Το κέρμα και το κουρέλι

Το κέρμα και το κουρέλι


(για την κα­τα­σκευή του πα­ρό­ντος κει­μέ­νου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ερ­γα­λεία τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης)



[ ΠΡΩΤΗ   ΠΡΑΞΗ ]

Μέρος Β΄



ΣΚΗΝΗ:

Στο κέ­ντρο της σκη­νής, επτά άλο­γα (γλυ­πτά) γύ­ρω από ένα πη­γά­δι. Πλάι στο πη­γά­δι, στο πά­τω­μα, εί­ναι πε­σμέ­να ένα κου­ρέ­λι και ένα κέρ­μα.
Τα άλο­γα έχουν τα μπρο­στι­νά πό­δια στα­θε­ρά, τα πί­σω ελεύ­θε­ρα και φέ­ρουν απλό, χει­ρο­κί­νη­το μη­χα­νι­σμό (ένας μο­χλός με ελα­τή­ριο) που επι­τρέ­πει να τι­νά­ζουν τη ρά­χη σαν κα­τα­πέλ­τες.
Επά­νω στα άλο­γα ισά­ριθ­μοι ανα­βά­τες – αν­δρεί­κε­λα (κού­κλες, ελα­φρές ώστε να εκτι­νάσ­σο­νται και να δια­νύ­ουν την απαι­τού­με­νη από­στα­ση ως το πη­γά­δι). Οι γυ­ναί­κες με μαλ­λιά, οι άν­δρες όχι.
Οι δύο ηθο­ποιοί επί σκη­νής, άν­δρας και γυ­ναί­κα, απο­δί­δουν -πι­στά, όμως κα­τά τρό­πο ανά­λα­φρο, σαν πρό­βα- τον διά­λο­γο των ανα­βα­τών, με το ανά­λο­γο για κά­θε ανα­βά­τη ύφος.
Πί­σω από τα άλο­γα, με­τα­το­πι­σμέ­νη στο βά­θος της σκη­νής, η λε­κά­νη της πρώ­της πρά­ξης.
Με­τά το πέ­ρας της κά­θε συ­νε­δρί­ας του δια­λό­γου, οι δύο ηθο­ποιοί γί­νο­νται χει­ρι­στές του μο­χλού πί­σω από κά­θε άλο­γο, εκτο­ξεύ­ο­ντας τους ομι­λη­τές έναν-έναν στο πη­γά­δι. Τυ­χόν αστο­χί­ες εί­ναι ανα­με­νό­με­νες και θε­μι­τές, και διορ­θώ­νο­νται με απλή από­θε­ση της κού­κλας στο πη­γά­δι.
Όταν όλοι οι ανα­βά­τες έχουν ρι­φθεί, ο αφη­γη­τής απο­δί­δει την κα­τα­κλεί­δα και το πη­γά­δι με τα άλο­γα σκο­τει­νιά­ζει.
Η λε­κά­νη (στο βά­θος) μέ­νει να φω­τί­ζε­ται, το Στοι­χειό (βλ. πρώ­τη πρά­ξη) ση­κώ­νει το κε­φά­λι, προ­ε­ξέ­χει και φω­νά­ζει με το ανά­λο­γο, και αυ­ξο­μειού­με­νο, ύφος/πά­θος/έντα­ση, τα λό­για του εκά­στο­τε ιντερ­με­δί­ου.

Και ού­τω κα­θ’ εξής.

Το κέρμα και το κουρέλι


ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΚΗΝΗ II

(τρέ­χον σετ ανα­βα­τών: νέο-υπαρ­ξί­στρια, με­τα­μο­ντερ­νι­στής, κομ­μου­νι­στής, φι­λε­λεύ­θε­ρος, αφυ­πνι­σμέ­νη, οι­κο­λό­γος, λά­τρης τε­χνο­λο­γί­ας)


ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Σύ­ντρο­φοι, εδώ υπάρ­χει μια ανω­μα­λία –ένα κέρ­μα κι ένα ρυ­πα­ρό, ρυ­πα­ρό­τα­το που­κά­μι­σο, αφη­μέ­να πλάι στην κρή­νη.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Η πα­ρου­σία αυ­τών των αντι­κει­μέ­νων εδώ μας ανα­γκά­ζει να ανα­λο­γι­στού­με, ξα­νά, το πα­ρά­λο­γο της φυ­σι­κής ύπαρ­ξης. Από μια από­στα­ση έστω.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Σιω­πη­λή κραυ­γή από ένα πα­ρόν που δεν έχου­με υπερ­βεί πλή­ρως; Μας υπεν­θυ­μί­ζει, άρα­γε, πως ακό­μη και σε έναν κό­σμο κα­θα­ρής σκέ­ψης, υπάρ­χουν φω­νές που δεν πρέ­πει να ξε­χα­στούν;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Η πα­ρου­σία τους αμ­φι­σβη­τεί το ίδιο το θε­μέ­λιο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τάς μας. Τι εί­ναι ένα ευ­ρώ χω­ρίς αγο­ρά και μια φτώ­χεια χω­ρίς σώ­μα;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Πρέ­πει να το εξε­τά­σου­με με προ­σο­χή, κα­τα­νο­ώ­ντας τις συ­νέ­πειες τέ­τοιων πα­ρα­βιά­σε­ων.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Αυ­τό το νό­μι­σμα κά­που αλ­λού έχει αξία επει­δή οι άν­θρω­ποι πι­στεύ­ουν σε αυ­τό. Αυ­τό το ρού­χο κά­λυ­πτε ένα σώ­μα που ένιω­θε το κρύο. Πρέ­πει να θε­ω­ρή­σου­με ότι αυ­τά τα υπο­λείμ­μα­τα μάς υπεν­θυ­μί­ζουν τις ζω­ντα­νές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες από τις οποί­ες δεν μπο­ρού­με να απο­σπα­στού­με εντε­λώς.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 6
Το νό­μι­σμα και το κου­ρέ­λι εί­ναι επί­σης σύμ­βο­λα της κα­τα­σπα­τά­λη­σης των φυ­σι­κών πό­ρων.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Πά­ντως– δεν μπο­ρεί ο επι­σκέ­πτης να ήταν αλη­θι­νός. Πρό­κει­ται μάλ­λον για εκ­δή­λω­ση μιας βα­θιά ρι­ζω­μέ­νης μνή­μης. Ένα φά­ντα­σμα που δη­μιουρ­γή­θη­κε από το συλ­λο­γι­κό υπο­συ­νεί­δη­το του Cogito. Πι­θα­νο­λο­γώ ότι μια ηχώ της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης –μια μνή­μη φυ­σι­κής ύπαρ­ξης– υλο­ποι­ή­θη­κε στιγ­μιαία.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Οι κα­τα­ρα­μέ­νοι εί­ν’ ο πυρ­σός στον σκο­τει­νό διά­δρο­μο της Ιστο­ρί­ας.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Οι κα­τα­ρα­μέ­νοι μας ήταν και εί­ναι δυ­σα­νά­λο­γα έγ­χρω­μοι και δυ­σα­νά­λο­γα γυ­ναί­κες.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Ίσως αυ­τή η υπαρ­ξια­κή διαρ­ροή αντι­προ­σω­πεύ­ει μια βα­θύ­τε­ρη αλή­θεια: πως η σκέ­ψη και η σω­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τες, και πως το Cogito δεν μπο­ρεί να εί­ναι, και να πα­ρα­μέ­νει, ακέ­ραιο.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Το νό­μι­σμα και το ρού­χο δεν εί­ναι άτο­πα, απλώς ενο­χλη­τι­κά. Εκ­θέ­τουν την αστά­θεια των κα­τη­γο­ριών μας. Αν εκεί­νος που άφη­σε αυ­τά τα ίχνη εί­ναι μια ανά­μνη­ση ή ένα φά­ντα­σμα, σε τί­πο­τα δεν δια­φέ­ρει από τα ιδε­ο­λο­γι­κά φα­ντά­σμα­τα που στοι­χειώ­νουν το Cogito.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Το Cogito κα­θαυ­τό, μια ενερ­γη­τι­κή ανά­κλα­ση των πη­γών του –πλη­ρο­φο­ρία και μνή­μη.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Η πα­ρου­σία αυ­τών εδώ των πραγ­μά­των εί­ναι υπεν­θύ­μι­ση ότι η υλι­κή βά­ση – οι συν­θή­κες πα­ρα­γω­γής και ανταλ­λα­γής– βρί­σκει πά­ντα, και πα­ντού, τον τρό­πο να επι­βλη­θεί. Το νό­μι­σμα και το πα­λιό­ρου­χο μας λέ­νε ότι ο από­η­χος των αδι­κιών τρυ­πώ­νει ακό­μα και στα υψη­λό­τε­ρα των ενερ­γών νε­φε­λω­μά­των.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Αυ­τή η αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία, έστω και ως υλο­ποι­η­μέ­νη ανά­μνη­ση, μας κα­λεί να θυ­μη­θού­με ορι­σμέ­νες πα­ρα­δο­σια­κές αρ­χές -την αξιο­πρέ­πεια του ατό­μου, την ελευ­θε­ρία σκέ­ψης και δρά­σης- αλ­λά και τις φυ­σι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που κα­θο­ρί­ζουν τις αν­θρώ­πι­νες επι­λο­γές.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Αν αυ­τός ο επι­σκέ­πτης εί­ναι μια μνή­μη φτώ­χειας, πρό­κει­ται για μνή­μη δια­μορ­φω­μέ­νη από δο­μές κα­τα­πί­ε­σης, ανι­σό­τη­τας και συ­στη­μι­κής αδι­κί­ας. Αυ­τή η ανω­μα­λία μας ανα­γκά­ζει να αντι­με­τω­πί­σου­με το ερώ­τη­μα: ποια­νού τις σκέ­ψεις και τις ανα­μνή­σεις αντι­προ­σω­πεύ­ει πραγ­μα­τι­κά το Cogito; Μας προ­κα­λεί να απο­δο­μή­σου­με τη δυ­να­μι­κή μιας εξου­σί­ας που ασκεί­ται αφα­νώς σε αυ­τό το πε­δίο και να δια­σφα­λί­σου­με ότι οι φω­νές των κα­τα­πιε­σμέ­νων δεν θα σι­γά­σουν.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 6
Το Cogito μπο­ρεί να αντι­προ­σω­πεύ­ει μια επι­θυ­μία υπέρ­βα­σης των φυ­σι­κών ορί­ων, όμως μια τέ­τοια ανω­μα­λία μας υπεν­θυ­μί­ζει ότι δεν μπο­ρού­με να ξε­φύ­γου­με από τις οι­κο­λο­γι­κές μας ευ­θύ­νες.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Ίσως, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας αυ­τά τα φα­ντά­σμα­τα, αντι­με­τω­πί­ζου­με την αλή­θεια του ίδιου του Cogito: ότι δεν εί­ναι μια δια­φυ­γή, αλ­λά μια συ­νέ­χεια της δια­λε­κτι­κής της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης. Μια δια­λε­κτι­κή που πρέ­πει να ασχο­λη­θεί με την προ­έ­λευ­σή της, για να μπο­ρέ­σει να προ­χω­ρή­σει.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

[ Κα­θώς οι ανα­βά­τες εκτι­νάσ­σο­νται στο νε­ρό, ο ελα­φρύς κυ­μα­τι­σμός δια­γρά­φει ήσυ­χα τη συ­νε­δρία τους. ]

Το κέρμα και το κουρέλι




ΙΝΤΕΡ­ΜΕ­ΔΙΟ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)


«Οι λευ­κοί έρ­χο­νται. Το χρυ­σά­φι μας γί­νε­ται αλυ­σί­δες. Η γη μας μι­κραί­νει. Πο­λε­μά­με ή προ­σκυ­νά­με;»
«Το εμπό­ριο φέρ­νει πλού­το. Οι σκλά­βοι εί­ναι χρή­μα. Η θά­λασ­σα εί­ναι μα­κριά, αλ­λά οι κό­τες εί­ναι εδώ. Ποιο να δια­λέ­ξω;»
«Οι προ­σευ­χές μας ανε­βαί­νουν. Ο ήλιος καί­ει τη γη. Τα πνεύ­μα­τα μας μι­λούν, αλ­λά οι άν­θρω­ποι σιω­πούν. Τι λέ­ει το νε­ρό;»
«Οι αλυ­σί­δες μου βα­ριές. Το κορ­μί μου πο­νά­ει. Ελευ­θε­ρία, όνει­ρο μα­κρι­νό. Να τρέ­ξω ή να υπο­μεί­νω;»
«Η γη μου στε­γνή. Οι βρο­χές δεν έρ­χο­νται. Οι σπό­ροι μου πε­θαί­νουν. Θα βρέ­ξει ή θα πε­θά­νου­με όλοι;»
«Το δό­ρυ μου αιχ­μη­ρό. Οι εχθροί πλη­σιά­ζουν. Οι άν­δρες εί­ναι λί­γοι, αλ­λά οι καρ­διές μας δυ­να­τές. Να πο­λε­μή­σου­με ή να κρυ­φτού­με;»
«Τα παι­διά μου πει­νούν. Η γη άγο­νη. Οι άντρες δεν έρ­χο­νται πί­σω. Θα γεν­νή­σου­με την ελ­πί­δα ή την απελ­πι­σία;»


Το κέρμα και το κουρέλι

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Ίσως κά­πως -πώς- ένας φυ­σι­κός ζη­τιά­νος περ­νού­σε από εδώ και με αυ­τό το νό­μι­σμα ανα­ζή­τη­σε την υπό­σχε­ση ενός κα­λύ­τε­ρου μέλ­λο­ντος —μια ευ­χή, ριγ­μέ­νη στο πη­γά­δι. Ένα ση­μά­δι πί­στης στην κοι­νω­νι­κή κι­νη­τι­κό­τη­τα.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Πί­στη, λες. Αλ­λά το νό­μι­σμα βρί­σκε­ται εκτός πη­γα­διού. Η ευ­χή απορ­ρί­φθη­κε.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Ποιος ζη­τιά­νος; Ποια ευ­χή; Εφευ­ρί­σκου­με αφη­γή­σεις για να πα­ρη­γο­ρη­θού­με μέ­σα στο χά­ος. Το νό­μι­σμα, το κου­ρέ­λι —δεν ση­μαί­νουν τί­πο­τα μέ­χρι να τους απο­δώ­σου­με νό­η­μα. Εί­ναι σύμ­βο­λα; -Κα­τα­πί­ε­σης; Ελ­πί­δας; Ή απλώς θραύ­σμα­τα;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Στα­θεί­τε. Το κου­ρέ­λι, αυ­τό έχει ση­μα­σία. Δεν εί­ναι ένα απλό απο­μει­νά­ρι — εί­ναι ένα ίχνος ταυ­τό­τη­τας. Προ­ερ­χό­με­νο από μια κοι­νω­νία που αρ­νεί­ται να ανα­γνω­ρί­σει αυ­τούς που βρί­σκο­νται στα πε­ρι­θώ­ρια. Εί­τε εί­ναι ζη­τιά­νος εί­τε όχι, αυ­τό αφο­ρά την ορα­τό­τη­τα, ή την έλ­λει­ψή της. Το σύ­στη­μα όχι μό­νο αρ­νεί­ται τις ευ­χές· δια­γρά­φει υπάρ­ξεις.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Μπο­ρεί. Αλ­λά αν αυ­τό δεν εί­ναι το νό­η­μα; Το νό­μι­σμα και το κου­ρέ­λι —εί­ναι πα­ρά­λο­γα. Εί­ναι υπεν­θυ­μί­σεις της σύ­γκρου­σής μας με την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος. Ο ζη­τιά­νος ρί­χνει το νό­μι­σμα, αλ­λά για­τί; Τι ση­μα­σία έχει αν η ευ­χή του πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ή όχι; Ση­μα­σία έχει η πρά­ξη, η επι­λο­γή. Σε έναν κό­σμο που δεν του πα­ρέ­χει την οποια­δή­πο­τε εγ­γύ­η­ση, η από­φα­ση να το ρί­ξει —αυ­τό εί­ναι το παν.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 6
Υλι­κά θραύ­σμα­τα στο Cogito; Το νό­μι­σμα και το κου­ρέ­λι εί­ναι εκτός τό­που, ναι, αλ­λά σκε­φτεί­τε: αντι­προ­σω­πεύ­ουν την ανα­πό­φευ­κτη επι­και­ρό­τη­τα του υλι­κού κό­σμου. Ενός κό­σμου που υφί­στα­ται τις συ­νέ­πειες μιας ατέ­λειω­της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Όσο η γη θυ­μά­ται, το Cogito θυ­μά­ται.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Επι­τέ­λους. Ας σκου­ριά­σει το νό­μι­σμα, ας σα­πί­σει το κου­ρέ­λι —ανή­κουν σε ένα πα­ρόν που πρέ­πει να εξε­λι­χθού­με πέ­ρα από αυ­τό.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Αυ­τά εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα της ερ­γα­σί­ας! Να τα αγνο­ή­σου­με ση­μαί­νει να αγνο­ή­σου­με τον κα­τα­πιε­σμέ­νο. Η με­τα­φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που ευαγ­γε­λί­ζε­σαι εί­ναι απλώς μια άλ­λη μορ­φή αλ­λο­τρί­ω­σης.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Δια­φω­νώ. Εί­ναι πρό­ο­δος. Το νό­μι­σμα μπο­ρεί να ρι­χτεί στο πη­γά­δι ή να ξε­πε­ρα­στεί τε­λεί­ως. Σε μια με­τα­φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έχου­με όλοι την ευ­και­ρία να ευ­η­με­ρή­σου­με πέ­ρα από τις υλι­κές συν­θή­κες. Ισό­τη­τα ευ­και­ριών, στο από­γειο.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Κρα­τιέ­στε από ονει­ρο­φα­ντα­σί­ες. Υλι­κό, άυ­λο —αυ­τά εί­ναι δυα­δι­κό­τη­τες που πρέ­πει να αμ­φι­σβη­τή­σου­με.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Η απο­σύν­θε­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι προ­νό­μιο. Κά­ποιοι δεν έχουν την πο­λυ­τέ­λεια της θε­ω­ρί­ας. Το νό­μι­σμα, το κου­ρέ­λι —αυ­τά αντι­προ­σω­πεύ­ουν πραγ­μα­τι­κές ζω­ές, πραγ­μα­τι­κό πό­νο. Πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σου­με αυ­τή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­τού να την ξε­χά­σου­με σε αφη­ρη­μέ­νες συ­ζη­τή­σεις.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Ή, ίσως, η συ­ζή­τη­ση εί­ναι το νό­η­μα. Το νό­μι­σμα, το κου­ρέ­λι απαι­τούν μια απά­ντη­ση. Τη δι­κή μας απά­ντη­ση. Όχι κά­ποιας ανώ­τε­ρης αρ­χής. Τη δι­κή μας.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 6
Και η απά­ντη­σή μας πρέ­πει να πε­ρι­λαμ­βά­νει την ανα­γνώ­ρι­ση του υλι­κού κό­σμου. Το κου­ρέ­λι θα δια­λυ­θεί, αλ­λά όχι χω­ρίς συ­νέ­πειες. Έχει ραμ­μέ­να επά­νω του πλα­στι­κά κου­μπιά. Κά­θε πρά­ξη πα­ρα­γω­γής, κά­θε σπα­τά­λη, μας δέ­νει πί­σω με το πε­ρι­βάλ­λον. Αυ­τή εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απ’ την οποία δεν μπο­ρού­με να ξε­φύ­γου­με.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Αλ­λά τι θα γι­νό­ταν αν μπο­ρού­σα­με; Τι αν αυ­τά τα αντι­κεί­με­να εί­ναι εδώ για να μας θυ­μί­σουν ότι πρέ­πει να και­νο­το­μή­σου­με πε­ραι­τέ­ρω;

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
[ Κα­θώς οι ανα­βά­τες πέ­φτουν στο νε­ρό, οι σκέ­ψεις τους τα­νύ­ζο­νται δια­λυό­με­νες γλι­στρώ­ντας ανά­με­σα στις φυ­σα­λί­δες ]


Το κέρμα και το κουρέλι



ΙΝΤΕΡ­ΜΕ­ΔΙΟ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)

«Η Ρώ­μη εί­ναι αιώ­νια, αλ­λά ο και­ρός εί­ναι πά­ντα προ­σω­ρι­νός. Να κτί­σω έναν δρό­μο προς το αύ­ριο ή να γκρε­μί­σω τον χθε­σι­νό;»
«Η πί­στη μας δέ­νει όπως η σκιά με το φως. Να προ­σευ­χη­θώ για βρο­χή ή για άνε­μο;»
«Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι η μη­τέ­ρα της σο­φί­ας. Να ανα­ζη­τή­σω την αλή­θεια στο ψέ­μα ή το ψέ­μα στην αλή­θεια;»
«Οι θε­οί μας εί­ναι σαν τα σκα­θά­ρια: μι­κροί αλ­λά πα­νί­σχυ­ροι. Να χα­ρά­ξω την αλή­θεια στον πά­πυ­ρο ή στην άμ­μο;»
«Το χρυ­σά­φι εί­ναι σαν το μέ­λι: γλυ­κό αλ­λά κολ­λά­ει στα δά­χτυ­λα. Να που­λή­σω έναν κε­ντρι­κό δρό­μο ή να αγο­ρά­σω μια μα­κρι­νή αυ­γή;»
«Ο ήχος της σιω­πής εί­ναι πιο δυ­να­τός από το βου­η­τό των με­λισ­σών. Να αγκα­λιά­σω τη σπη­λιά ή το άπει­ρο;»
«Η αρ­μο­νία εί­ναι σαν το τσάι: το βρά­ζεις ή το αφή­νεις να κρυώ­σει. Να ψά­ξω τον δρά­κο στην τσέ­πη μου ή στον ου­ρα­νό;»
«Η λε­γε­ώ­να μου εί­ναι γε­μά­τη πει­θαρ­χία, αλ­λά ο αέ­ρας δεν πει­θαρ­χεί. Να τον κυ­νη­γή­σω με ασπί­δα ή με δί­χτυ;»
«Η Βί­βλος λέ­ει πολ­λά, αλ­λά το θρόι­σμα των φύλ­λων λέ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρα. Να δια­βά­σω τη γρα­φή ή να ακού­σω το δά­σος;»
«Οι αντι­θέ­σεις εί­ναι φί­λοι. Να αγα­πή­σω το φως για­τί φα­νε­ρώ­νει ή το σκο­τά­δι για­τί κρύ­βει;»
«Ο ήλιος ανε­βαί­νει από τη δύ­ση στη δύ­ση. Να ακο­λου­θή­σω τον Νεί­λο προς τα πί­σω ή το μέλ­λον προς τα εμπρός;»
«Τα κα­ρα­βά­νια περ­νούν, αλ­λά η άμ­μος μέ­νει. Να εμπο­ρευ­θώ την κί­νη­ση ή τη στά­ση;»
«Το μο­νο­πά­τι προς το κε­νό εί­ναι γε­μά­το πέ­τρες. Να μα­ζέ­ψω τις πέ­τρες ή να αφή­σω το κε­νό να γε­μί­σει;»


Το κέρμα και το κουρέλι

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Αυ­τό το ευ­ρώ, από μό­νο του, δεν έχει εγ­γε­νές νό­η­μα. Μό­νο μέ­σω της επι­λο­γής του κου­ρε­λή που το κα­τεί­χε απο­κτά ση­μα­σία. Ο κά­το­χός του θα μπο­ρού­σε να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να αγο­ρά­σει, φε­ρ’ ει­πείν, ένα ει­σι­τή­ριο αστι­κού λε­ω­φο­ρεί­ου. Ή -συ­μπε­ραί­νο­ντας απ’ τα κο­ντά μα­νί­κια και τις ιδρω­το­φα­νείς πτυ­χώ­σεις και κη­λι­δώ­σεις του που­κα­μί­σου ότι εί­χε ζέ­στη εκεί που βρι­σκό­ταν- ένα πα­γω­μέ­νο κου­τά­κι κό­κα κό­λα. Εί­τε σβή­σει τη δί­ψα του εί­τε με­τα­φερ­θεί σε έναν προ­ο­ρι­σμό, εί­ναι η επι­λο­γή του που κα­θο­ρί­ζει την αξία του νο­μί­σμα­τος –δεν υπάρ­χει εξω­τε­ρι­κή αρ­χή για να τον κα­θο­δη­γή­σει. Θα μπο­ρού­σε, ακό­μα, να πε­τά­ξει το νό­μι­σμα ψη­λά, αφή­νο­ντας την τύ­χη να απο­φα­σί­σει. Εί­ναι κι αυ­τό μια επι­λο­γή.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Το νό­μι­σμα θα μπο­ρού­σε να αγο­ρά­σει οτι­δή­πο­τε από τα δύο, αλ­λά το θέ­μα δεν εί­ναι ού­τε τα προ­ϊ­ό­ντα ού­τε το ίδιο το νό­μι­σμα. Εί­ναι οι αφη­γή­σεις που μας έχουν τα­ΐ­σει για να πι­στεύ­ου­με ότι αυ­τά τα πράγ­μα­τα έχουν το οποιο­δή­πο­τε νό­η­μα.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 3
Η μό­νη αλη­θι­νή αξία ετού­του εδώ του νο­μί­σμα­τος εί­ναι η βιω­μέ­νη. Του­τέ­στιν, η ερ­γα­σία που χρειά­στη­κε για την από­κτη­σή του, και η ερ­γα­σία που χρειά­στη­κε για την πα­ρα­γω­γή των αγα­θών που μπο­ρεί να αγο­ρά­σει.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Η αγο­ρά πα­ρέ­χει επι­λο­γές και η αξία αυ­τού του νο­μί­σμα­τος έγκει­ται στην ικα­νό­τη­τά του να προ­σφέ­ρει επι­λο­γές μέ­σα σε αυ­τό το σύ­στη­μα. Η ελευ­θε­ρία συμ­με­το­χής στην οι­κο­νο­μία εί­ναι η ου­σία της αξί­ας του.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Η αξία αυ­τού του νο­μί­σμα­τος πρέ­πει να ανα­λυ­θεί μέ­σα από το πρί­σμα του φύ­λου και της δυ­να­μι­κής της εξου­σί­ας. Ποιος ωφε­λεί­ται από αυ­τό το ευ­ρώ; Ποιος ελέγ­χει τη βιο­μη­χα­νία ανα­ψυ­κτι­κών και τα συ­στή­μα­τα δη­μό­σιων συ­γκοι­νω­νιών; Ιστο­ρι­κά, τα οι­κο­νο­μι­κά συ­στή­μα­τα πε­ριέ­χουν προ­νο­μιού­χους άν­δρες και πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νες γυ­ναί­κες. Πού εδρά­ζε­ται η αξία του; Εί­ναι ένα νό­μι­σμα φτιαγ­μέ­νο πά­νω σε θε­μέ­λια δου­λε­μπο­ρί­ου και αποι­κιο­κρα­τί­ας.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Και δη­μο­κρα­τί­ας, νό­μων, ατο­μι­κό­τη­τας, ελευ­θε­ρί­ας. Τα κλη­ρο­δο­τή­μα­τα του Κλει­σθέ­νη, του Ιου­στι­νια­νού, του Λού­θη­ρου, του Λοκ.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 6
Ένα κου­τά­κι κό­κα κό­λα; Ξέ­ρε­τε πό­σοι πό­ροι σπα­τα­λού­νται για την πα­ρα­γω­γή και τη δια­νο­μή αυ­τού του πε­ριτ­τού πο­τού; Όσον αφο­ρά το ει­σι­τή­ριο, οι δη­μό­σιες συ­γκοι­νω­νί­ες εί­ναι κα­λύ­τε­ρες από τα αυ­το­κί­νη­τα, σί­γου­ρα, όμως ακό­μη και αυ­τό το σύ­στη­μα συμ­βάλ­λει στη ρύ­παν­ση. Η αξία αυ­τού του νο­μί­σμα­τος δεν πρέ­πει να βρί­σκε­ται σε αυ­τό που αγο­ρά­ζει, αλ­λά σε αυ­τό που δια­τη­ρεί. Η πραγ­μα­τι­κή του αξία έγκει­ται στην προ­ώ­θη­ση της βιω­σι­μό­τη­τας και όχι της κα­τα­νά­λω­σης.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 7
Το δο­χείο ανοί­γει. Ήχος τρα­γα­νός, κα­θα­ρός, απο­δο­τι­κός. Η γλωτ­τί­δα έλ­ξης - ένα θαύ­μα της μη­χα­νι­κής. Γεν­νή­θη­κε από το αλου­μί­νιο, την ακρί­βεια και την επι­θυ­μία για απλό­τη­τα. Το δά­χτυ­λο τρα­βά­ει, το μέ­ταλ­λο κάμ­πτε­ται, η σφρα­γί­δα σπά­ει. Ικα­νο­ποί­η­ση. Προ­σβα­σι­μό­τη­τα αυ­το­στιγ­μεί. Κα­νέ­νας μό­χθος, κα­θα­ρή λα­μπρό­τη­τα. Η πόρ­τα του λε­ω­φο­ρεί­ου ανοί­γει. Η πί­ε­ση του αέ­ρα, υδραυ­λι­κή χά­ρη. Ένας χο­ρός από έμ­βο­λα και βαλ­βί­δες. Πά­τη­μα ενός κου­μπιού, αχός απε­λευ­θέ­ρω­σης. Μια ανά­σα πε­πιε­σμέ­νου αέ­ρα. Εις τους αιώ­νες.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Το νό­η­μα εί­ναι ρή­ξη, απο­ρία, όχι επί­λυ­ση. Τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά αντι­φά­σεις που ανα­δι­πλώ­νο­νται σε μια συ­νο­χή, ή σε κά­τι που της μοιά­ζει. Έστω ότι: Ένας ζη­τιά­νος με κου­βά και μα­λα­στού­πα, δί­πλα στα φα­νά­ρια. Το φως γί­νε­ται πρά­σι­νο. Ο ζη­τιά­νος αφή­νει τα σύ­νερ­γα και ανοί­γει ένα κου­τά­κι κό­κα-κό­λα. Την ίδια στιγ­μή, ένα λε­ω­φο­ρείο κλεί­νει τις πόρ­τες (αέ­ρος) ανα­χω­ρώ­ντας από την πα­ρα­κεί­με­νη στά­ση. Ένας μάρ­τυ­ρας ανα­ρω­τιέ­ται για την πη­γή του τσαφ. Ήταν το λε­ω­φο­ρείο ή το κου­τά­κι;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 1
Δεν εί­ναι η πη­γή του ήχου που έχει ση­μα­σία, αλ­λά η εμπει­ρία του. Το λε­ω­φο­ρείο, το κου­τά­κι –κα­θέ­να τους ένα στοι­χείο σε έναν στιγ­μιαίο ιστό ύπαρ­ξης. Ο μάρ­τυ­ρας. Αυ­τός δί­νει νό­η­μα στη στιγ­μή, κα­θώς διε­ρω­τά­ται. Ο ήχος εί­ναι απλώς ένας τυ­χαί­ος θό­ρυ­βος μέ­χρι εκεί­νος να του απο­δώ­σει αξία.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 2
Το μυα­λό τού επι­βάλ­λει μια επι­λο­γή. Αλ­λά για­τί πρέ­πει να εί­ναι μία η πη­γή; Τα συμ­βά­ντα θο­λώ­νουν, αλ­λη­λε­πι­κα­λύ­πτο­νται. Λε­ω­φο­ρείο; Κου­τά­κι; Και τα δύο; Κα­νέ­να τους; Μπο­ρεί, ποιος νοιά­ζε­ται; Δεν έχει να κά­νει με την πη­γή. Αλ­λά με την αβε­βαιό­τη­τα που τον κά­νει να ανα­ρω­τιέ­ται. Εκεί κρύ­βε­ται η αλή­θεια, στην ασά­φεια. Στη στιγ­μή που κα­θε­τί θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το οτι­δή­πο­τε.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
[ Με τους ανα­βά­τες να έχουν βυ­θι­στεί ένας προς έναν, η ηχώ των λο­γι­σμών τους απλώ­νε­ται πά­νω απ’ την ήρε­μη επι­φά­νεια σαν ομί­χλη. ]

Το κέρμα και το κουρέλι



ΙΝΤΕΡ­ΜΕ­ΔΙΟ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)



«Άν­δρες, το πρώ­το εί­ναι να συ­ζη­τή­σου­με πε­ρί της πό­λε­ως και της δι­καιο­σύ­νης. Ο άνε­μος της πο­λι­τεί­ας φυ­σά πα­ντα­χού. Άρα­γε το λά­δι του λύ­χνου θα αρ­κέ­σει;»
«Τα σύ­κα εί­ναι που δί­νουν αρε­τή, όχι η δι­καιο­σύ­νη. Η πει­θαρ­χία εί­ναι όπως οι πέ­τρες που μι­λούν, μάλ­λον όμως η σιω­πή τα όντα δι­δά­σκει.»
«Ας μη μας δια­φεύ­γει ότι άν­θρω­πος με άν­θρω­πο δια­φέ­ρει. Η ισό­της μοιά­ζει με την αρά­χνη που υφαί­νει τον ιστό της, μα πο­τέ δεν πιά­νει ψω­μί»
«Εγώ, δε, λέ­γω ότι ο πλού­τος εί­ναι σαν το μέ­λι -το χαί­ρε­ται μό­νον ο άπλη­στος. Ίσως να χρεια­ζό­μα­στε κη­ρο­πή­για.»
«Τα κη­ρο­πή­για δε φω­τί­ζουν χω­ρίς φλό­γα. Η τέ­χνη εί­ναι σαν την κα­μή­λα που βα­δί­ζει στο νε­ρό. Πώς να πιει τον ου­ρα­νό;»
«Εάν το νε­ρό γί­νει γά­λα, τό­τε το σώ­μα πί­νει και η ψυ­χή κοι­μά­ται.»
«Μή­πως το φεγ­γά­ρι εί­ναι τυ­ρί;»
«Εν τέ­λει, ο βί­ος μοιά­ζει με το κάρ­βου­νο που καί­ει και δεν καί­γε­ται.»
«Η πό­λη εί­ναι ο γάι­δα­ρος που ονει­ρεύ­ε­ται σαν αε­τός, αλ­λά έχει μό­νον σκιά που τα πο­δά­ρια ανα­πη­δά.»
«Τα πά­ντα έχουν το σκο­πό τους, ω άν­δρες. Άν­θρω­πος που εν­δύ­ε­ται τον ήλιο δεν χρειά­ζε­ται μαν­δύα.»
«Ο άν­θρω­πος πλου­τί­ζει με τον ίσκιο χά­νο­ντας το φως.»


Το κέρμα και το κουρέλι
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: