Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)


——————————————————

«Αυ­τό που γνω­ρί­ζει όλα τα πράγ­μα­τα και που δεν το γνω­ρί­ζει κα­νέ­να εί­ναι το υπο­κεί­με­νο. Συ­νε­πώς αυ­τό εί­ναι ο υπο­στη­ρι­κτής του κό­σμου, η συν­θή­κη για όλα τα φαι­νό­με­να, για όλα τα αντι­κεί­με­να, αυ­τή που πά­ντο­τε προ­ϋ­πο­τί­θε­ται κα­τά την εμπει­ρία· κα­θώς ό,τι υπάρ­χει υπάρ­χει μό­νο για το υπο­κεί­με­νο. Ο κα­θέ­νας μας συ­νι­στά υπο­κεί­με­νο, κα­τά το μέ­ρος που γνω­ρί­ζει, όχι κα­τά το μέ­ρος που ο ίδιος απο­τε­λεί ένα αντι­κεί­με­νο γνώ­σης». [...] 

————————
Αρ­θού­ρος Σο­πεν­χά­ου­ερ, Ο Κό­σμος ως Βού­λη­ση και ως Πα­ρά­στα­ση, Βι­βλίο 1, §2
——————————————————

There is, in sanest hours, a consciousness, a thought that rises, independent, lifted out from all else, calm, like the stars, shining eternal. This is the thought of identity -- yours for you, whoever you are, as mine for me. Miracle of miracles, beyond statement, most spiritual and vaguest of earth's dreams, yet hardest basic fact, and only entrance to all facts. In such devout hours, in the midst of the significant wonders of heaven and earth, (significant only because of the Me in the center,) creeds, conventions, fall away and become of no account before this simple idea. Under the luminusness of real vision, it alone takes possession, takes value. Like the shadowy dwarf in the fable, once liberated and look' d upon, it expands over the whole earth, and spreads to the roof of heaven.
——————————
Walt Whitman, Democratic Vistas

Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)

Α΄

[ ΑΤ­ΤΙ­ΚΗ, ΚΑ­ΛΟ­ΚΑΙ­ΡΙ 2018 – ΓΕ­ΝΕ­ΣΗ ΤΟΥ ΕΡ­ΓΟΥ ]

Στο μοι­ρο­γνω­μό­νιο των ωρών ένας από τους ενε­νή­ντα δύο ήλιους του θέ­ρους εί­χε αρ­χί­σει την τρο­χιά του. Μό­λις οι αχτί­νες του μπή­κα­νε στο δω­μά­τιο απ’ το μι­κρό ανα­το­λι­κό πα­ρά­θυ­ρο, πρό­βα­λε στον τοί­χο μια λευ­κο­κί­τρι­νη κη­λί­δα που, αν την κοι­τού­σες κα­λά, μέ­σα της θρόι­ζαν κά­τι ανε­παί­σθη­τοι, αέ­ριοι κυ­μα­τι­σμοί.
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑ­ΝΩ ΤΟΥ ΚΟΥ­ΒΑ­ΛΑ­ΕΙ ΤΟ ΒΑ­ΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟ­ΣΜΟΥ σή­κω­σε το κε­φά­λι από τα βι­βλία και τα χαρ­τιά που με­λε­τού­σε και κοί­τα­ζε το φω­τει­νό ετού­το άχνι­σμα. Το φαι­νό­με­νο ήταν κα­θη­με­ρι­νό σε κεί­νο το δω­μά­τιο, όμως ήταν η πρώ­τη φο­ρά που, χά­ρη σε μια νω­θρό­τη­τα που τρε­φό­ταν ακό­μη από τον λώ­ρο του βρα­δι­νού ύπνου (και την οποία ενέ­τει­ναν η ζέ­στη και η βουή ενός ανε­μι­στή­ρα δα­πέ­δου), έστρε­φε την προ­σο­χή του σ’ αυ­τό που του έμοια­σε να εί­ναι η ίδια η ανά­σα της δια­νυό­με­νης ώρας.
Του απο­κα­λυ­πτό­ταν άρα­γε κει, με­γε­θυ­μέ­νη, η αδιό­ρα­τη δια­δι­κα­σία του χρό­νου; Η στιγ­μή που τώ­ρα και τώ­ρα και τώ­ρα εξα­τμί­ζε­ται; Το βέ­λος που δεί­χνει πά­ντο­τε εμπρός –σαν αλο­γο­κέ­φα­λο που σχί­ζει με τα­χύ­τη­τα τον αέ­ρα– κα­τά τη με­ριά του αγνώ­στου πε­δί­ου των επι­κεί­με­νων; Που έτσι ιδρύ­ει για εμάς την ανά­γκη μιας απλής, και κα­τά το δυ­να­τό διαρ­κούς, ευ­τυ­χί­ας, και συ­νά­μα την ευ­θύ­νη ενός πα­ρα­δείγ­μα­τος, που ίσως κά­τι από δαύ­το να μεί­νει ξο­πί­σω όταν το πέ­ρα­σμά μας από το πε­δίο των ζώ­ντων θα έχει ολο­κλη­ρω­θεί; Ήταν αυ­τά που έξω­θεν έδει­χνε ο φλε­γό­με­νος ρή­γας, ο των Ρω­μαί­ων Sol Invictus, κα­τά τη διάρ­κεια του ετή­σιου, τρί­μη­νου βα­σι­λεί­ου του –του βα­σι­λεί­ου της χα­ράς και της ρα­στώ­νης–, με τ’ ορ­θω­μέ­νο σκή­πτρο των αχτί­νων του, με την από­λυ­τη πει­θώ ενός οφθαλ­μο­φα­νούς Θε­ού;

Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)


Β΄

Το να ση­κώ­νεις επά­νω σου το βά­ρος του κό­σμου εί­ναι ζή­τη­μα, που πα­ρά την κοι­νο­τυ­πία του (συ­γκρί­σι­μη με αυ­τή του μα­θη­μα­τι­κού συ­νό­λου 32 δό­ντια*), εί­ναι να το παίρ­νει κα­νείς απο­λύ­τως σο­βα­ρά. Με πε­ρί­σκε­ψη και σύ­νε­ση και με­γά­λη προ­σπά­θεια. Με κα­λές πρα­κτι­κές. Αν μπο­ρείς να κά­νεις αλ­λιώς; Ναι, μπο­ρείς. Μπο­ρείς απλά να συ­νε­χί­σεις να πο­ρεύ­ε­σαι ασυ­ναι­σθή­τως κα­τά την πο­ρεία του βέ­λους που σε ορί­ζει, να ξε­χά­σεις ότι κου­βα­λάς επά­νω σου το βά­ρος του κό­σμου. Να ζεις χω­ρίς τη συ­νεί­δη­ση κά­ποιου ρό­λου. Και ναι! Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, αν ακό­μα κι έτσι ζή­σεις μια ωραία κι υπο­δειγ­μα­τι­κή ζωή, εί­ναι ωραί­οι κι οι αντι­ή­ρω­ες. Όμως ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΥ­ΒΑ­ΛΑ­ΕΙ ΕΠΑ­ΝΩ ΤΟΥ ΤΟ ΒΑ­ΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟ­ΣΜΟΥ εί­ναι ένας ήρω­ας και ως τέ­τοιος πρέ­πει να χτι­στεί κα­τά το πρό­τυ­πο των ηρώ­ων. Κι ένας ήρως έχει οπωσ­δή­πο­τε τη συ­ναί­σθη­ση του ρό­λου του.

* Ευ­ελ­πι­στού­με, τα 32 δό­ντια του ενή­λι­κου αν­θρώ­που να μειω­θούν, φυ­σιο­λο­γι­κά, κά­πο­τε σε 28. Μέ­χρι στιγ­μής φαί­νε­ται πως οι 4 φρο­νι­μί­τες, των οποί­ων η χρη­στι­κό­τη­τά εί­ναι αντι­στρό­φως ανά­λο­γη προς το μαρ­τύ­ριο που μας έχουν αφει­δώς προ­σφέ­ρει, απο­τε­λούν άβα­το για τη φυ­σι­κή επι­λο­γή.

*

Αφή­νεις να ζυ­για­στεί απά­νω στους ώμους σου το βά­ρος του κό­σμου. Πε­ρι­μέ­νεις εκεί να στα­μα­τή­σει η ρο­δέ­λα τις φούρ­λες. Μά­ταια! Κά­τω απ’ τον δεί­κτη οι δια­γραμ­μί­σεις των μο­νά­δων μέ­τρη­σης τρέ­χουν και τρέ­χουν. Το ζύ­για­σμα του κό­σμου φέρ­νει το ανέ­μι­σμα της ηρω­ι­κής ψυ­χής. Πρό­κει­ται πε­ρί απλής μη­χα­νι­κής. Τώ­ρα, απ’ τα τρε­λα­μέ­να γρα­νά­ζια της αν­θρώ­πι­νης ζυ­γα­ριάς γεν­νιέ­ται κεί­νη η ενέρ­γεια που λέ­γε­ται με­λαγ­χο­λία. Και –σαν αυ­τή να με­τα­φε­ρό­ταν στα μή­κη και στα πλά­τη του απλω­μέ­νου επί του γρα­φεί­ου λευ­κού χαρ­τιού με σύρ­μα­τα σε κο­λώ­νες (το έν­δον εξα­πλώ­νε­ται)– το χέ­ρι που γρά­φει ετού­τες δω τις γραμ­μές κι­νεί­ται στα δρο­μο­λό­γιά της σαν τρό­λεϊ με τις κε­ραί­ες του ορ­θω­μέ­νες. Εί­ναι η με­λαγ­χο­λία που οδη­γεί τον ήρωα (τι ήρ­θα­με δω να κά­νου­με, άν­θρω­ποι;). Εί­ναι ο ήρω­ας που οδη­γεί το χέ­ρι που γρά­φει.

*

Ο ιδρυ­τής του Στω­ι­κι­σμού Ζή­νων ο Κι­τιεύς πα­ρο­μοί­α­ζε την τε­λεί­ω­ση της αρε­τής με αυ­τή ενός αν­δριά­ντος.[1] Το πα­ρόν κεί­με­νο εί­ναι κι αυ­τό ένας αν­δριά­ντας-υπό-κα­τα­σκευή (εδώ, ακό­μα, ένας ασχη­μά­τι­στος όγκος). Ερ­γά­ζο­μαι κλει­σμέ­νος στο δω­μά­τιό μου, βα­ράω το μο­λύ­βι-σκαρ­πέ­λο μια εδώ μια εκεί, έχο­ντας μο­να­δι­κό σκο­πό να πλά­σω έναν ήρωα που θα στη­θεί έξω, στο φως του ήλιου. Ακο­λου­θεί η πε­ρι­γρα­φή του δω­μα­τί­ου.

Νίκου Εγγονόπουλου, «Ορέστης και Πυλάδης» (1952)

Νίκου Εγγονόπουλου, «Ορέστης και Πυλάδης» (1952)

Νίκου Εγγονόπουλου, «Ορέστης και Πυλάδης» (1952)

Πώς να εί­ναι ο ήρω­ας με το ατλά­ντειο αυ­τό κα­θή­κον; Για αρ­χή πρέ­πει να φτιά­ξου­με το κα­λού­πι του. Και το κα­λού­πι αυ­τό πρέ­πει να έχει το σχή­μα μου. Το σχή­μα του περ­σο­να­λι­στή ψευ­δο-Διο­νύ­σιου. Διό­τι:
O εαυ­τός εί­ναι ένα υπο­κεί­με­νο.

Και, ως τέ­τοιο:
Ο μο­να­δι­κός δια­χει­ρι­στής του προ­σώ­που του.

Και το πρό­σω­πό του:
Το μό­νο που δύ­να­ται πράγ­μα­τι να κα­τέ­χει.

Και ο κό­σμος εί­ναι πά­ντο­τε κά­τι το έτε­ρο. Κα­θώς, δε, εί­ναι ελά­χι­στα τα πράγ­μα­τα που φαί­νο­νται ευ­κο­λό­τε­ρα απ’ το να τρέ­ψω για λί­γο την υπε­ρή­φα­νη πό­ζα ενός Αθά­να­του Ποι­η­τή, που χρη­σι­μο­ποιώ ως άβα­ταρ, στην υπε­ρή­φα­νη πό­ζα ενός Αθά­να­του Φι­λο­σό­φου, γρά­φο­ντας πά­νω της ένα μου­στά­κι, ένα υπο­χεί­λιο μού­σι και μαλ­λιά που θυ­μί­ζου­νε αγ­γλι­κό κό­κερ σπά­νιελ – σας προ­τρέ­πω: Δο­κι­μά­στε να κλεί­σε­τε τα μά­τια, να βου­λώ­σε­τε αυ­τιά και μύ­τη.[2] Δεί­τε τι απέ­μει­νε απ’ τον κό­σμο. Πώς αυ­τός μειώ­θη­κε σε τρεις μό­νο κι­νή­σεις.

*

Ξά­πλω­σα στο κρε­βά­τι κου­ρα­σμέ­νος. Ακού­γο­νταν χα­μη­λά μία ορ­χή­στρα από το ρα­διό­φω­νο και ήχοι μα­κρι­νοί κε­ραυ­νών έξω από το πα­ρά­θυ­ρο. Κα­θώς ο ύπνος προ­σέγ­γι­ζε, εδραιώ­θη­κε ολο­κά­θα­ρη μια αί­σθη­ση πως το κε­φά­λι μου κα­τα­λαμ­βά­νει ολό­κλη­ρο τον χώ­ρο του δω­μα­τί­ου. Η χα­μη­λή μου­σι­κή, οι μα­λα­κοί κρό­τοι απ’ έξω ει­σέρ­χο­νταν εντός μου όπως στην κοι­λό­τη­τα ενός με­γά­λου κόγ­χου που μέ­σα του θα χώ­ρα­γε λες ο κό­σμος. Ένιω­θα την έκτα­σή μου πλα­τιά, απροσ­διό­ρι­στη. Να ήτο η πλά­νη μιας επέ­κτα­σης του υπο­κει­μέ­νου στο αντι­κει­με­νι­κό; Μιας κα­τά­λυ­σης των ορί­ων του εαυ­τού / της ετε­ρό­τη­τας του κό­σμου; Μιας εν ζωή αφο­μοί­ω­σης; Όταν ξύ­πνη­σα, και κα­θώς ανα­κτού­σα την από­στα­ση απ’ τα φαι­νό­με­να, ακού­γο­νταν από το ρά­διο τα πα­λα­μά­κια του ακρο­α­τη­ρί­ου, που έφθι­ναν και δια­λύ­ο­νταν –τό­σο ωραία!– στο ψι­λό­βρο­χο.

*

Πά­σχου­με υπε­ρη­φά­νως από τον ερ­μη­τι­σμό της μο­νά­δας.

*


——————————————————

Persona est naturae rationalis individua substantia.
———————
Boethius, Liber de Persona et Duabus Naturis

——————————————————

… individuality, the pride and centripetal isolation of a human being in himself –identity– personalism.
————————
Walt Whitman, Democratic Vistas

***

Προη­γου­μέ­νως έγρα­φα:
Το κα­λού­πι αυ­τό πρέ­πει να έχει το σχή­μα μου.

Τού­το δεν εί­ναι ακρι­βές.
Κα­θό­τι έτσι θα πα­ρα­λεί­πα­με ένα μεί­ζον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των ηρώ­ων: την idéalité.
Ακρι­βέ­στε­ρα, πρέ­πει να έχει την κα­θο­λι­κό­τη­τα του σχή­μα­τός μου ως δέ­ο­ντος. Όχι ως εί­ναι. Κα­τά συ­νέ­πεια, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μπο­ρεί να πλά­σει τον ήρωα κα­θ’ ομοί­ω­σίν του αν δεν μπο­ρέ­σει να πλά­σει τον εαυ­τό του κα­θ’ ομοί­ω­σιν του ήρωα. Εκεί­νου που θα εί­ναι –δη­λα­δή– κα­τ’ ευ­χήν

ΕΝΑ ΑΥ­ΤΟ­ΜΑ­ΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΕ­ΝΑ ΧΩ­ΜΕ­ΝΗ ΣΤΟΥ ΟΡ­ΘΟΥ ΛΟ­ΓΟΥ ΤΗ ΣΤΡΑ­ΤΟ­ΣΦΑΙ­ΡΑ

ή, πιο απλά (και εύ­γλωτ­τα),

ΕΝΑ ΗΘΙ­ΚΟ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙΓ­ΜΑ

Γ΄

[ ΠΕ­ΡΙ ΤΗΣ ΗΘΙ­ΚΗΣ ΥΠΟ­ΣΤΑ­ΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΚΑ­ΤΑ­ΣΚΕΥΗ ΗΡΩΑ ]

[Ο Πλού­ταρ­χος, ο Αυ­ρή­λιος, ο Montaigne, ο Burton, ο Leopardi κ.ά. μου έδει­ξαν το αιω­νί­ως αμε­τά­βλη­το των αν­θρώ­πι­νων χα­ρα­κτή­ρων. Ο Έρα­σμος, με το Εγκώ­μιο της Μω­ρί­ας, μου χά­ρι­σε (εν τοις πράγ­μα­σι) –όπως ο Εμπε­δο­κλής στον Ικα­ρο­μέ­νιπ­πο–[3] την οξυ­δέρ­κεια ώστε ανα­λο­γι­ζό­με­νος πλέ­ον τα πρό­σω­πα, νε­ό­τε­ρα ή γη­ραιό­τε­ρα, που από κο­ντά συ­να­να­στρά­φη­κα, κυ­ρί­ως δε εμέ­να τον ίδιο, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα κι εγώ με τη σει­ρά μου –γε­λώ­ντας δη­μο­κρι­τεί­ως– ετού­το: Πως εί­μα­στε όλοι και πα­ρα­μέ­νου­με, από την αρ­χαιό­τη­τα ως σή­με­ρα και από τη νε­ό­τη­τα ως τον θά­να­το, ένα κω­μι­κό­τα­το συ­νον­θύ­λευ­μα μω­ρί­ας και φρό­νη­σης, σε διά­φο­ρες ανα­λο­γί­ες. Με αυ­τά ως δε­δο­μέ­να, βε­βαιώ­θη­κα πως δεν αξί­ζει κα­νείς να έχει πε­ρισ­σό­τε­ρη εμπι­στο­σύ­νη στην αν­θρω­πό­τη­τα απ’ ό,τι της αρ­μό­ζει και ότι, συ­να­κό­λου­θα, η Ηθι­κή, ως η πρα­κτι­κή φι­λο­σο­φία του (κοι­νω­νι­κού) βί­ου, εί­ναι ζή­τη­μα από­λυ­τα συμ­βα­τό με την Αιω­νιό­τη­τα (όπου, φυ­σι­κά, στο­χεύ­ει κά­θε σο­βα­ρός και φρό­νι­μος Auteur), κα­θό­τι δεν φαί­νε­ται (στον μα­κρι­νό αυ­τόν ορί­ζο­ντα) το εν­δε­χό­με­νο να παύ­σει η ση­μα­σία της. Έτσι κα­τα­στρώ­νω, πά­ραυ­τα, το ακό­λου­θο κή­ρυγ­μα προς τον ήρωά μου, το οποίο –αν θε­ω­ρή­σου­με ως υπε­ρό­πλο των ηθι­κών κη­ρυγ­μά­των την Κρι­τι­κή του Πρα­κτι­κού Λό­γου του Kant– ας εί­ναι ένα, άτσα­λα κα­μω­μέ­νο, tommy-gun.]
Αυ­τός που πα­νη­γυ­ρι­κά φέ­ρει επά­νω του το βά­ρος αυ­τού που για εμάς δεν εί­ναι πα­ρά το-μέ­ρος-κά­τω-από-τον-ήλιο και ο προ­θά­λα­μος του-μέ­ρους-κά­τω-από-το-μέ­ρος-κά­τω-από-τον-ήλιο ή άλ­λως του-μέ­ρους-πά­νω-από-το-μέ­ρος-πά­νω-από-τον-ήλιο, ανα­λό­γως τι προ­τι­μά­ει κα­νείς για επέ­κει­να, τον κά­τω κό­σμο ή τα επου­ρά­νια, αν θέ­λει να εί­ναι άξιος του ρό­λου που υπε­ρή­φα­να ανέ­λα­βε, θα πρέ­πει να ζει σαν ένας φι­λό­σο­φος της πρά­ξης.

——————————————————

«Ο λό­γος απο­κα­λύ­πτε­ται πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­να ως πρα­κτι­κός σε κεί­νους τους εξό­χως λο­γι­κούς χα­ρα­κτή­ρες που, κα­τά συ­νέ­πεια, ονο­μά­ζο­νται στην κα­νο­νι­κή ζωή πρα­κτι­κοί φι­λό­σο­φοι, και οι οποί­οι δια­κρί­νο­νται από ασυ­νή­θι­στη ψυ­χραι­μία, τό­σο σε δυ­σά­ρε­στες όσο και σ’ ευ­χά­ρι­στες κα­τα­στά­σεις, τη στα­θε­ρό­τη­τα της διά­θε­σής των, και αξιο­ση­μεί­ω­τη επι­μο­νή σε ει­λημ­μέ­νες απο­φά­σεις. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­ναι η πρω­το­κα­θε­δρία της λο­γι­κής μέ­σα τους, του­τέ­στι η πλέ­ον αφη­ρη­μέ­νη πα­ρά διαι­σθη­τι­κή γνώ­ση, κι ως εκ τού­του η διε­ρεύ­νη­ση της ζω­ής μέ­σω των ιδε­ών, εν γέ­νει και ως σύ­νο­λο, που έχει επι­τρέ­ψει σ’ αυ­τούς άπαξ δια πα­ντός ν’ ανα­γνω­ρί­ζουν την απά­τη της στιγ­μιαί­ας εντύ­πω­σης, τη φευ­γα­λέα φύ­ση των πραγ­μά­των, το σύ­ντο­μο της ζω­ής, την κε­νό­τη­τα των απο­λαύ­σε­ων, τη με­τα­βλη­τό­τη­τα της τύ­χης, και τα με­γά­λα και μι­κρά κόλ­πα της πι­θα­νό­τη­τας. Έτσι τί­πο­τα δεν έρ­χε­ται σ’ αυ­τούς απρό­σμε­να, κι αυ­τό που γνω­ρί­ζουν σε επί­πε­δο αφαί­ρε­σης δεν τους εκ­πλήσ­σει ού­τε τους ενο­χλεί όταν το συ­να­ντούν σε μια πραγ­μα­τι­κή, συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αν και δεν συμ­βαί­νει το ίδιο στην πε­ρί­πτω­ση εκεί­νων των λι­γό­τε­ρο συ­νε­τών χα­ρα­κτή­ρων επί των οποί­ων το πα­ρόν, το αι­σθη­τό, το πραγ­μα­τι­κό ασκεί τέ­τοια επιρ­ροή, ώστε οι ψυ­χρές, άχρω­μες ιδέ­ες απο­σύ­ρο­νται στο πα­ρα­σκή­νιο της συ­νεί­δη­σης κι αυ­τοί, λη­σμο­νώ­ντας αρ­χές και αξιώ­μα­τα, γί­νο­νται έρ­μαια συ­ναι­σθη­μά­των και πα­θών κά­θε εί­δους».
——————————————————
Σο­πεν­χά­ου­ερ, Κρι­τι­κή της κα­ντια­νής φι­λο­σο­φί­ας, 139

————————— () —————————

–– ΚΙ ΑΣ ΜΗ ΣΤΑ­ΘΟΥ­ΜΕ ΠΟ­ΛΥ ΣΤΑ ΕΞΗΣ––

Να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται με κα­λο­σύ­νη, ν’ απέ­χει απ’ όλα τα εί­δη της φαυ­λό­τη­τας και της κα­κί­ας, από κά­θε αδι­κία, προ­σβο­λή και κα­κο­βου­λία ένα­ντι των αν­θρώ­πων. Έτσι ριγ­μέ­νος εδώ εκ γε­νε­τής, από το βέ­λος του χρό­νου ορι­ζό­με­νος, να ενερ­γεί στο πα­ρόν έχο­ντας ως κύ­ριο μέ­λη­μά του να κα­λυ­τε­ρεύ­ει τον εαυ­τό του και το μέλ­λον του κό­σμου:
Το ότι ο χρό­νος έχει μία μό­νο κα­τεύ­θυν­ση, μα­ζί με το αί­νιγ­μα του κό­σμου … εί­ναι το βα­θύ­τε­ρο πρό­βλη­μα του σύ­μπα­ντος, και δεν εί­ναι να μας εκ­πλήσ­σει που οι πιο εξαί­ρε­τοι δια­νοη­τές του κό­σμου –ο Πλά­των, ο Αυ­γου­στί­νος, ο Καντ, ο Σο­πεν­χά­ου­ερ– πα­ρέ­μει­ναν σιω­πη­λοί πε­ρί αυ­τού, ακό­μα και στα ση­μεία που κα­τα­πιά­στη­καν με τον ίδιο τον χρό­νο. …

Πολ­λά πράγ­μα­τα δεί­χνουν πως ο χρό­νος ως μο­νό­δρο­μος εί­ναι μια έκ­φρα­ση της ηθι­κό­τη­τας του βί­ου …

Το μέλ­λον δεν εί­ναι ακό­μα πραγ­μα­τι­κό. Το πα­ρελ­θόν εί­ναι … Πα­ρελ­θόν και μέλ­λον συ­να­ντιού­νται στο πα­ρόν· το πα­ρόν εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα του προ­σώ­που. Το πρό­σω­πο δεν έχει πια ισχύ επί του πα­ρελ­θό­ντος και κα­μιά ακό­μη επί του μέλ­λο­ντος.

Η βού­λη­ση του αν­θρώ­πι­νου όντος δη­μιουρ­γεί το μέλ­λον …

Το ότι ο χρό­νος έχει μία μό­νο κα­τεύ­θυν­ση ταυ­τί­ζε­ται συ­νε­πώς με το ότι εν τέ­λει ο άν­θρω­πος εί­ναι ένα ον που βού­λε­ται. Ο χρό­νος εί­ναι το εγώ ως βού­λη­ση. …


——————————————————
«Ζεις μο­νά­χα μια φο­ρά». Τού­το έχει εφαρ­μο­γή όχι μό­νο στο όλον της ζω­ής σου, αλ­λά σε κά­θε μία στιγ­μή της. [….]

— — — — — — — — — —
Otto Weininger, Ο χρό­νος ως μο­νό­δρο­μος (από το «Πε­ρί των τε­λευ­ταί­ων πραγ­μά­των, 1904-1907»)

——————————————————

Σύμ­φω­να με την αρ­χή της μέ­γι­στης ευ­τυ­χί­ας, όπως αυ­τή επε­ξη­γή­θη­κε ανω­τέ­ρω,[4] ο ύπα­τος σκο­πός, σε σχέ­ση με τον οποίο και για τον οποίο κά­θε τι απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο επι­θυ­μί­ας (εί­τε ανα­λο­γι­ζό­μα­στε το δι­κό μας κα­λό εί­τε των άλ­λων), εί­ναι ένας τρό­πος ύπαρ­ξης που θα εί­ναι απαλ­λαγ­μέ­νος στο μέ­τρο του εφι­κτού από τον πό­νο και πλού­σιος σε απο­λαύ­σεις […] Έτσι, σύμ­φω­να με την άπο­ψη των ωφε­λι­μι­στών, κα­θώς ο εν λό­γω τρό­πος ύπαρ­ξης απο­τε­λεί τον σκο­πό του αν­θρώ­πι­νου πράτ­τειν, απο­τε­λεί ανα­γκα­στι­κά και το πρό­τυ­πο της ηθι­κής, το οποίο με τη σει­ρά του επι­δέ­χε­ται την ακό­λου­θη πε­ρι­γρα­φή: οι κα­νό­νες και τα σχε­τι­κά με την αν­θρώ­πι­νη δια­γω­γή προ­τάγ­μα­τα, η τή­ρη­ση των οποί­ων μπο­ρεί να εξα­σφα­λί­σει στον μέ­γι­στο βαθ­μό για όλη την αν­θρω­πό­τη­τα έναν τρό­πο ύπαρ­ξης σαν κι αυ­τόν που πε­ρι­γρά­φη­κε. Και όχι μό­νο για την αν­θρω­πό­τη­τα, αλ­λά όσο το επι­τρέ­πει η φύ­ση των πραγ­μά­των, για όλα τα συ­ναι­σθη­τι­κά πλά­σμα­τα.
———————————
John Stuart Mill, Ωφε­λι­μι­σμός, § II.10, μτ­φρ. Φι­λή­μων Παιο­νί­δης

——————————————————


––ΚΥ­ΡΙΩΣ, ΔΕ, ΣΤΟ ΕΞΗΣ–

ΤΟ ΚΑ­ΛΟ
ΣΤΗΝ ΠΡΟ­ΘΕ­ΣΗ–
ΓΙΑ ΝΑ ΓΙ­ΝΕΙ ΚΑ­ΛΟ
ΣΤΗΝ ΠΡΑ­ΞΗ
ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΤΕΙ
ΤΗΝ ΑΝΤΙ­ΣΤΙ­ΞΗ
ΜΙΑΣ ΘΕΡ­ΜΗΣ, ΘΕΡ­ΜΟ­ΤΑ­ΤΗΣ ΚΑΡ­ΔΙΑΣ
Μ’ ΕΝΑ ΨΥ­ΧΡΟ ΚΕ­ΦΑ­ΛΙ

––ΚΑ­ΘΩΣ ΑΛ­ΛΩ­ΣΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΗΣ––

Η πί­στη μας στον Ορ­θό Λό­γο, ως προ­τι­μη­τέο πα­ρα­γω­γι­κό αί­τιο της βού­λη­σης και, άρα, των πρά­ξε­ών μας, δεν οφεί­λε­ται σε κά­ποιον αφε­λή οπτι­μι­σμό ως προς την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ισχύ­ει –φί­λοι– το ακρι­βώς αντί­θε­το: Η αι­τία της πί­στης αυ­τής δεν εί­ναι η εμπι­στο­σύ­νη προς τη φύ­ση μας –προς τα ορ­μέμ­φυ­τα, δη­λα­δή, και τα πά­θη που μας σπρώ­χνου­νε αυ­το­μά­τως–, αλ­λά η έλ­λει­ψή της.[5] Εί­θε ο ήρω­ας να δια­τη­ρεί, λοι­πόν, σε ισορ­ρο­πία το μείγ­μα συ­γκρα­τη­μέ­νης αι­σιο­δο­ξί­ας / πε­ρι­φρό­νη­σης για το αν­θρώ­πι­νο εί­δος, που εί­ναι απα­ραί­τη­το σε κά­θε με­τρη­μέ­νο υπέρ­μα­χο της σύμ­φω­νης με τον Ορ­θό Λό­γο δρά­σης. Απ’ τη σκο­πιά των Αιώ­νων, οι (εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει χρή­σι­μες από την άπο­ψη της κρι­τι­κής) θο­λού­ρες του ηθι­κού σκε­πτι­κι­σμού εν­δε­χο­μέ­νως θα φαί­νο­νται ως πλού­σια κοι­τά­σμα­τα Αλή­θειας στον ξε­ρό­το­πο της αν­θρώ­πι­νης πλά­νης. Από την άλ­λη, βα­ρυ­νό­μα­στε με μια φύ­ση ελατ­τω­μα­τι­κή που χρή­ζει, ολο­έ­να, διορ­θώ­σε­ων + δεν έχου­με κα­μία πρό­σβα­ση στο ως άνω πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο + κά­πως πρέ­πει να διά­γου­με, εδώ και τώ­ρα, έναν κα­λό βίο.

[Τ’ άνω­θι συ­μπυ­κνω­μέ­να Εις Εαυ­τόν λα­λού­σε ψευ­δο-Διο­νύ­σιος, σε στυλ Θέ­λε-το-maximum-μπας-και-κα­τα­φέ­ρεις-να-φτά­σεις(-με-κό­πο)-το-minimum ενό­σω κά­ποιοι ζω­η­ρό­τα­τοι-γε­μά­τοι Sturm und Drang – / ή κά­ποιοι άλ­λοι αμε­τα­νό­η­τοι ντε­τερ­μι­νι­στές –αμ­φι­σβη­τί­ες της ελεύ­θε­ρης βού­λη­σης– / ή κά­ποιοι άλ­λοι αμε­τα­νό­η­τοι σκε­πτι­κι­στές –λά­τρεις της θο­λού­ρας– / ή κά­ποιοι άλ­λοι φα­ντα­σμέ­νοι υπερ­βα­τι­κοί –πέ­ραν του κα­λού και του κα­κού– / ή κά­ποιοι άλ­λοι –που απλώς βα­ρέ­θη­καν– από μα­κριά τον χαι­ρε­τού­σαν αντι­δε­ο­ντο­λο­γι­κά –με τα δά­χτυ­λα ανοιγ­μέ­να– κι­νού­με­νοι προς την έξο­δο. ΑΥ­ΤΟΣ απά­ντη­σε, δε, άκρως δε­ο­ντο­λο­γι­κά, εξα­πο­λύ­ο­ντας (με σφο­δρό­τη­τα) μια Επί­θε­ση «Χα­μό­γε­λο» – ήτοι πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας λί­γο τη μά­σκα του Αθα­νά­του και εμ­φα­νί­ζο­ντας την πλή­ρη του στρα­βή-ως-αναι­τί­ως-απεί­ρα­χτη-από-σι­δε­ρά­κια-όταν-έπρε­πε-και-του-τό-λε­γαν-οι-γο­νείς-του οδο­ντο­στοι­χία, υπε­ρή­φα­να και με την αξιο­ζή­λευ­τη φυ­σι­κό­τη­τα ενός αλό­γου – ΕΝΩ ΕΚΕΙ­ΝΟΥΣ, που εί­χα­νε στο με­τα­ξύ αρ­χί­σει να τρέ­χουν απ’ το σκιά­ξι­μο, τους κα­τά­πιε ολό­κλη­ρους η τά­φρος που μας χω­ρί­ζει από την αμέ­σως επό­με­νη πα­ρά­γρα­φο.]

ΑΣ ΕΠΙ­ΜΕΙ­ΝΟΥ­ΜΕ ΚΑ­ΠΩΣ στην ιδιό­τη­τα εκεί­νη, την μα­κρο­σκο­πι­κά ηθι­κή κα­θό­τι συ­νέ­χε­ται με ένα πλέγ­μα ηθι­κών επι­λο­γών, που δί­νει, κα­ταρ­χήν, σε όλους τη δύ­να­μη να γί­νουν οι ίδιοι ένας μο­χλός της αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας και που, για τον λό­γο αυ­τόν, πρέ­πει να θω­ρα­κί­ζε­ται έτι πε­ραι­τέ­ρω απέ­να­ντι σε δυο με­γά­λους δυ­νά­στες της αν­θρώ­πι­νης νό­η­σης, τη βλα­κεία και το θυ­μι­κό: Στην ιδιό­τη­τα του πο­λί­τη μιας Δη­μο­κρα­τί­ας.

——————————————————
We have frequently printed the word Democracy. ... It is a great word, whose history, I suppose, remains unwritten, because that history has yet to be enacted. It is, in some sort, younger brother of another great and often-used word, Nature, whose history also waits unwritten. As I perceive, the tendencies of our day, in the States, (and I entirely respect them,) are toward those vast and sweeping movements, influences, moral and physical, of humanity, now and always current over the planet, on the scale of the impulses of the elements. Then it is also good to reduce the whole matter to the consideration of a single self, a man, a woman, on permanent grounds. Even for the treatment of the universal, in politics, metaphysics, or anything, sooner or later we come down to one single, solitary soul.
— — — — — — — — —
W. Whitman, ό.π.


[ Η συ­νέ­χεια και το απρό­σμε­νο τέ­λος προ­σε­χώς ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: