Άγγελος Σικελιανός: Η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων στην ποίησή του

Άγγελος Σικελιανός: Η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων στην ποίησή του

Αρχές Μαρτίου 1909, με το ποιητικό του έργο Αλαφροΐσκιωτος, ο εικοσιπεντάχρονος Άγγελος Σικελιανός, έκανε την επίσημη εμφάνισή του στα γράμματά μας. Αυτό το ποιητικό έργο, επέβαλε αμέσως τον δημιουργό του σαν μια ξεχωριστή μορφή του νεοελληνικού Λυρισμού.
Με κέντρο το ανθρώπινο σώμα, η αισθαντικότητα του ποιητή: αγκαλιάζει τα αισθητά και τα νοητά, τις άπειρες όψεις της φύσης, το οικείο του περιβάλλον, ζει σε «μυστική επικοινωνία με το Παν». Τα ισχυρά βιώματα και η πλησμονή της νεότητας, η πολύπτυχη παιδεία του –αναμφίβολα, σπάνια για τόσο νέο δημιουργό– η ανάπτυξη μιας μεθόδου λυρικής εποπτείας που, τα επόμενα χρόνια, θα λάβει διαστάσεις κοσμοθεωρίας, ο γλωσσικός πλούτος μιας εύρωστης, πυκνής έκφρασης (εν μέσω της «αυθάδειας» του Δημοτικισμού), ποιητικές εικόνες ανεπτυγμένες σε λαμπερές λυρικές μονάδες, το ιδιόμορφο στιχουργικό σχήμα («ελευθερωμένων δεκαπεντασύλλαβων» ιαμβικού ρυθμού και μετρικά ποικίλων στίχων), η ικανότητα του ποιητή να υψώνει τα πάντα σε μιαν όλβια ατμόσφαιρα λυτρωτικής ομορφιάς, δίνουν στο έργο θεμελιακή σημασία, όχι μόνο ως προς τη θέση του στον Λυρικό Βίο του Σικελιανού, αλλά και συνολικά στη νεοελληνική ποίηση.
Με τον απόηχο της κριτικής υποδοχής του Αλαφροΐσκιωτου, που, όπως συμβαίνει πάντα στον τόπο μας, σε περιπτώσεις σπουδαίων έργων, ήταν και διθυραμβική αλλά και βιτριολική, λόγω ευεξήγητου φθόνου, ο Σικελιανός θα περάσει το χρονικό διάστημα από το 1910 ως το καλοκαίρι του 1912, κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία, γνωρίζοντας εκ του σύνεγγυς τον πολιτισμό τους, τον μουσειακό τους πλούτο, και συλλέγοντας εκδόσεις –είναι γνωστό ότι υπήρξε ένας μεθοδικός αναγνώστης ολοζωής (όπως μου είχε αναφέρει η Άννα Σικελιανού, από αναμνήσεις του Άγγελου, ο ποιητής επέστρεψε στην Ελλάδα με περισσότερα από 1.500 βιβλία των σημαντικότερων εκδόσεων της εποχής). Ο γάμος του με την εύπορη Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ τού έδιδε την δυνατότητα αυτών των κινήσεων. Τα χρόνια εκείνα γνώρισε και προσωπικότητες της εποχής, όπως τον Ιταλό ποιητή Gabriele D’Annunzio, και τον Γάλλο Auguste Rodin, τον κορυφαίο γλύπτη των τελευταίων αιώνων (για τον οποίο θα γράψει τρία έξοχα αισθητικά δοκίμια).[1]
Επιθυμώντας μια δημιουργική συνέχεια εφάμιλλη του Αλαφροΐσκιωτου, ο Σικελιανός ήταν εκείνο το διάστημα αφιερωμένος σ’ ένα έργο –τα αθησαύριστα στοιχεία του οποίου έφερα στο φως το 2000– με τίτλο «Η σκιά του Αχιλλέως» (ας επισημάνω ότι και ο Σολωμός είχε αποπειραθεί να γράψει ποίημα με αυτό τον ομηρικής εμπνεύσεως τίτλο). Το έργο τούτο αποτελεί, πιθανώς, μια πρώτη μορφή του Προλόγου στη Ζωή, που θα αρχίσει να δημοσιεύει από το 1915. Τη «Σκιά του Αχιλλέως» είχε διαβάσει –σε κάποια μετάφραση– ένας από τους σημαντικότερους τότε κριτικούς της Γαλλίας, ο Remy de Gourmont, και εξέφρασε με επιστολή την θετική του γνώμη.[2]

Ο Σικελιανός έγραφε στις 4/17 Μαΐου 1913, στον Στέφανο Πάργα, εκδότη των Γραμμάτων Αλεξανδρείας, με τα οποία είχε ήδη ξεκινήσει πυκνή συνεργασία:

    Αγαπητέ μου Κύριε Πάργα,
                Σας στέλνω, έπειτ’ απ’ το τηλεγράφημά μου, σήμερα, τη συνέχεια μιας κουβέντας μου με το Rodin κι ετοιμάζω να σας στείλω την ανάλυση του «Ίσκιου του Αχιλλέα», που θα ’πρεπε να ’χε τελειώσει από καιρό, αν αλήθεια δεν ήμουν απασχολημένος ανιαρότατα τον ύστερο καιρό, με το στρατό.
                Δεν έχετε παρά να με ειδοποιήσητε, με τη συνηθισμένη καλοσύνη σας, πότε θα βγάζετε τα Γράμματα. Αλλά, υποθέτω, πως σε 4 ώς 5 μέρες από σήμερα, θα μπορέσω να σας στείλω τουλάχιστον τον πρόλογο και αν θέλετε Φραντσέζικα το γράμμα του Gourmont. […][3]

Ήδη με το βενιζελικό διάταγμα γενικής επιστρατεύσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 1912 (σε ισχύ τότε το Ιουλιανό Ημερολόγιο), ο εικοσιοκτάχρονος Σικελιανός, έπειτα από αρκετές, προφανώς, αναβολές, βρίσκεται να υπηρετεί την θητεία του, αρχικώς στο Μεσολόγγι, και από τις αρχές του 1913 στην Αθήνα, στον 17ο Λόχο προσκολλήσεως, που «στρατωνίζεται εις το Πανεπιστήμιο», όπως αναφέρει ο ίδιος σε γράμμα του τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς.[4] 
Το ίδιο διάστημα ντύνονται στο χακί και οι περίπου συνομήλικοί του γνωστοί ποιητές: ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Σκίπης, και ο Λαπαθιώτης. Ο Καζαντζάκης, χάρη στην γνωριμία του —και της συνάφειά τους στην Τεκτονική Στοά Αθηνών— με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα υπηρετήσει την θητεία του στο πρωθυπουργικό γραφείο.[5] Ο Βάρναλης στην Αθήνα και στη Λήμνο. Αργότερα, στο αφήγημά του Φιλολογικά απομνημονεύματα, θα περιγράψει με σπαρταριστά γλαφυρό τρόπο τις αντιηρωικές στρατιωτικές του περιπέτειες εκείνης της εποχής, ανάμεσα σε συναδέλφους όπως ο Σωτήρης Σκίπης.[6] Περιγραφή της ακύμαντης θητείας του, επί Βαλκανικών Πολέμων, στην Αθήνα, έχομε και από τον Λαπαθιώτη στο κείμενό του Η ζωή μου.[7] 
Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν όλοι οι δημιουργοί είναι ασφαλώς η συμμετοχή με την πένα τους στα καταιγιστικά γεγονότα της εποχής. Οι εφημερίδες έφερναν διαρκώς σε κάθε σπίτι τα μυθικά ονόματα τόπων που μάχεται ή κατακτά ο ελληνικός στρατός: Μπιζάνι, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Κοζάνη, Δρίσκος, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη — τόποι που σημαδεύονται από τις διθυραμβικές περιγραφές των αγώνων, η αναφορά των οποίων μαγνήτιζε το νου και τις καρδιές των Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Ο πενηντατριάχρονος Κωστής Παλαμάς, η κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της εποχής, κρατά αποστάσεις από την επικαιρότητα και γνωστοποιεί τους λόγους στον Νουμά, στις 3 Νοεμβρίου 1912:

                […] Εξαίρεση κάνει η ποίησή μας η εμπνευσμένη από τον έρωτα και από τη δόξα της Ελληνικής πατρίδας. Η ποίησή μας από το Ρήγα και το Σολωμό ίσαμε σήμερα ακολουθεί μια παράδοση, έχει κάποια δική της φυσιογνωμία, ξεχωρίζει.
                Η ποίηση τούτη, στα έργα τα ωραιότερα και στα πιο βαθιά σφραγισμένα με την εθνική συνείδηση και με τη χρυσή βούλλα της τέχνης, σπάρθηκε βέβαια πάντα σε μέρες πατριωτικής ενέργειας και εθνικών ενθουσιασμών, μα σχεδόν φανερώθηκε σε τρόπο που θυμίζει την αλήθεια του λόγου του ποιητή: η σκέψη γοργή, η τέχνη αργή· όχι αυτοσχέδια, όχι πρόχειρα, όχι δημοσιογραφικά. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού δεν ξεφύτρωσε με τούς πρώτους κρότους των καρυοφυλλιών της Αγίας Λαύρας, με τα πρώτα αστραπόβροντα του 21. Η χρονολογία του είναι: «Μάης 1823». Αριστούργημα σαν τούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους» σχεδιαζόταν, γραφόταν, ξαναγραφόταν, χτενίζονταν, σμιλευόταν, ήσυχα, γαληνά, σπουδαστικά χρόνια και χρόνια ύστερ’ από το τέλος του μεγάλου μας Αγώνα. Το αριστοτέχνημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866, ο «Όρκος» του Μαρκορά, φάνηκε μια και καλή στα 1875. […]
                Πολύ καλά γνωρίζω πώς ο μεγάλος μας αγώνας ο τωρινός έκαμε να κυκλοφορούνε στις εφημερίδες παντός είδους στιχουργήματα, τα περισσότερα βέβαια αρκετά σαχλά και απελπιστικά μέτρια. Μα η ενέργεια και η αξία της ποίησής μας δε θα κριθεί από τα μέτρια και από τα κοινά έργα, που είναι πλήθος, αλλ’ από τα καλά της κι από τα γνήσια, όσο κι αν είναι σπάνια και αραιά. Έτσι γίνεται παντού. Και μέσα στο πλήθος αυτό βρίσκονται τρία ή τέσσερα άξια να ειπωθούν πραγματικά ποιήματα. Και φτάνουν αυτά για ν’ αποκαταστήσουν την τιμή της νέας Ελληνικής Μούσας. […] Ένας ποιητής μπορεί να χύνει, βέβαια, κάποιο λυρισμό στη χρονογραφική, μέρα με τη μέρα, παρακολούθηση των γεγονότων, μα το έργο τούτο το εκτελεί ζωηρότερα, σπουδαιότερα, αποτελεσματικότερα, ο δημοσιογράφος, πιο πολύ τώρα με την προκοπή και το απεριόριστο άπλωμα της επιρροής του τύπου. […].[8]

Ο Παλαμάς πράγματι, θα σταθεί εξαιρετικά φειδωλός σε επικαιρικές δημοσιεύσεις. Στο έργο του Η Πολιτεία και η Μοναξιά, που παρουσιάστηκε στα τέλη του 1912, δεν θα βρούμε παρά ψήγματα του κλίματος της εποχής.[9] 
Ο Σικελιανός, μολονότι εξαιτίας των υψηλόφρονων δημιουργικών του στοχεύσεων στον ορίζοντα της ελληνικής διάρκειας, θα ήταν ίσως ο τελευταίος που θα αναμέναμε να περάσει στη διάπυρη ζώνη της επικαιρικής ποίησης, αισθάνθηκε τότε την ανάγκη να αναδιατάξει τις εμπνεύσεις του. Ο στρατιώτης-ποιητής, εντάσσει άμεσα το λυρικό «εγώ» στο φλεγόμενο, συλλογικό «εμείς».

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, έγραψε και δημοσίευσε, τα ακόλουθα δώδεκα ποιήματα:

«Δέησις», εφ. Ακρόπολις, 7 Νοεμβρίου 1912. Ξανατυπωμένο στο περ. Ο Νουμάς, χρ. Ι΄, 17 Νοεμβρίου 1912, σ. 513.
«Ο Πόλεμος», εφ. Ακρόπολις, 14 και 15 Νοεμβρίου 1912. Ξανατυπωμένο με τον τίτλο «Θεσσαλία» στο περ. Ο Νουμάς, χρ. ΙΑ΄, 26 Ιανουαρίου 1913, σ. 14-16.
«Μαβίλης», εφ. Ακρόπολις, 6 Δεκεμβρίου 1912.
«Προσευχή για τα Γιάννενα», εφ. Νεολόγος Πατρών, 13 Δεκεμβρίου 1912.
«Στα Γιάννενα», εφ. Ακρόπολις, 23 Φεβρουαρίου 1913.
«Μνημόσυνο», «Παρηγορήτισσα», περ. Ο Νουμάς, χρ. ΙΑ΄, 23 Φεβρουαρίου 1913, σ. 37-38.
«Για τη Στέψη» (εφ. Εφημερίδα, 8 Μαρτίου 1913 – ο Κωνσταντίνος μόλις είχε στεφθεί Βασιλιάς).
«Εισόδια», περ. Ο Νουμάς, χρ. ΙΑ΄, 23 Μαρτίου 1913, σ. 61-62.
«Διθύραμβος», εφ. Ακρόπολις, 25 Ιουνίου 1913.
«Ρυθμός και ναός», εφ. Ακρόπολις, 6 Ίουλίου 1913.
«Πορτρέτο του Μαβίλη», περ. Γράμματα Αλεξανδρείας, τόμ. Β΄, Δεκέμβριος 1913, σ. 177.[10]

Τα δέκα εξ αυτών, θα κρίνει ποιοτικά επαρκή για να ενταχθούν στον Λυρικό Βίο, το 1946, στις ενότητες που θα επιγράψει: «Επίνικοι Α΄ (1912-1913)» και «Νέκυια Α΄ (1910-1925)».

Ήδη από τους τίτλους: «Δέησις», «Προσευχή για τα Γιάννενα», «Μνημόσυνο», «Παρηγορήτισσα», «Εισόδια», μπορούμε να επισημάνουμε την χριστιανική κατεύθυνση που θα φέρει στο νέο δημιουργικό του πεδίο — ανύπαρκτη στον Αλαφροΐσκιωτο, μολονότι τη διαβλέπομε, στην ευλαβική βίωση της λαϊκής ζωής που διαπνέει το έργο. Μια τάση η οποία, περνώντας από τα φίλτρα του συγκρητισμού, σε λίγα χρόνια θα συγκροτήσει έργα, όπως το Μήτηρ Θεού και το Πάσχα των Ελλήνων.
Η παρουσία της Θεοτόκου και του Υψίστου στα σικελιανικά ποιήματα των Βαλκανικών Πολέμων, εναρμονίζεται βέβαια και με την «Μεγάλη Ιδέα»: η πορεία του ελληνικού στρατού θα εκπλήρωνε την αποστολή της την ημέρα που, τόσους αιώνες έπειτα από την Άλωση, θα λειτουργούσε και πάλι η Αγία Σοφία. Ο ποιητής έκλεινε το πρώτο ποίημα της σειράς αυτής, τη «Δέηση», με τους στίχους:

                […] του Δίκαιου Μάνα,

                Άκου κι ευλόγα! Ως στάχυα γείραμε όλοι
                
στο μεγάλο άξαφνό Σου δροσοβόλι.
                
Κατέβα, Δίκαιε! Σάλεψε στην Πόλη!
                
Κάμε ν’ ακούσουμε, ν’ ακούσουμε όλοι,
                
και της Αγια-Σοφιάς Σου την καμπάνα.[11]

Ο Σικελιανός ασφαλώς επιθυμούσε τα δώδεκα ποιήματά του, να φτάσουν σε ένα πλατύτερο κοινό (γι’ αυτό άλλωστε παρέδωσε τα περισσότερα στον διευθυντή της Ακροπόλεως, φίλο του Βλάση Γαβριηλίδη, και στον επίσης φίλο του εκδότη του Νουμά, Δημήτρη Ταγκόπουλο).[12] Επέλεξε συνάμα, για λόγους προφανείς, παραδοσιακά μετρικά σχήματα με κύριο στίχο τον ενδεκασύλλαβο. Οι πρωτοποριακές μορφικές αναζητήσεις στον Αλαφροΐσκιωτο του 1909 και στις Συνειδήσεις των ετών 1915-1917, δεν έχουν θέση στις εμπνεύσεις των περιστάσεων.
Στα περισσότερα από τούτα τα δημιουργήματα, ο Σικελιανός, αφήνοντας τον χαρισματικό «ένθεο» εαυτό, προβάλει με τρυφερότητα την ιδιότητα του απλού στρατιώτη. Κλείνει τους ελεγειακούς στίχους του «Μνημοσύνου», με τις εικόνες των νεκρών της Μάχης:

                […]
                Ίσκιοι του Σαρανταπόρου, όπου βράχοι

                από τον Όλυμπο ως την Αϊτοράχη
                
ξυπνάτε και σαλεύετε οι πεσμένοι…

                Δεχτήτε, ω άγιοι, στης νυχτός τα σκότη,
                
μνημόσυνο από ’νανε στρατιώτη
                
που δέεται με ψυχή γονατισμένη!
 [13]

Το πλέον ιδιόμορφο θεματικά ποίημα, είναι εκείνο που επιγράφεται: «Ρυθμός και Ναός», αφιερωμένο στον Σερβοκροάτη γλύπτη Ιβάν Μέστροβιτς, γραμμένο σε οκτάστιχες στροφές δεκαπεντασύλλαβων. Μια ψυχική κίνηση προσεταιρισμού και εγκαρδιώσεως, μέσω της τέχνης, του κύριου συμμάχου της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Κατά το διάστημα της συνθέσεως και δημοσιεύσεως των ποιημάτων αυτών, ο Σικελιανός, μολονότι γνώριζε τις προφανείς επικαιρικές τους διαστάσεις, πιθανώς κι εξαιτίας της απήχησής τους (που σήμερα δεν μπορούμε να γνωρίζομε ποια ήταν), τους απέδιδε ιδιαίτερη σημασία• είχε μάλιστα σκεφθεί την αυτοτελή έκδοσή τους.

Από την πολύτιμη αλληλογραφία του με τον εκδότη του περιοδικού Γράμματα Αλεξανδρείας, Στέφανο Πάργα, αποσπώ ορισμένα σημεία. Έγραφε ο ποιητής στις 4/17 Μαΐου 1913:

                Δεν είναι και πολύς καιρός που ευδόκησεν, ως φαίνεται, από το «καλάθι», να μου στείλει η Ακρόπολις ένα γράμμα του κ. Χρίστου Ζερβού, καθυστερημένο — λίγους μόνο μήνες! Στο γράμμα αυτό, ό γλυκός αυτός νέος, που πολύ θα επιθυμούσα να μου λέγατε τη διεύθυνσή του, γιατί αισθάνομαι την υποχρέωση να του απαντήσω, μου ’γραφε το ευγενικό σας ενδιαφέρον για τα λίγα ποιήματα που μου υπαγόρευσε η συνείδησή μου το στερνόν αυτό καιρό. Μου έλεγε πως θα θέλατε να τα ξαναδημοσιέψετε. Αλλά αυτό το ’κανε μόνος του ο Νουμάς. Δε νομίζετε λοιπόν ότι η ανατύπωση θα περίσσευε εντελώς; Εκτός αν τα Γράμματα, αφού εξέφρασαν τέτοια τιμητική για μένα επιθυμία — κι επειδή θα εσκόπευα να τα συγκεντρώσω σ’ ένα τεύχος [εννοεί: βιβλίο] να ανελάμβαναν το τελευταίο αυτό (μ’ όλο το φόβο που έχω μήπως η προθυμία ασχημίζει, δείχνοντας επιβαρυντική στην ευγένειά σας), αφού πρώτα εξασφαλίσω τέλεια, ότι τα «Γράμματα» δεν ήθελαν καταβάλει και το ελάχιστο υλικό. [14]

Να προσθέσω ότι ο αναφερόμενος από τον Σικελιανό Αλεξανδρινός Χρίστος Ζερβός (1891-1970), ιδρυτής αρχικά και συνεργάτης των Γραμμάτων, δεν είναι άλλος από τον διάσημο μετέπειτα τεχνοκριτικό Christian Zervos. Η δραστηριότητα του οποίου στους παρισινούς εικαστικούς κύκλους και η έκδοση του περιοδικού Cahiers d'Αrt (Τετράδια Τέχνης, 1926-1960), συνέβαλαν ουσιαστικά στην καθιέρωση της Μοντέρνας Τέχνης (ανάλογο ρόλο διαδραμάτισε, όπως ξέρομε, και ο Μυτιληνιός Στρατής Ελευθεριάδης-Tériade).

Από τα γραφόμενα του Σικελιανού, στην επιστολή αυτή κρατώ την σημασία που απέδιδε στα «πολεμικά» του ποιήματα, που, τα περισσότερα, θα παρουσιαστούν για τρίτη φορά σε λίγους μήνες — δημοσιευμένα στην Ακρόπολι, στον Νουμά και στα Αλεξανδρινά Γράμματα.

Στις 23 Ιουλίου 1913, έγραφε ξανά στον Πάργα:

                Αγαπητέ μου Κύριε Πάργα,
                Είναι καιρός πολύς που θα ’πρεπε να ’χα απαντήσει, αλλ’ ο ερχομός των δικών μου μ’ απασχόλησε πολύ. Σας στέλνω σήμερα διορθωμένο το «Διθύραμβο». Με ρωτάτε συνάμα, γιατί να δημοσιεύονται [τα ποιήματά μου] σε εφημερίδες. Καμία ανάγκη άλλη, παρά πως η ειλικρίνειά μου δεν τους αρνείται κάποια επικαιρότητα. Μου λέτε πως βρίσκετε καλό να ’γραφε ο Καμπάνης ένα πρόλογο. Αλλά όση φιλία και εκτίμηση αν με συνδέει μ’ έναν άνθρωπο, είναι ασυμβίβαστο μ’ εμέ να του υποδείξω τέτοιο πράγμα. Θέλετε να του γράψετε σεις; Είναι άλλο. Και καλύτερα να πείτε σεις ή όποιος νομίζετε άλλος απ’ τα Γράμματα, τη γνώμη σας. Είσαστε ελεύθερος. Εγώ δεν έχω να πω παρά πως τα ’γραψα με Χαρά
. [15]

Την Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 1913, στην εφ. Ακρόπολις, πιθανότατα γραμμένο από τον Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται το ακόλουθο κείμενο:

ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ
Ο ποιητής κ. Άγγελος Σικελιανός μάς ετοιμάζει νέον βιβλίον με τα πολεμικά του ποιήματα, εκ των οποίων πολλά εδημοσίευσε και η Ακρόπολις. Το νέον βιβλίον του πλαστικού [sic] ποιητού μας, εκτυπώνεται με την τόσην φιλοκαλίαν και πολυτέλειαν του Αλαφροΐσκιωτου, η οποία είχε σημειώσει σταθμόν εις την εκδοτικήν ιστορίαν της Ελλάδος
. [16] 


Τα «πολεμικά ποιήματα» του Σικελιανού, δεν τυπώθηκαν σε αυτοτελή τόμο, αλλά αναδημοσιεύθηκαν στα Γράμματα: («Δέηση», «Θεσσαλία», «Προσευχή για τα Γιάννενα», «Μνημόσυνο», «Παρηγορήτισσα», «Εισόδια», «Διθύραμβος», «Ρυθμός και Ναός») στο τεύχος 17-20, τον Δεκέμβριο του 1913, με ένα προλογικό κείμενο του κριτικού Άριστου Καμπάνη.
Μήνες αργότερα, από το προηγούμενο ιουλιανό γράμμα, στις 25 Νοεμβρίου 1913, ο ποιητής, με την ολοκλήρωση της θητείας του, έγραφε πάλι στον Πάργα:

                Αγαπητέ μου Κύριε Πάργα,
                Ελευθερωμένος από το στρατό, φεύγω αύριο για την Ολυμπία. Η ανάγκη της συγκέντρωσης [και] της εξακολούθησης του αληθινά σημαντικού έργου, μού επιβάλλει αυτή τη μόνωση. Από κει, αφού μείνω κάμποσο καιρό, θα φύγω για να συνεχίσω στο Μυστρά. Την ερχόμενη άνοιξη ελπίζω να ’ρτω να σας ιδώ!

                Θα καταλάβατε πως η κοινωνία μου με την συγκίνηση απ’ τον πόλεμο, εξέφευγε, αν και βαθιά δικαιολογημένα, απ’ τη συγκεντρική μου δύναμη.
 [17] 

Η τελευταία φράση του γράμματος φανερώνει τους νέους προσανατολισμούς του Σικελιανού, τους οποίους επιθυμούσε να ακολουθήσει αμέσως μετά την απόλυσή του από τις τάξεις του στρατού. Επιδιώξεις που δημιούργησαν έργα όπως: ο Πρόλογος στη Ζωή και η ενότητα της «Αφροδίτης Ουρανίας».


Θα σταθώ σε δύο ποιήματα της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, ποιήματα που έχουν κάποια πλατύτερη σημασία, καθώς σχετίζονται με τον λογοτεχνικό, ιδεολογικό, και πολιτικό ορίζοντα του Σικελιανού.
Το πρώτο, με τίτλο «Εισόδια», είναι αφιερωμένο στον γαλαζοαίματο Κωνσταντίνο. Για το ποίημα αυτό επέλεξε ένα μικτό είδος λυρικού και δραματικού λόγου, ίσως αδυνατώντας να το στιχουργήσει ολόκληρο, εξαιτίας των επικαιρικών περιστάσεων. Ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, διάδοχος τότε του θρόνου, εισήλθε στα ελευθερωμένα Ιωάννινα στις 23 Φεβρουαρίου 1913, ενώ το ποίημα του Σικελιανού δημοσιεύθηκε στον Νουμά, ακριβώς ένα μήνα αργότερα, στις 23 Μαρτίου 1913, με τη σημείωση:

                Τον ωραίο τίτλο έδωσε στο ποίημα ο φίλος μου Καμπάνης, σαν του το πρωτοδιάβασα στην Κηφισιά. Το ποίημα γράφτηκε τη μέρα που μπήκε ο τότε Διάδοχος στα Γιάννενα. Εδόθηκε να τυπωθεί, αλλά το χειρόγραφο χάθηκε. Μ’ όλο που του λείπει ο συγχρονισμός το δημοσιεύω τώρα. [18]

Εικάζω ότι σε αυτό το ποίημα ο Σικελιανός επεδίωξε ένα είδος αναλογίας με το σολωμικό έργο, όπως το παρουσίασε εκδοτικά ο Ιάκωβος Πολυλάς. Στο πολυφωνικό ετούτο δημιούργημα, με στιχουργική ποικιλία (κυρίως ιαμβικών ενδεκασύλλαβων και δεκαπεντασύλλαβων), μέσα σε αναστάσιμη ατμόσφαιρα, στην οποία μαζί με τους Ηπειρώτες μετέχει και ο ίδιος ο ποιητής: δοξάζεται, αποθεώνεται, ο Ελευθερωτής αρχιστράτηγος.
Ο Κωνσταντίνος, διάδοχος του Θρόνου στο ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων, και από τις 5 Μαρτίου 1913, βασιλιάς, έπειτα από την δολοφονία του Γεωργίου του Α΄, εξιδανικεύεται κι εξυμνείται από τον Σικελιανό σε αδιάλειπτα υψηλούς τόνους. Εκ των υστέρων, έχοντας και την ιστορική πείρα, μπορούμε να αποτιμήσομε διαφορετικά μια προσωπικότητα με ενεργό ρόλο στη δημόσια ζωή, να της προσάψομε αυτή ή εκείνη την κατηγορία. Το σωστότερο είναι, να δούμε το πρόσωπο εντός των συγκεκριμένων γεγονότων. Και ο Κωνσταντίνος, την στιγμή που γράφονται τα ποιήματα του Σικελιανού, είναι ο στρατηλάτης που σε συνεργασία με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, κοντά στους απλούς στρατιώτες, μέσα στις άγριες καιρικές συνθήκες του χειμώνα 1912-1913, επιλέγοντας μαζί με τους άλλους αξιωματικούς, καίριες λύσεις τακτικής, οι οποίες οδηγούσαν τον ελληνικό στρατό από νίκη σε νίκη. Συνάμα, οι συγκυρίες οδήγησαν έτσι τα πράγματα, που και το ίδιο το όνομά του, να ταιριάζει με τους εξημμένους πόθους της Μεγάλης ιδέας, ως μετενσάρκωση του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, που είναι «μοιραμένος» να οδηγήσει τους Έλληνες στην Αγια-Σοφιά.
Ο Σικελιανός «αφιέρωσε» επίσης στον Κωνσταντίνο τα ποιήματα με τους τίτλους: «Στα Γιάννενα» (τυπωμένο στην Ακρόπολι, την ημέρα της εισόδου του διαδόχου στην ελευθερωμένη πόλη, στο ίδιο μορφικό σχήμα, με τα «Εισόδια» —αλλά ατελέστερο, και ίσως γι’ αυτό ο ποιητής δεν το επέλεξε για την έκδοση του Λυρικού Βίου—, όπως και το δεκατετράστιχο ποίημα «Για τη Στέψη», που γράφηκε με αφορμή την ενθρόνιση του νέου βασιλιά). Μεταγενέστερα, στη διάρκεια του Διχασμού, θα του «αφιερώσει» σειρά ποιημάτων, αποκηρυγμένων αργότερα• και στον ζόφο της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα γράψει το πεζό Ανοιχτό Υπόμνημα στην Μεγαλειότητά Του. Έκτοτε το άστρο του Κωνσταντίνου, υποχωρεί και εξαφανίζεται οριστικά από τη συνείδηση του Σικελιανού.

Παραθέτω την αρχή και το τέλος του ποιήματος:

                ΕΙΣΟΔΙΑ

Αλόγων ποδοβολητό, άξιος ρυθμός στης χαραυγής τη δόξα,
σαν ποταμός που φούσκωσε και σπάει των γεφυρών τα τόξα,

περνάει... Πλατύ παλμόν έχουνε τ’ άστρα

στον όρθρο το λευκότατο, πάνω απ’ τα έρμα κάστρα
...

Μπροστά απ’ των Γιάννενων την πύλη, σκιές σαλεύουν· μ’ αλαλαγμόν αμίλητο πληθαίνουν. Ένας γέροντας Ιερέας σκει το πλήθος, γονατίζει και φιλεί το χώμα, έπειτα ακουμπάει τ’ αυτί στη γη. Μουρμουρίζει σα σέ προσευχή:

                 [ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ]

Τους ακούω· κατεβαίνουν, κατεβαίνουν!


Σηκώνεται και ξαναλέει ολόγυρά του, υψώνοντας τα χέρια ολότρεμα:


Τους ακούω· κατεβαίνουν, κατεβαίνουν!

Στη χυμένη βοή ακούγονται λυγμοί, βαθιά αναφιλητά. Βαθύ το κλάμα βουίζει στα μηλίγγια των άντρων, κυλάει σα βρύση από τα μάτια τ’ αστείρευτα των γυναικών. Σιγά-σιγά ξεφέγγει. Οι σκιές χωρίζουν. Άντρες, γυναίκες και παιδιά προσδοκάν τον ερχομό των ελευθερωτών. Οι καλπασμοί ζυγώνουν. Ξάφνου ο ήλιος αναβράει, μεγάλος άγγελος θαμπωτικός, χτυπώντας τις φτερούγες του για να υψωθεί πάνω από κάμπους και βουνά. Όμοιος ο Αρχάγγελος που κύλησε την πλάκα του μνημείου, φαντάζει στα βρεμένα από τα δάκρυα πρόσωπα ωσά σε φύλλα απ’ την αυγινή δροσιά.

        Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΕΑΣ

Πάσχα, Κυρίου Πάσχα!

        ΜΙΑ ΦΩΝΗ
        απ’ όλα τα στήθη

Χριστός Ανέστη! Κύριος Ανέστη!

Το πλήθος αγκαλιάζεται και δίνει το αναστάσιμο φιλί. Ο ήλιος φωτάει τα Γιάννενα σαν κοιμητήρι π’ άδειασε από τους νεκρούς.

Μακριά βροντάει μια κανονιά· κι από τα βύθη πέρα,
εφτάδιπλος απλώνεται ο παλμός του θείου αέρα

του αεροπλάνου· ωσά μελίσσια μύρια,
μάγιο βαθύ ανοιξιάτικο, βογκάει η νικητήρια

αχώ, μιας Δόξας μουσική πλημμύρα...
Περνάει γοργό, σα φτερωμένη λύρα

του αλαφρωμένου Ανθρώπου, για ν’ ανοίξει,
στους ουρανούς, της Αρμονίας τη θύρα!

Ξάφνου, σ’ ένα ύψωμα, καβάλα, φαίνεται το Βασιλόπουλο. Του συγκερνάει την όψη, σφυροχτυπημένη από τον αλλεπάλληλο παλμό της Νίκης, το θαυμαστό χαμόγελο που είναι χυμένο στις μορφές των Ολυμπιονικών, των Ηρώων, των Ποιητών. Θερμός κ’ ελεύτερος όσο ποτέ είν’ ο πρωινός αέρας που αναπνέει Τα χείλη μισανοίγονται άθελα, καθώς των νικητών δρομέων στο τέρμα των αγώνων.
[…]

        ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Χριστός Ανέστη! Κύριος Ανέστη!

        ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

Σε περιμέναμε για να πεθάνουμε!

        ΟΙ ΓΡΙΕΣ

Σε περιμέναμε να κλείσουμε τα μάτια!

[…]

        ΑΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ

Τα παιδιά μας ευλόγα τα, ω, ευλόγα!
[…]

Έτσι το βασιλόπουλο επροβόδα
προς της αθάνατης χαράς τα ρόδα,

μπροστά στον ήλιο της καθάριας Δίκης,
κ’ εχαμογέλα σαν Ολυμπιονίκης,

σαν ο αθλητής π’ ο αγώνας έχει αγιάσει
στο φωτοκυλισμένο το γιορτάσι,

σαν ο Ποιητής, που, στης χαράς το πλάι,
σκύβει την όψη και δεν του κυλάει

το δάκρυ, αλλά κοιτάει, κοιτάει, κοιτάει,
κι αθώρητος κρυφοχαμογελάει!

Η φωνή τον Ποιητή περνάει κ’ υψώνει όλων τα μάτια προς τον ουρανό, στήνει τ’ αυτιά των αλόγων ωσά σάλπιγγα, γέρνει στο άτι του το Βασιλόπουλο, σαν τον Τοξότη, για ν’ ακούσει.

        Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Δόξα σοι, Κύριε, στην καθάρια πλάση!
Νικητή, η Λύρα μου όλη είν’ αναμμένη!

Μια φλόγα είν’ όλη! Και θα σε δοξάσει! [19]

Ας περάσομε στο δεύτερο ποίημα. Η ανάγκη εξύμνησης των μεγάλων νεκρών, των ιδανικών μορφών που ενσάρκωναν πολύτιμες όψεις της «Άνω Ελλάδας», είχε ήδη παρουσιαστεί στον Σικελιανό από το 1910, όταν δημοσίευσε μια ελεγειακή ωδή για τον ελληνολάτρη και αυτόχειρα Περικλή Γιαννόπουλο. Ο θάνατος του Λορέντσου Μαβίλη, που ο ποιητής του Αλαφροΐσκιωτου γνώριζε και προσωπικά, κινητοποιεί ξανά την έμπνευσή του. Ο Μαβίλης, φημισμένος πανελλήνια ως δημιουργός σονέτων, είχε συμμετάσχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 βρέθηκε στην επαναστατημένη Κρήτη, ενώ το 1897, με δικό του εθελοντικό σώμα, είχε τραυματιστεί σοβαρά στα βουνά της Ηπείρου. Χρόνια αργότερα, το 1910, εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Στις 16 Φεβρουαρίου 1911, ο λόγος του από το βήμα της Βουλής, για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για την δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος της εποχής.
Με το ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Μαβίλης, σε ηλικία πενήντα δύο χρόνων, αποφάσισε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του Μετώπου. Εντάχθηκε ως αξιωματικός στο εθελοντικό σώμα των Γαριβαλδινών (αποτελούμενο από ευρωπαίους φιλέλληνες —κυρίως Ιταλούς και Άγγλους— υπό τον Ριτσιότι Γκαρινμπάλντι), το οποίο υποδέχθηκε στην Αθήνα ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός. Στην εφ. Ακρόπολις, της 26ης Οκτωβρίου 1912, με τίτλο: «Ο κ. Βενιζέλος παραδίδων την σημαίαν εις τους Γαριβαλδινούς», περιγράφονται τα καθέκαστα της τελετής υποδοχής που πραγματοποιήθηκε στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, στο άρθρο αυτό δημοσιεύεται και η προσφώνηση του πρωθυπουργού στη λεγεώνα των ερυθροχιτώνων. Το σώμα των Γαριβαλδινών, με επικεφαλής τον Έλληνα αξιωματικό Αλέξανδρο Ρώμα, έλαβε μέρος στην μάχη του Δρίσκου, στην Ήπειρο, στην οποία από τις 26 έως τις 28 Νοεμβρίου 1912, έπεσαν δεκάδες Γαριβαλδινοί, ανάμεσά τους και ο Μαβίλης.
Το γεγονός έγινε γνωστό, μέσω του Τύπου, την 1η Δεκεμβρίου. Στις 2 Δεκεμβρίου στην Ακρόπολι, πρωτοσέλιδο, και προφανώς γραμμένο από τον Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται κείμενο με τίτλο: «Του έδωκαν τον θάνατον που ονειρεύετο». Παραθέτω τις πρώτες γραμμές:

                Εις το άγγελμα του θανάτου του ποιητού Μαβίλη, ενεθυμήθημεν την υπέροχον υποθήκην του φιλοσόφου αυτοκράτορος της Ρώμης: «Απόθνησκε ως βιωτικήν πράξιν επιτελών». Πράγματι τοιούτος θάνατος, θάνατος ηρωικού πολεμιστού αγωνιζόμενου δια την πραγμάτωσιν του ευγενεστέρου των φυλετικών ονείρων, θάνατος μακράν από την ευρωτιώσαν ατμόσφαιραν του νοσοκομείου, θάνατος υπαίθριος, θάνατος υπό το φως, ήτον ωσάν μία λαμπρά, πολυφώτεινος, ακτινωτή εκδήλωσις της ζωής. Διότι πρέπει να το γνωρίζετε, η ζωή δεν αξίζει παρά δια τας λαμπροφανείς της εκδηλώσεις. Και ο θάνατος δεν είναι άξιος ύμνων, εφόσον δεν είναι υπέρτατη εκδήλωσις μιας ζωής.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1912, στην Ακρόπολι, δημοσιεύεται το ποίημα του Σικελιανού «Μαβίλης»:

                                ΜΑΒΙΛΗΣ

                                Ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον
                                           ΟΜΗΡΟΣ

        «Στο φως θανάτωσέ με!» Όμοιος ο Αίαντας,
        μορφή του Ολύμπου, αντίκρισε τη Μοίρα...

        Τα ογρά γλαυκά του μάτια τον αγνάντεψαν
        το Θάνατο να του φωτάει τη Λύρα,

        
στου Γαριβάλδη το άλικο το φόρεμα
        σα γύρεψε την ηρωική πορφύρα!

        Αγαλματένια η Ηθική· και πύργωνε
        το λόγο του μεστή από Νου η Πατρίδα.

        Ύστερη λάμψη στα μεγάλα μάτια του,
        τα κουρασμένα, η εχθρική λεπίδα...

        
Μα ήταν ογρά, όπως όλοι τον γνωρίσαμε,
        σα ν’ αναβράαν μιαν άσωτην ελπίδα!

        Στην πλάνη ομπρός γυμνός εστάθη αντίμαχος,
        νους και κορμί, και μιαν ολύμπια χάρη,

        
σα νέφι θείο, τη δύναμή του σκέπαζε,
        μαζί Σοφό, Ποιητή και Παλικάρι!

        
Σε μέταλλο σκληρό μα απαλοφάνταστο
        ξανάχυσεν ατσάλι και λογάρι!

        Το μεγάλο κορμί Σου, ομπρός στα Γιάννενα,
        κι ο λογισμός Σου, κορυφή των κρίνων,

        
ας είναι αρχή ν’ ανοίξει η Πύλη διάπλατα
        του οχτρού, για να μπει το άνθος των Ελλήνων!

        
Κι ας Σου κάμουν οι νιοι το νεκροκρέβατο
        με των δαφνών κλαριά και με των σκίνων,

        να σε φέρουν, ωραίε κι άσπιλε Ήρωα,
        σα λείψανο άγιο μπρος στην Άγια Πύλη.

        Του στρατού της Ηπείρου όλα ας σκύψουνε
        να Σου αγγίξουν το μέτωπο τα χείλη
...

        
Απλός στρατιώτης κ’ εγώ, σκύβω δίνοντας
        τον ύστερο ασπασμό σ’ Έσέ, Μαβίλη!
 [20
]

Πιθανώς η φράση του Γαβριηλίδη: « ο θάνατος υπό το φως, ήτον ωσάν μία λαμπρά, πολυφώτεινος, ακτινωτή εκδήλωσις της ζωής», να ήταν το έναυσμα για την επιλογή του ομηρικού στίχου: «ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον», από την Ρ ραψωδία της Ιλιάδας (στ. 647), ως motto. Ο Σικελιανός τον μεταφράζει στον πρώτο στίχο: «Στο φως θανάτωσέ με!». Στις εξάστιχες στροφές ενδεκασύλλαβων και δεκατρισύλλαβων στίχων, της επτανησιακής παράδοσης, ο Μαβίλης, εξιδανικεύεται ως «Σοφός, Ποιητής και Παλικάρι», ένα τριαδικό σχήμα που ο Σικελιανός θα αναδιατάσσει στη συνείδησή του. Λίγα χρόνια αργότερα στο ποίημα Η Αφιέρωση του «Δελφικού Λόγου», θα επισημάνει τις ιδιότητες: «αθλητής, ιερέας, και προφήτης» ως τον ορισμό του τέλειου δημιουργού, ενώ στον «Πρόλογο στον Λυρικό Βίο» θα μιλήσει για τον «Ποιητή, τον Στοχαστή, τον Μυστικό». Όσο για την αναφορά στην «ηθική» του Μαβίλη, αν και ο δημιουργός της «Καλλιπάτειρας» ήταν δεινός αναγνώστης της γερμανικής φιλοσοφίας, ο Σικελιανός νομίζω αναφέρεται στην γενικότερη στάση ζωής του και στην πορεία του μέσα στην ελληνική πραγματικότητα.
Προσθέτω, σχετικά με το ποίημα αυτό, και μια επιστολική μαρτυρία, από γράμμα του Σικελιανού, της 4ης Μαΐου 1913, προς στον Στέφανο Πάργα των Αλεξανδρινών Γραμμάτων, με το οποίο τον συγχαίρει για το μεγάλο αφιέρωμα του περιοδικού στον ήρωα του Δρίσκου:

                Το τεύχος σας για το Μαβίλη ήτανε το νεκροκρέβατο των Νέων που του ευχήθηκα κι ακόμη ο τάφος του, γιατί όπως κατάλαβα απ’ τα μασημένα λόγια ανωτέρου Γαριβαλδινού, το σεμνό σώμα έμεινεν άταφο. [21]

Λίγο καιρό έπειτα από την δημοσίευση του ποιήματος «Μαβίλης», θα στείλει στα Γράμματα και ένα εξαιρετικό σονέτο με τον τίτλο «Πορτραίτο του Μαβίλη», που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, όπως και τα άλλα δεκατετράστιχα του Σικελιανού, μέσα στην πλημμυρίδα σονετογραφίας που ακολούθησε έπειτα από τον θάνατο του Μαβίλη.

                                ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΜΑΒΙΛΗ

        Να κατεβείς λαγκάδια, να περάσεις        
        
νερά τρεχάμενα, πλατάνια, πεύκα, να ’ναι
        
χάρισμα η ζωή απ’ αθάνατα στοιχεία·
      
με το χέρι κάθε καρπό να φτάσεις,

       κερασιές, μυγδαλιές, όσα περνάνε
       
σε μια βουνίσια απάρθενη ησυχία,
      
κι από ’να ξάγναντο γλυκό ανηφόρι
       
της θάλασσας να ιδείς την ευτυχία!...

        Και να ’σαι ’κειος που τόσον έχει ζήσει
        
που το μέλι το γεύεται απ’ το βάτο,
        
θύμο, βάρσαμο, αφάνα, ως το μελίσσι...

        Και, μες στο μεσημέρι το φλογάτο,
        να ’σαι σαν ο ήλιος να ’χει πάει να δύσει
        
―να ’ν’ ο μισός στο πέλαγο από κάτω... [22]

Με την ολοκλήρωση της θητείας του ο Σικελιανός θα επανέλθει άμεσα στο πεδίο των μεγάλων συνθέσεών του εκείνων των χρόνων (Πρόλογος στη ζωή, Μήτηρ Θεού, Πάσχα των Ελλήνων, Ασκληπιός), εντούτοις, οι επικαιρικές εμπνεύσεις από τα γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων, δημιούργησαν δυο νέες κοίτες στο έργο του, που κατά τη συνολική συγκέντρωση των ποιημάτων του στον Λυρικό Βίο, θα αποδειχθούν ουσιώδεις περιοχές, έχοντας καίριες ανταποκρίσεις με άλλες δημιουργίες του.
Τη θεματική ενότητα «Επίνικοι Α΄ (1912-1913)», στην οποία συγκεντρώνονται τα ποιήματα των Βαλκανικών Πολέμων. Με ανάλογο σκεπτικό θα συγκροτηθεί και η ενότητα «Επίνικοι Β΄ (1940-1946)», της περιόδου του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και της Εθνικής Αντίστασης στα Κατοχικά χρόνια, με ποιήματα επικαιρικής αφετηρίας, αλλά σπουδαία, όχι μόνο για το έργο του Σικελιανού, μα για ολόκληρη τη νεοελληνική ποίηση, όπως: το «Άγραφον», «Διόνυσος επί λίκνω», «Πνευματικό Εμβατήριο».
Άρχισε, συνάμα, να συγκροτείται η θεματική ενότητα «Νέκυια Α΄ (1910-1925)» (με ποιήματα αφιερωμένα στον Π. Γιαννόπουλο, τον Μαβίλη, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Γάλλο φιλέλληνα ποιητή Φρεντερίκ Μιστράλ (Frédéric Mistral). Μεταγενέστερα θα ακολουθήσει η «Νέκυια Β΄ (1930-1945)» (με ποιήματα αφιερωμένα στην Πολυδούρη, τον Ι. Συκουτρή, τον Παπαδιαμάντη, τον Μακρυγιάννη, τον Μαλακάση, τον Παλαμά, τον Γ. Βλαχογιάννη, και τον Ανδρέα Κάλβο). Ένα εικονοστάσι σπουδαίων μορφών του σύγχρονου Ελληνισμού.



Κατά μιαν απροσδόκητη «μοίρα» ―με ορίζοντα ολοζωής τη διαρκή, την «Άνω Ελλάδα», και την πυρακτωμένη πάντα πορεία της Ιστορίας της― ο Λυρικός Βίος του Σικελιανού, που είχε ξεκινήσει το 1909, με τον ήλιο του φωτός και του πνεύματος στο κέντρο τ’ ουρανού και της ψυχής του ποιητή: «απάνω μου τρίζει σα μυλολίθαρο ο ήλιος», «λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου» (ήταν οι αρχικοί στίχοι του Αλαφροΐσκιωτου), θα έκλεινε, το 1945, με τον ήλιο της αιώνιας Ελλάδας παγιδευμένο στις εμφυλιακές έριδες:

                Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα·
                
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
                
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
                κι α ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

                
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος· […]

Αυτή ήταν η μύχια έκκληση του ποιητή: (αποτυπωμένη στο «Πνευματικό Εμβατήριο»).[23] Πολύ μακριά από το διθυραμβικό ηλιακό τοπίο των «Επινίκων Α΄». Η ύστατη φωνή του εισακούστηκε μόνον από ορισμένους άλλους δημιουργούς:

                Για να γυρίσει ο ήλιος *  θέλει δουλειά πολλή
                Θέλει νεκροί χιλιάδες * να `ναι στους τροχούς.

                Θέλει κι οι ζωντανοί * να δίνουν το αίμα τους.

Με αυτό τον τρόπο θα μετουσιωθούν οι σικελιανικοί στίχοι από τον Ελύτη στο Άξιον Εστί.[24] Έτσι θα συνεχιστεί η ποίηση, σ’ ένα τόπο κοινωνικά, πολιτικά και πνευματικά, πάντοτε απρόβλεπτο.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: