Θλυψικάμινος & Μπικμπολ


Θλυψικάμινος

Μετέρχομαι το σκοτάδι,
στον τρόπο να υποκρίνομαι
την άγρυπνη τοξότρια.
Ύπνε, δεν παίρνεις την ψυχή
κι απορεί, ψηλώνει προς τα ιερά,
ενώ από πίσω της ακολουθώ.
Τήξις προ των οφθαλμών.
Στη γλώσσα με βγάζουν οι δρόμοι,
εκεί που ο ρυθμός με το θυμό
μοιάζουν όπως και με το θυμάρι.
Άραγε, όσοι οσφραίνονται
θυμώνουν περισσότερο;
Μπορώ να μικρύνω κι άλλο
ώσπου να κλείσει η αφύπνιση,
η θλυψικάμινος,
για να γυρίσουμε στη λέξη
της παράστασης,
του γενικού αισθήματος
και να κοιμηθούμε μακριά της γλυκά
χωρίς αισθητό υλικό.
Δύο ερωτηματικά μαζί δεν αντέχονται
όπως ένα μόνο του και μια τελεία.


Θλυψικάμινος & Μπικμπολ



Μπικμπολ

Πώς παλεύουνε τα δυο τους
Κυριακή μεσημεράκι,
τα κοιτώ κάθε λίγο και λιγάκι.

Δυο περιστεράκια παίζουν μπάλα
τις μικρές μπουκιές μου
με το ράμφος πάνω κάτω,
να αλαφρύνει κι άλλο το φαγάκι
προτού το ανταλλάξουν σαν φιλάκι.

Μπίκμπολ παίζουν για τα μάτια μου
που απορούν πότε με το ένα
και πότε με το άλλο,
η μπουκιά ατελείωτη πετιέται
εδώ κι εκεί, απ’ το τσιμπητό πιο λίγη.

Κι όλα αυτά αναπάντεχα
σαν ποίημα ρέουν μέσα στην ημέρα,
στην ησυχία από ένα τόσο δα
διάλειμμα με το μυαλό
απρόβλεπτα το κουλούρι να εκθειάζει.

Πυρ και ταινία,
η διάθεσή μου με εκπλήσσει,
δεν της είμαι ποτέ ίση.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: