Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: «Δυστοπία», τι βαρετή λέξη

Τουρίστες – εντός ξενοδοχείου – σε γειτονιά απόκεντρη – στη Βενετία της Αποστραγγίσεως. Ετοίμαζα (προσπαθούσα) έναν καφέ στη μικρή κουζίνα του δωματίου. «Διονύσιε» είπε η, οριζόντια (και κακόκεφη) ακόμη, Μαρία «Ένα (1): Η ταμπλέτα δεν πρόκειται να μπει έτσι όπως κάνεις – γύρνα τη ανάποδα. Δύο (2): Κοιμήθηκες σχεδόν επάνω μου. Έβλεπα σε όνειρο ότι με πλάκωσε ένα λευκό γαϊδούρι κι εγώ πάλευα να το σηκώσω.»
«Α, δεν το κατάλαβα Μαρία», είπα – «Εννοώ: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο».
«Θέλω ένα λευκό γαϊδούρι», είπε ο Παλλόμενος Αστήρ. Με φωνή πρωτάκουστη, υπερηχητική.
«Θέλω ένα λευκό γαϊδούρι» ξαναείπε. Έγινε γαλάζιος.

***

«Μίλησε!», είπε, εξαίφνης χαρούμενη, η αγουροξυπνημένη Μαρία – «Μίλησε! – Αγάαπη μουουουου...». Τον κοιτούσε μες στη χούφτα της.
Κακή αρχή, σκέφτηκα.
«Για το κείμενο λες ή για τις λέξεις τού μικρούλη;» ρώτησε ο Επιτραπέζιος Ποιητής.
«Και τα δύο» απάντησα.
Ανέπνευσα βαθιά. Εξέπνευσα αντιστρόφως. Ο καφές χυνόταν στην κούπα. Κει που στεκόμουν έπιασα το κινητό. Έψαξα αν υπάρχουν, καν, λευκά γαϊδούρια.

***

[ Και να πώς ήθελα, στ’ αλήθεια, ν’ αρχίζει το κείμενο (Παρέκβαση 1) ]

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: «Δυστοπία», τι βαρετή λέξη

Επάνω στον Λόφο του Ποιητή Δ.Σ., το δωμάτιο φωτίζεται γλυκά με το υπόλευκο φως του Σαββάτου. Από το τζάμι φαίνεται, κάτω χαμηλά, μέσα απ’ τα δέντρα, η θάλασσα. Έξω είναι ήσυχα, φυσάει ένας κρύος αέρας. Χωμένη στα παράσιτα του δίσκου που γυρίζει στο πικάπ, η μεταγραφείσα μνήμη του Luigi Nono απ’ τις καμπάνες της γενέτειράς του Βενετίας. «… Κύματα γαλήνια άντεξε …».[1]

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: «Δυστοπία», τι βαρετή λέξη

Από τον τοίχο ξεφυτρώνει αργά ο ωραιότατος πλόκαμος. Είναι, βεβαίως, μαλακός σαν καλώδιο, και «πλαστικός» σαν κυματομορφή, και χρυσός όπως ένα πνευστό ορχήστρας. Σέρνεται στο έδαφος, μ’ ελαφρές διακυμάνσεις και ολίγα νευρικά τινάγματα. Όταν με φτάνει, κουλουριάζεται στο πόδι της καρέκλας, κι αργά-αργά ανεβαίνει. Εμπρός μου, στην ειδική αυτού θέση, το φτερό της γραφής και δίπλα το μελανοδοχείο και δίπλα ο Επιτραπέζιος Ποιητής μου – η μικρή, γύψινη προτομή του Σολωμού. Τι γαληνεμένος που είν’ απόψε ο πλόκαμος! Αυτός - ο λώρος μου με τον κόσμο! Η ιστορία του θα ‘ναι – δίχως άλλο - μία γλυκύτατη ιστορία. Με την άκρη του ψιθύρισε:

ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΑ

_____________________________________________________________________


[Ε π ι π λ έ ο ν–
Ιδού πώς έχει, πάνω-κάτω, η Βενετία της Αποστραγγίσεως. Μια αληθινή δυστοπία.
(Παρέκβαση 2)]

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: «Δυστοπία», τι βαρετή λέξη

Τα σπίτια της, εκεί όπου δεν είναι χτισμένα σε νήσους της λιμνοθάλασσας, ορθώνονται απάνω σε ψηλά δοκάρια. Κοιτάζοντας απ’ τις γέφυρες ή από την άκρη του πλακόστρωτου, εκεί που άλλοτε ήσαν το νερό και οι γόνδολες, είναι τώρα ένας πυθμένας κατάξερος. Οι μεταφορές γίνονται με τελεφερίκ που εκτελούν τροχιές ασυνήθεις – καμπύλες και ζιγκ ζαγκ – επί ενός δικτύου συρμάτων που είναι διάφανα όπως η πετονιά. Τα τελεφερίκ ξεκινούν και καταλήγουν σε σταθμούς, οι οποίοι έχουν το σχήμα (σε μινιατούρα) βενετσιάνικων πολυόροφων βουκενταύρων[2] – ξύλινων και χρυσοστόλιστων, με αγάλματα στην πλώρη, λέοντες φτερωτούς, σειρές από ντεκορατίφ κουπιά, θυρεούς και σημαίες κ.λπ. – που μοιάζουν προσαραγμένοι στην τέως όχθη. Το εισιτήριο είναι ομολογουμένως ακριβούτσικο. Εν ολίγοις, κοιτάζοντάς την από τον πυθμένα, η πόλη είναι έτσι, περίπου, όπως την φαντάστηκε ο Clerici. Παρεκτός, που –βέβαια– αντί για σύννεφα και ατμόσφαιρα, στο επάνω μέρος είναι η θολή, παγκόσμια υδατόσφαιρα[3] (η λεγόμενη το όγδοο θαύμα του κόσμου).

Fabrizio Clerici, «Άνυδρη Βενετία» (1955)
Fabrizio Clerici, «Άνυδρη Βενετία» (1955)

Η περιοχή της λμνοθάλασσας είναι πέρασμα προς Βορρά για τα καραβάνια που ξεκινούν από τις άθλιες χώρες του Νότου, που είναι όλες σε πόλεμο αναμεταξύ των. Από πάνω όπου στεκόμαστε εμείς φαίνονται ωσάν μακριές λωρίδες, που διασχίζουνε τον πυθμένα. Σαν σαρανταποδαρούσες. Ενίοτε, ατυχώς, περισσότερες από μία ομάδες διασταυρώνονται, και εξαπολύονται μάχες αστραπιαίες και υπερβίαιες, όπου η συνήθης έκβαση είναι ο συνοπτικός αλληλοσκοτωμός του συνόλου εκατέρωθεν. Ως εκ τούτου, εδώ κι εκεί εξέχουνε κόκκαλα μυτερά και μη, μεγάλα και μικρά, μπηγμένα στο χώμα. Παρά την Αποκάλυψη, η Τύχη εξακολουθεί να βασιλεύει τον κόσμο. Πάντως γενικά, ουδείς κυκλοφορεί μονάχος εκεί κάτω. Απεναντίας –κι εδώ όπως παντού– ολότελα μονάχοι τους, ως καλά προφυλαγμένοι ένεκα ύψους και ιεροσύνης, είναι οι Θεολόγοι. Στυλίτες φυτεμένοι εδώ κι εκεί, που οι κολώνες τους είναι γεωτρήσεις. Απ’ όταν Εκείνος – ο Μέγας Αδιάφορος – ανακαλύφθηκε στα έγκατα, περνώντας – εντελώς απροσδόκητα αν με ρωτάτε – από τη μεταφυσική στην απλούστατη φυσική, οι στυλίτες είναι επισήμως οι άμεσοι κοινωνοί και ερμηνευτές Του. Παρά τον συνεχή θόρυβο και τη σκόνη απ’ τα τρυπάνια και τους αγωγούς, αν ο επισκέπτης είναι τυχερός, ωραίες γιορτές λαμβάνουν χώρα στον βενετσιάνικο πυθμένα τριγύρω από τους στύλους, κάποιες ημέρες του έτους.

***

Μια ώρα μετά, ο αστέρας είχε κολλήσει και αναβόσβηνε στο μπλε-χρώμα-λύπης.

«Κοίτα-το, θα μείνει στον τόπο!» είπε η Μαρία.
«Ασ’ το εκεί, είπαμε. Να μάθει και το όχι.» είπα.– Αυτό είχε μελανιάσει τελείως.
«Κατεβαίνω μια βόλτα», είπα.
«Κάνε ό,τι θες» είπε «Κι εδώ που είσαι δεν βοηθάς.». Τον έκανε πέρα-δώθε.

Πήγα κι έκατσα στο χειρότερο δυνατό καφέ εκεί γύρω. Το πιο κακορίζικο και απεριποίητο. Κατ’ επιλογήν. Υπήρχαν και καλύτερες λύσεις.

«Bravo! Αληθινά ώριμος είναι κείνος, που έχει την οπτική αυτού που κατεβαίνει απ’ το Όρος της Αισθητικής. Όχι αυτού που ακόμα το ανεβαίνει.» είπε ο Επιτραπέζιος Ποιητής (τον οποίο είχα βγάλει από το σακίδιο πλάτης και είχα στήσει πλάι στο ποτήρι με τη μπύρα), επικροτώντας έτσι την επιλογή μου σε επίπεδο αρχής.
Ψηλά στον ουρανό, περνούσε ένα καράβι.

«Σ’ ευχαριστώ για τα καλά λόγια.» είπα «Τυγχάνει, μήπως, να έχεις καμιά γνώμη και για το πρόβλημά μου;»
«Γενικώς, αυτή που έχει ο Montaigne» είπε.
«Ποια δηλαδή;» τον ρώτησα.
«Θέλουμε ή όχι να μας αγαπούν τα παιδιά μας;» είπε.
«Ναι» λέω εγώ.
«Θέλουμε να τους αφαιρέσουμε τους λόγους να εύχονται τον θάνατό μας;»
«Ασφαλώς» λέω εγώ.
«Τότε» είπε ο Ε.Π. «Ας κάνουμε τη ζωή τους πλουσιότερη στα πλαίσια της λογικής με ό,τι περνάει από το χέρι μας.»[4]
«Δεν άκουσα να λέει τίποτα για Παλλόμενους Αστέρες» πρόλαβα και απάντησα από ρεφλέξ. Προτού να πέσει και να με καταπλακώσει το συντριπτικό βάρος μίας πασίδηλης Αναλογίας, και, ακολούθως, το ακόμα πιο συντριπτικό μιας Ενοχής.
Έτσι: Με translate επί translate, αναζήτηση επί αναζήτησης, έφτασα έδω: www.asini-veneziani. it

Noleggio asini, nel prezzo economico[5] 
Anche: Latte di asina




Το εκτροφείο ήταν στην εβραϊκή συνοικία.
Στην πόρτα εμφανίσθηκε ένας γεροδεμένος καλοσυνάτος, και μου μίλησε στα αγγλικά. Είπε: «Το όνομα μου, Γεδεών, χάρηκα.»
Είπα: «Io, Dionisιο. Χάρηκα.»
Πώς μας βρήκατε με ρώτησε.
Από το internet του απάντησα.
Είχα μια ανυπότακτη όρεξη για ψιλή κουβέντα.
«Γεδεών, φίλε μου, ξέρεις τι σκέφτομαι όποτε συναντώ Εβραίο, ακόμα και τώρα εν έτει 2020;» του είπα.
«Τι;» αποκρίθηκε.
«Ότι η προκατάληψη είναι η τσίμπλα της ανθρωπότητας, στο μάτι της Λογικής. Και ότι η τσίμπλα αυτή, η-τόσο-ικανή-στην-πρόκληση-μειζόνων-δεινών συνθήκη, είναι μεγάλη σαν βράχος, που αλλάζει συνέχεια σχήμα. Και ότι όποιοι ενάρετοι βαλθούν να τη μετακινήσουν, ας γνωρίζουνε ότι ακολουθούν το πεπρωμένο του Σισύφου.»
Με κοίταζε.
«Ξέρεις και τι άλλο σκέφτομαι;», είπα.
«Τι;» αποκρίθηκε.
«Ότι η ελπίδα – και η εγκάρδια ευχή μου - να γίνει, επιτέλους, η αναγνώριση του Ολοκαυτώματος τόπος κοινότατος, υπό μηδενός αμφισβητούμενος, δεν είναι πάντως αμετάβατη, αλλά διττώς μεταβατική. Συγκεκριμένα, η ενέργειά της μεταβαίνει, δευτερογενώς, σε δύο άλλες ελπίδες μου:

1) φυσικά στο να ενισχυθεί, κάπως, το -αιωνίως ασθενές- Καλό στον κόσμο δια της παύσης, επιτέλους, εφεύρεσης από τους διάφορους ιδεολόγους-ζηλωτές ανύπαρκτων Εχθρών προς διοχέτευση μίσους, κι έπειτα

2) στο ν’ αραιώσουνε κάπως τα βιβλία με δαύτο ως θέμα. Έχει καταντήσει ανυπόφορο. Εξάλλου, όπως δείχνει η πείρα μου, το να βαράς και να ξαναβαράς τις παλαιές προκαταλήψεις έχει δυστυχώς μικρό αντίκτυπο επί των κραταιών στη Συγχρονία καινούργιων που τις διαδέχθηκαν.»

Εν τω μεταξύ κατέβηκε ένας γέροντας με καπέλο ραβίνου.
«Is he a rabbi?» ρώτησα. (Rubeye, σκέφτηκα, Τριψομάτης)
Πράγματι, απεκρίθη Γεδεών.

Ο γέροντας με οδήγησε στον στάβλο. Προχείρως μέτρησα περί τα 25 κεφάλια. Όλα τα ζωντανά ήταν γκρίζα, ούτε ένα άσπρο. Ρώτησα αν υπάρχει άλλο εκτροφείο στην πόλη. Απάντησε πως τον 14ο αιώνα, στα σοκάκια της τα ζώα αυτού του είδους ήτανε τόσα πολλά, που οι ιδιοκτήτες τους υποχρεώθηκαν δια νόμου να τους φορούν κουδούνια, ώστε να αποφεύγονται τα ατυχήματα, τώρα ωστόσο δεν υπάρχει εδώ ούτε ποσοστό γαϊδουριού εξόν απ’ αυτά που βλέπω.
Θυμήθηκα τη σκηνή στο φιλμάκι «The blacksmith» (1922), όπου ο πεταλωτής-Buster Keaton έβαψε με γράσα κατά λάθος ένα ολόλευκο άλογο που του είχαν πάει να το πεταλώσει.

«Πόσο τα νοικιάζεις;» του είπα.
«10 την ώρα» λέει.
«Μπορώ να το περάσω ένα βάψιμο;» λέω
«Μόνο αν τ’ αγοράσεις» είπε. «Για να τ’ αγοράσεις, δε, σου τάσσω όρο απαράβατο να βρεις βαφή σωστή. Προδιαγραφών. Δεν το’ χω για ασβέστωμα.»
«Πόσο θα μου κοστίσει γέροντα;» ρώτησα [«… στα πλαίσια της λογικής » είπε Μονταίνιος ]
«Σου δίνω αυτόν εδώ για 500» απάντησε.

(Πόνος)

«Σύμφωνοι» είπα.
«Οπότε:», είπε , «φύγε τώρα να φέρεις μπογιά ολόσωστη. Ύστερα, έλα πάλι πίσω να τον περιλάβετε στην αυλή με τον Γεδεών. Έχει ήλιο ωραιότατο. Κι ενόσω εσείς οι δυο θα βάφετε, εγώ θα σας διηγηθώ την εβραϊκή ιστορία μου.»


Η ιστορία του Τριψομάτη

Εγώ Dionisio δεν ήμουν πάντα Εβραίος. Ασπάστηκα τον ιουδαϊσμό. Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό της Ιταλίας. Η οικογένειά μου φτωχή. Στα 13 είχα ήδη χάσει τους γονείς και την αδελφή μου. Είπε ο θείος μου, θα φύγεις. Να πας να δουλέψεις. Μ’ έστειλε στη Βενετία, είχε κάτι γνωστούς. Εκείνοι μ’ έστειλαν εδώ. Όταν μου είπαν ότι η συνοικία ήταν εβραϊκή φοβήθηκα πολύ. Θυμήθηκα που είχα ακούσει στο χωριό έναν ξάδερφό μου να διηγείται πως οι Εβραίοι σκοτώνουνε τους Ιταλούς για να τους πιούν το αίμα [να επιχείρημα που ίσως να μην είχε υπόψη του ο Αρχι-Ρινόκερος[6] - Ανθρωποσατανάς Πολέμαρχος, σκέφτηκα]. Πριν απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, τέτοια ακούγονταν τότε, παντού. Μόλις έφτασα στη γειτονιά είχε σουρουπώσει. Εγώ έκοβα βόλτες πέρα δώθε στον δρόμο να σκεφτώ τι θα κάνω, αν θα φύγω ή αν θα κάτσω. Ένα γαλακτοπωλείο ήταν ανοιχτό και με είδε ο ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόμουν. Βγήκε στην πόρτα και με ρώτησε αν θέλω βοήθεια. Δεν απάντησα. Έλα μέσα μικρέ, μου είπε. Εγώ φοβήθηκα, αλλά είχα αρχίσει να κρυώνω πολύ και πήγα. Μου έβαλε να φάω βραστό γάλα με ζάχαρη. Θα με χορτάσουν σκέφτηκα, για να ‘χω πολύ αίμα. Από την άλλη τρελαινόμουν για γάλα. Το έφαγα με όρεξη. Ύστερα είπε στη γυναίκα του να με πάει επάνω να κοιμηθώ. Ανεβήκαμε. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα και το πρωί δεν έλεγα να βγω απ’ το δωμάτιο. Μου χτύπαγαν την πόρτα, έκανα ότι κοιμάμαι. Ύστερα ξαναήρθαν και με κάλεσαν να κατέβω. Ωχ, είπα. Στο τέλος κατέβηκα. Ήπιαμε το γάλα, δεν με πείραξαν. Ούτε τότε, ούτε ποτέ. Καλοί άνθρωποι.

Καθώς μιλούσε, ο Τριψομάτης όλο έτριβε τα μάτια του – και αυτό γινόταν πάντοτε δις. Μία, κι αμέσως, ακόμα μία. Ύστερα όταν τέλειωσε ο μονόλογος τα έτριψε μία φόρα μόνο, κι έμεινε να κοιτάζει τον πλαδαρό Ήλιο της υδατόσφαιρας κατάματα, σαν υπνωτισμένος. Τότε άρχισε να μουρμουρίζει κάτι που δεν καταλάβαινα και που φαινόταν άναρθρο εντελώς. Ακολούθως πήρε να ουρλιάζει αυτό:

ΤΟ ΓΑΛΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
ΑΣ ΦΑΓΩΘΕΙ ΟΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΑΓΩΘΕΙ
ΑΚΡΙΒΕΣ
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΞΙΝΙΣΜΕΝΟ


(Διάολε –σκέφτηκα–, αν η Μελαγχολία και η Νοσταλγία ήσαν φαινόμενα της μετεωρολογίας, ετούτη θα ήταν οπωσδήποτε η πιο ισχυρή νεροποντή τους. Ένιωσα μουσκίδι. Big time.)

***

Ρώτησα τον Γεδεών τι έπαθε ο Τριψομάτης κι έμεινε έτσι κοκκαλωμένος και παραμίλαγε.
Αυτός αποκρίθηκε πως όταν εκείνος έτριβε τα μάτια του μία μόνο φορά έβλεπε οράματα ποιητικά, ενίοτε δε άκρως φιλοσοφικά, που αυτός –ο Γεδεών– τα καταγράφει όλα σε ένα τετράδιο. Στο δεύτερο τρίψιμο ο γέρος ξύπναγε.
«Αν κρίνω, Γεδεών, από εκείνο που άκουσα προ ολίγου, θα με ενδιέφερε πολύ να διαβάσω τα κείμενα του γέρο-τριψομάτη. Να σου γράψω e-mail να μου στείλεις κάμποσα;» του είπα.
Ευχαρίστως λέει αυτός. «Κάτσε να σου δώσω χαρτί και στυλό. Γράψε εδώ.» Έτσι έκανα.

***

Έδωσα τα χρήματα στον Γεδεών. Με ευχαρίστησε, τον ευχαρίστησα και, πριν στρίψω να φύγω, πήρε το μάτι μου ένα θηκάρι στρογγυλό και μεγάλο, που το είχε φορεμένο σαν μπανάνα μέσης, το οποίο του κάλυπτε τον καβάλο. Τι είναι αυτό Γεδεών, αν μου επιτρέπεται, τον ρώτησα. «Αυτό είναι καρβέλι κρίθινο»,[7] είπε. «Παλαιωμένο και σκληρό. Σαν πέτρα. Μ’ αυτό, που λες, κανονίζω κανέναν φτωχοδιάβολο – τίποτα μετανάστες πεζοπόρους κακοποιούς που ξεμάκρυναν, πεζο-πειρατές κ.ο.κ.»

«Σημεία των καιρών», είπε, κι έβγαλε το καρβέλι να το δω.
«Με τούτο δεν είναι να παίζει κανείς», του είπα. (Ήτανε πράγματι ένα καλό καρβέλι.)
«Θα τα πούμε φίλε» είπε κι έκανε την κίνηση σα να πατάει το πληκτρολόγιο στο pc.
«Ναι, ναι – αντίο Γεδεών» είπα.

***

Σήκωσα το μικρό, το έβαλα στο ξύλινο σαμάρι, και όλοι μαζί βαδίσαμε, στο πλακόστρωτο και τις γεφυρούλες. Τι κάνουμε τώρα Μαρία με το γαϊδούρι, της λέω, που μεθαύριο πρωί-πρωί επιστρέφουμε Αθήνα; Τι να σου πω, είπε. Είχε πια νυχτώσει. Το φεγγάρι γεμάτο – θολό και υπερμεγέθες μέσα απ’ το φίλτρο της υδατόσφαιρας. Ένα κάτασπρο αβγό. Ο Παλλόμενος Αστήρ καβαλούσε, ως επισαμάρεια πυγολαμπίδα, επάνω στην Αγάπη. Η οποία ήτανε πλάσμα σύνθετο με οκτώ πόδια, τέσσερα γαϊδουρινά – άλλα τόσα ανθρώπινα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: