Έρωτας

Μικρογραφία του 15ου αι. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη
Μικρογραφία του 15ου αι. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη



Άνοιξε την μπαλκονόπορτα να αεριστεί το σπίτι. Η πνιγηρή μυρωδιά του λάχανου που σιγόβραζε της έσπαζε τα νεύρα. Το αγαπημένο λαχανικό του Μανόλη. Καμιά φορά σκεφτόταν να ρίξει κάτι μέσα. Τόσο, όσο να τον κάνει να το σιχαθεί. Ίσως ένα-δύο σταγόνες χλωρίνης ή μια σταλιά απορρυπαντικό πιάτων. Θα μπορούσε ακόμη να ψεκάσει την κατσαρόλα με καθαριστικό τζαμιών. Ύστερα θα έμενε καθισμένη να απολαύσει το θέαμα.

Ο Μανόλης είχε από το πρωί τα νεύρα του. Οι δουλειές που περίμενε να κλείσει με τον Γρηγορίου καθυστερούσαν αδικαιολόγητα. Πήγε σε δημόσιες υπηρεσίες, στο Δήμο. Όλο περιμένετε και περιμένετε, κι αυτός βιαζόταν. Η δουλειά έπρεπε να προχωρήσει, οι διαγωνισμοί έτρεχαν.

Ο χρόνος έτρεχε κι όλο έτρεχε. Το καθρεφτάκι στο κομοδίνο κάθε βράδυ τής το φανέρωνε. Το αγαπημένο της τζιν που δεν της χωρούσε πια, τα σύνεργα του μακιγιάζ που ξεραίνονταν στις θήκες τους, τα μαλλιά που είχαν χρόνια να δουν κομμώτρια. Ακίνητη να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της κι ένα κενό να μεγαλώνει μέσα της μέρα με τη μέρα.

Κοντεύει τα σαράντα. Μεγαλώνει και βιάζεται. Να αναπτυχθεί η εταιρεία ακόμη περισσότερο. Αυτή η πόλη τον πνίγει. Και η μιζέρια της Αγγελικής ή αυτής που θυμίζει αμυδρά την κοπέλα που αγάπησε κάποτε. Τελευταία στο σπίτι επικρατεί μια περίεργη ηρεμία. Όμως το βλέπει στα μάτια της, το ακούει στην αναπνοή της. Είναι ζήτημα χρόνου να αρχίσει ένα καινούργιο παράπονο.

Πλησιάζει η ώρα που θα έρθει. Θα φωνάξει το όνομά της, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να τσακιστεί να του βάλει φαγητό γιατί βιάζεται. Θα ακούσει το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα και το στομάχι της θα αρχίσει να ανακατεύεται. Ένας άγνωστος. Εδώ και πόσα χρόνια; Ένας άγνωστος που τον λένε Μανόλη. Η Αγγελική ακούμπησε στην κουπαστή να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Το μάτι της έπεσε στη γωνία. Ο Έρωτας έλαμπε κάτω από τον πρωινό ήλιο. Για μια στιγμή νόμισε πως ήθελε να σημαδέψει την καρδιά της. Τον πλησίασε να τον χαϊδέψει, όπως κάθε μέρα.

Την είδε από μακριά να στέκει δίπλα σ’ εκείνο το κακόγουστο άγαλμα. Της έκανε νόημα να πάει μέσα να του βάλει φαγητό. Έμεινε ασάλευτη. «Αγγελική!», φώναξε εκνευρισμένος και τα κλειδιά του έπεσαν στο πεζοδρόμιο. Λίγο πριν σκύψει να τα μαζέψει σαν να του φάνηκε πως πήγε να τον χαιρετίσει. Ύστερα ένιωσε ένα οξύ πόνο στο κρανίο κι όπως κατέρρεε πάνω στις πλάκες, πρόλαβε να σκεφτεί πως θα λερώσει το κουστούμι του. Άγνωστα πρόσωπα σκυμμένα πάνω του άρχισαν να γυρίζουν γρήγορα. Ένα παιδί γύριζε μαζί τους στις κούνιες και τσίριζε από χαρά. Ύστερα βυθίστηκε σε ένα γλυκό αιώνιο ύπνο.

Έσκυψε και είδε τον Μανόλη πεσμένο στις πλάκες. Κάτι κόκκινο γύρω του λέρωνε το πεζοδρόμιο. Πήγε να φωνάξει. Δεν τα κατάφερε. Τα πόδια της ανυπάκουα, αντί να τρέξουν επιβράδυναν. Σαν βγήκε στο δρόμο, σκέφτηκε πως φορούσε τις φθαρμένες παντόφλες της και τη λεκιασμένη της μπλούζα. Ο Έρωτας κειτόταν δίπλα του τραυματισμένος. Πιο πέρα δύο χέρια κρατούσαν πεισματικά ένα τόξο. Επί τέλους μπόρεσε να βγάλει μια τσιρίδα. Την ίδια ώρα παρακαλούσε να λιποθυμήσει.

Όταν τον ξεχώρισε η Αγγελική στη μάντρα με τα διακοσμητικά κήπου, ο μαρμάρινος Έρωτας δεν πίστευε στην τύχη του. Με μια στοργή σχεδόν ερωτική τον πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να τον κουνήσει πέρα δώθε. «Πολύ βαρύς», αστειεύτηκε στο αφεντικό του. Τον ένιωσε εκείνο τον ερωτισμό και αργότερα, όταν τον απόθεσε ψηλά, πάνω στο ξύλινο γείσο του μπαλκονιού. Τον ένιωθε και κάθε μεσημέρι που τον πλησίαζε κι όλο πήγαινε να τον πάρει αγκαλιά κι όλο το μετάνιωνε. Αυτός με τη σειρά του, έμενε για χάρη της στητός στην περίοπτη θέση του κι ακτινοβολούσε φως, καθώς σημάδευε με τα βέλη του περαστικούς και γείτονες. Εκείνο το μεσημέρι η μυρωδιά του λάχανου έφτανε μέχρι έξω. Η Αγγελική έγειρε δίπλα του καθώς η παλάμη της έτρεχε στο στιλπνό του σώμα. «Αγγελική!», ακούστηκε από κάτω επιτακτική η φωνή του Μανόλη, που σήμαινε: «Στρώσε το τραπέζι γρήγορα, βιάζομαι να ξαναφύγω». Αλλά αυτή, αντί να τσακιστεί όπως κάθε φορά, σήκωσε την παλάμη της σαν καλωσόρισμα. Ούτε που κατάλαβε ο Έρωτας πώς βρέθηκε στο κενό. Μόνο στο δευτερόλεπτο που τσάκιζε το κεφάλι του Μανόλη, πρόλαβε να σκεφτεί πως η Αγγελική δεν τον αγάπησε αληθινά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: