Το σχήμα του σπαθιού

Το σχήμα του σπαθιού


Ο Πα­ντε­λής Πρε­βε­λά­κης (1909-1986), από κοι­νού με την πε­ζο­γρα­φία, την ποί­η­ση, το δο­κί­μιο, την ιστο­ρία της Τέ­χνης, τη φι­λο­λο­γι­κή με­λέ­τη, ασχο­λή­θη­κε ολο­ζω­ής και με τη με­τά­φρα­ση. Απέ­δω­σε σε με­στό νε­ο­ελ­λη­νι­κό λό­γο, πλή­θος ση­μα­ντι­κών –γαλ­λι­κών, ισπα­νι­κών, και αγ­γλι­κών– λο­γο­τε­χνι­κών και θε­α­τρι­κών κει­μέ­νων, και τις τρα­γω­δί­ες του Ευ­ρι­πί­δη Μή­δεια και Βάκ­χες – έρ­γα που πα­ρα­στά­θη­καν από κο­ρυ­φαί­ους ηθο­ποιούς με με­γά­λη απή­χη­ση. Ας ση­μειω­θεί ότι στη Μή­δεια (Επί­δαυ­ρος 1956, με πρω­τα­γω­νί­στρια την Κ. Πα­ξι­νού) τη μου­σι­κή εί­χε γρά­ψει ο Μά­νος Χα­τζι­δά­κις. Από εκεί θα απο­σπά­σει, και χρό­νια αρ­γό­τε­ρα θα εντά­ξει στον Με­γά­λο Ερω­τι­κό (1972), το χο­ρι­κό «Έρω­τα εσύ…», με την απα­ρά­μιλ­λη ερ­μη­νεία του Δη­μή­τρη Ψα­ρια­νού.
Από το 1972 και ως το 1976, υπό το ψευ­δώ­νυ­μο Π. Β. [= Πα­ντε­λής Βερ­νάρ­δος] –οι­κο­γε­νεια­κό επώ­νυ­μο της μη­τέ­ρας του, που εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ξα­νά το 1935 και 1944– ο Πρε­βε­λά­κης δη­μο­σί­ευ­σε στο πε­ριο­δι­κό Ευ­θύ­νη σει­ρά με­τα­φρά­σε­ων, κυ­ρί­ως Ισπα­νών και Δα­νών ποι­η­τών, του Paul Valéry, και –απροσ­δό­κη­τα– το δι­ή­γη­μα του Μπόρ­χες: «Το σχή­μα του σπα­θιού» (από τις Μυ­θο­πλα­σί­ες [1944], το­πο­θε­τη­μέ­νο στη Β΄ ενό­τη­τα: «Τε­χνά­σμα­τα»).    
Τις ψευ­δώ­νυ­μες αυ­τές με­τα­φρά­σεις του Ρε­θύ­μνιου δη­μιουρ­γού εντό­πι­σα στην έκ­δο­ση του Ε. Χ. Κάσ­δα­γλη, Συμ­βο­λή στη Βι­βλιο­γρα­φία του Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη, τόμ. Β’ (1967-1977), Οι εκ­δό­σεις των φί­λων 1979 (υπ’ αρ. 2286-2297, κα­τα­γρα­φή κει­μέ­νου του Μπόρ­χες: 2294).
Προ­φα­νώς, στην υπό ψευ­δώ­νυ­μο πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση (περ. Ευ­θύ­νη, τχ. 44, Αύ­γου­στος 1975, σ. 407-410), το δι­ή­γη­μα του Μπόρ­χες δεν συν­δέ­θη­κε με τον Πρε­βε­λά­κη. Κά­τι που έγι­νε γνω­στό, για πρώ­τη φο­ρά, μέ­σω της ανα­δη­μο­σί­ευ­σης της με­τά­φρα­σης αυ­τής στην έκ­δο­σή μου Αν­θο­λο­γία από το έρ­γο του Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη (εκδ. Βι­κε­λαί­ας Βι­βλιο­θή­κης, Ηρά­κλειο 2010, σ. 344-350). Η νέα πα­ρου­σί­α­ση στον Χάρ­τη, θα δώ­σει πι­θα­νώς τη δυ­να­τό­τη­τα στο κεί­με­νο να προ­σε­χθεί και από άλ­λους ανα­γνώ­στες. Να προ­σθέ­σω, κλεί­νο­ντας το ση­μεί­ω­μα αυ­τό, ότι το μπορ­χε­σια­νό «Σχή­μα του σπα­θιού» εί­χε, επί­σης, την κα­λή τύ­χη της θαυ­μά­σιας με­τά­φρα­σης τού Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη. (Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες, Άπα­ντα πεζά, Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2005, σσ. 179-183, τώ­ρα Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2014.) ———Κώ­στας Μπουρ­να­ζά­κης



Φωτ. Julie Méndez Ezcurra
Φωτ. Julie Méndez Ezcurra

Το σχήμα του σπαθιού



ΜΙΑ ΜΝΗ­ΣΙ­ΚΑ­ΚΗ ου­λή του αυ­λά­κω­νε το πρό­σω­πο: τό­ξο στα­χτί και σχε­δόν τέ­λειο, που από τη μια με­ριά τού χά­ρα­ζε το με­λίγ­γι κι από την άλ­λη το μη­λο­μά­γου­λο. Το αλη­θι­νό του όνο­μα δεν έχει ση­μα­σία στο Τα­κουα­ρέ­μπο τον έλε­γαν «ο Εγ­γλέ­ζος της Κο­λο­ρά­δα». Ο Καρ­ντό­σο, ο ιδιο­χτή­της εκεί­νου του πο­στα­τι­κού, δεν ήθε­λε να το που­λή­σει άκου­σα να λέ­γε­ται πως ο Εγ­γλέ­ζος τον εί­χε με­τα­πεί­σει μ’ ένα ανα­πά­ντε­χο επι­χεί­ρη­μα: του εμπι­στεύ­θη­κε τη μυ­στι­κή ιστο­ρία της λα­βω­μα­τιάς του. Ο Εγ­γλέ­ζος εί­χε έρ­θει από τα σύ­νο­ρα, από το Ρίο Γκρά­ντε ντελ Σουρ με­ρι­κοί έλε­γαν πως ήταν λα­θρέ­μπο­ρος στη Βρα­ζι­λία. Η Κο­λο­ρά­δα ήτα­νε μια χερ­σά­δα, τα νε­ρά της γλυ­φά ο Εγ­γλέ­ζος, για να με­ρώ­σει τον τό­πο, δού­λε­ψε ο ίδιος όσο και οι κο­λί­γοι του. Έλε­γαν πως ήταν αυ­στη­ρός, για να μην πω σκλη­ρό­καρ­δος, αλ­λά στο βά­θος φι­λο­δί­καιος. Έλε­γαν συ­νά­μα πως έπι­νε: πολ­λές φο­ρές, κά­θε χρό­νο, κλει­νό­ταν σ’ ένα δω­μά­τιο κά­τω από τα κε­ρα­μί­δια, που το ’χε για βί­γλα, κ’ ύστε­ρα από δυο-τρεις μέ­ρες έβγαι­νε από κει μέ­σα σα να ’χε γλι­τώ­σει από κα­μιά μά­χη ή κα­μιά ζα­λά­δα, χλω­μός, τρέ­μο­ντας, φο­βι­σμέ­νος, και αυ­ταρ­χι­κός κα­θώς πρώ­τα. Θυ­μά­μαι την πα­γε­ρή του μα­τιά, την ενερ­γη­τι­κή του αδυ­να­μιά, το γκρί­ζο μου­στά­κι του. Δεν έκα­νε πα­ρέα με κα­νέ­να εί­ναι αλή­θεια πως τα ισπα­νι­κά του ήτα­νε φτω­χά κι ανα­κα­τω­μέ­να με βρα­ζι­λιά­νι­κα. Χώ­ρια από με­ρι­κά εμπο­ρι­κά γράμ­μα­τα και κά­τι φυλ­λά­δια, δεν εί­χε αλ­λη­λο­γρα­φία.
Την τε­λευ­ταία φο­ρά που έκα­να ένα γύ­ρο στις βό­ρειες επαρ­χί­ες, ο φου­σκω­μέ­νος πο­τα­μός Κα­ρα­γουά­τα με ανά­γκα­σε να πε­ρά­σω μια νύ­χτα στην Κο­λο­ρά­δα. Δε μου χρειά­στη­κε πολ­λή ώρα για να κα­τα­λά­βω πως ο ερ­χο­μός μου δεν κα­λά­ρε­σε στον Εγ­γλέ­ζο προ­σπά­θη­σα να τον κά­μω να με συ­μπα­θή­σει έβα­λα σ’ ενέρ­γεια το πιο τυ­φλό από τα συ­ναι­σθή­μα­τα: τον πα­τριω­τι­σμό. Εί­πα πως μια χώ­ρα με το πνεύ­μα της Αγ­γλί­ας ήταν ακα­τα­νί­κη­τη. Ο συ­νο­μι­λη­τής μου συμ­φώ­νη­σε, αλ­λά πρό­σθε­σε μ’ ένα χα­μό­γε­λο πως δεν ήταν Άγ­γλος. Ήταν Ιρ­λαν­δός από το Ντάν­γκαρ­βαν. Μό­λις το εί­πε αυ­τό, σώ­πα­σε σα να εί­χε φα­νε­ρώ­σει κα­νέ­να μυ­στι­κό.
Ύστε­ρα από το δεί­πνο, βγή­κα­με έξω να κοι­τά­ξου­με τον ου­ρα­νό. Εί­χε ξα­στε­ρώ­σει, μα πί­σω από τα βου­νά άστρα­φτε και κου­φο­βρο­ντού­σε, ετοι­μά­ζο­ντας και­νούρ­για νε­ρο­πο­ντή. Στη μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νη τρα­πε­ζα­ρία, ο υπη­ρέ­της που εί­χε σερ­βί­ρει το δεί­πνο έφε­ρε μια μπο­τί­λια ρού­μι. Ήπια­με κά­μπο­σο χω­ρίς να μι­λά­με.
Δεν ξέ­ρω τι ώρα πρέ­πει να ’ταν όταν ένιω­σα πως ήμου­να με­θυ­σμέ­νος· μή­δε ξέ­ρω ποια έμπνευ­ση, ποια έξα­ψη ή ποια σι­χα­μά­ρα μ’ έκα­με να μι­λή­σω για την ου­λή του Εγ­γλέ­ζου. Το πρό­σω­πό του σκο­τεί­νια­σε μο­νο­μιάς νό­μι­σα πως ήταν έτοι­μος να με πε­τά­ξει έξω. Στο τέ­λος μου εί­πε με τη συ­νη­θι­σμέ­νη του φω­νή:

  — Θα σας δι­η­γη­θώ την ιστο­ρία της λα­βω­μα­τιάς μου, αλ­λά με ένα όρο: δε θα με­τριά­σω μή­δε το αί­σχος μή­δε τις ατι­μω­τι­κές πε­ρι­στά­σεις.
Συμ­φώ­νη­σα. Ιδού η ιστο­ρία που μου αφη­γή­θη­κε ανα­κα­τώ­νο­ντας τα αγ­γλι­κά του με ισπα­νι­κά, ακό­μα και με πορ­το­γά­λι­κα.
Γύ­ρω στα 1922, σε μια πό­λη του Κόν­νωτ, ήμουν ένας από τους πο­λυά­ριθ­μους Ιρ­λαν­δούς που συ­νω­μο­τού­σαν για την ανε­ξαρ­τη­σία της πα­τρί­δας τους. Με­ρι­κοί από τους συ­ντρό­φους μου που γλί­τω­σαν του Χά­ρου αφιε­ρώ­θη­καν υστε­ρό­τε­ρα σε ει­ρη­νι­κά έρ­γα με­ρι­κοί άλ­λοι, χω­ρίς να το πε­ρι­μέ­νει κα­νείς, πο­λε­μού­νε σή­με­ρα στις θά­λασ­σες και στην έρη­μο κά­τω από την αγ­γλι­κή ση­μαία ένας άλ­λος, ο πιο γεν­ναί­ος απ’ όλους μας, πέ­θα­νε μιαν αυ­γή, στην αυ­λή ενός στρα­τώ­να, από τις σφαί­ρες ενός μι­σο­κοι­μι­σμέ­νου εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος άλ­λοι (όχι οι πιο άτυ­χοι) σούρ­θη­καν από τη μοί­ρα τους στους ανώ­νυ­μους και σχε­δόν κρυ­φούς αγώ­νες του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου. Ήμα­σταν δη­μο­κρα­τι­κοί, κα­θο­λι­κοί, υπο­ψιά­ζο­μαι πως ήμα­σταν ρο­μα­ντι­κοί. Η Ιρ­λαν­δία δεν ήταν μο­νά­χα για μας το ου­το­πι­κό μέλ­λον και το αβά­στα­χτο πα­ρόν ήταν ένας πι­κρός και αγα­πη­τός μύ­θος: οι κυ­λιν­δρι­κοί πύρ­γοι, οι κόκ­κι­νοι βάλ­τοι, η απο­πο­μπή του Πάρ­νελλ και τα απέ­ρα­ντα έπη που μι­λούν για τους κλεμ­μέ­νους ταύ­ρους που σε άλ­λη ζωή ήταν ήρω­ες, ψά­ρια ή βου­νά… Ένα κο­ντό­βρα­δο, που δεν θα το ξε­χά­σω πο­τέ, έφτα­σε ένας συ­να­γω­νι­στής από το Μύν­στερ: Κά­ποιος Τζων Βίν­σεντ Μουν.
Ήταν εί­κο­σι μό­λις χρο­νών. Αδύ­να­τος και πλα­δα­ρός· σου έδι­νε την εντύ­πω­ση πως ήταν ασπόν­δυ­λος. Εί­χε με­λε­τή­σει με ζή­λο και ξι­πα­σιά δεν ξέ­ρω κ’ εγώ ποια κο­μου­νι­στι­κά εγ­χει­ρί­δια ο δια­λε­κτι­κός υλι­σμός του χρη­σί­μευε για να λύ­νει μια και κα­λή οποιο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα. Οι αφορ­μές που ένας άν­θρω­πος βρί­σκει για να μι­σεί ή ν’ αγα­πά έναν άλ­λο εί­ναι ανα­ρίθ­μη­τες. Ο Μουν πε­ριό­ρι­ζε την πα­γκό­σμια ιστο­ρία σε μια βρώ­μι­κη οι­κο­νο­μι­κή σύ­γκρου­ση. Υπο­στή­ρι­ζε πως η επα­νά­στα­ση ήταν μοι­ραίο να θριαμ­βεύ­σει. Του εί­πα πως ένας τζέ­ντλε­μαν δεν μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρε­ται πα­ρά για χα­μέ­νες υπο­θέ­σεις… Εί­χε πια νυ­χτώ­σει εξα­κο­λου­θή­σα­με να λο­γο­μα­χού­με στο διά­δρο­μο, στις σκά­λες, ύστε­ρα στους έρη­μους δρό­μους. Οι γνώ­μες του Μουν μου έκα­ναν μι­κρό­τε­ρη εντύ­πω­ση από τον αδιάλ­λα­χτο απο­δει­χτι­κό τό­νο του. Ο και­νούρ­γιος σύ­ντρο­φος δε συ­ζη­τού­σε, έβγα­νε φετ­φά­δες με κα­τα­φρό­νια και με κά­ποιο θυ­μό.
Όταν φτά­σα­με στα τε­λευ­ταία σπί­τια, ένα ξαφ­νι­κό του­φε­κί­δι μας ξε­κού­φα­νε. Το βά­λα­με στα πό­δια, ακο­λου­θώ­ντας τον τυ­φλό τοί­χο κά­ποιου ερ­γο­στά­σιου ή στρα­τώ­να. Βγή­κα­με σ’ ένα χω­μα­τό­δρο­μο ένας στρα­τιώ­της, πε­λώ­ριος μέ­σα στην ανα­λα­μπή, πε­τά­χτη­κε από ένα χα­μό­σπι­το που και­γό­ταν. Μας φώ­να­ξε να στα­μα­τή­σου­με. Γρη­γό­ρι­σα το πά­τη­μά μου ο σύ­ντρο­φός μου δεν με ακο­λού­θη­σε. Στρά­φη­κα πί­σω μου: ο Τζων Βίν­σεντ Μουν ήταν ακί­νη­τος, πα­ρα­λοϊ­σμέ­νος και πες απο­λι­θω­μέ­νος από την τρο­μά­ρα. Τό­τε γύ­ρι­σα πί­σω, κα­θά­ρι­σα το στρα­τιώ­τη με μια πι­στο­λιά, τα­ρα­κού­νη­σα τον Βίν­σεντ Μουν, τον έβρι­σα και τον πρό­στα­ξα να με ακο­λου­θή­σει. Ανα­γκά­στη­κα να τον πιά­σω από τα δυο μπρά­τσα η συ­γκί­νη­ση και ο φό­βος τον εί­χαν πα­ρα­λύ­σει. Το κό­ψα­με λά­σπη μέ­σα στη νύ­χτα, που την έσκι­ζαν οι πυρ­κα­γιές. Και­νούρ­γιο του­φε­κί­δι άνα­ψε πί­σω μας μια σφαί­ρα έξυ­σε τον δε­ξιόν ώμο του Μουν αυ­τός άρ­χι­σε να κλα­ψου­ρί­ζει, κα­θώς κό­βα­με δρό­μο ανά­με­σα στα πεύ­κα.
Αυ­τό το φθι­νό­πω­ρο του 1922 εί­χα για κρη­σφύ­γε­το το χτή­μα του στρα­τη­γού Μπέρ­κλεϋ. Ο στρα­τη­γός, που δεν τον εί­χαν δει πο­τέ τα μά­τια μου, υπη­ρε­τού­σε ως διοι­κη­τής στη Βεγ­γά­λη ο πύρ­γος του ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από εκα­τό χρο­νών, αλ­λά έδει­χνε ερει­πω­μέ­νος και σκο­τει­νός, και ήταν γε­μά­τος πε­ρί­πλο­κους δια­δρό­μους και άχρη­στους προ­θα­λά­μους. Το μου­σείο και η τε­ρά­στια βι­βλιο­θή­κη έπια­ναν όλο το ισό­γειο: βι­βλία γε­μά­τα αντι­φα­τι­κές γνώ­μες, που απο­τε­λούν την ιστο­ρία του 19ου αιώ­να χαν­τζά­ρια και πά­λες από το Νι­σα­πούρ, που στην κα­μπύ­λη κό­ψη τους έχει θαρ­ρείς απο­τυ­πω­θεί η αψά­δα της μά­χης. Μπή­κα­με, θαρ­ρώ, από την πί­σω πόρ­τα. Ο Μουν, με χεί­λη τρε­μά­με­να και στε­γνά, μουρ­μού­ρι­σε πως τα επει­σό­δια αυ­τής της νύ­χτας ήταν εν­δια­φέ­ρο­ντα του έκα­μα έναν επί­δε­σμο, του έφε­ρα ένα φλι­τζά­νι τσάι μπό­ρε­σα να δια­πι­στώ­σω πως η πλη­γή του ήτα­νε ξώ­πε­τση. Ξάφ­νου τραύ­λι­σε αμή­χα­νος:

  — Μα, εσείς, πα­ρά λί­γο να σκο­τω­θεί­τε εξαι­τί­ας μου.

Του εί­πα να μη δί­νει ση­μα­σία. Η συ­νή­θεια του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου με εί­χε μά­θει να ενερ­γώ μ’ αυ­τόν τον τρό­πο εξάλ­λου, η αιχ­μα­λω­σία ενός συ­ντρό­φου μπο­ρού­σε να βλά­ψει όλους μας.
Την επαύ­ριο, ο Μουν εί­χε ξα­να­βρεί το του­πέ του. Δέ­χτη­κε το τσι­γά­ρο που του έδω­σα και πή­ρε να με βομ­βαρ­δί­ζει μ’ ένα συ­γκρα­τη­χτό ερω­τη­μα­το­λό­γιο για τους «οι­κο­νο­μι­κούς πό­ρους του επα­να­στα­τι­κού μας κόμ­μα­τος». Οι ερω­τή­σεις του ήτα­νε λα­γα­ρές του απο­κρί­θη­κα (κ’ ήταν αλή­θεια) πως η κα­τά­στα­ση ήταν δύ­σκο­λη. Μα­κρι­νό του­φε­κί­δι ακού­στη­κε από νό­του. Εί­πα στο Μουν πως οι σύ­ντρο­φοί μας μάς πε­ρί­με­ναν. Το παλ­τό μου και το πι­στό­λι μου ήτα­νε στο δω­μά­τιό μου όταν γύ­ρι­σα, βρή­κα το Μουν ξα­πλω­μέ­νο στον κα­να­πέ, με κλει­στά μά­τια. Εί­πε πως εί­χε πυ­ρε­τό κα­μώ­θη­κε πως ο ώμος του τον πο­νού­σε. Κα­τά­λα­βα τό­τε πως η δει­λία του ήταν αθε­ρά­πευ­τη. Τον πα­ρα­κί­νη­σα με κά­ποια αδε­ξιό­τη­τα να φρο­ντί­σει τον εαυ­τό του και πε­τά­χτη­κα έξω. Αυ­τός ο τρο­μαγ­μέ­νος άντρας μού προ­κα­λού­σε ντρο­πή, σα να ήμουν εγώ ο κιο­τής και όχι ο Βίν­σεντ Μουν. Αυ­τό που κά­νει ένας άν­θρω­πος εί­ναι σα να το κά­νουν όλοι οι άν­θρω­ποι. Δεν εί­ναι λοι­πόν πα­ρά­λο­γο που το κιό­τε­μα του ενός μπο­ρεί να με­τα­δο­θεί σ’ όλη την αν­θρω­πό­τη­τα, όπως δεν εί­ναι πα­ρά­λο­γο που η σταύ­ρω­ση ενός Εβραί­ου μπό­ρε­σε να λυ­τρώ­σει όλους τους αν­θρώ­πους. Ο Σο­πεγ­χά­ου­ερ μπο­ρεί να έχει δί­κιο: εί­μαι οι άλ­λοι, οποιοσ­δή­πο­τε άν­θρω­πος εί­ναι όλοι οι άν­θρω­ποι. Ο Σαίξ­πηρ εί­ναι κα­τά κά­ποιο τρό­πο ο θλι­βε­ρός Τζων Βίν­σεντ Μουν.
Πε­ρά­σα­με μα­ζί εν­νιά μέ­ρες στην πε­λώ­ρια κα­τοι­κία του στρα­τη­γού. Δε θα πω τί­πο­τα για την αγω­νία μας και τ’ άξαφ­να ξε­σπά­σμα­τα του πο­λέ­μου: ο σκο­πός μου εί­ναι ν’ αφη­γη­θώ την ιστο­ρία αυ­τής της ου­λής που με ντρο­πιά­ζει. Αυ­τές οι εν­νιά μέ­ρες, στη θύ­μη­σή μου, απο­τε­λούν μια και μό­νη μέ­ρα, χώ­ρια από την προ­τε­λευ­ταία, όταν οι δι­κοί μας κά­μα­νε γιου­ρού­σι σ’ ένα κα­ταυ­λι­σμό και μπο­ρέ­σα­με να πά­ρου­με πί­σω το αί­μα για τους δε­κά­ξι συ­ντρό­φους μας που εί­χαν του­φε­κί­σει στο Έλ­φιν.
Γλί­στρη­σα χα­ρά­μα­τα έξω από το σπί­τι, μέ­σα στο σύ­θα­μπο. Γύ­ρι­σα πί­σω όταν σκο­τεί­νια­σε. Ο σύ­ντρο­φός μου με πε­ρί­με­νε στο πρώ­το πά­τω­μα: η πλη­γή του δεν τον άφη­νε να κα­τε­βεί στο ισό­γειο. Τον θυ­μά­μαι να κρα­τά­ει στο χέ­ρι του ένα βι­βλίο στρα­τη­γι­κής: καν του Φ. Ν. Μωντ, καν του Κλά­ου­ζε­βιτς. «Το όπλο που προ­τι­μώ εί­ναι το πυ­ρο­βο­λι­κό», μου εκ­μυ­στη­ρεύ­θη­κε μια νύ­χτα. Γύ­ρευε να μά­θει τα σχέ­διά μας του άρε­σε να τα κρί­νει ή να τα τρο­πο­ποιεί. Συ­νή­θι­ζε συ­νά­μα να κα­ταγ­γέλ­νει την «αξιο­λύ­πη­τη οι­κο­νο­μι­κή βά­ση» μας δογ­μα­τι­κός και σκο­τει­νός, προ­φή­τευε την τε­λι­κή κα­τα­στρο­φή μας. «Εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη υπό­θε­ση», μουρ­μού­ρι­ζε. Για να δεί­ξει πως αδια­φο­ρού­σε που ήταν από φυ­σι­κού του δει­λός, με­γα­λο­ποιού­σε την τά­χα δια­νοη­τι­κή του υπε­ρο­χή. Έτσι πέ­ρα­σαν εν­νιά μέ­ρες κου­τσά-στρα­βά.
Τη δε­κά­τη μέ­ρα, η πό­λη έπε­σε ορι­στι­κά στα χέ­ρια των κυ­βερ­νη­τι­κών. Ψη­λοί αμί­λη­τοι κα­βα­λά­ρη­δες πε­ρι­πο­λού­σαν στους δρό­μους στον άνε­μο εί­χε κα­πνό και στά­χτη σε μια γω­νιά του δρό­μου εί­δα ένα κου­φά­ρι, που δεν εί­ναι σή­με­ρα πραγ­μα­τι­κό­τε­ρο στη μνή­μη μου από το αν­δρεί­κε­λο που οι στρα­τιώ­τες εί­χαν στην πλα­τεία για να γυ­μνά­ζο­νται… Βγή­κα έξω τα χα­ρά­μα­τα, και γύ­ρι­σα πί­σω πριν από το με­ση­μέ­ρι. Ο Μουν, μέ­σα στη βι­βλιο­θή­κη, μι­λού­σε με κά­ποιον ο τό­νος της φω­νής του μ’ έκα­με να κα­τα­λά­βω πως τη­λε­φω­νού­σε. Ύστε­ρα άκου­σα το όνο­μά μου ύστε­ρα πως θα γύ­ρι­ζα στις εφτά το βρά­δυ ύστε­ρα πως έπρε­πε να με συλ­λά­βουν τη στιγ­μή που θα διά­βαι­να τον κή­πο. Ο φρό­νι­μος και λο­γι­κός φί­λος μου με που­λού­σε φρό­νι­μα και λο­γι­κά. Τον άκου­σα στο τέ­λος να ζη­τά­ει εγ­γυ­ή­σεις για την προ­σω­πι­κή του ασφά­λεια.    
Εδώ η ιστο­ρία μου μπερ­δεύ­ε­ται λι­γά­κι στη μνή­μη μου. Ξέ­ρω πως κυ­νή­γη­σα τον κα­τα­δό­τη μέ­σα από μαύ­ρους, εφιαλ­τι­κούς δια­δρό­μους και γυ­ρι­στές σκά­λες που σου έφερ­ναν ζα­λά­δα. Ο Μουν γνώ­ρι­ζε κα­λά τον πύρ­γο, πο­λύ κα­λύ­τε­ρα από μέ­να. Τον έχα­σα μια-δυο φο­ρές. Στο τέ­λος τό­νε στρί­μω­ξα, προ­τού με πιά­σουν οι στρα­τιώ­τες. Άρ­πα­ξα μια πά­λα από μια πα­νο­πλία του στρα­τη­γού με την ατσα­λέ­νια της κό­ψη χά­ρα­ξα για πά­ντα στο πρό­σω­πό του ένα αι­μά­τι­νο μι­σο­φέγ­γα­ρο… Κύ­ριε Μπόρ­χες, έκα­μα αυ­τή την εξο­μο­λό­γη­ση σε σας, σ’ έναν άγνω­στο. Η κα­τα­φρό­νια σας δε μου εί­ναι και τό­σο οδυ­νη­ρή.

Εδώ ο αφη­γη­τής στα­μά­τη­σε. Πα­ρα­τή­ρη­σα πως τα χέ­ρια του έτρε­μαν.

  — Και ο Μουν τι από­γι­νε; τό­νε ρώ­τη­σα.

  — Έβα­λε στο χέ­ρι τα αρ­γύ­ρια του Ιού­δα και το έσκα­σε για τη Βρα­ζι­λία. Κεί­νο το από­γε­μα, στην πλα­τεία, εί­δα κά­τι με­θυ­σμέ­νους στρα­τιώ­τες να του­φε­κί­ζουν ένα αν­δρεί­κε­λο.

Πε­ρί­με­να του κά­κου ν’ ακού­σω τη συ­νέ­χεια της ιστο­ρί­ας. Στο τέ­λος του ζή­τη­σα να συ­νε­χί­σει.
Τό­τε ένας βόγ­γος βγή­κε από μέ­σα του: μου έδει­ξε στο πρό­σω­πό του την ασπρι­δε­ρή και κα­μπύ­λη ου­λή.

    — Δε με πι­στεύ­ε­τε; ψι­θύ­ρι­σε. Δε βλέ­πε­τε πως το ση­μά­δι της ατι­μί­ας εί­ναι γραμ­μέ­νο στην όψη μου; Σας αφη­γή­θη­κα την ιστο­ρία με αυ­τό τον τρό­πο για να την ακού­σε­τε ώς το τέ­λος. Πρό­δω­σα τον άν­θρω­πο που με εί­χε δια­φε­ντέ­ψει: εγώ εί­μαι ο Βίν­σεντ Μουν. Τώ­ρα κα­τα­φρο­νέ­στε με.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: