Χριστολογία και θεομητορισμός στον Άγγελο Σικελιανό

Πέτρα από αιματίτη (πιθανότατα φυλαχτό), γνωστή ως «Εσταυρωμένος Ορφέας επί άγκυρας»,  με επιγραφή «ΟΡΦΕΥΣ ΒΑΚΚΙΚΟΣ»
Πέτρα από αιματίτη (πιθανότατα φυλαχτό), γνωστή ως «Εσταυρωμένος Ορφέας επί άγκυρας», με επιγραφή «ΟΡΦΕΥΣ ΒΑΚΚΙΚΟΣ»


Τη βάση της σικελιανικής Χριστολογίας την εκφράζουν τα λόγια του Άγγελου Σιλέσιου, που ο Σικελιανός τα παραθέτει στον πολύκροτό του “Πρόλογο” στον Λυρικό Βίο: “Ο ολοκληρωτικός Χριστός δε φάνηκε στη γην ακόμα. Η θεϊκά ανθρώπινη εικόνα του έχει ανάγκη να συμπληρωθεί”.[1] Τα λόγια αυτά, αποδεσμεύοντας την εικόνα του Χριστού από τα δογματικά πλαίσια, όπου είχε, εδώ κι αιώνες, εγκλωβιστεί, τον εντάσσουν μέσα στη δυναμική ροή της ίδιας της δημιουργίας, ακόμα κι αν ο αέναα συμπληρούμενος Χριστός του Άγγελου Σιλέσιου δεν είναι, κατά βάθος, παρά ένας αέναα αποκαλυπτόμενος Χριστός.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να θεωρήσουμε και τη Χριστολογία των μεγάλων δημιουργών του προηγούμενου αιώνα (όπως είναι, σ' εμάς, πέρα από το Σικελιανό, και ο Καζαντζάκης) αλλά και των μελλοντικών δημιουργών: ως μια συμβολή τους σ' αυτή τη συμπλήρωση (ή αποκάλυψη) αυτής της εικόνας κι όχι ως μιαν οριστική εξεικόνιση ενός τελειωτικά “αποκεκαλυμμένου” ή “συμπεπληρωμένου” Χριστού. Αλλιώς: με κριτική εγρήγορση και επιφυλακτικότητα.
Ο θεμέλιος λίθος, βέβαια, της σικελιανικής χριστολογίας, όπως και όλων των μεγάλων κοσμοθεωρητικών ζητημάτων που θα αναπτύξει (αλλά και θα αρτιώσει καλλιτεχνικά) στο ωριμότερο έργο του, είναι ο Πρόλογος στη Ζωή και μάλιστα το ποίημα “Διόνυσος Ιησούς” από τη Συνείδηση της Πίστης. Εκεί ο Χριστός τοποθετείται σ' ένα πλαίσιο συγκρητισμού:

             Ω Ίακχε!
                
Απόλλωνα!
                Ιησού!
                Πώς βρέφος άπλωσες το χέρι στο σταφύλι;

                Πώς άρμοσες τη λύρα, αντρίτης, στη χαρά!

                Κι Εσύ στερνέ,

                Αρτοκόπε,

                της χαράς σου μεραστή!
[2]

Άκρατος, βέβαια, συγκρητισμός, που θα βρει την βαθύτερην έκφρασή του στον ώριμο Σικελιανό, σ' εκείνους τους ωραίους στίχους από το «Στ' Όσιου Λουκά το Μοναστήρι», όπου ο Ιησούς του Επιταφίου συνταυτίζεται με τον πεθαμένον Άδωνη.

Στο Πάσχα των Ελλήνων, παρά τον συγκρητισμό που και εδώ δεν απουσιάζει, το Χριστιανικό στοιχείο υπερτερεί φανερά. Ο Χριστός εδώ είναι ευαγγελικότερος και για αυτό κοντινότερος σ' εκείνον που ζει (ή ζούσε;) στην πίστη των απλών ανθρώπων του Ελληνικού λαού. Κυριαρχεί ο Δωδεκαετής, για τον οποίον μιλήσαμε, αν και το έργο απολήγει στον ανδρωμένο Χριστό των δύο ακροτελεύτιων ποιημάτων («Ο Ιησούς στη Βηθανία» και «Μαγδαληνή»). Η ευφρόσυνη κατάφαση της ζωής είναι αυτό που χαρακτηρίζει ετούτο το βασικό κεφάλαιο της σικελιανικής Χριστολογίας. Η κατάφαση στην δημιουργία που εκφράζει ο Δωδεκαετής εμβαθύνεται στη «Μαγδαληνή» σε μιαν αγαπητική κατάφαση στον άνθρωπο, στη γυναίκα:

                Το χέρι µέσα στα µαλλιά τ’ αθάνατα κρατώντας,
                στους πλοκαµούς οπού σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
                
βαθιά αναγάλλιαν άµετρη, στα πόδια του κοιτώντας
                το µέγα κύµα, απόκριση τους δίνει ο Ιησούς:
                

             «Ήρθ’ από δρόµο σπίτι σου, κ’ εσύ δε µού ‘χεις πλύνει

                τα πόδια, µηδέ µ’ άλειψες µε µύρο τα µαλλιά·
                κι αυτή, στιγµή δεν έπαψε στα δάκρυα ν’ αναλύνει,

                κι αυτή, στιγµή δε µού ‘παψε στα πόδια τα φιλιά·
[3]

Το ίδιο καταφατικό προς τη ζωή πνεύμα διαπνέει και το Θάνατο του ΔιγενήΧριστόν Λυόμενον):

                Και τότε εμείς αποφασίζουμε... Τον ίδιο
              ν' αποσταυρώσουμε Χριστό από τα καρφιά του

              να τον ξεπλύνουμε απ' το γαίμα, το στεφάνι

              από τ' αγκάθια να του βγάλουμε, απ' το στέμμα

              να του αλαφρώσουμε το μέτωπο και μ' άλλο

              χλωρό στεφάνι από λουλούδια τα μηλίγγια

              να του δροσίσουμε.
[4]

Το «Άγραφον», οπωσδήποτε, είναι το κορυφαίο χριστολογικό ποίημα του όψιμου –κι όχι μόνον– Σικελιανού. Βασίζεται, όπως πλέον γνωρίζουμε, σε ένα “λόγιον” του Ιησού, που μας το παραδίδει ο Άλ Γκαζαλί και που λέει, πάνω-κάτω, τα εξής: «Μια μέρα ο Ιησούς κι οι μαθητές του πέρασαν δίπλα από ένα ψοφίμι σκύλου, που είχε αρχίσει να βρωμάει απ' τη σαπίλα. Πόσο φοβερά βρωμάει αυτό το σκυλί, είπαν η μαθητές του. Τότε ο Ιησούς τους απάντησε: Ναι, μα δείτε πώς λάμπουν τα δόντια του».[5] Η ανάπλαση του περιστατικού από τον Σικελιανό είναι, αληθινά, αριστουργηματική:

                Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
                
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
                
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
                
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
                
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
                
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
                
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
                
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
                
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
                
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
                
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα
                
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
                
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
                
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
                
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
                
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
                
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
                
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
[6]

Ο Σικελιανός ανακαλεί αυτή την “άγραφη” παράδοση μέσα στην κατοχή για να εκφράσει το βαθύ παναθρώπινον αίτημα για δικαιοσύνη, για άρση της φοβερής αδικίας που ενυπάρχει σε τούτο τον κόσμο κι εντέλει για ανάσταση της ζωής εδώ και τώρα, επαναφέροντας έτσι το ευαγγελικό αίτημα για την εγκόσμιαν επικράτηση του καλού:

                δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
                
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
                
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
                
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
                
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
                
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
                
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
                
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
                
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
                
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
                
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
                
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
                
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
                
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
                
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
                
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
                
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
                
τα ΄χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
                
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
                
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
[7]

Το βαθύτερο όμως μήνυμα του Ιησού ο Σικελιανός το συνάντησε σε μια φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, φράση που συμπυκνώνει τη Χριστιανική κατάφαση για την οποία μιλήσαμε και που τόσο τον εντυπωσίασε, ώστε να την αναπλάσει σε στίχο και να την εμπλουτίσει στον Χριστό στη Ρώμη. Είναι η υπέροχη φράση από τον Ξεπεσμένο δερβίση: «Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον”.[8] Και ιδού πώς την αναπλάθει ο Σικελιανός:

                Τι είπε το Ναι στου αγρού τα κρίνα κ' είπε ακόμα
                
το Ναι στα μάτια των παιδιών που αντιφεγγάνε
                
γλυκά την άβυσσο κ΄ είπε το ΝΑΙ στη Μέθη
                
και στο κρασί είπε των κρασιών, το Ναι: στον πόνο
[9]

Τελικά, ο Σικελιανός στα Χριστολογικά του ποιήματα, που είναι, μαζί με τη θεομητορικήν «Ιεράν Οδό», ό,τι βαθύτερο έγραψε, υπακούοντας ίσως σε μια πιο ενδόμυχη παρόρμηση, ενδεχομένως παρά τη θέλησή του, απομακρύνεται από τον προγραμματικό συγκρητισμό του και προσεγγίζει έναν ευαγγελικό Χριστιανισμό.
Όπως κι η χριστολογία του Σικελιανού, έτσι κι ο «θεομητορισμός» του (αναγκάζομαι να νεολογίσω, αλλά αδυνατώ να βρω κάποια άλλη λέξη περιεκτική της Μητέρας Θεάς ως κοσμογογικής και λατρευτικής ταυτόχρονα αρχής), εμφανίζεται κι αυτός στον μεγαλόπνοον ύμνο «Μάνα του Γιου του Ανθρώπου» του Προλόγου στη Ζωή. Κι εδώ ο Σικελιανός συγκρητίζει παραβάλλοντας τη Θεοτόκο με άλλες θέαινες του αρχαίου κόσμου, όπως θα κάνει και αλλού στο κατοπινό του έργο:

                 Ω Μάνα·
                ωσάν η Δάφνη, Εσύ δεν έφυγες
                τον έρωτα του Θεού
                να σώσεις σε βουνό την παρθενιά,
                αλλ' όταν με το γόνα σπρώχνοντας
                ο Αρχάγγελος, ωσά βοριάς,
                Σου ορτάνοιξε τη θύρα του σπιτιού
                κ' η μυρωδιά του κρίνου
                κάρφωσε τον αέρα του μεμιάς
                δεν έγνεψες το μέγα μάτι
                ουδέ τη δόξα του φρυδιού,
                αλλ' όλη,
                ωσάν πρωτομαγιά που τη σκεπάζει σύγνεφο,
                τρεμάμενη
                είπες:
            «Ιδού η δούλη Κυρίου·
                γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου!».
[10]

Η Μητέρα Θεού είναι ασφαλώς η κατ' εξοχήν «θεομητορική» σύνθεση του ποιητή. Σύμφωνα με την αυτοερμηνεία του Προλόγου, ο Σικελιανός πραγματοποιεί εκεί μιαν εμβάθυνση της “πρωτοεικόνας” της Μητέρας Φύσης, νοούμενης ως ωδινομένης στο κέντρο όλων των πλασμάτων κοσμογονικής αρχής ή ως “natura naturans perpetuam divinitatem” κι οπωσδήποτε ως κάτι περισσότερο από το αρχέτυπο όλων των μεγάλων Θεαινών.[11] Η αναγωγή αυτή στις ρίζες των μύθων, στο κοσμοθεωρητικόν επίπεδο, συμπαρομαρτούμενη, στο βιωματικόν επίπεδο, από κορύφωση της ψυχικής έντασης και μέθεξης, επιβάλλει, στο επίπεδο της τεχνικής, μια πρωτοφανή αφαιρετικότητα κι οδηγεί εν τέλει στην μείζονα πραγμάτωση της “καθαρής ποίησης” στη γλώσσα μας.
Συχνά όμως, τα έργα της τέχνης υπερβαίνουν, δίχως και να τις αναιρούν, τις προθέσεις και τις αυτοερμηνείες των δημιουργών τους. Στη Μητέρα Θεού αναθρώσκει κυριαρχική η μορφή της Θεοτόκου, όπως την απεικόνισε η βυζαντινή αγιογραφία κι όπως ζει στην ψυχή του λαού μας:

                Κ' ω Μάνα, αχνό που σε φωτά το κρεμαστό καντήλι,
             κάτω απ' το μέγα μέτωπο, που σκέπει το μαντίλι
,
[12]

Είναι αυτή ακριβώς η μορφή που πλημμυρίζει με ανθρώπινη θέρμη του στίχους τής όλης σύνθεσης (η ανθρώπινη πίστη δεν μπορεί να ζήσει με κοσμολογικές ή υπερβατικές αρχές- αυτές πιο πολύ την παγώνουν παρά τη ζωογονούν με το θάλπος τους) και που δεσπόζει, όχι πια ως λατρευομένη και υμνουμένη εικόνα (ή “πρωτοεικόνα”), αλλά ως δρώσα και συμπρωταγωνιστούσα παρουσία, και στο Πάσχα των Ελλήνων, μέσα από τα ευαγγελικά και τα απόκρυφα περιστατικά που ανιστορεί εκεί, με τον στίχο του, ο Σικελιανός.
Την όψιμη περίοδο του Σικελιανικού Θεομητορισμού, όπως αυτή διατυπώνεται στην Ελευσίνια Διαθήκη κι όπως βρίσκει την εντελέστερη ποιητικήν του έκφραση στον Δαίδαλο στην Κρήτη, την καθορίζει ο νόστος της αρχαίας μητριαρχίας.
Η παραδοχή από την επιστήμη ενός αρχέγονου μητριαρχικού “νόμου” (Mutterrecht), η ανακάλυψη του Μινωικού και του Αιγαιακού πολιτισμού, μητριαρχικών κατά βάσιν και των δύο, η εν γένει «διαπλάτυνση και εμβάθυνση των οριζόντων της αρχαιότητας προς όλες τις μεριές»,[13] προσανατολίζουν τον Σικελιανό προς μιαν απώτατη μητριαρχικήν αρχή, προς την οποία πια προσβλέπει σαν προς έναν πολικόν αστέρα, χαμένο στα βάθη του χρόνου. Ο Σικελιανός αναζητεί στο ιερό και τα μυστήρια της Ελευσίνας τις ύστατες επιβιώσεις, μέσα στη γνωστή μας ελληνικήν αρχαιότητα, αυτής της αρχέγονης μητριαρχίας, αγροτικής, φιλειρηνικής, και συνενωτικής μεταξύ της κτίσης και των ανθρώπων και των ανθρώπων αναμεταξύ τους και την προασπίζει έναντι της φιλοπόλεμης, διχαστικής, διασπαστικής (ως αποκόπτουσας τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση), βίαιης, άδικης, καταπιεστικής και ληστρικής πατριαρχίας και του αποτόκου της “νεμρωδισμού”. Η δραματική σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων αυτών “νόμων”, εκπροσωπούμενων από τον Μίνωα και την Πασιφάη, απαρτίζει και το υπόβαθρο της τραγωδίας Ο Δαίδαλος στην Κρήτη, ποιητικής προέκτασης των όσων διατυπώθηκαν, λίγα χρόνια πριν, στην Ελευσίνια Διαθήκη (όπου όμως συμπλέκονται και άλλα βασικά θέματα του όψιμου Σικελιανού: η καταδίκη του “νεμρωδισμού –διάβαζε: φασισμού– και της κοινωνικής αδικίας αλλά κι ένας προβληματισμός για την κατίσχυση του “νείκους” έναντι της “φιλότητος” στις σχέσεις των δύο φύλων).
Η χριστιανική μορφή της Θεοτόκου υποχωρεί στον ύστερο Σικελιανό, ενώ, αντιθέτως, η χριστολογία του, όπως είδαμε, ενδυναμώνεται και εμβαθύνεται. Αλλά αυτοί οι “μητριαρχικοί” οπτασιασμοί, όσο κι αν γοητεύουν, δεν πείθουν. Μάταια ο Σικελιανός, σαν άλλος νεκρομάντης, ανακαλεί από τα βάθη των αιώνων το φάσμα της Αρχέγονης Μητέρας. Η Θεά δεν ανταποκρίνεται. Και δεν ανταποκρίνεται, γιατί τα σκοτάδια που την περικαλύπτουν (τα “υπέρπλουτα σκότη”) σκεπάζουν μιαν απουσία. Ο ζοφερός πέπλος της Ίσιδας είναι κενός. Με εξαίρεση την «Ιερά Οδό», όπου ο αρχέγονος θεομητορισμός, αναχωνευμένος βαθιά μέσα στο προσωπικό βίωμα- βιώμα συμπάθειας θεωμένου και δρωμένου, αναβλύζει, από τα βάθη της προϊστορίας στο άμεσο παρόν και εκβάλλει, ως αίτημα, πίστη και προσδοκία, στο μέλλον. Η λαμπρή αυτή εξαίρεση όμως δεν μπορεί να μας κάνει να παραγνωρίζουμε πως τότε κυρίως δικαιώνεται ο σικελιανικός θεομητορισμός, όταν, όπως στη Μητέρα Θεού και το Πάσχα των Ελλήνων, καταυγάζεται και θερμαίνεται από την πάνσεπτη μορφή της Θεοτόκου.


[1] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος A΄ , ό.π., σ. 37.
[2] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος Γ΄ , ό.π., σ. 213.
[3] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος Δ΄, ό.π., σ. 137.
[4] Άγγελος Σικελιανός, Θυμέλη, τόμος Γ΄, 2003, σ. 31-32.
[5] Βλέπε το σχόλιο του Κ. Μπουρναζάκη σε: Άγγελου Σικελιανού, Αντίδωρο, 2003, σ. 284.
[6] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος Ε΄ , ό.π., σ. 148-149.
[7] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος Δ΄ , ό.π., σ. 149-150.
[8] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Όνειρο στο κύμα.
[9] Άγγελος Σικελιανός, Θυμέλη, τόμος Β΄, 2003, σ. 103.
[10] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τ. Γ', ό.π., σ. 197.
[11] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τ. Α', ό.π., σ. 33-34.
[12] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τ. Γ', ό.π., σ. 27.
[13] Άγγελος Σικελιανός, Πεζός Λόγος, τ. Γ', 1981, σ. 68.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: