Shaman's Blues

Η διώροφη κατοικία των Σικελιανών στους Δελφούς
Η διώροφη κατοικία των Σικελιανών στους Δελφούς


Αν και, ομο­λο­γου­μέ­νως, έχει γρά­ψει πολ­λά ανε­πί­λη­πτα ποι­ή­μα­τα («Η αυ­το­κτο­νία του Ατζε­σι­βά­νο» μου έρ­χε­ται πρώ­τη στο μυα­λό), ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός δεν εί­ναι ένας ποι­η­τής στον οποίο επι­στρέ­φω και, κα­λώς ή κα­κώς, εί­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο εξοι­κειω­μέ­νη με την μυ­θο­λο­γία που πε­ρι­βάλ­λει το πρό­σω­πό του πα­ρά με το ίδιο το έρ­γο του. Σε μια συ­νέ­ντευ­ξη που έδω­σε η δι­σέγ­γο­νή του Eleni Sikelianos, Αμε­ρι­κα­νί­δα ποι­ή­τρια, στον Σαμ­σών Ρα­κά,[1] βρή­κα συ­μπυ­κνω­μέ­νους σχε­δόν όλους τους πι­θα­νούς λό­γους: «Από όσα έχω δια­βά­σει, βρί­σκω πο­λύ ωραία ση­μεία που ανα­βλύ­ζουν ένα αί­σθη­μα γνή­σιας ενό­τη­τας με τον κό­σμο, αλ­λά εντο­πί­ζω κι ένα εί­δος πα­τριω­τι­σμού, κά­τι στομ­φώ­δες κι ένα έντο­νο αρ­σε­νι­κό εγώ.» Ο Σι­κε­λια­νός μάλ­λον διέ­θε­τε μια συ­γκλο­νι­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα αν πι­στέ­ψου­με τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, ο οποί­ος έλε­γε γι’ αυ­τόν: ήταν ένας άν­θρω­πος που εί­χε μεί­νει ακέ­ραιος, σαν βρέ­φος, χω­ρίς νεύ­ρω­ση, με έναν ψυ­χι­σμό άμε­σο που επι­κοι­νω­νού­σε με την φύ­ση και τα όντα. Ήταν ένα ζω­τι­κό φαι­νό­με­νο. Όχι ένας «ποι­η­τής» της τά­δε ή της δεί­να σχο­λής.[2] Αυ­τή η προ­σω­πι­κό­τη­τα προ­σείλ­κυ­σε τη νε­ράι­δα Εύα Πάλ­μερ στη ζωή του και έκα­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα όνει­ρο τό­σο τρε­λό και απα­τη­λό όσο η ανα­βί­ω­ση των Δελ­φι­κών Εορ­τών. Πά­ντως το 2004, όταν πρω­το­διο­ρί­στη­κα ως φι­λό­λο­γος στην Άμ­φισ­σα, έσπευ­σα να προ­σκυ­νή­σω το σπί­τι του στους Δελ­φούς (που εί­χε στο με­τα­ξύ με­τα­τρα­πεί σε μου­σείο), εί­δα τον αρ­γα­λειό και το πιά­νο της Εύ­ας, ανα­ρω­τή­θη­κα αν υπάρ­χουν σε κά­ποιο μέ­ρος της γης από­γο­νοί του και στρώ­θη­κα να δια­βά­σω τον Ιε­ρό Πα­νι­κό.[3] Δεν εί­χα ακό­μη εκ­δώ­σει το πρώ­το μου βι­βλίο και θα ήταν αδύ­να­τον να φα­ντα­στώ ότι μελ­λο­ντι­κά θα γνώ­ρι­ζα την Eleni Sikelianos από κο­ντά και θα συμ­με­τεί­χα μα­ζί της σε μια ανά­γνω­ση ποι­η­μά­των στο λό­φο του Φι­λο­πάπ­που. Η πε­ρί­πτω­ση του Σι­κε­λια­νού δεν έπα­ψε πο­τέ να μου γεν­νά με­λαγ­χο­λι­κά ερω­τή­μα­τα όπως: Υπάρ­χουν ποι­η­τές «της μό­δας» που η πα­ρέ­λευ­ση του χρό­νου τούς γκρε­μί­ζει από το βά­θρο τους; Πό­σο εύ­κο­λα δια­βά­ζε­ται σή­με­ρα η δη­μο­τι­κή των στί­χων του, γε­μά­τη λέ­ξεις που πλέ­ον ηχούν πα­λιο­και­ρί­σιες και ποι­η­τι­κί­ζου­σες; Πό­σο υπεύ­θυ­νος ήταν ο ίδιος για την δη­μιουρ­γία του μύ­θου του; Υπήρ­ξε θε­α­τρί­νος ή αγνός μύ­στης; Πί­στευε σο­βα­ρά ότι ο σα­μά­νος-ποι­η­τής μπο­ρεί να ανα­στή­σει και νε­κρούς; (Εί­ναι γνω­στό ότι εί­χε πε­ρά­σει μια ολό­κλη­ρη νύ­χτα προ­σπα­θώ­ντας να δώ­σει το φι­λί της ζω­ής σε έναν πε­θα­μέ­νο ρά­φτη). Δεν ξέ­ρω, δεν απα­ντώ. Sic transit gloria mundi. Ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, ακό­μη και αν από αύ­ριο αρ­χί­σω να με­λε­τώ συ­στη­μα­τι­κά τα Άπα­ντά του, θα πα­ρα­μεί­νει πά­ντο­τε για μέ­να ένα γοη­τευ­τι­κό αί­νιγ­μα. Χαί­ρο­μαι που το ποι­η­τι­κό του γο­νί­διο επέ­ζη­σε σε μια γυ­ναί­κα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: