«Αγιορείτικο ημερολόγιο» και ποιητική έμπνευση στον Σικελιανό. Η συνάντηση με τον «Δωδεκαετή»

Ο Άγγελος Σικελιανός (1907). Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία
Ο Άγγελος Σικελιανός (1907). Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία

O Σικελιανός με τον συνομήλικό του Καζαντζάκη ανεβαίνουν στο Άγιον Όρος το 1914, από τις 15 Νοεμβρίου ως τις 25 Δεκεμβρίου σε ηλικία 30 και 31 ετών αντίστοιχα, με συστατική επιστολή του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, για να μπορούν να δουν τα χρυσόβουλα που φυλάσσονται στις Ιερές Μονές.[1] Δεν πήγαν από ό,τι φαίνεται σε δυο μονές, την Κωνσταμονίτου (ηπειρωτικό) και την Εσφιγμένου (ανατολική πλευρά).[2] Το διάστημα παραμονής τους στο Όρος ανακαλεί ασφαλώς την σαρανταήμερη του Χριστού αναχώρηση, νηστεία και προσευχή στην έρημο, ενώ συγχρόνως υποβάλλει τη βαθιά προσωπική, υπαρξιακή ανάγκη των δύο φίλων να απομονωθούν σε αυτήν την πνευματική γωνιά της Ευρώπης που μόλις έχει αρχίσει να αλληλοσπαράσσεται με τον πολύνεκρο Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο συμβολισμός είναι ιδιαίτερα σημαίνων. Δύο γίγαντες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και διανόησης, την ώρα που τα ευρωπαϊκά έθνη τυφλώνονται από τον αρχέκακο δαίμονα της αλληλοσφαγής, εκείνοι εμφορούνται από την επιθυμία να αναβλέψουν με πεφωτισμένο τον νουν και την καρδίαν προς το μυστήριο του ανθρώπου και του Θεού.[3]
Αποτύπωση αυτού του πνευματικού οδοιπορικού είναι το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Σικελιανού, το οποίο και εκδόθηκε σε βιβλίο από την Ακαδημία Αθηνών και το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη το 1988, με σχετική εισαγωγή και επιμέλεια της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη- Χάντζου. Για την ιστορία του πράγματος θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Σικελιανού έγινε γνωστό από τον Παντελή Πρεβελάκη με την ομιλία που έκανε στην Ακαδημία Αθηνών τον Μάρτιο του 1984 για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του λευκαδίτη ποιητή.[4]
Σκοπός μου είναι να παρουσιάσω κατά πρώτον γενικά το πνεύμα που διέπει αυτό το οδοιπορικό στην αθωνική πολιτεία –δεν θα επαρκούσε ο χώρος για μια διεξοδική ερευνητική αναδίφηση- και κατά δεύτερον να παρακολουθήσω τη στοιχείωση των ερεθισμάτων και ποιητικών ενορμήσεων του Σικελιανού που κατορθώνονται τελικώς στο πολύστιχο ποίημά του με τίτλο Ο Δωδεκαετής, το οποίο και γράφεται, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί σε ημερολογιακή του σημείωση, στη Μονή Σταυρονικήτα. (Αυτό το ποίημα εντάσσεται αργότερα ως 8ο μέρος στη μεγαλεπήβολη σύνθεση Πάσχα των Ελλήνων). Υπό την έννοια αυτή ενδιαφέρει να δούμε πώς σημειώνεται ημερολογιακώς, δηλαδή συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και σπαργανώνεται μια ολόκληρη ποιητική σύνθεση στην επιτόπια, πρώτη τουλάχιστον εν Αγίω Όρει γραφή της. Κατά τούτο, η ημερολογιακή καταγραφή εκ-τρέπεται ή μάλλον εν-τρέπεται σε ποιητική γραφή που αποκαλύπτει και συγκαλύπτει συγχρόνως τα βαθύτερα κοιτάσματα και στρώματα ενός παλίμψηστου ποιητικού εγώ.

Ο αναγνώστης, λοιπόν, για να ξεκινήσω από τον τρόπο και το πνεύμα του αγιορείτικου σικελιανικού ημερολογίου αντιλαμβάνεται με βάση την έκδοση που έχει γίνει[5] ότι ο ποιητής γράφει σε μιαν ατζέντα (όπου δεν αναγράφονται το έτος και οι ημέρες της εβδομάδας, οι ημερομηνίες απλώς είναι τυπωμένες στα γερμανικά) οτιδήποτε τον εντυπωσιάζει, πράγματα που ενδεχομένως αγνοεί σε επίπεδο εκκλησιαστικών ακολουθιών, λαογραφικά στοιχεία, απεικονίσεις, σπάνιες λέξεις, πρόσωπα και λόγια μοναχών, σημειώνει συνειρμούς και συμφυρμούς παγανιστικών μύθων και μορφών, προτρέπει τον εαυτό του να θυμηθεί, να βρει και να διαβάσει έργα της εκκλησιαστικής γραμματείας, αναφέρεται στη φύση, σε δέντρα, πουλιά και εν γένει σε ποιμενικές εικόνες. Υπό την έννοια αυτή, το Ημερολόγιό του συνιστά πολύχρωμο υφαντό αντιδράσεων, παρατηρήσεων, προσλήψεων, προσωπικών πνευματικών ανασκαφών με βάθος ψυχογραφικό και πνευματικό αλλά και με ύψος λυρικών εξάρσεων και λογοτεχνικών τόνων. Ο Πρεβελάκης μάλιστα διαιρεί το Ημερολόγιο σε δύο μέρη, στο πρώτο, όπου δεν καταγράφονται οι άμεσες εμπειρίες από το Άγιον Όρος αλλά σημειώσεις από διαβάσματά του σε ξένους συγγραφείς (π.χ. Balzac, Joris-Karl Huysmans), από τη Λειτουργική, από την αρχαία ελληνική μυθολογία (αναφορές στην Άρτεμη, στην Ελένη, στον Θησέα, στον Διόνυσο), από την επίσκεψή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, υπάρχουν αναφορές επίσης σε βυζαντινά μνημεία, για να περάσουμε με τη σελίδα 49 της έκδοσης στο δεύτερο μέρος, όπου γίνεται φανερό ότι ο ποιητής βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και είναι καθ’οδόν προς το Άγιον Όρος.[6] Άξιον λόγου είναι το γεγονός ότι το Ημερολόγιο καταλήγει με αναφορά στους Δελφούς. Ο Πρεβελάκης μάλιστα αναρωτιέται αν πράγματι αυτό είναι το τέλος του Ημερολογίου, καθώς υπολείπονται ακόμη 14 ημέρες μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, και διατυπώνει την υποψία μήπως ο Σικελιανός συνέχισε σε άλλο τετράδιο ή απλώς σταμάτησε την καταγραφή.

Ενδεικτικά επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποιες από τις σημειώσεις του Ημερολογίου, για να αντιληφθούμε έτι περαιτέρω τον τρόπο του ποιητή.

-— Αγαθοκλή, χαίρε. Το λιγνό σκυλί. Η στήλη του Αλξήνορα. Το ανάγλυφο 1283. (σ. 8)

-— Διονύσου πλους: τον φέρνουν στην Ασία οι Τυρρηνοί· άξαφνα νεροφίδες τα κουπιά, κισσοί ανεβαίνουν στα κατάρτια [...] (σ. 41)

-— Καρυαί. Πρωτάτον. Ιερά Σύναξις, το δέξιμο (πρωτεπιστάτης κ.τ.λ.), ο θυρωρός· η εκκλησίτσα· πύρινοι άγγελοι εξαπτέρυγοι (300 ετών) [...] Η χλωμάδα του καλογερόπαιδου. (σ. 64)

-— Οι διάδρομοι που μας παν να ιδούμε τη θάλασσα με το φεγγάρι· το έβγα μας στον εξώστη. Η βροντή του χαλικιού. Το λιβάδι ως τη θάλασσα. (σ. 65)

-— Του Θεού το πέλαγο ανοιχτά, Βροντή το κύμα εβάρει. Σαν τ’ Άγιο Πνέμα απάνω του κρεμόνταν το φεγγάρι. (σ. 67)

-— Το ραξίνι καλυμαύχι ζωστικό (το μέσα ράσο), μαλλίνα (φλανέλα), στιχάριον (μεσόρουχο λειτουργ.), οράριον φελόνι. (σ. 72)

-— Ωρολόγος (εκκλησιάρχης/διευθύνει την εκκλησιά, σημαίνει) εξωτερικό. Τυπικάρης (ο διευθύνων τον οργανισμόν της ακολουθίας) εσωτερικό. (σ. 73)

-— Η συζήτησή μου με τον Ιωακείμ. Ο Ιωακείμ: Θέλω τον Παρθενώνα ερείπιον. Ανάστασις του Όρους. (σ. 88)

-— Θυμήσου ν’ αγοράσεις Φιλοκαλία (σ. 120)

-— Η κουμαριά, ενώ έχει απάνου τον καρπό, έχει και τ’ άνθη για τον καρπό του άλλου χρόνου (σ. 150)

-— Χρυσόστομος: τελευταία λόγια του: Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. (σ. 153)

-— Νύχτα της Κυριακής στου Καρακάλου (Αγίου Ανδρέα). Στο δείπνο είναι τόσο γεμάτη η ψυχή και το κορμί που δεν δέχομαι τίποτα. Μια θέρμη λυρική στο άκουσμα της καμπάνας. (σ. 167)

-— Η Τράπεζα της Λαύρας. Πέτρινες τράπεζες με αυλάκι. Στο ανώθυρο μπαίνοντας αφιέρωμα ένα αυτί Αρτέμιδας. Η παρθένα Δάφνη γλιτώνοντας από του Απόλλωνα τα χέρια. Η Δάφνη έφυγε στο Άγιον Όρος για να σωθεί από τον Απόλλωνα (παρθενιά). (185-187)

-— Μάξιμος Ομολ. Το θυμικόν της ψυχής αγάπη χαλίνωσον· και το επιθυμητικόν αυτής εγκρατεία καταμάρανον. [...] (σ. 199-200)

-— Μονή Γρηγορίου. Η Σύναξις των Ασωμάτων. Θυμίζει κινέζικη τέχνη· ο αριστερά άγγελος είναι σαν Περσίδα κόρη. (σ. 248)

Είναι έκδηλος επομένως ο ζωηφόρος παλμός, ο ποιητικός ανασασμός και το πνευματικό ρίγος ενός μύστη[7] που έχει θέσει τον εαυτό του σε εγρήγορση, η οποία, όπως γράφει ο ίδιος ο Σικελιανός στον πρόλογο του Λυρικού του Βίου, «είναι σύγχρονα προνόμιο και μαρτύριο μονάχα του πρωτοτόκου εκ νεκρών, του Ποιητή». (σελ. 71). Αυτή η εγρήγορση απωθεί πάσαν την βιωτικήν μέριμναν και πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να δει τον κόσμο με άλλους οφθαλμούς. Tούτη την άλλη όραση ομολογεί ότι βίωσε στο Όρος ο ποιητής. Γράφει με αφορμή το προσκύνημά του στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου:

«Το κοιμητήρι. Ο τάφος του Αγίου Νήφωνος. Οι τάφοι εμπρός στη θάλασσα. Η λαγκάδα χύνει ποταμό τον αέρα. Οι σβιλάδες θερίζουν κάτου το πέλαγος. Το κοίταγμα του έξω κόσμου από τ’ Άγιον Όρος. Η εσωτερική δύναμη του έξω κόσμου ορατή.» (σ. 233-235)

Ο Σικελιανός, μανικός αυτής της μυστικής ενότητας του έσω και του έξω κόσμου, έχοντας ήδη γράψει τον Αλαφροΐσκιωτο (1909), θέλησε αυτό το αντίκρυσμα του κόσμου από τον Άθω, γιατί αυτό το αντίκρυσμα τού επέτρεπε να αισθάνεται ως ο όλος άνθρωπος στον οποίο πάλλεται «όλη η ευρύτερη συνείδηση της Ζωής στις κοσμικές και αιώνιές της διαστάσεις» (Λυρικός Βίος, σ. 71) .

Αλλά γι’ αυτόν τον παλμό, έτσι υποστηρίζει στον πρόλογο του Λυρικού του Βίου, «χρειάζεται όλο σύγχρονα το πνεύμα και το σώμα, χρειάζετ’ η ίδια θετική ανάσταση του ζωντανού εαυτού μας από τον βαθύν ιστορικό του τάφο» (σ. 71). Να τονίσω βεβαίως, μια και ο λόγος για τον ιστορικό τάφο του ιστορικού ανθρώπου, ότι ο αναγνώστης-κάτι που επισημαίνει και η επιμελήτρια της έκδοσης του Ημερολογίου- έχει την αίσθηση μιας αναστάσιμης πληρότητας στη γραφή του Σικελιανού, μολονότι ο ποιητής επισκέπτεται χειμώνα το Όρος. Τέτοια είναι η πρόσληψη αυτού του τόπου από την αισθαντική ψυχή του ιεροφάντη ποιητή ώστε δονείται αναστάσιμα.[8] Ο ίδιος, εξάλλου, ο ποιητής στον απόηχο της επίσκεψής του στη Σιμωνόπετρα, όπου και ασπάστηκε το ζεστό, όπως λέει, χέρι της Μαγδαληνής (σ.251-252), γράφει: «κοιτάζω ολόγυρά μου. Το Πάσχα.» (σ. 258).

Γενικότερα στο Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Σικελιανού βλέπουμε εν σπέρματι ό,τι αργότερα θα κυοφορηθεί, όπως υποστηρίζει η έγκριτη μελετήτρια του σικελιανικού έργου Αθηνά Βογιατζόγλου, μεγαλόπνοα και τολμηρά, στις θρησκευτικές του ποιητικές του συνθέσεις ως πνευματικός, φυσιοκρατικός και ορφικός χριστιανισμός στο πλαίσιο μιας βαθύτερης συγχώνευσης του χριστιανισμού με τον παγανισμό, η οποία κορυφώνεται στην 4η ποιητική σύνθεση των Συνειδήσεων που φέρει τον γενικό τίτλο Η Συνείδηση της Πίστης και συγκεκριμένα στο ποίημα Διόνυσος-Ῑησούς.[9] Αξίζει τον κόπο να καταθέσω τη σκέψη ενός άλλου μεγάλου των Γραμμάτων μας, του Γιώργου Σεφέρη, γι’ αυτές τις τολμηρές συζεύξεις του Σικελιανού· γράφει λοιπόν ο νομπελίστας ποιητής από το Λονδίνο με αφορμή τον θάνατο του ομοτέχνου του:

Η παράδοσή μας είναι γεμάτη αντιθέσεις. Οι επιφανείς άντρες τις εναρμονίζουν. Στην Ελλάδα και ο Διόνυσος είναι Εσταυρωμένος. Αλλά χρειάστηκε η δυνατή πίεση της φωνής του Σικελιανού για να σαρκωθεί σε μιαν ενότητα ο λόγος: Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου... [...] Και προσπαθώ να κοιτάξω το θρησκευτικό αίσθημα του Σικελιανού να ξεκινά από τη λευκαδίτικη πατρογονική του χριστιανοσύνη, να προχωρεί και να θρέφεται με όλες τις ανάσες της ελληνικής γης [...][10]

Αυτό είναι το βλέμμα και το πνεύμα του Σικελιανού, σαν έτοιμος από καιρό στα τριάντα χρόνια του μόλις, συντονίζεται από τον Άθω με τον ρυθμό του σύμπαντος κόσμου, υπακούοντας θα έλεγε κανείς στον μεγάλο γενάρχη της λυρικής ποίησης, τον περίφημο Αρχίλοχο, που από τα βάθη του 7ου αι. π.Χ, προτρέπει πάντας υμάς: γίνωσκε δ’ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει.

Διαβάζω διά του λόγου το αληθές, από τις σημειώσεις του Ημερολογίου σε μια πλαγιά του Άθω:

Ρυθμίσου με το σύμπαν.
Κάθε μεταβατική συγκίνηση έχει λείψει μέσα μου.
Γονατίζω όπως το βόδι και φτερώνομαι σαν αρχάγγελος (σ. 195).

Τούτο είναι λοιπόν το άνυσμα, επιτρέψτε μου να πω, και το τάνυσμα του χοϊκού και πνευματικού Σικελιανού, από τα βόδια της φάτνης ως τα φτερά του αρχαγγέλου. Σε αυτό το άνυσμα ο ποιητής προσλαμβάνει όχι μόνον το θαύμα της αγιορείτικης φύσης αλλά και το θαύμα της εικονικής παραστάσεως των θείων προσώπων. Εντυπωσιάζεται βαθιά από την τέχνη της αγιογραφίας ώστε σημειώνει μετά το προσκύνημά του στη Μονή Ιβήρων, στη Μονή Μονή Σταυρονικήτα και στη Μονή Φιλοθέου:

Τα τρία ως τώρα θάματα που είδαμε:
Πορταΐτισσα,
Δωδεκαετής Ιησούς,
Γλυκοφιλούσα. (σ. 180)

Η Πορταΐτισσα είναι στην Ιβήρων, ο Δωδεκαετής στη Σταυρονικήτα[11] και η Γλυκοφιλούσα στη Μονή Φιλοθέου. Ο ποιητής συγκλονίζεται από την Μητέρα Θεοτόκο και από τον θείο Τόκο της. Και τα δύο πρόσωπα, της θείας Μάνας και του θείου Γιου, θα αποτελέσουν αργότερα υλικό, στήμονες για ποιητικές υφάνσεις και υψηλές ποιητικές κορυφώσεις του Σικελιανού, όπως αποδεικνύεται, χάριν παραδείγματος, από τα ποιήματα Μήτηρ Θεού, Μάνα του Γιου του Ανθρώπου, Άγραφον. Η θεία μητρότητα και ο θείος καρπός είναι γόνιμο πεδίο για όλες τις συμπαραδηλώσεις του σικελιανικού συγκρητισμού και των αντιλήψεών του για την Ουσία της ποίησης που συγγενεύει με τη θρησκεία.[12] O ίδιος ο ποιητής, εξάλλου, στον πρόλογό του για το έργο του εν γένει κάνει λόγο για την «καθαρή παρθενομητρική αρχή που συντηρεί μες στον βυθό της καρτερίας της και της χάρης της ακέριο το σκληρό αγώνα του ίδιου Δημιουργού και κάθε Δημιουργού.» (σ. 55)
Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι μια από τις υψηλές αυτές ποιητικές συνθέσεις όχι μόνον συλλαμβάνεται στο Όρος, όπως έχουμε ήδη προείπει, αλλά και γράφεται επί τόπου, στη Μονή Σταυρονικήτα. Είναι Ο Δωδεκαετής με αφορμή την ομόθεμη τοιχογραφία στη Μονή. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, αυτόν τον ποιητικό πυρετό της κυοφορίας του Δωδεκαετούς, όπως αυτός καταγράφεται στο Ημερολόγιο. Επιτρέψτε μου να «συρράψω» τις διάσπαρτες σημειώσεις του Σικελιανού για τον Δωδεκαετή μια και ο ποιητής κάθε τόσο επανέρχεται στον παίδα Ιησού, από τη σελίδα 103 έως τη σελίδα 152 του Ημερολογίου, οπότε και αφήνει τη Σταυρονικήτα, για να αναφερθεί εκ νέου στον Δωδεκαετή στις σελίδες 222 έως 224, αλλά αυτή φορά σε τοιχογραφία της Μονής Διονυσίου.

Παραθέτω λοιπόν:

Σταυρονικήτα. Ο Δωδεκαετής Χριστός του Σταυρονικήτα.
Θυμήσου τη μεταμόρφωση, τη βαθιά μίμηση της ψυχής σου, μπρος στο δωδεκαετή Ιησού. Η ανάγκη της καθαρότητας και της ευπρέπειας μπροστά του στο κυκλοτερό τραπέζι. Οι δύο οράσεις μαζί, η Πορταΐτισσα κι ο Δωδεκαετής, του Σταυρονικήτα. Βραδινός κελαηδισμός στο βουνό. Ο Δωδεκαετής. Η προσευχή μου. Η βρύση μέσα απ’ τις καμάρες. Η στενή πλάκα με το σταυρό στο βάθος και τον αλαφριό κρουνό. Δέσποινα Πηγή. Ο Δωδεκαετής. Η πρώτη νύχτα μου στου Σταυρονικήτα. Η μουσική που άκουσα στον ύπνο μου. Ξυπνώντας βαθιά νύχτα εστοχάζομουν το τραγούδι του «Δωδεκαετούς Ιησού». Άνοιγμα καρδίας. Εισροή πνεύματος. Καθώς έτρωγα (1ο πρόγευμα στου Σταυρονικήτα) μου φάνη πως ο Δωδεκαετής Ιησούς μου γλυκοχαμογέλασε. Έγραψα σήμερα το «Δωδεκαετή Ιησού». Μέτρα κεφαλής Δωδεκαετούς: πρόσωπον 0,28, όλον μήκος 38½, πλάτος από Ο=Ν 23.

Τράπεζα Διονυσίου
Η Σύναξις των Ασωμάτων. Φωτεινός χορός. Ο Ιησούς στη μέση· δωδεκαετής, παιδί. Όλοι με πυρά μαλλιά, φωτοστέφανα χρυσά, χρυσές φτερούγες, χρυσά πετραχήλια και ζώνες. Φωτεινότερο από θερισμό σταχυών σε ηλιοβασίλεμα καλοκαιρνό. Οι χιτώνες τους είναι λευκοί, που και που αχνά φλογάτοι. Απάνου απ’ τη χρυσή ρομφαία(;) του ήλιου στο πέλαγο όταν βασιλεύει. Θάμα. Το πρόσωπο του Ιησού στη Σύναξη των Ασωμάτων. Μεγάλο, φωτεινό μέτωπο, φρύδια κυρτά, μικρό πρόσωπο.

Είναι φανερό από την παράθεση αυτών των σημειώσεων ότι ο Δωδεκαετής σημάδεψε βαθιά την ποιητική αίσθηση του Σικελιανού. Ξαναδιαβάζω τους όρους που χρησιμοποιεί ο ίδιος: «Θυμήσου τη μεταμόρφωση, τη βαθιά μίμηση της ψυχής σου, μπρος στο δωδεκαετή Ιησού», ομολογία που ανακαλεί το γνωστό παύλειο χωρίο: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (προς Κορινθίους Α΄ 11). Ασφαλώς ο τίτλος Δωδεκαετής ανακαλεί το ευαγγελικό από τον Λουκά επεισόδιο (β΄ 41-52) με τον δωδεκάχρονο Ιησού ξεχασμένο στον Ναό του Σολομώντος κατά το εορταζόμενο Πάσχα να εξηγεί τις Γραφές στους έκπληκτους από τη σοφία του παιδιού ιερείς.
Αυτό το επεισόδιο αποτελεί τον ποιητικό καμβά του Σικελιανού, ωστόσο το κέντημα της ποιητικής αφήγησης γίνεται με τους όρους του φυσιοκρατικού χριστιανισμού, όπου άπτεται η ουσία του αναφούς και αισθητοποιείται το αρχέτυπον κάλλος του ακτίστου. Ο Σικελιανός παρακολουθεί σε τρία αφηγηματικά επίπεδα την εξαιρετική περίπτωση του δωδεκάχρονου παιδιού. Παρουσιάζει α) την αγροτοποιμενική ζωή της Μαρίας, του Ιωσήφ και του γιου τους, β) την πορεία της οικογένειας προς τα Ιεροσόλυμα και τη διαμονή για το Πάσχα, γ) την παραμονή του Ιησού στον οίκο του πατρός Θεού και την αναζήτησή του από τους ανήσυχους κατ’ άνθρωπον γονείς.[13] Οι εικόνες του ποιητή είναι πολύ δυνατές. Διαβάζω το πρώτο και το τρίτο τετράστιχο:

Στη θύρα γνέθ’ η Μάνα του· κι Αυτός, μες στο χορτάρι
Που τονε σκέπει ολόσωμο και που στεγνό ευωδά,
Κρατεί ανοιχτόν, αγνάντια του μικρόν αλφαβητάρι,
Στυλώνει κάθε γράμμα του κι αριά το τραγουδά.
[...]
Γλυκιά τον ζών’ η συννεφιά, με τα λουλούδια γύρα·
Οι χελιδόνες, δίπλα του, στη χλόη το στήθος παν.
Ώσπου αναπάντεχη αναπνοιά, μες στων αγρών την πύρα,
Αριές βροχές σταλαματιές, στα χώματα χτυπάν.

Ο λυρισμός του Σικελιανού είναι έκδηλος, η δε γνώση του υλικού των ευαγγελίων, κανονικών και αποκρύφων, εδραία, όπως αποδεικνύεται από την αναφορά στην προφητεία του Συμεώνος προς την Παναγία εκ του Λουκά (β΄, 35): «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία»· ο ποιητής ολοκληρώνει τον Δωδεκαετή με αυτή την προφητεία: «κι Εσέ, Μαρία, μες στην ψυχή, ρομφαία θα Σε διαβεί», ενώ μεταγράφει στο 10ο και 11ο τετράστιχο τη σκηνή από το απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά (γ΄, 1-2), όπου φέρεται ο Ιησούς να πλάθει δώδεκα στρουθία από πηλό και ο Ιωσήφ να παρατηρεί το παιδί για την ενέργειά του αυτή. Παραθέτω αυτήν την ποιητική μεταγραφή:

Πιάνει και πλάθει τρυφερό πηλόν από το χώμα,
Στις δυο του φούχτες ήσυχα, σα να ’τανε φωλιά:
Μ’ άγια στοργή και τα φτερά, μ’ άγια στοργή το σώμα,
Ζυμώνει τότε δώδεκα, τριγύρα του πουλιά...

Αργά φτασμένος ο Ιωσήφ, με σύνεργα στον ώμο,
Στη λάσπη βλέπει ανάμεσα σκυμμένο το παιδί,
Και με φωνή το πιτιμά σκληρήν από το δρόμο:
«Σήκω γοργά απ’ τα χώματα, μην πάρω το ραβδί!»

Οι παρομοιώσεις του Σικελιανού, όπως ήδη παρατηρεί από τη δεκαετία του ’50 ο μελετητής του Θεόδωρος Ξύδης, «είναι πάντα τολμηρές: ο ποταμός γίνεται λύρα του Δαβίδ, και το κρίνο γίνεται σκήπτρο του Σαλωμών (τετρ. 16), και ο Χριστός παραβάλλεται με τον Απόλλωνα (τετρ. 17)».[14]
Στο ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού ο παις Ιησούς προβάλλει ως η ενσάρκωση της απόλυτης ποίησης και του απόλυτου ποιητή. Είναι ο νέος Απόλλων, ο νέος μουσηγέτης που σαγηνεύει τα πάντα και τους πάντες σε μιαν μυστικήν ενότητα με τον μικρό και μέγα κόσμο της δημιουργίας του. Αυτήν την ενότητα ο Σικελιανός την αισθητοποιεί στη σχέση του Ιησού με τη φύση[15], κάτι που μπορούμε να δούμε και στις ευαγγελικές περικοπές. Είναι γνωστές οι προτροπές του Ιησού να εμβλέψουν οι άνθρωποι εις τα πετεινά του ουρανού και να καταμάθουν τα κρίνα του αγρού (Ματθ. 6, 24-34), προκειμένου να αντιληφθούν την πάνσοφη πρόνοια του Θεού αλλά και το δικό τους έργο που είναι να επιζητούν πρώτον την βασιλείαν και την δικαιοσύνην Αυτού. Επομένως η φύση η ίδια διδάσκει θεολογικώς, γίνεται το ιερό σπουδαστήριο του ποιητή- Κυρίου για όσους θέλουν να ακούσουν τον φαινομενικά άλογο λόγο της.
Υπό την έννοια αυτή, στην ποιητική σύνθεση Ο Δωδεκαετής, η ιεροπρέπεια της φύσης τέμνεται με την ιερότητα του ίδιου του Ποιητή των Πάντων και μάλιστα με την παιδικότητά του.[16] Η έρευνα, εξάλλου, για το έργο του Σικελιανού έχει δείξει ότι ο λευκαδίτης ποιητής θεωρεί την παιδικότητα και γενικότερα τη νεότητα «ιερή ηλικία» ακριβώς γιατί δύναμή της είναι η ορμητική αγνότητα και η καθαρή, ποιητική ματιά στον κόσμο. Αυτή τη ματιά συμβολίζει στον ποιητικό του μύθο ο Δωδεκαετής, εκπροσωπώντας τον χριστιανικό κόσμο, όπως και πλήθος άλλων νεανικών προτύπων από την αρχαιότητα (Απόλλωνας, Διόνυσος, Ηρακλής κ.λπ.), σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί από τον ποιητή η ανάγκη αναγέννησης όχι μόνον της Ελλάδας αλλά και του κόσμου ολόκληρου που οφείλει να επανεύρει τη νεανική αθωότητά του.[17]

Ο Ιησούς, λοιπόν, ως παις επιβάλλεται στην αγιορείτικη εμπειρία του Σικελιανού με όλα τα φορτία που η φιλοσοφική, θεολογική, χριστιανική και λογοτεχνική αποτύπωση της παιδικότητας ενέχει στην ανθρώπινη σκέψη και αναζήτηση. Επιτρέψτε μου να τονίσω με τον τρόπο του σύγχρονου ποιητή Διονύση Καψάλη ότι «η παιδική ηλικία ως συνολική μεταφορά για την κατανόηση του κόσμου υπάρχει ανέκαθεν».[18] Ο ηρακλείτειος λόγος το καταθέτει περιτράνως· το περίφημο χωρίο: Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιλίη (=ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια ρίχνοντάς τα. Η βασιλεία ανήκει στο παιδί) διαθλά στο ευρύ πεδίο των νοηματοδοτήσεών του όχι μόνον το συμπαντικό παιγνίδι του αινιγματικού κόσμου μας ως διαρκούς γίγνεσθαι και είναι αλλά και την εικόνα ενός Αιώνιου Παίκτη, ο οποίος στη φιλοσοφική και ποιητική σκέψη του Κώστα Αξελού, αντιστοιχεί με τον «λόγο», «τη θεϊκή σοφία των Παροιμιών του Σολομώντος στην Παλαιά Διαθήκη» που «απευθύνεται στα παιδιά του θεού και των ανθρώπων-προτού, στην Καινή Διαθήκη, το παιδί Ιησούς καλέσει όλα τα παιδία να έλθουν προς εκείνον, τι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία (τῶν οὐρανῶν), και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο κηρύξει την κυβερνώσα ταυτότητα του Λόγου και του Θεού».[19] Η βαρύνουσα σχέση του Χριστιανισμού με τα παιδιά εμβόλισε ακόμη και τη σκέψη του ανήσυχου αθεϊστή Μαρξ, ο οποίος φέρεται, κατά την τριτότοκο κόρη του, να είχε δηλώσει ότι «παρ’ όλα αυτά μπορούμε να συγχωρέσουμε στον Χριστιανισμό πολλά, γιατί μας δίδαξε να αγαπούμε τα παιδιά».[20]
Αυτή, λοιπόν, η θειότητα και θεότητα του παιδιού, του αιωνίου και προαιωνίου Λόγου, του παιδός που ανδρίζεται και κραταιούται όντας συγχρόνως παιδίον νέον και προ αιώνων Θεός, έθελξε τον Σικελιανό που θα προσυπέγραφε τα λόγια του αρχιερέα, κατά τον Διονύση Καψάλη, της νεωτερικότητάς μας, του Καρόλου Μπωντλαίρ. Παραθέτω από το Δοκίμιο του Καψάλη:[21]

Η ανάρρωση είναι σαν επιστροφή στην παιδική ηλικία. Ο αναρρωνύων, όπως ακριβώς το παιδί, απολαμβάνει στο μέγιστο την ικανότητα να ενδιαφέρεται ζωηρά για όλα τα πράγματα, ακόμη και τα πιο ασήμαντα. Το παιδί βλέπει τα πάντα σαν καινούρια· είναι διαρκώς μεθυσμένο... Αλλά η μεγαλοφυία δεν είναι άλλο παρά η παιδική ηλικία που ανακτάται κατά βούλησιν, μια παιδική ηλικία η οποία, για να εκφραστεί, προικίζεται με όλα τα όργανα της ανδρότητας.

Με όλα αυτά τα όργανα της ανδρότητας προικισμένος, ο ποιητής-παις Σικελιανός εισέρχεται στο Άγιον Όρος και μπαίνει ολόψυχος και ολόσωμος στον Ναό της Μονής Σταυρονικήτα, βλέποντας και βιώνοντας σύγκορμα, όπως γράφει αργότερα στη Συνείδηση της Πίστης (βλ. V Μάνα του Γιου του Ανθρώπου, στίχ. 117-120):

Του Δωδεκάχρονου Παιδιού
το ζύγιασμα της ζήσης το λαμπρό,
οπού στα κάλλη του εβλαστόδενε
τα μέλη του Παντός!

Για να συνοψίσω σχετικά με την εμπειρία αλλά και την ποιητική έμπνευση του Σικελιανού στο Άγιον Όρος, θα έλεγα ότι η μυστική εμπνοή ενός μύστη ποιητή διαποτίζει όλο το οδοιπορικό του σε αναγκαία ασφαλώς μείξη με τις όποιες ρεαλιστικού τύπου πληροφορίες και εμπράγματες σημειώσεις. Υπερτερεί ωστόσο ο ποιητικός μυστικισμός, ο λυρικός τόνος, η πνευματική φιλομάθεια, οι μυθικές, διαπολιτισμικές συζεύξεις. Το αφελές ερώτημα: ποιος Σικελιανός επισκέφθηκε τελικά το Άγιον Όρος; Ο ποιητής ή ο χριστιανός[22], δεν μπορεί να έχει ως απάντηση παρά τη ρήση του σύγχρονού μας Αγίου Πορφυρίου: «Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής».[23]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: