυ­τη από­χρω­ση του μαύ­ρου, ένα μαύ­ρο τό­σο βα­θύ που φαι­νό­ταν σα να απορ­ρο­φού­σε το φως. Διά­βο­λε, θα ορ­κι­ζό­μου­να ότι αυ­τό το πράγ­μα ήτα­νε απα­ράλ­λα­χτη η πε­ρού­κα του Λου­δο­βί­κου του δέ­κα­του τέ­ταρ­του, στο εξώ­φυλ­λο από εκεί­νον τον τό­μο που μου χά­ρι­σε ο δι­κός μας ο Λο­δο­βί­κος και που τον φυ­λάω στη βι­βλιο­θή­κη μου.4 Από τό­τε όπο­τε πάω να κλεί­σω τα μά­τια μου, βλέ­πω εμπρός μου εκεί­νο το σχή­μα. Μα το Θεό, λες να το φα­ντά­ζο­μαι κι ετού­το;

ΥΓ. Τα βλέ­πω ακό­μα, τα ανύ­παρ­κτα αυ­τά κου­νού­πια, να λα­χτα­ρού­νε το αί­μα μου, ενώ η καρ­διά μου χτυ­πά­ει με ανη­συ­χία και τρό­μο.

4. Αγα­πη­τέ μου Διο­νύ­σιε (…) Πή­ρα την άδεια να δα­νεί­σω για λί­γες μέ­ρες στο δι­κα­στή Μά­νε­ση ένα βι­βλίο σου, τον 23ο τό­μο της Ιστο­ρί­ας της Βα­σι­λι­κής Ακα­δη­μί­ας των επι­γρα­φών και των γραμ­μά­των. (…) [Επι­στο­λή Β 26 (Δη­μή­τριος προς Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό), ό.π., βλ. και πα­ρα­πά­νω, υπο­ση­μεί­ω­ση 3]


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Τα κου­νού­πια που γύ­ρω βουί­ζουν ανα­φέ­ρο­νται στην ποι­η­τι­κή πε­ρι­γρα­φή του Διο­νύ­σιου Σο­λω­μού στο έπος «Ο Ήλιος των θα­λασ­σών». Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Σο­λω­μός γρά­φει:

Κι εκεί τον πε­ρί­με­ναν όπως τους το εί­πε
τα κου­νού­πια γύ­ρω βουί­ζουν κι άγριο τον πει­ρά­ζουν,
όλ’ από μια του γα­λή­νη τη φω­νή ανα­ση­κώ­νουν,
και άγριον ήταν άγρια την προ­σο­χήν από τους κά­μπους
και στο μυα­λό του βο­ή­θειαν εδό­κι­μα­ζεν να βρη·
μα στην κά­μα­ρά του δεν ευ­ρί­σκει ού­τ’ επι­σκέ­πταις
να τον πα­ρη­γο­ρή­σουν με τον λό­γο των, ού­τε φί­λους,
και μό­νον αυ­τούς από μέ­σα απο­κα­λού­σεν εχθρούς


Σκη­νή: Στο δω­μά­τιο του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού ο Ποι­η­τής κά­θε­ται στο γρα­φείο του, προ­σπα­θώ­ντας να γρά­ψει. Αρ­χί­ζου­νε κα­ται­γι­στι­κοί ήχοι κου­νου­πιών.

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός: (χτυ­πά­ει το γρα­φείο με θυ­μό. Ξαφ­νι­κά, μια φω­νή ακού­γε­ται από το πα­ρά­θυ­ρο.)

Φω­νή: Πα­ρ’ τον αέ­ρα, Ποι­η­τή μου, κοί­τα εδώ.

(Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός γυ­ρί­ζει το κε­φά­λι του προς το πα­ρά­θυ­ρο και βλέ­πει έναν άν­θρω­πο εν­δε­δυ­μέ­νο με ολό­σω­μη στο­λή ερ­γα­σί­ας να κρα­τά ένα ευ­με­γέ­θες μπα­ού­λο.)

Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός: Τι ν’ αυ­τό;

Άν­θρω­πος σε σκα­λω­σιά: Αυ­τός εί­ναι ο νέ­ος μου εξο­πλι­σμός. Ένα εξε­λιγ­μέ­νο φάρ­μα­κο για τα κου­νού­πια-σκο­τού­ρες.

Στις 4 Μα­ΐ­ου 1827, ο Σο­λω­μός δα­νεί­ζε­ται από τον Λου­δο­βί­κο Στρά­νη, συ­γκε­κρι­μέ­να από τον Δε Ρώσ­ση που ο τε­λευ­ταί­ος ―απου­σιά­ζο­ντας από τη Ζά­κυν­θο― εί­χε ορί­σει επί­τρο­πό του, 250 κο­λο­νά­τα ισπα­νι­κά τά­λι­ρα.

Zante 4 Maggio 1827 S.N.

Ho ricevuto in prestito dal Sigr Giorgio De Rossi procuratore del Sigr Strani talleri colonnati di Spagna dugento cinquanta I quali mi obbligo di restituire col loro supporto del dieci per cento all’ anno. No 2505

Dionisio Salamon

Τι χρεια­ζό­ταν ο Ποι­η­τής ένα τό­σο με­γά­λο πο­σό;

5. Έχω λά­βει ως δά­νειο από τον κ. Γε­ώρ­γιο Δε Ρώσ­ση, επί­τρο­πο του κ. Στρά­νη, κο­λο­νά­τα τά­λι­ρα της Ισπα­νί­ας, δια­κό­σια πε­νή­ντα (…) – ό.π. Πα­ράρ­τη­μα, υπ’ αρ. 8 (Απο­δεί­ξεις, συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κές και πλη­ρε­ξού­σια)

[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Μια χρο­νο­λο­γία που θα μεί­νει χα­ραγ­μέ­νη στην ιστο­ρία, το 1827, αντάλ­λα­ξε τα φώ­τα της για να απο­κα­λύ­ψει την εν­δο­σκό­πη­ση ενός κό­σμου κα­τα­κλυ­σμέ­νου από πα­ρά­λο­γες πε­ποι­θή­σεις και οι­κο­νο­μι­κές ανω­μα­λί­ες. Στο χώ­ρο της Ζα­κύν­θου, η πε­ρι­βό­η­τη υπό­θε­ση Στρά­νη απο­τε­λού­σε το επί­κε­ντρο της προ­σο­χής και της ανη­συ­χί­ας της κοι­νω­νί­ας.
Τον Ιού­νιο του 1827, ο Λου­δο­βί­κος Στρά­νης, ένας πα­ρά­ξε­νος και σύ­ντο­μα πε­ρι­πλα­νώ­με­νο αντι­κεί­με­νο απο­δο­κι­μα­σί­ας, απο­φά­σι­σε να εκτε­λέ­σει την τολ­μη­ρή πρά­ξη να προ­σβά­λει τον αγα­πη­μέ­νο ποι­η­τή της επο­χής, και αδελ­φι­κό φί­λο του, τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό.
Ο Στρά­νης από την Ιτα­λία όπου βρι­σκό­ταν, με σει­ρά επι­στο­λών του προς κοι­νούς τους φί­λους, πα­ρου­σί­α­σε τον Σο­λω­μό ως ένα πα­ρά­λο­γο και πλέ­ον επι­κίν­δυ­νο ον που εί­χε χά­σει την επα­φή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και έπι­νε με μα­νία από το κύ­πελ­λο της τρέ­λας.
Αυ­τή η ασυ­νή­θι­στη προ­σβο­λή στον ποι­η­τή εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα την εξα­γρί­ω­ση της λο­γο­κρι­τι­κής τά­ξης και την έντα­ση της κοι­νω­νι­κής αντί­θε­σης.
Στα πα­ρα­σκή­νια της προ­σβο­λής, υπήρ­χε μια δια­φο­ρά από­ψε­ων σχε­τι­κά με τη δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών του Σο­λω­μού. Κυ­κλο­φο­ρού­σαν φή­μες ότι ο Σο­λω­μός, με δά­νειο που έλα­βε από τον Στρά­νη, εί­χε αγο­ρά­σει κά­τι τε­ρά­στιες πο­σό­τη­τες αντι­κου­νου­πι­κού.
Η σχέ­ση τους υπέ­στη βα­θιά ρή­ξη με­τά από αυ­τήν την αντι­πα­ρά­θε­ση.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, η εύ­ρε­ση ενός πα­κέ­του αθη­σαύ­ρι­στων επι­στο­λών, που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν στο «Αρ­χείο 28», έρι­ξε κι άλ­λο φως στην υπό­θε­ση. Οι επι­στο­λές απο­κά­λυ­πταν πως ο Σο­λω­μός εί­χε δα­νει­στεί με­γά­λα πο­σά από διά­φο­ρους αν­θρώ­πους για να κα­λύ­ψει τις δα­πά­νες της αγο­ράς του αντι­κου­νου­πι­κού.

Ήταν μία ζε­στή ανοι­ξιά­τι­κη μέ­ρα στη Ζά­κυν­θο και ο με­γά­λος ποι­η­τής Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός αντι­με­τώ­πι­ζε ένα πρό­βλη­μα: τα κου­νού­πια. Οι ενο­χλη­τι­κοί επι­σκέ­πτες εί­χαν επι­τε­θεί στο σπί­τι του και δεν τον άφη­ναν.
Ο Σο­λω­μός κά­λε­σε τον υπη­ρέ­τη του.

«Κου­νού­πια, λες;» εί­πε ο υπη­ρέ­της με πα­ρα­ξε­νε­μέ­νο βλέμ­μα «Δεν μπο­ρώ να φα­ντα­στώ πώς μπο­ρεί να σε ενο­χλούν τό­σο πο­λύ. Ίσως να υπο­φέ­ρεις από κά­ποια ασυ­νή­θι­στη πνευ­μα­τι­κή ασθέ­νεια, Κό­ντε Διο­νύ­σιε»
Ο Σο­λω­μός δεν απο­σβο­λώ­θη­κε από τα λό­για του υπη­ρέ­τη. Μή­πως εί­χε δί­κιο; Πά­ντως τα κου­νού­πια πα­ρα­μέ­ναν εκεί, να τον ενο­χλούν συ­νε­χώς.
Έτσι, ο Σο­λω­μός απο­φά­σι­σε να αντι­με­τω­πί­σει το πρό­βλη­μα με τον απλού­στε­ρο τρό­πο. Πή­γε στο κα­τά­στη­μα το­πι­κής εμπο­ρί­ας και προ­μή­θευ­τη­κε μια τε­ρά­στια πο­σό­τη­τα αντι­κου­νου­πι­κού.
Όταν ο Σο­λω­μός εμ­φα­νί­στη­κε με την εξω­φρε­νι­κή πο­σό­τη­τα αντι­κου­νου­πι­κού, ο υπη­ρέ­της γούρ­λω­σε τα μά­τια του.
«Κύ­ριέ μου, τι σκο­πεύ­εις να κά­νεις με όλο αυ­τό το αντι­κου­νου­πι­κό;» ρώ­τη­σε με απο­ρία.
Ο Σο­λω­μός, με ένα φα­ντα­σμέ­νο χα­μό­γε­λο, απά­ντη­σε:
«Κα­λέ μου, αν δεν μπο­ρού­με να απαλ­λα­γού­με από τα κου­νού­πια, θα τα βυ­θί­σου­με στον ωκε­α­νό αντι­κου­νου­πι­κού. Θα γί­νουν τα πιο προ­σεγ­μέ­να κου­νού­πια που έχει γνω­ρί­σει πο­τέ η αν­θρω­πό­τη­τα!»
Ο Σο­λω­μός δεν μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει τα γέ­λια του. Ύστε­ρα κοί­τα­ξε με κα­τα­νό­η­ση τον υπη­ρέ­τη του που κοι­τού­σε έχο­ντάς τα χα­μέ­να και εί­πε:
«Μπο­ρεί η πνευ­μα­τι­κή μου υγεία να αμ­φι­σβη­τεί­ται, αλ­λά ας δο­κι­μά­σου­με το αντι­κου­νου­πι­κό πρώ­τα!»
Έτσι, οι δύο άν­δρες άρ­χι­σαν να ψε­κά­ζουν αντι­κου­νου­πι­κό πα­ντού. Το δω­μά­τιο γέ­μι­σε με μια έντο­νη μυ­ρω­διά.


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του


Το επό­με­νο διά­στη­μα, η κα­τά­στα­ση του Ποι­η­τή χει­ρο­τε­ρεύ­ει έτι πε­ραι­τέ­ρω. Το πρό­βλη­μα των κου­νου­πιών πα­ρα­μέ­νει άλυ­το πα­ρά τα γα­λό­νια φαρ­μά­κου που ψε­κά­στη­καν στην οι­κία του και ο ίδιος, εξα­ντλη­μέ­νος από το άγ­χος και τις πα­ρα­τε­τα­μέ­νες αϋ­πνί­ες, βιώ­νει διά­φο­ρα πα­ρά­ξε­να ορά­μα­τα. Ο Σο­λω­μός κα­τα­γρά­φει τις πα­ρά­δο­ξες εμπει­ρί­ες στο ημε­ρο­λό­γιό του.
Σε μια από τις πλέ­ον σκο­τει­νές εγ­γρα­φές του ημε­ρο­λο­γί­ου του, κα­τά το έτος 1828, ο Σο­λω­μός πε­ρι­γρά­φει ότι, επι­στρέ­φο­ντας στην οι­κία του ένα βρά­δυ, συ­νά­ντη­σε κά­τω απ’ τις το­ξω­τές κα­μά­ρες έναν μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νο και πα­νύ­ψη­λο άν­δρα που φο­ρού­σε μια μα­κριά μα­ντή­λα στο πρό­σω­πό του, ο οποί­ος

parlava con una voce bassa e di accompagnamento (una sorta di intreccio duplicato), che ripeteva ciò che stava dicendo la prima voce - che era piccolo e divertente - ma con un tono di indicibile inquietudine, come uno sbuffo mortale prolungato

[μι­λού­σε με μια χα­μη­λή, συ­νο­δευ­τι­κή φω­νή (εί­δος ανα­δι­πλα­σια­στι­κού εγ­γα­στρί­μυ­θου), η οποία επα­να­λάμ­βα­νε ό,τι έλε­γε η α΄ φω­νή -η οποία ήταν ψι­λού­τσι­κη και αστεία- αλ­λά σε τό­νο ανεί­πω­της ανα­τρι­χί­λας, σαν πα­ρα­τε­τα­μέ­νος επι­θα­νά­τιος ρόγ­χος]

Ο άν­δρας εί­πε ότι εν και­ρώ θα του εγ­χει­ρι­ζό­ταν το μα­γι­κό κου­τί του Πε­τει­νο­κλέ­φτη και εκεί­νος θα απο­φά­σι­ζε την τύ­χη των πε­τει­νών που κρύ­βο­νταν μέ­σα. Ο Σο­λω­μός ανα­φέ­ρει ότι στην ερώ­τη­σή του για­τί μι­λού­σε έτσι δι­πλά, ο άν­δρας του απά­ντη­σε ότι μί­λα­γε με μια φω­νή στην πραγ­μα­τι­κή, εγκό­σμια διά­στα­ση και με μια αντί­στοι­χη φω­νή στη διά­στα­ση της Ανυ­παρ­ξί­ας, της οποί­ας ήταν ο κυ­ρί­αρ­χος. Και ότι κα­νο­νι­κά ου­δείς μπο­ρεί να ακού­σει τη β΄ φω­νή, πλην του «Ιπ­πό­τη Sol», ο οποί­ος ήτα­νε προ­ο­ρι­σμέ­νος να δώ­σει κά­πο­τε τη μά­χη του φω­τός ενά­ντια στο σκο­τά­δι, το οποίο ο άν­δρας αυ­τός αντι­προ­σώ­πευε.
Σε άλ­λη ημε­ρο­μη­νία, ο Σο­λω­μός κα­τα­γρά­φει ότι βρέ­θη­κε σε ένα σκο­τει­νό και εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο σπί­τι στο πε­ρι­θώ­ριο της πό­λης. Ο μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νος άν­δρας τον πε­ρί­με­νε στο εσω­τε­ρι­κό και τον οδή­γη­σε σε ένα υπό­γειο δω­μά­τιο. Εκεί, ένα με­γά­λο κου­τί έλα­μπε στο σκο­τά­δι. Ο άν­δρας άνοι­ξε το κου­τί και ο Σο­λω­μός μπό­ρε­σε να δει τους πε­τει­νούς όλου του κό­σμου, που ήταν πα­γι­δευ­μέ­νοι μέ­σα σε αυ­τό.
Έτσι, στην εδραιω­μέ­νη κω­νω­πο­φο­βία του Διο­νύ­σιου Σο­λω­μού προ­στέ­θη­κε αυ­τό που θα μπο­ρού­σε να ονο­μα­στεί «φο­βία του Κο­σμι­κού Σκο­τα­διού». Γρά­φει σχε­τι­κά ο σο­λω­μι­κός με­λε­τη­τής Marco Bianchi6

Dionisio ebbe un pensiero terribile. E se tutti i galli scomparissero dal mondo? Non poteva sopportarlo il pensiero di un mondo senza il canto di un gallo all'alba. Credeva che forse allora il Sole sarebbe scomparso.

[Ο Διο­νύ­σιος εί­χε μια τρο­με­ρή σκέ­ψη. Τι θα γι­νό­ταν αν όλα τα κο­κό­ρια εξα­φα­νί­ζο­νταν από τον κό­σμο; Δεν άντε­χε τη σκέ­ψη ενός κό­σμου χω­ρίς να λα­λή­σει ένας κό­κο­ρας την αυ­γή. Πί­στευε ότι ίσως τό­τε ο Ήλιος θα εξα­φα­νι­ζό­ταν.]

Συ­να­φώς, ο Bianchi κα­τα­γρά­φει επί­σης7 ότι στη βι­βλιο­θή­κη του Σο­λω­μού βρέ­θη­κε η Έρευ­να σχε­τι­κά με την αν­θρώ­πι­νη νό­η­ση του David Hume με υπο­γραμ­μι­σμέ­νο το ακό­λου­θο χω­ριό:

Το ότι ο ήλιος δεν θα ανα­τεί­λει αύ­ριο δεν εί­ναι μια λι­γό­τε­ρο νοη­τή πρό­τα­ση και δεν συ­νε­πά­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη αντί­φα­ση από τη δια­βε­βαί­ω­ση ότι θα ανα­τεί­λει. Μά­ταια, λοι­πόν, θα πρέ­πει να προ­σπα­θού­με να απο­δεί­ξου­με το ψεύ­δος της.

Οι εγ­γρα­φές του ημε­ρο­λο­γί­ου του της ίδιας πε­ριό­δου (1828-9) βρί­θουν, εξάλ­λου, από ανα­φο­ρές σε μια μά­χη ενά­ντια στο σκο­τά­δι. Μά­χη, η οποία μά­λι­στα έχει ως ενερ­γό υπο­κεί­με­νο ―από την πλευ­ρά του Κα­λού― τον ίδιο τον Σο­λω­μό αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νο ως Ιπ­πό­τη Sol (Ήλιο).


6. La musa ronzante: Zanzare, follia e Dionysios Solomos (Η μού­σα που βουί­ζει: Τα κου­νού­πια, η τρέ­λα και ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός) Edizione StoriaInventata, 1935
7. Ό.π.


Κα­τά σύμ­πτω­ση, ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος, το 1950, δε­κα­ε­τί­ες προ­τού ανα­κα­λυ­φθεί το από­κρυ­φο ημε­ρο­λό­γιο του Σο­λω­μού, ζω­γρα­φί­ζει τον Ποι­η­τή ως πο­λε­μι­στή, με πε­ρι­κε­φα­λαία και σπα­θί.

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Την εκλε­κτι­κή πέ­να μου τρυ­πά­ει ο άνε­μος, φεύ­γει και έρ­χε­ται σαν της τύ­χης η πλά­νη. (…)

Ένας άν­δρας, ο Sol, περ­πα­τά­ει σαν να εί­ναι στα όνει­ρά του.
(φω­νά­ζει): Εγώ θα γί­νω ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου!
(φω­νά­ζει): Στά­σου εκεί, πε­τει­νο­κλέ­φτη!
Πε­τει­νο­κλέ­φτης (φω­νά­ζει): Έλα πί­σω εδώ και δώ­σε μας το χρυ­σό σου πε­τει­νά­ρι!
Sol (φω­νά­ζει): Όχι πο­τέ! Εγώ δεν θα το αφή­σω αυ­τό να συμ­βεί. Εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου!
Ανώ­νυ­μος Μάρ­τυς 1 (φω­νά­ζει): Που πή­γε αυ­τός ο τυ­φλός;
Ανώ­νυ­μος Μάρ­τυς 2 (φω­νά­ζει): Δεν εί­ναι τυ­φλός, εί­ναι αντι­συμ­βα­τι­κός.
Sol (φω­νά­ζει): Επι­τέ­λους, έχω απο­δεί­ξει ότι εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου.

Ενώ ο Sol περ­πα­τά­ει προς το άγνω­στο, οι Ορα­μα­τι­στές του θρυμ­μα­τί­ζο­νται. Εί­ναι ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου.

Ο ήλιος χαϊ­δεύ­ει τα λι­βά­δια και η γα­λή­νη κυ­ριαρ­χεί. Ένας άν­δρας, ο Sol, περ­πα­τά­ει πα­ρα­μι­λώ­ντας. Η φω­νή του ανα­κα­τεύ­ε­ται με τον αέ­ρα και τον ηχη­τι­κό πί­να­κα της επο­χής.

Sol (φω­νά­ζει): Εγώ θα γί­νω ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου!

Ένα ανεί­πω­το γέ­λιο ακού­γε­ται πί­σω από τα δέ­ντρα. Ένας άν­δρας εμ­φα­νί­ζε­ται, φο­ρώ­ντας τη στο­λή ενός ιπ­πό­τη αλ­λά με τη μά­σκα ενός πε­τει­νο­κλέ­φτη. O Sol μέ­νει ακί­νη­τος και τον κοι­τά με προ­σο­χή.

Sol (φω­νά­ζει): Στά­σου εκεί, πε­τει­νο­κλέ­φτη!

Πε­τει­νο­κλέ­φτης (φω­νά­ζει): Έλα πί­σω εδώ και δώ­σε μας το χρυ­σό σου πε­τει­νά­ρι!

Sol (με σί­γου­ρη φω­νή): Όχι πο­τέ! Εγώ δεν θα επι­τρέ­ψω αυ­τήν την κα­κία να συμ­βεί. Εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol, ο σω­τή­ρας του κό­σμου!

Ο Sol, ένας άν­δρας με με­γά­λες φι­λο­δο­ξί­ες και μι­κρές δε­ξιό­τη­τες περ­πα­τά­ει γορ­γά και ανα­στα­τω­μέ­νος, φο­ρώ­ντας υπο­βρύ­χιο εξο­πλι­σμό επο­χής. Ξαφ­νι­κά, τον πιά­νει μια πα­ρά­ξε­νη ευ­φο­ρία.

Sol (με υπερ­βο­λι­κό εν­θου­σια­σμό): Εγώ θα γί­νω ο Ιπ­πό­της Sol, ο κυ­νη­γός των θα­λάσ­σιων θη­ρα­μά­των!

Το δε­ξί χέ­ρι του, που το εί­χε κρυμ­μέ­νο πί­σω, απο­κα­λύ­πτε­ται κρα­τώ­ντας ένα με­γά­λο ψά­ρι.

Μια ομά­δα αγροί­κων ξε­κι­νά να τρέ­χει πί­σω από τον Sol, προ­σπα­θώ­ντας να απο­κτή­σουν την θα­λάσ­σια θη­ρευ­τι­κή του προ­σπά­θεια.

Αγροί­κος 1 (σκου­πί­ζο­ντας τον ιδρώ­τα του): Έλα πί­σω εδώ και δώ­σε μας το με­γά­λο ψά­ρι σου!
Sol (γε­λώ­ντας με παι­δι­κό ύφος): Όχι πο­τέ! Αυ­τό εί­ναι το ψά­ρι μου! Εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol, ο δια­χει­ρι­στής των αλιευ­μά­των!

Κα­θώς η κω­μι­κή σύ­γκρου­ση εκτυ­λίσ­σε­ται, ο Sol πε­ρι­φέ­ρε­ται σαν χα­ζο­χα­ρού­με­νος, προ­σπα­θώ­ντας να δια­φύ­γει από την ανί­κα­νη ομά­δα των αγροί­κων.

Ξαφ­νι­κά, ένα σμή­νος από πα­νι­κούς αρ­χί­ζει να κυ­νη­γά τον Sol, προ­σπα­θώ­ντας να τον φά­ει.

Πα­νι­κοί (κραυ­γά­ζο­ντας): Έλα πί­σω και δώ­σε μας τη μα­γι­κή κα­ρό­τσα σου!
Sol (με ανα­στά­τω­ση): Όχι πο­τέ! Αυ­τή η κα­ρό­τσα εί­ναι δι­κή μου! Εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol, ο πο­λε­μι­στής των πει­να­σμέ­νων πα­νι­κών!

Κα­θώς η απο­λαυ­στι­κή κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­ζε­ται, ο Sol προ­σπα­θεί να ξε­φύ­γει κα­τα­φεύ­γο­ντας σε απί­θα­νες κι­νή­σεις και απρό­βλε­πτες στρα­τη­γι­κές.

Title: Ο Ιπ­πό­της Sol

Τι εί­ναι αυ­τό το τε­ρα­τούρ­γη­μα που φέ­ρα­τε στο κά­στρο μας;

ΚΥ­ΡΙΑ 1: «Μοιά­ζεις με μα­γα­ζί που περ­πα­τά­ει»

Ο Ιπ­πό­της Sol: «This is my custom, unique attire. Εί­μαι ο Ιπ­πό­της Sol»

ΚΥ­ΡΙΑ 1: «Τι όνο­μα εί­ναι αυ­τό;»

Ο Ιπ­πό­της Sol: «Ση­μαί­νει ο Ιπ­πό­της Ήλιος»

Ο Ιπ­πό­της Sol (δεί­χνο­ντας τη γλει­φι­τζού­ρεια λόγ­χη του): «Προ­κα­λώ οποιον­δή­πο­τε να μο­νο­μα­χή­σει μα­ζί μου»

Κα­νείς δεν προ­σφέ­ρε­ται εθε­λο­ντι­κά.

Ο Ιπ­πό­της Sol: «Πο­λύ κα­λά. Εάν κα­νέ­νας από εσάς δεν εί­ναι αρ­κε­τά γεν­ναί­ος για να με πο­λε­μή­σει, θα απο­δεί­ξω τη αν­δρεία μου στο πε­δίο της μά­χης»

Ο Ιπ­πό­της Σολ γυ­ρί­ζει και φεύ­γει από τη με­γά­λη αί­θου­σα.

ΚΟ­ΨΗ ΣΕ

ΕΞΩΤ. ΤΟ ΠΕ­ΔΙΟ ΜΑ­ΧΗΣ – ΗΜΕ­ΡΑ

Μια μά­χη μαί­νε­ται. Ο Ιπ­πό­της Sol μπαί­νει στο πε­δίο της μά­χης. Όλοι στα­μα­τούν και τον κοι­τά­ζουν επί­μο­να.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ 1: «Τι εί­δους ιπ­πό­της εί­ναι αυ­τός;»
ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ 2: «Μοιά­ζει με πε­ρι­πα­τη­τι­κή δια­φή­μι­ση»
ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ 3: «Εί­ναι γεν­ναί­ος, του δί­νω αυ­τό»

Ο Ιπ­πό­της Sol κα­τευ­θύ­νε­ται προς τις εχθρι­κές γραμ­μές.

ΚΟ­ΨΗ ΣΕ

ΕΞΩΤ. ΟΙ ΕΧΘΡΙ­ΚΕΣ ΓΡΑΜ­ΜΕΣ – ΗΜΕ­ΡΑ

Ο Ιπ­πό­της Sol επι­τί­θε­ται στον εχθρό με τη λόγ­χη-γλει­φι­τζού­ρι.

ΕΧΘΡΟΣ ΙΠ­ΠΟ­ΤΗΣ: «Ποιος εί­ναι αυ­τός ο ανό­η­τος;»

Ο Ιπ­πό­της Sol ση­κώ­νει το χέ­ρι του, κά­νο­ντας το ση­μά­δι της νί­κης.

ΕΧΘΡΟΣ ΙΠ­ΠΟ­ΤΗΣ: «Τι ανό­η­τος εί­σαι;»

Ο Ιπ­πό­της Sol επι­τί­θε­ται στον εχθρό με τη λόγ­χη του για άλ­λη μια φο­ρά. Αυ­τή τη φο­ρά κα­τα­φέρ­νει να τον χτυ­πή­σει και να τον γκρε­μί­σει.

(Εί­σο­δος του Ιπ­πό­τη Sol στη σκη­νή, με φο­ρε­σιά εντυ­πω­σια­κή και κρα­τώ­ντας ένα λα­μπε­ρό κά­τι. Πε­τει­νο­κλέ­φτης, ένας σκο­τει­νός και μυ­στη­ριώ­δης χα­ρα­κτή­ρας, βγαί­νει από τις σκιές.)

Ιπ­πό­της Sol: (με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα) Εσύ, πε­τει­νο­κλέ­φτη, ήρ­θε η στιγ­μή να αντι­με­τω­πί­σεις τη δι­κή μου λάμ­ψη!
Πε­τει­νο­κλέ­φτης: (με ύφος επιεί­κειας) Α, ο Ιπ­πό­της Sol, ο εκ­πρό­σω­πος του φω­τός. Πό­σο εύ­θραυ­στο εί­ναι το φως που υπε­ρα­σπί­ζε­σαι. Κά­θε λάμ­ψη σου διώ­χνε­ται από τη σκο­τει­νή μου ου­σία.
Ιπ­πό­της Sol: (ση­κώ­νει το γλει­φι­τζού­ρι του και το κρα­τά προς τα εμπρός) Μπο­ρείς να προ­σπα­θή­σεις να σβή­σεις το φως, αλ­λά πά­ντα θα ανα­τέλ­λει. Και το φως μου δεν θα επι­τρέ­ψει να επι­κρα­τή­σει η σκο­τει­νή σου ισχύς.

(Ο Ιπ­πό­της Sol επι­τί­θε­ται με ανα­το­λί­τι­κη ευ­ε­λι­ξία και τε­χνι­κή, ενώ ο Πε­τει­νο­κλέ­φτης απο­φεύ­γει τις κι­νή­σεις του με ανα­τρε­πτι­κό τρό­πο. Οι δυο τους αντα­γω­νί­ζο­νται σε έναν χο­ρό μά­χης που συν­δυά­ζει τη φω­τει­νό­τη­τα με το σκο­τά­δι.)

Ιπ­πό­της Sol: (με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα) Η δύ­να­μη του φω­τός με κα­θο­δη­γεί, και θα σε νι­κή­σω, πε­τει­νο­κλέ­φτη!

(Με ένα εντυ­πω­σια­κό και λα­μπε­ρό χτύ­πη­μα, ο Ιπ­πό­της Sol κα­τα­φέρ­νει να εξα­σθε­νί­σει τον Πε­τει­νο­κλέ­φτη. Ο τε­λευ­ταί­ος σβή­νει σι­γά-σι­γά, εξα­φα­νι­ζό­με­νος.)

Σκη­νή: Μά­χη του Ιπ­πό­τη Sol με τον Πε­τει­νο­κλέ­φτη

[Σκη­νι­κό: Ένα σκο­τει­νό δά­σος.]

(Ιπ­πό­της Sol, με κλι­πα­ρι­στό κρά­νος, ει­σέρ­χε­ται στο δά­σος με απο­φα­σι­στι­κά βή­μα­τα. Στη μέ­ση του δρό­μου εμ­φα­νί­ζε­ται ο Πε­τει­νο­κλέ­φτης, σκο­τει­νά ντυ­μέ­νος, με έναν λυ­γα­ρια­σμέ­νο8 πε­τει­νό στον ώμο του.)

Ιπ­πό­της Sol: (απο­μο­νω­μέ­νη φω­νή) Πε­τει­νο­κλέ­φτη, το κυ­νή­γι σου τε­λεί­ω­σε. Οι σκο­τει­νές σου πρά­ξεις δεν θα αφή­σουν πια σκιά στο φως της κα­λο­σύ­νης.
Πε­τει­νο­κλέ­φτης: (με ει­ρω­νεία) Αχ, ο ήρω­ας Sol, που κρύ­βε­ται πί­σω από τα φτε­ρά του φω­τός. Με ποιο δι­καί­ω­μα έρ­χε­σαι να με εμπο­δί­σεις;
Ιπ­πό­της Sol: (με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα) Το δι­καί­ω­μα του Κα­λού.

(Οι δυο αντί­πα­λοι προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για μά­χη. Ο Ιπ­πό­της Sol ση­κώ­νει το γλει­φι­τζού­ρι του, ενώ ο Πε­τει­νο­κλέ­φτης αφή­νει τον πε­τει­νό να πε­τά­ξει στον ου­ρα­νό.)

Ιπ­πό­της Sol: (με απο­φα­σι­στι­κό ύφος) Η σκο­τει­νιά σου δεν έχει τη δύ­να­μη να σβή­σει το φως που κα­τα­λαμ­βά­νει την ψυ­χή μου!

(Η μά­χη ξε­κι­νά. Οι δυο αντί­πα­λοι ανταλ­λάσ­σουν γρή­γο­ρες κι­νή­σεις και χτυ­πή­μα­τα. Η ενέρ­γεια και η δύ­να­μη του φω­τός φαί­νε­ται να ενι­σχύ­ουν τον Ιπ­πό­τη Sol.)

Πε­τει­νο­κλέ­φτης: (με θυ­μό) Το φως αυ­τό εί­ναι αδύ­να­το να με νι­κή­σει!
Ιπ­πό­της Sol: (με αξιο­πρέ­πεια) Το φως του Κα­λού εί­ναι πιο ισχυ­ρό από οποια­δή­πο­τε σκο­τει­νιά. Και τώ­ρα, η ώρα σου τε­λεί­ω­σε.

(Ο Ιπ­πό­της Sol δί­νει το τε­λευ­ταίο χτύ­πη­μα και ο Πε­τει­νο­κλέ­φτης πέ­φτει στο έδα­φος. Ο πε­τει­νός πε­τά μα­κριά, στον ου­ρα­νό, κα­θώς ο Ιπ­πό­της Sol κρα­τά ψη­λά το γλει­φι­τζού­ρι του, αφή­νο­ντας το φως να λάμ­ψει δυ­να­τά.)

Ο Ιπ­πό­της Sol απο­χω­ρεί από το σκο­τει­νό δά­σος, αφή­νο­ντας πί­σω τον ητ­τη­μέ­νο Πε­τει­νο­κλέ­φτη.



― Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι―


8. Εντο­λή: Γρά­ψε ορι­σμό της λέ­ξης «λυ­γα­ρια­σμέ­νος»] A.I.: Ο όρος «λυ­γα­ρια­σμέ­νος» ανα­φέ­ρε­ται σε κά­ποιον που νιώ­θει βα­θιά θλί­ψη, απο­γο­ή­τευ­ση ή απο­θάρ­ρυν­ση.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: