Βουτοπία

Βουτοπία


Ένα νησί πως στέκει εδώ κι αιώνες
που τ' ονομάζουν, μάθε, Βουτοπία.
Δεν ξέρει απ' αγριοκαίρια και χειμώνες
η ευλογημένη νήσος, στην οποία
φουντώνουν καταπράσινοι λειμώνες.
Πέρα όμως από μια χαλκοτυπία,
τη Βουτοπία αυτήν εγώ δεν είδα.
Πως βούλιαξε, θαρρώ, σαν Ατλαντίδα.

Στη Βουτοπία δεν έχουν εργοστάσια
με μαύρες απ' την πίσσα καμινάδες,
αλλά έχουνε πετρόκτιστα βουστάσια,
που είδη βοών εκτρέφουνε χιλιάδες,
και δυνατά και μαύρα και θαυμάσια.
Μα μες τις καταπράσινες κοιλάδες
υπάρχουνε κι ελεύθερα εκεί πέρα
βόδια, που ζουν στο φως και τον αγέρα.

Ο ωκεανός τριγύρω την κυκλώνει
με τα γαλάζια κύματά του αιώνια,
κι ένα βουνό στο μέσο της υψώνει,
όπου ποτέ δεν λιώνουνε τα χιόνια
και στην κορφή του ηφαίστειο, όταν θυμώνει,
λάβα πυρή ξερνά απ' τα καταχθόνια.
Κι αν θες για αυτά να μάθεις την αιτία,
του Πλάτωνα ν' ανοίξεις τον Κριτία.

Πλάι στο λιμάνι η πόλη είναι χτισμένη
που κυβερνά σ' ολόκληρη τη χώρα,
γεμάτη με παλάτια και τεμένη,
καθώς αυτά που στέκουν στην Ελλόρα.
Κι άλλη καμιά ως αυτή στην οικουμένη,
από τη Λίμα μέχρι τη Βασόρα,
σε μάρμαρο δεν λάμπει και χρυσάφι,
έτσι καθώς το χέρι μου το γράφει.

Για των Βουτοπιτών το χαρακτήρα
βαθιά πως έχουν, μάθε, καλοσύνη:
στον ξένο πάντα ανοίγουνε τη θύρα
και στο ζητιάνον ο καθένας δίνει.
Αγόγγυστα υπομένουνε τη μοίρα
κι έχουν τυφλή την πίστη τους σ' εκείνη.
Κι άλλο έπαινο δεν ξέρουν τούτοι ανθρώποι
απ' το να πεις την κόρη τους βοώπι.

Της Βουτοπίας ακόμη οι κάτοικοι όλοι
τις τέχνες και τα γράμματα τιμάνε:
οι πρώτοι τους ποιητές ήταν βουκόλοι
κι ακόμα εκεί οι βουκόλοι τραγουδάνε.
Γλυπτά βοών θα δεις σ' όλη την πόλη
που σε λαμπρό χαλκό φεγγοβολάνε.
Και στο έμπα του λιμένα προς την Έω
στέκει άγαλμα βοός κολοσσιαίο.

Το έπος τους το λεν βουκολιάδα,
απ' τα λαμπρότερα της γης μας έπη,
σαν την Μαχαμπαράτα ή την Ιλιάδα,
κι ο ποιητής του δόξας δάφνες δρέπει,
σαν τον Μελησιγένη στην Ελλάδα
(αλλιώς: «νεφέλη δόξας τόνε σκέπει»).
Πώς αποικίσαν, λέει, οι πρόγονοί τους
με μύριες κακουχίες το νησί τους.


Ποια γλώσσα, θα ρωτήσετε, μιλάνε.
Πάντως μια βάναυση όχι και τυχαία:
τη γλώσσα που κι οι Ολύμπιοι προτιμάνε,
ελληνικά οπωσδήποτε κι αρχαία.
Κι ευφωνικά τα λόγια τους κυλάνε
σα μέλι με μακρά και με βραχέα.
Κι όπως το δωδεκάθεο δε γνωρίζουν,
ελληνικά κι οι ταύροι τους μουγκρίζουν.

Στων μαθηματικών τις επιδόσεις
κανείς τους Βουτοπίτες δεν τους φτάνει.
Των αριθμών την τρέλα αν δεν γλιτώσεις,
πίσω απ' αυτούς θα τρέχεις μάνι-μάνι,
διαφορικές που λύνουν εξισώσεις
με ταύρους και με πρόβατα απ' τη στάνη
και ξεπερνούν κι αυτόν τον Αρχιμήδη.
Αλλά αρκετά για αυτά μιλήσαμε ήδη.

Μέσα σ' έναν λαβύρινθο μεγάλο
ο βασιλιάς Μινώβους, λεν, φωλιάζει.
Κάθε δωμάτιο εκεί οδηγεί σ' ένα άλλο,
σκότος δωμάτια, διάδρομους σκεπάζει
—της Αριάδνης ξέχασε τον μπάλλο—
και τέλος ο Μινώβους σε σπαράζει.
Κι έτσι όποιος στου λαβύρινθου τα βάθη
μπήκε παντοτινά απ' τον ήλιο εχάθη.

Το Μέγα Βου θεό ο λαός λατρεύει
μες σε λαμπρό ναό, π' ιερουργούνε
χίλιοι εκτομείς και φαίνεται στα ερέβη
το είδωλο του βοός, που προσκυνούνε,
μες σε βαρύ καπνό, π' αργοσαλεύει,
όσοι απ' τα πέρατα έρχονται να δούνε.
Υποκριτή αναγνώστη, μη δικάσεις
τις αναφορικές μου τις προτάσεις.

Την άνοιξη η γιορτή του βοός σημαίνει
και λιτανεύουν το είδωλο κρατώντας
έφηβοι και μπροστά σ' αυτούς πηγαίνει
ο Αρχιερέας την τιάρα του φορώντας
και πίσω του ιερείς λαμπροντυμένοι
με θυμιατήρια παν ακολουθώντας.
Θυσιάζονται εκατόμβες και κραιπάλη
ανάβει απ' τη μιαν άκρην ως την άλλη.

Και στη γιορτήν αυτήν, όταν βρεθούνε
γυναίκες, έτσι το έθιμο προστάζει,
με κάποιον πρέπει εκεί να κοιμηθούνε.
Αλλά καμιά από κείνες δε διστάζει
—θέλουν για μια φορά να πορνευτούνε—
κι από την ηδονήν αναγαλλιάζει,
γιατί τα ταυρικά βαρβάτα σφρίγη
δαμαλικά πυροδοτούνε ρίγη.

Το λυρικόν ετούτο αγώνισμά μου
πως τέλειωσα, πιστεύω, τροπαιοφόρο.
Μα σας παρακαλώ, τα στιχηρά μου
πλάι στο Θωμά μη βάζετε το Μώρο.
Έτσι ίσως φύλλο δάφνης τα μαλλιά μου
να στέψει, το χλωρό του Φοίβου δώρο.
Και μάθετε, αν φανώ πως ανοηταίνω,
πως σοβαρός δεν κέρδισα τον αίνο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: