Χριστολογία και θεομητορισμός στον Άγγελο Σικελιανό

Πέτρα από αιματίτη (πιθανότατα φυλαχτό), γνωστή ως «Εσταυρωμένος Ορφέας επί άγκυρας»,  με επιγραφή «ΟΡΦΕΥΣ ΒΑΚΚΙΚΟΣ»
Πέτρα από αιματίτη (πιθανότατα φυλαχτό), γνωστή ως «Εσταυρωμένος Ορφέας επί άγκυρας», με επιγραφή «ΟΡΦΕΥΣ ΒΑΚΚΙΚΟΣ»


Τη βά­ση της σι­κε­λια­νι­κής Χρι­στο­λο­γί­ας την εκ­φρά­ζουν τα λό­για του Άγ­γε­λου Σι­λέ­σιου, που ο Σι­κε­λια­νός τα πα­ρα­θέ­τει στον πο­λύ­κρο­τό του “Πρό­λο­γο” στον Λυ­ρι­κό Βίο: “Ο ολο­κλη­ρω­τι­κός Χρι­στός δε φά­νη­κε στη γην ακό­μα. Η θεϊ­κά αν­θρώ­πι­νη ει­κό­να του έχει ανά­γκη να συ­μπλη­ρω­θεί”.[1] Τα λό­για αυ­τά, απο­δε­σμεύ­ο­ντας την ει­κό­να του Χρι­στού από τα δογ­μα­τι­κά πλαί­σια, όπου εί­χε, εδώ κι αιώ­νες, εγκλω­βι­στεί, τον εντάσ­σουν μέ­σα στη δυ­να­μι­κή ροή της ίδιας της δη­μιουρ­γί­ας, ακό­μα κι αν ο αέ­ναα συ­μπλη­ρού­με­νος Χρι­στός του Άγ­γε­λου Σι­λέ­σιου δεν εί­ναι, κα­τά βά­θος, πα­ρά ένας αέ­ναα απο­κα­λυ­πτό­με­νος Χρι­στός.
Υπό αυ­τό το πρί­σμα, πρέ­πει να θε­ω­ρή­σου­με και τη Χρι­στο­λο­γία των με­γά­λων δη­μιουρ­γών του προη­γού­με­νου αιώ­να (όπως εί­ναι, σ' εμάς, πέ­ρα από το Σι­κε­λια­νό, και ο Κα­ζαν­τζά­κης) αλ­λά και των μελ­λο­ντι­κών δη­μιουρ­γών: ως μια συμ­βο­λή τους σ' αυ­τή τη συ­μπλή­ρω­ση (ή απο­κά­λυ­ψη) αυ­τής της ει­κό­νας κι όχι ως μιαν ορι­στι­κή εξει­κό­νι­ση ενός τε­λειω­τι­κά “απο­κε­κα­λυμ­μέ­νου” ή “συ­μπε­πλη­ρω­μέ­νου” Χρι­στού. Αλ­λιώς: με κρι­τι­κή εγρή­γορ­ση και επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα.
Ο θε­μέ­λιος λί­θος, βέ­βαια, της σι­κε­λια­νι­κής χρι­στο­λο­γί­ας, όπως και όλων των με­γά­λων κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κών ζη­τη­μά­των που θα ανα­πτύ­ξει (αλ­λά και θα αρ­τιώ­σει καλ­λι­τε­χνι­κά) στο ωρι­μό­τε­ρο έρ­γο του, εί­ναι ο Πρό­λο­γος στη Ζωή και μά­λι­στα το ποί­η­μα “Διό­νυ­σος Ιη­σούς” από τη Συ­νεί­δη­ση της Πί­στης. Εκεί ο Χρι­στός το­πο­θε­τεί­ται σ' ένα πλαί­σιο συ­γκρη­τι­σμού:

             Ω Ίακ­χε!
                
Απόλ­λω­να!
                Ιη­σού!
                Πώς βρέ­φος άπλω­σες το χέ­ρι στο στα­φύ­λι;

                Πώς άρ­μο­σες τη λύ­ρα, αντρί­της, στη χα­ρά!

                Κι Εσύ στερ­νέ,

                Αρ­το­κό­πε,

                της χα­ράς σου με­ρα­στή!
[2]

Άκρα­τος, βέ­βαια, συ­γκρη­τι­σμός, που θα βρει την βα­θύ­τε­ρην έκ­φρα­σή του στον ώρι­μο Σι­κε­λια­νό, σ' εκεί­νους τους ωραί­ους στί­χους από το «Στ' Όσιου Λου­κά το Μο­να­στή­ρι», όπου ο Ιη­σούς του Επι­τα­φί­ου συ­νταυ­τί­ζε­ται με τον πε­θα­μέ­νον Άδω­νη.

Στο Πά­σχα των Ελ­λή­νων, πα­ρά τον συ­γκρη­τι­σμό που και εδώ δεν απου­σιά­ζει, το Χρι­στια­νι­κό στοι­χείο υπερ­τε­ρεί φα­νε­ρά. Ο Χρι­στός εδώ εί­ναι ευαγ­γε­λι­κό­τε­ρος και για αυ­τό κο­ντι­νό­τε­ρος σ' εκεί­νον που ζει (ή ζού­σε;) στην πί­στη των απλών αν­θρώ­πων του Ελ­λη­νι­κού λα­ού. Κυ­ριαρ­χεί ο Δω­δε­κα­ε­τής, για τον οποί­ον μι­λή­σα­με, αν και το έρ­γο απο­λή­γει στον αν­δρω­μέ­νο Χρι­στό των δύο ακρο­τε­λεύ­τιων ποι­η­μά­των («Ο Ιη­σούς στη Βη­θα­νία» και «Μα­γδα­λη­νή»). Η ευ­φρό­συ­νη κα­τά­φα­ση της ζω­ής εί­ναι αυ­τό που χα­ρα­κτη­ρί­ζει ετού­το το βα­σι­κό κε­φά­λαιο της σι­κε­λια­νι­κής Χρι­στο­λο­γί­ας. Η κα­τά­φα­ση στην δη­μιουρ­γία που εκ­φρά­ζει ο Δω­δε­κα­ε­τής εμ­βα­θύ­νε­ται στη «Μα­γδα­λη­νή» σε μιαν αγα­πη­τι­κή κα­τά­φα­ση στον άν­θρω­πο, στη γυ­ναί­κα:

                Το χέ­ρι µέ­σα στα µαλ­λιά τ’ αθά­να­τα κρα­τώ­ντας,
                στους πλο­κα­µούς οπού σκορ­πάν τρι­γύ­ρα, τους χρυ­σούς,
                
βα­θιά ανα­γάλ­λιαν άµε­τρη, στα πό­δια του κοι­τώ­ντας
                το µέ­γα κύ­µα, από­κρι­ση τους δί­νει ο Ιη­σούς:
                

             «Ήρ­θ’ από δρό­µο σπί­τι σου, κ’ εσύ δε µού ‘χεις πλύ­νει

                τα πό­δια, µη­δέ µ’ άλει­ψες µε µύ­ρο τα µαλ­λιά·
                κι αυ­τή, στι­γµή δεν έπα­ψε στα δά­κρυα ν’ ανα­λύ­νει,

                κι αυ­τή, στι­γµή δε µού ‘πα­ψε στα πό­δια τα φι­λιά·
[3]

Το ίδιο κα­τα­φα­τι­κό προς τη ζωή πνεύ­μα δια­πνέ­ει και το Θά­να­το του Δι­γε­νήΧρι­στόν Λυό­με­νον):

                Και τό­τε εμείς απο­φα­σί­ζου­με... Τον ίδιο
              ν' απο­σταυ­ρώ­σου­με Χρι­στό από τα καρ­φιά του

              να τον ξε­πλύ­νου­με απ' το γαί­μα, το στε­φά­νι

              από τ' αγκά­θια να του βγά­λου­με, απ' το στέμ­μα

              να του αλα­φρώ­σου­με το μέ­τω­πο και μ' άλ­λο

              χλω­ρό στε­φά­νι από λου­λού­δια τα μη­λίγ­για

              να του δρο­σί­σου­με.
[4]

Το «Άγρα­φον», οπωσ­δή­πο­τε, εί­ναι το κο­ρυ­φαίο χρι­στο­λο­γι­κό ποί­η­μα του όψι­μου –κι όχι μό­νον– Σι­κε­λια­νού. Βα­σί­ζε­ται, όπως πλέ­ον γνω­ρί­ζου­με, σε ένα “λό­γιον” του Ιη­σού, που μας το πα­ρα­δί­δει ο Άλ Γκα­ζα­λί και που λέ­ει, πά­νω-κά­τω, τα εξής: «Μια μέ­ρα ο Ιη­σούς κι οι μα­θη­τές του πέ­ρα­σαν δί­πλα από ένα ψο­φί­μι σκύ­λου, που εί­χε αρ­χί­σει να βρω­μά­ει απ' τη σα­πί­λα. Πό­σο φο­βε­ρά βρω­μά­ει αυ­τό το σκυ­λί, εί­παν η μα­θη­τές του. Τό­τε ο Ιη­σούς τους απά­ντη­σε: Ναι, μα δεί­τε πώς λά­μπουν τα δό­ντια του».[5] Η ανά­πλα­ση του πε­ρι­στα­τι­κού από τον Σι­κε­λια­νό εί­ναι, αλη­θι­νά, αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή:

                Μα ο Ιη­σούς, μο­νά­χος προ­χω­ρώ­ντας
                
προς το σω­ρό γα­λή­νια, κο­ντο­στά­θη
                
και το ψο­φί­μι εκοί­τα­ζε· έτσι, πό­νας
                
δεν εκρα­τή­θη μα­θη­τής και Του ‘πεν
                
από μα­κρά: «Ραβ­βί, δε νιώ­θεις τά­χα
                
τη φο­βε­ρήν οσμή και στέ­κε­σ’ έτσι;»
                
Κι Αυ­τός, χω­ρίς να στρέ­ψει το κε­φά­λι
                
απ’ το ση­μείο που κοί­τα­ζε, απο­κρί­θη:
                
«Τη φο­βε­ρήν οσμήν, εκεί­νος πό­χει
                
κα­θά­ρια ανά­σα, και στη χώ­ρα μέ­σα
                
την ανα­σαί­νει, όθ’ ήρ­θα­με... Μα, τώ­ρα
                
αυ­τό που βγαί­νει απ' τη φτο­ρά θαυ­μά­ζω
                
με την ψυ­χή μου ολά­κε­ρη... Κοι­τά­χτε
                
πώς λά­μπου­νε τα δό­ντια αυ­τού του σκύ­λου
                
στον ήλιο· ως το χα­λά­ζι, ωσάν το κρί­νο,
                
πέ­ρα απ' τη σά­ψη, υπό­σκε­ση με­γά­λη,
                
αντι­φεγ­γιά του Αιώ­νιου, μα κι ακό­μα
                
σκλη­ρή του Δί­καιου αστρα­πή κι ελ­πί­δα!»
[6]

Ο Σι­κε­λια­νός ανα­κα­λεί αυ­τή την “άγρα­φη” πα­ρά­δο­ση μέ­σα στην κα­το­χή για να εκ­φρά­σει το βα­θύ πα­να­θρώ­πι­νον αί­τη­μα για δι­καιο­σύ­νη, για άρ­ση της φο­βε­ρής αδι­κί­ας που ενυ­πάρ­χει σε τού­το τον κό­σμο κι εντέ­λει για ανά­στα­ση της ζω­ής εδώ και τώ­ρα, επα­να­φέ­ρο­ντας έτσι το ευαγ­γε­λι­κό αί­τη­μα για την εγκό­σμιαν επι­κρά­τη­ση του κα­λού:

                δώ­σ’ και σ’ εμέ­να, Κύ­ριε, ενώ βα­δί­ζω
                
ολο­έ­να ως έξω απ’ της Σιών την πό­λη,
                
κι από τη μια της γης στην άλ­λη άκρη
                
όλα εί­ναι ρεί­πια, κι όλα εί­ναι σκου­πί­δια,
                
κι όλα εί­ναι πτώ­μα­τα άθα­φτα που πνί­γουν
                
τη θεία πη­γή τ’ ανα­σα­σμού, ή στη χώ­ρα
                
εί­τ’ έξω από τη χώ­ρα· Κύ­ριε, δώ­σ’ μου,
                
μες στη φρι­χτήν οσμήν οπού δια­βαί­νω,
                
για μια στιγ­μή την άγια Σου γα­λή­νη,
                
να στα­μα­τή­σω ατά­ρα­χος στη μέ­ση
                
απ’ τα ψο­φί­μια, και ν’ αδρά­ξω κά­που
                
και στη δι­κή μου τη μα­τιάν έν’ άσπρο
                
ση­μά­δι, ως το χα­λά­ζι, ωσάν το κρί­νο∙
                
κά­τι να λάμ­ψει ξάφ­νου και βα­θιά μου,
                
έξω απ’ τη σά­ψη, πέ­ρα από τη σά­ψη
                
του κό­σμου, ωσάν τα δό­ντια αυ­τού του σκύ­λου,
                
που, ω Κύ­ριε, βλέ­πο­ντάς τα εκειό το δεί­λι,
                
τα ΄χες θα­μά­σει, υπό­σκε­ση με­γά­λη,
                
αντι­φεγ­γιά του Αιώ­νιου, μα κι αντά­μα
                
σκλη­ρή του Δί­καιου αστρα­πή κι ελ­πί­δα!
[7]

Το βα­θύ­τε­ρο όμως μή­νυ­μα του Ιη­σού ο Σι­κε­λια­νός το συ­νά­ντη­σε σε μια φρά­ση του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη, φρά­ση που συ­μπυ­κνώ­νει τη Χρι­στια­νι­κή κα­τά­φα­ση για την οποία μι­λή­σα­με και που τό­σο τον εντυ­πω­σί­α­σε, ώστε να την ανα­πλά­σει σε στί­χο και να την εμπλου­τί­σει στον Χρι­στό στη Ρώ­μη. Εί­ναι η υπέ­ρο­χη φρά­ση από τον Ξε­πε­σμέ­νο δερ­βί­ση: «Νάι, νάι. Κα­τά δύο κοκ­κί­δας, δια­φέ­ρει διά να εί­ναι το Ναι, οπού εί­πεν ο Χρι­στός. Το Ναι το ήμε­ρον, το τα­πει­νόν, το πρά­ον, το Ναι το φι­λάν­θρω­πον”.[8] Και ιδού πώς την ανα­πλά­θει ο Σι­κε­λια­νός:

                Τι εί­πε το Ναι στου αγρού τα κρί­να κ' εί­πε ακό­μα
                
το Ναι στα μά­τια των παι­διών που αντι­φεγ­γά­νε
                
γλυ­κά την άβυσ­σο κ΄ εί­πε το ΝΑΙ στη Μέ­θη
                
και στο κρα­σί εί­πε των κρα­σιών, το Ναι: στον πό­νο
[9]

Τε­λι­κά, ο Σι­κε­λια­νός στα Χρι­στο­λο­γι­κά του ποι­ή­μα­τα, που εί­ναι, μα­ζί με τη θε­ο­μη­το­ρι­κήν «Ιε­ράν Οδό», ό,τι βα­θύ­τε­ρο έγρα­ψε, υπα­κού­ο­ντας ίσως σε μια πιο εν­δό­μυ­χη πα­ρόρ­μη­ση, εν­δε­χο­μέ­νως πα­ρά τη θέ­λη­σή του, απο­μα­κρύ­νε­ται από τον προ­γραμ­μα­τι­κό συ­γκρη­τι­σμό του και προ­σεγ­γί­ζει έναν ευαγ­γε­λι­κό Χρι­στια­νι­σμό.
Όπως κι η χρι­στο­λο­γία του Σι­κε­λια­νού, έτσι κι ο «θε­ο­μη­το­ρι­σμός» του (ανα­γκά­ζο­μαι να νε­ο­λο­γί­σω, αλ­λά αδυ­να­τώ να βρω κά­ποια άλ­λη λέ­ξη πε­ριε­κτι­κή της Μη­τέ­ρας Θε­άς ως κο­σμο­γο­γι­κής και λα­τρευ­τι­κής ταυ­τό­χρο­να αρ­χής), εμ­φα­νί­ζε­ται κι αυ­τός στον με­γα­λό­πνο­ον ύμνο «Μά­να του Γιου του Αν­θρώ­που» του Προ­λό­γου στη Ζωή. Κι εδώ ο Σι­κε­λια­νός συ­γκρη­τί­ζει πα­ρα­βάλ­λο­ντας τη Θε­ο­τό­κο με άλ­λες θέ­αι­νες του αρ­χαί­ου κό­σμου, όπως θα κά­νει και αλ­λού στο κα­το­πι­νό του έρ­γο:

                 Ω Μά­να·
                ωσάν η Δάφ­νη, Εσύ δεν έφυ­γες
                τον έρω­τα του Θε­ού
                να σώ­σεις σε βου­νό την παρ­θε­νιά,
                αλ­λ' όταν με το γό­να σπρώ­χνο­ντας
                ο Αρ­χάγ­γε­λος, ωσά βο­ριάς,
                Σου ορ­τά­νοι­ξε τη θύ­ρα του σπι­τιού
                κ' η μυ­ρω­διά του κρί­νου
                κάρ­φω­σε τον αέ­ρα του με­μιάς
                δεν έγνε­ψες το μέ­γα μά­τι
                ου­δέ τη δό­ξα του φρυ­διού,
                αλ­λ' όλη,
                ωσάν πρω­το­μα­γιά που τη σκε­πά­ζει σύ­γνε­φο,
                τρε­μά­με­νη
                εί­πες:
            «Ιδού η δού­λη Κυ­ρί­ου·
                γέ­νοι­τό μοι κα­τά το ρή­μα σου!».
[10]

Η Μη­τέ­ρα Θε­ού εί­ναι ασφα­λώς η κα­τ' εξο­χήν «θε­ο­μη­το­ρι­κή» σύν­θε­ση του ποι­η­τή. Σύμ­φω­να με την αυ­το­ερ­μη­νεία του Προ­λό­γου, ο Σι­κε­λια­νός πραγ­μα­το­ποιεί εκεί μιαν εμ­βά­θυν­ση της “πρω­τοει­κό­νας” της Μη­τέ­ρας Φύ­σης, νο­ού­με­νης ως ωδι­νο­μέ­νης στο κέ­ντρο όλων των πλα­σμά­των κο­σμο­γο­νι­κής αρ­χής ή ως “natura naturans perpetuam divinitatem” κι οπωσ­δή­πο­τε ως κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από το αρ­χέ­τυ­πο όλων των με­γά­λων Θε­αι­νών.[11] Η ανα­γω­γή αυ­τή στις ρί­ζες των μύ­θων, στο κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κόν επί­πε­δο, συ­μπα­ρο­μαρ­τού­με­νη, στο βιω­μα­τι­κόν επί­πε­δο, από κο­ρύ­φω­ση της ψυ­χι­κής έντα­σης και μέ­θε­ξης, επι­βάλ­λει, στο επί­πε­δο της τε­χνι­κής, μια πρω­το­φα­νή αφαι­ρε­τι­κό­τη­τα κι οδη­γεί εν τέ­λει στην μεί­ζο­να πραγ­μά­τω­ση της “κα­θα­ρής ποί­η­σης” στη γλώσ­σα μας.
Συ­χνά όμως, τα έρ­γα της τέ­χνης υπερ­βαί­νουν, δί­χως και να τις αναι­ρούν, τις προ­θέ­σεις και τις αυ­το­ερ­μη­νεί­ες των δη­μιουρ­γών τους. Στη Μη­τέ­ρα Θε­ού ανα­θρώ­σκει κυ­ριαρ­χι­κή η μορ­φή της Θε­ο­τό­κου, όπως την απει­κό­νι­σε η βυ­ζα­ντι­νή αγιο­γρα­φία κι όπως ζει στην ψυ­χή του λα­ού μας:

                Κ' ω Μά­να, αχνό που σε φω­τά το κρε­μα­στό κα­ντή­λι,
             κά­τω απ' το μέ­γα μέ­τω­πο, που σκέ­πει το μα­ντί­λι
,
[12]

Εί­ναι αυ­τή ακρι­βώς η μορ­φή που πλημ­μυ­ρί­ζει με αν­θρώ­πι­νη θέρ­μη του στί­χους τής όλης σύν­θε­σης (η αν­θρώ­πι­νη πί­στη δεν μπο­ρεί να ζή­σει με κο­σμο­λο­γι­κές ή υπερ­βα­τι­κές αρ­χές- αυ­τές πιο πο­λύ την πα­γώ­νουν πα­ρά τη ζω­ο­γο­νούν με το θάλ­πος τους) και που δε­σπό­ζει, όχι πια ως λα­τρευο­μέ­νη και υμνου­μέ­νη ει­κό­να (ή “πρω­τοει­κό­να”), αλ­λά ως δρώ­σα και συ­μπρω­τα­γω­νι­στού­σα πα­ρου­σία, και στο Πά­σχα των Ελ­λή­νων, μέ­σα από τα ευαγ­γε­λι­κά και τα από­κρυ­φα πε­ρι­στα­τι­κά που ανι­στο­ρεί εκεί, με τον στί­χο του, ο Σι­κε­λια­νός.
Την όψι­μη πε­ρί­ο­δο του Σι­κε­λια­νι­κού Θε­ο­μη­το­ρι­σμού, όπως αυ­τή δια­τυ­πώ­νε­ται στην Ελευ­σί­νια Δια­θή­κη κι όπως βρί­σκει την εντε­λέ­στε­ρη ποι­η­τι­κήν του έκ­φρα­ση στον Δαί­δα­λο στην Κρή­τη, την κα­θο­ρί­ζει ο νό­στος της αρ­χαί­ας μη­τριαρ­χί­ας.
Η πα­ρα­δο­χή από την επι­στή­μη ενός αρ­χέ­γο­νου μη­τριαρ­χι­κού “νό­μου” (Mutterrecht), η ανα­κά­λυ­ψη του Μι­νω­ι­κού και του Αι­γαια­κού πο­λι­τι­σμού, μη­τριαρ­χι­κών κα­τά βά­σιν και των δύο, η εν γέ­νει «δια­πλά­τυν­ση και εμ­βά­θυν­ση των ορι­ζό­ντων της αρ­χαιό­τη­τας προς όλες τις με­ριές»,[13] προ­σα­να­το­λί­ζουν τον Σι­κε­λια­νό προς μιαν απώ­τα­τη μη­τριαρ­χι­κήν αρ­χή, προς την οποία πια προ­σβλέ­πει σαν προς έναν πο­λι­κόν αστέ­ρα, χα­μέ­νο στα βά­θη του χρό­νου. Ο Σι­κε­λια­νός ανα­ζη­τεί στο ιε­ρό και τα μυ­στή­ρια της Ελευ­σί­νας τις ύστα­τες επι­βιώ­σεις, μέ­σα στη γνω­στή μας ελ­λη­νι­κήν αρ­χαιό­τη­τα, αυ­τής της αρ­χέ­γο­νης μη­τριαρ­χί­ας, αγρο­τι­κής, φι­λει­ρη­νι­κής, και συ­νε­νω­τι­κής με­τα­ξύ της κτί­σης και των αν­θρώ­πων και των αν­θρώ­πων ανα­με­τα­ξύ τους και την προ­α­σπί­ζει ένα­ντι της φι­λο­πό­λε­μης, δι­χα­στι­κής, δια­σπα­στι­κής (ως απο­κό­πτου­σας τον ομ­φά­λιο λώ­ρο που συν­δέ­ει τον άν­θρω­πο με τη φύ­ση), βί­αι­ης, άδι­κης, κα­τα­πιε­στι­κής και λη­στρι­κής πα­τριαρ­χί­ας και του απο­τό­κου της “νεμ­ρω­δι­σμού”. Η δρα­μα­τι­κή σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ των δύο αντί­πα­λων αυ­τών “νό­μων”, εκ­προ­σω­πού­με­νων από τον Μί­νωα και την Πα­σι­φάη, απαρ­τί­ζει και το υπό­βα­θρο της τρα­γω­δί­ας Ο Δαί­δα­λος στην Κρή­τη, ποι­η­τι­κής προ­έ­κτα­σης των όσων δια­τυ­πώ­θη­καν, λί­γα χρό­νια πριν, στην Ελευ­σί­νια Δια­θή­κη (όπου όμως συ­μπλέ­κο­νται και άλ­λα βα­σι­κά θέ­μα­τα του όψι­μου Σι­κε­λια­νού: η κα­τα­δί­κη του “νεμ­ρω­δι­σμού –διά­βα­ζε: φα­σι­σμού– και της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας αλ­λά κι ένας προ­βλη­μα­τι­σμός για την κα­τί­σχυ­ση του “νεί­κους” ένα­ντι της “φι­λό­τη­τος” στις σχέ­σεις των δύο φύ­λων).
Η χρι­στια­νι­κή μορ­φή της Θε­ο­τό­κου υπο­χω­ρεί στον ύστε­ρο Σι­κε­λια­νό, ενώ, αντι­θέ­τως, η χρι­στο­λο­γία του, όπως εί­δα­με, εν­δυ­να­μώ­νε­ται και εμ­βα­θύ­νε­ται. Αλ­λά αυ­τοί οι “μη­τριαρ­χι­κοί” οπτα­σια­σμοί, όσο κι αν γοη­τεύ­ουν, δεν πεί­θουν. Μά­ταια ο Σι­κε­λια­νός, σαν άλ­λος νε­κρο­μά­ντης, ανα­κα­λεί από τα βά­θη των αιώ­νων το φά­σμα της Αρ­χέ­γο­νης Μη­τέ­ρας. Η Θεά δεν αντα­πο­κρί­νε­ται. Και δεν αντα­πο­κρί­νε­ται, για­τί τα σκο­τά­δια που την πε­ρι­κα­λύ­πτουν (τα “υπέρ­πλου­τα σκό­τη”) σκε­πά­ζουν μιαν απου­σία. Ο ζο­φε­ρός πέ­πλος της Ίσι­δας εί­ναι κε­νός. Με εξαί­ρε­ση την «Ιε­ρά Οδό», όπου ο αρ­χέ­γο­νος θε­ο­μη­το­ρι­σμός, ανα­χω­νευ­μέ­νος βα­θιά μέ­σα στο προ­σω­πι­κό βί­ω­μα- βιώ­μα συ­μπά­θειας θε­ω­μέ­νου και δρω­μέ­νου, ανα­βλύ­ζει, από τα βά­θη της προϊ­στο­ρί­ας στο άμε­σο πα­ρόν και εκ­βάλ­λει, ως αί­τη­μα, πί­στη και προσ­δο­κία, στο μέλ­λον. Η λα­μπρή αυ­τή εξαί­ρε­ση όμως δεν μπο­ρεί να μας κά­νει να πα­ρα­γνω­ρί­ζου­με πως τό­τε κυ­ρί­ως δι­καιώ­νε­ται ο σι­κε­λια­νι­κός θε­ο­μη­το­ρι­σμός, όταν, όπως στη Μη­τέ­ρα Θε­ού και το Πά­σχα των Ελ­λή­νων, κα­ταυ­γά­ζε­ται και θερ­μαί­νε­ται από την πάν­σε­πτη μορ­φή της Θε­ο­τό­κου.


[1] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τό­μος A΄ , ό.π., σ. 37.
[2] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τό­μος Γ΄ , ό.π., σ. 213.
[3] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τό­μος Δ΄, ό.π., σ. 137.
[4] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Θυ­μέ­λη, τό­μος Γ΄, 2003, σ. 31-32.
[5] Βλέ­πε το σχό­λιο του Κ. Μπουρ­να­ζά­κη σε: Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού, Αντί­δω­ρο, 2003, σ. 284.
[6] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τό­μος Ε΄ , ό.π., σ. 148-149.
[7] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τό­μος Δ΄ , ό.π., σ. 149-150.
[8] Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη, Όνει­ρο στο κύ­μα.
[9] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Θυ­μέ­λη, τό­μος Β΄, 2003, σ. 103.
[10] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τ. Γ', ό.π., σ. 197.
[11] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τ. Α', ό.π., σ. 33-34.
[12] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Λυ­ρι­κός Βί­ος, τ. Γ', ό.π., σ. 27.
[13] Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Πε­ζός Λό­γος, τ. Γ', 1981, σ. 68.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: