Η «Δελφική Ιδέα» του Άγγελου Σικελιανού: Απηχώντας την πλατωνική «Πολιτεία»

Η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (Φωτ. Αρχείο ΕΛΙΑ)
Η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (Φωτ. Αρχείο ΕΛΙΑ)

Ανατρέχοντας στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν θα συναντήσουμε άλλον ποιητή που να ηλεκτρίζεται από την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση όσο ο Άγγελος Σικελιανός. Ο Λευκαδίτης δεν είναι, όμως, ένας συλλέκτης ιδεών της ορφικής, πυθαγόρειας ή προσωκρατικής φιλοσοφίας. Είναι ένας γνήσιος επίγονος αυτών των αρχαίων τιτάνων, στοιχεία των οποίων είχαν εσωτερικευθεί και αποτυπωθεί στην κοσμοθεωρία του.[1] Η προσπάθειά του να διατηρήσει αμόλυντη την αρχαία ελληνική συνείδηση, εκφράζεται με τον πιο μεστό τρόπο μέσα από τη Δελφική Ιδέα, μια έμπρακτη συλλογική και παγκόσμια πράξη. Σε αυτόν τον πνευματικό αγώνα παιδαγωγός του ποιητή υπήρξε μεταξύ άλλων και ο Πλάτων. Η μεγαλοφυΐα του φιλοσόφου δεν μπορεί παρά να αποτέλεσε μια πνευματική εστία, η οποία φώτισε την ελληνική νεότητα του ποιητή της Δελφικής Ιδέας — ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του, από πολύ νωρίς, το χρίσμα του συνεχιστή του φιλοσόφου: «Πλάτωνα, να·/το τέλος της πορείας Σου/γίνεται δική μου αρχή» («Χώματα», Η συνείδηση της γης μου, 1915). Τόσο από τα κείμενα τις περιόδου της Δελφικής Ιδέας όσο και από τα ποιήματα που γράφονται πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής («Διοτίμα», «Μέγιστον Μάθημα», «Μελέτη Θανάτου») αλλά και από τα ευρεθέντα τις βιβλιοθήκης των Δελφών,[2] προκύπτει ότι ο ποιητής μελέτησε, κατά κύριο λόγο, τα έργα της μέσης περιόδου του Πλάτωνα: Φαίδων ή Περί ψυχής, Συμπόσιον ή Περί έρωτος και Πολιτεία ή Περί δικαίου. Σε αυτούς τους διαλόγους αναπτύσσονται τα μεγάλα θέματα για τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο, το δίκαιο και τις Ιδέες, όχι μόνο μέσα από έννοιες και λογικά σχήματα αλλά και μέσα από τον μύθο. Κάπως έτσι νομίζω δικαιολογείται και το σχόλιο του Τάκη Δημόπουλου, ότι ο ποιητής αναζητεί τη «διονυσιακή μορφή του Πλάτωνα».[3]
Ο Σικελιανός συνδιαλέγεται με τον Πλάτωνα. Είναι στιγμές που μοιάζει να απελπίζεται από τον φιλόσοφο, όταν νιώθει να χάνεται σε θεωρητικά σχήματα,[4] καταλήγοντας στον ισχυρισμό ότι ο Πλάτων αντιπροσωπεύει την ελληνική σκέψη κατά τη στιγμή της παρακμής της. Δηλαδή, εκείνο το σημείο στο οποίο έχουμε τη μετάλλαξη του αρχαίου ελληνικού Λόγου, όπως εμφανίστηκε με τους Προσωκρατικούς, σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ευρωπαϊκό ορθολογισμό.[5] Ταυτόχρονα, όμως, γνώριζε πως ο Πλάτων αποτελούσε «τη γέφυρα του παλαιού με το νέο κόσμο» (ΠΛΒ´ 347), ήταν εκείνος που θα καθοδηγούσε τον ποιητή προς τις ρυθμιστικές αρχές του ελληνισμού:

χωρίς τον Πλάτωνα […] δεν θα ’χαμε ούτε καν τα τρία δέκατα από τα στοιχεία που ασφαλώς αποτελούνε τη βαθύτερη και οργανικότερη παράδοση του καθαρού ελληνικού πολιτισμού (ΠΛ Β´ 350)

θα γράψει σε ένα σχολιαστικό απόσπασμα για τον φιλόσοφο. Επιπλέον, να υπενθυμίσω ότι στον κατάλογο ομιλιών που σχεδίαζε ο Σικελιανός για τις Δελφικές Εορτές, ο Πλάτων και η πλατωνική φιλοσοφία δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Αντιθέτως, ήταν προγραμματισμένες για τις αρχικές ομιλίες, αποδεικνύοντας ότι η Δελφική Ιδέα οικοδομείται σε μια περίοδο - και εννοώ τα πρώτα χρόνια της προσπάθειας - που η πλατωνική Πολιτεία αποτελεί μια από τις βασικές πηγές έμπνευσης του ποιητή.[6] Ο ίδιος, άλλωστε, με εξομολογητική διάθεση ανέφερε ότι για την αναζήτηση των «καθαυτό δημιουργικών Ρυθμών και Αρχών του Ελληνισμού» κατευθύνθηκε προς την «έρευνα των διαθηκών του Πλάτωνα» (ΠΛΒ´ 351). Η Πολιτεία σαφέστατα αποτελούσε ένα από τα έργα αυτά, όπως επιβεβαιώνεται τόσο από τη βιβλιοθήκη του ποιητή, στην οποία βρέθηκε η Πολιτεία σε γαλλική έκδοση (1848), όσο και από το ποίημα «Μέγιστον Μάθημα», το οποίο αντλεί τον τίτλο του από τον πλατωνικό διάλογο.
Η πλατωνίζουσα διάθεση, λοιπόν, του Σικελιανού μπορεί να ανιχνευτεί πρώτα από όλα στις ιδέες του για την Iδέα. Σε τουλάχιστον δύο κείμενά του εκείνης της περιόδου επιχειρείται η προσέγγιση του όρου Ιδέα. Πρόκειται για το άρθρο «Η μοιραία επιστροφή των Ιδεών-Μητέρων» (ΠΛΒ´ 119-130) του 1928, και την ομιλία με τίτλο «Η Δελφική Ιδέα» (ΠΛΒ´ 263-285), που πραγματοποιήθηκε το 1931. Παραδόξως, σε κανένα από τα δυο κείμενα δεν ομολογείται κάποια επίδραση από τον Πλάτωνα. Και στα δυο, όμως, ο ποιητής είναι ξεκάθαρος: η επιστροφή στην ελληνική αρχαιότητα είναι αναγκαία για την κατανόηση των Ιδεών. Ο Σικελιανός προσδίδει στον όρο Ιδέα γνωρίσματα τα οποία πράγματι οδηγούν στα αντίστοιχα των Ιδεών της Πολιτείας, όπως η περί αιωνιότητας αντίληψη,[7] το «αυθεντικό τους ανάστημα» (ΠΛΒ´ 83) και ο συνεκτικός χαρακτήρας που τις διέπει, στον οποίο και γίνεται διεξοδική ανάλυση στη συνέχεια. Παρενθετικά να σημειώσω ότι ο όρος Ιδέα απαντά και στον «Πρόλογο» του Λυρικού Βίου, όταν αναφέρεται στην «Ιδέα του Ποιητή»,[8] επιβεβαιώνοντας τη συστηματικότητα του σικελιανικού στοχασμού γύρω από τον όρο. Έτσι, και στον «Πρόλογο») ο όρος «Ιδέα του Ποιητή» έχει το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ως η αρχετυπική διάσταση του όρου «Ποιητής», η οποία λογίζεται ως η μόνη γνήσια και αυθεντική, όπως στη πλατωνική θεώρηση οι Ιδέες λογίζονται ως τα αυθεντικά πρότυπα όλων των αξιών (τῶν ὄντων τὴν ἀλήθειαν», Φαίδων 99e). Επιπλέον, το γεγονός ότι το περιεχόμενο της Ιδέας του «Προλόγου» αντλείται από τη πλατωνική Πολιτεία έρχεται να ενισχύσει και το εξής: στον «Πρόλογο» ο Σικελιανός αξιοποιεί τον όρο «Πολιτεία» ως σημασιολογικά ταυτόσημο, κατά τη γνώμη μου, με την Δελφική Ιδέα: «Αλλ’ αυτό που παραμένει στην ψυχή μου αδιάκοπα […] είναι πάντα τούτο: το αίτημα μια Πολιτείας ικανής να συγκρατήσει μες στους κόλπους της ουσιαστικά την Ποίηση…» (ΛΒΑ´ 78-79). Αν και ως όρος η «Πολιτεία» δεν επανέρχεται συχνά στο σικελιανικό έργο, στο παραπάνω απόσπασμα νομίζω πως παραπέμπει στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Ο ποιητής οικοδομεί τη δική του Δελφική Πολιτεία, απαντώντας, ενδεχομένως, και στη πλατωνική θέση περί εκδίωξης των ποιητών από την Πολιτεία του φιλοσόφου.[9]
Προκειμένου να κατανοήσουμε ουσιαστικότερα τη σημασία της έννοιας της Ιδέας του λευκαδίτη ποιητή, οφείλουμε να την αναγάγουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ώστε να διαπιστώσουμε τη παρουσία της πλατωνικής Ιδέας στη σκέψη του. Στη Δελφική Προσπάθεια ο όρος Ιδέα δεν έχει τη σημασία της «ιδέας» ή της «πρότασης», αλλά μοιάζει με τη μόνη αντικειμενικά νοητή πραγματικότητα, η οποία αποτελεί ένα αντιστάθμισμα στο χάος που παρατηρεί ο ποιητής στον φαινομενικό κόσμο. Έτσι, η προσέγγιση του Σικελιανού προς την πλατωνική φιλοσοφία μπορεί να ερμηνευθεί αν κατανοήσουμε στη τελευταία την μεταφυσική αντίληψη για την Ιδέα του Αγαθού, ως την Ιδέα εκείνη που αποτελεί την απώτατη ενοποιητική εξήγηση όλων όσων υπάρχουν. Είναι, λοιπόν, αυτή ακριβώς η αποστολή της Ιδέας, η διάθεση δηλαδή για ενότητα, που έρχεται να αντισταθμίσει τη δυσπιστία και την απογοήτευση του ποιητή για τον κόσμο, οδηγώντας τον τελικά στη συγκρότηση της Δελφικής Ιδέας, που αποτελεί το κέντρο «της Ιδέας της ομοσπονδίας» (ΠΛΒ´ 279). Υπό αυτό τον όρο η Δελφική Ιδέα στη βάση της συγκροτείται ως ένας ιεραρχημένος πυρήνας «ομόψυχου πνευματικού παλμού» (ΠΛΒ´ 60), ένα όλον όπου τα διάφορα μέρη αποτελούν, με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, μια αδιάσπαστη ενότητα. Παραθέτω το παρακάτω χωρίο: 

Αλλά χρειάζεται να βρούμε τον τεράστιο αρμοστήρα ενός Πνευματικού Οργάνου οπού θα προικίσει την ανθρώπινην ατμόσφαιρα με μια ισοτονική διαδόνηση παγκόσμια, που θα περιλάβει ολόκληρη την κλίμακα της γήινης σκέψης, και που θ’ αποδώσει ενιαίο και αδιαίρετο το σκορπισμένο από αιώνες και σε μύριους τόπους ηρωικό πνευματικό εμβατήριο μιας καινούριας για τον Άνθρωπο εποχής
(ΠΛΒ´ 97)

Δελφικές εορτές [Αρχείο Κ. Μπουρναζάκη]

Η «δυναμική ενότης» (ΠΛΒ´ 77) που εκφράζεται σε όλα τα κείμενα της Δελφικής Προσπάθειας μας κατευθύνει, σχεδόν συνειρμικά, στην πλατωνίζουσα πολιτειακή διδασκαλία, όπου, καθώς επισημαίνει ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος: «είναι η πρώτη φορά μέσα στην ιστορία τού πνεύματος, όπου ή Πολιτεία νοείται ως όλον».[10] Πράγματι, στην πλατωνική Πολιτεία η ενότητα της αρίστης πολιτείας αποτελεί το μεγαλύτερο αγαθό. Σταχυολογώ ένα σύντομο χωρίο από το Βιβλίο Ε´ της Πολιτείας: «Ἔχομεν οὖν τι μεῖζον κακὸν πόλει ἢ ἐκεῖνο ὃ ἂν αὐτὴν διασπᾷ καὶ ποιῇ πολλὰς ἀντὶ μιᾶς; ἢ μεῖζον ἀγαθὸν τοῦ ὃ ἂν συνδῇ τε καὶ ποιῇ μίαν;» (462b). Η σωκρατική διαλεκτική επιτυγχάνει την πορεία από την πολλαπλότητα των φαινομένων στην ενότητα του ενός, δηλαδή στην Ιδέα, εκλαμβάνοντας έτσι τη πολιτεία ως μια ολότητα μέσα στην οποία κινούνται ταυτόχρονα και ενεργούν πολλές δυνάμεις. Η πλατωνική Πολιτεία δε μπορεί παρά να αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον λευκαδίτη ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του οικοδομεί τη Δελφική Πολιτεία, μια ολότητα ιεραρχικά δομημένη, στόχος της οποίας είναι η αδιάσπαστη ενότητα που εξασφαλίζεται από τη «μυστική ιαχή των μεμυημένων» (ΠΛΒ´ 46). Μάλιστα, και ο ίδιος ο Σικελιανός αναγνώριζε στη πλατωνική φιλοσοφία το όραμα μιας συλλογικής και εναρμονισμένης κοινωνίας:

Ονειρεύεται κι αυτός [ενν. ο Πλάτων] με τη σειρά του την υπερελληνική και σύγχρονα Εθνική Ιδέα. Αλλά όταν θέλει την Ιδέα τούτη να τη μεταφέρει στην Ιστορική πραγματικότητα και να την ενθρονίσει στην αυθεντική της ιεραρχική βαθμίδα, τότε ξάφνου αποκαλύπτεται ολόκληρη η λανθάνουσα μες στην ψυχή του σύγχυση πολιτικών και εκπαιδευτικών αρχών
(ΠΛΒ´ 349),

θα γράψει σε ένα δισέλιδο κείμενό του για τον φιλόσοφο. Ο Σικελιανός, λοιπόν, εμπνέεται από το περιεχόμενο του πλατωνικού όρου, γίνεται ο αναμορφωτής και συνεχιστής της υπερελληνικής πλατωνικής Ιδέας, όπως το ευαγγελίζονταν στο ποίημα «Χώματα». Αξίζει να προσέξουμε και το συνδετικό «κι αυτός» που γράφει ο Σικελιανός στο παραπάνω απόσπασμα, εννοώντας προφανώς την κοινή σύμπλευσή του με τον Πλάτωνα. Έτσι, η Δελφική Προσπάθεια φάνταζε πια και ως η έμπρακτη εκπλήρωση της υπερελληνικής Ιδέας που είχε χαθεί στο πέρασμα των αιώνων. Την ίδια στιγμή, όμως, νιώθει προδομένος και ασκεί κριτική στον Πλάτωνα, επισημαίνοντας πως «απευθύνεται σε ξένο τύραννο» (ΠΛΒ´ 349) για να επιβάλει τις αναμορφωτικές του ιδέες, υπονοώντας ενδεχομένως την πολιτική κατεύθυνση του φιλοσόφου στο κράτος των Συρακουσών με τη γνωστή ιστορία, όπου ο φιλόσοφος προσπάθησε να μεταμορφώσει τον τύραννο Διόνυσο σε φιλόσοφο-βασιλέα, απέχοντας, ταυτόχρονα, από την ενεργό πολιτική της Αθήνας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το οποίο διακρίνεται από την επιθυμία της συνεκτικότητας, συνισταμένη όλων των ιεραρχημένων δυνάμεων της Δελφικής Ιδέας αποτελεί η πίστη του Σικελιανού στην αρχή του εκλεκτού ανδρός, ο οποίος γίνεται ο ηγέτης της Δελφικής κοινότητας: 

Η εποχή μας έχει σήμερα ανάγκη, για να ορθοποδήσει, όχι ετούτης ή εκείνης της μονόπλευρης θεωρίας, αλλά της σε βάση αληθινά καθολική δημιουργίας και τοποθέτησης ενός ηρωικού, ενός αρτίου κι ενός ωραίου, στην πραγματική της λέξης σημασία, πνευματικού ανδρισμού.
(ΠΛΒ´ 81)

Εξ ονόματος του λαού, τα εκλεκτά άτομα αναλαμβάνουν να θεραπεύσουν τις αδυναμίες τις κοινωνίας και να πραγματώσουν τελικά τις ιδέες και τις αξίες της, προάγοντας έτσι τη Δελφική Ιδέα. Η συνείδηση μιας ανώτερης αποστολής αναδεικνύει την ανάγκη τοποθέτησης της αρετής της ανδρείας στο επίκεντρο Ιδέας. Ένα παρενθετικό σχόλιο: η ιδέα του αρίστου ανδρός, ως ρυθμιστή της πολιτείας, συνδεόμενη με την πλατωνική πολιτική θεωρία αποτυπώνεται λίγο αργότερα και από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο,[11] με τον οποίο ο Σικελιανός διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις.[12] Είναι σημαντικό ότι το κορύφωμα της Δελφικής Προσπάθειας συμπίπτει με μια περίοδο όπου έχουμε την πρόσληψη του ελληνισμού μέσα από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφική παράδοση, η οποία πρότασσε το κλασικό ελληνικό ιδεώδες ως αρχετυπικό. Ο Σικελιανός, άλλωστε, είχε αναπτύξει από νωρίς φιλικές σχέσεις με Έλληνες ιδεαλιστές της εποχής, όπως ο Θεοδωρακόπουλος, ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος,[13] οι οποίοι ολοένα και περισσότερο επέστρεφαν νοσταλγικά στο παρελθόν, προκειμένου να θεραπεύσουν τον ελληνισμό. Είναι χαρακτηριστικό ένα σχόλιο από το ημερολόγιο του Θεοτοκά, στο οποίο συνδέεται ο σικελιανικός ιδεαλισμός με την γερμανική παιδεία του Τσάτσου:

σημείωσα την ύπαρξη μιας «σχολής» που δημιουργείται στη διασταύρωση των επιδράσεων του Σικελιανού, του Συκουτρή, του Κ. Τσάτσου. Είναι ένα ανακάτωμα γερμανικής ιδεοκρατίας (από δεύτερο χέρι ως επί πλείστον), σικελιανικής ποίησης και μεταφυσικού τοπικισμού[14]

Όσο κι αν θεωρήσουμε, πάντως, ότι η περιρρέουσα γερμανική ρομαντική ιδεαλιστική ατμόσφαιρα της εποχής περί μεγαλοανδρισμού ή ο νιτσεϊκός υπερανθρωπισμός δεν ήταν άγνωστες ιδέες στον Σικελιανο και ενδεχομένως να επέδρασαν στη σκέψη του, δεν μπορούμε παρά να αναφέρουμε ότι την ίδια στιγμή, στην ψυχή του ποιητή είναι παρούσα και κυρίαρχη η αρχαιοελληνική παράδοση, η οποία από νωρίς πλούτιζε το πνευματικό υπόβαθρό του, με τους ηγέτες της πλατωνικής πολιτείας, τους άρχοντες-βασιλείς, που ως άρτιες πνευματικές φυσιογνωμίες αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν την ιστορική αποστολή της κοινωνίας. Ο σικελιανικός εκλεκτός, ο ηγέτης της Δελφικής Κοινότητας -ο οποίος μετουσιώνει τον ανδρισμό- προσιδιάζει στον πλατωνικό φιλόσοφο-βασιλιά, την απόλυτη αρχή της Πολιτείας, που ενσαρκώνοντας τον Λόγο, υπηρετεί την Ιδέα. Αναλαμβάνει από αίσθηση καθήκοντος και με την αρετή της ἀνδρείας (429b8-c 2) να φέρει εις πέρας τον στόχο της πόλεως, δηλαδή την οργανική ενότητα των στοιχείων που την αποτελούν. Είναι αλήθεια πως ο Σικελιανός δεν χρησιμοποιεί σε κάποιο σημείο τον όρο «φιλόσοφος» όταν αναφέρεται στον εκλεκτό ηγέτη της Δελφικής Ιδέας. Ο τελευταίος, όμως, είναι ο απόλυτος εραστής του πνεύματος. Το χρέος του εκλεκτού ηγέτη της Δελφικής Ιδέας αποτυπώνεται σε ένα άρθρο του Σικελιανού το 1928: 

Αλλά θα συμπεράνουμε άραγε, από την αποκάλυψη των αιώνιων αυτών ιδεών μες στη συνείδηση των εκλεκτότερων ατόμων, πώς η αποστολή αυτών των τελευταίων σταματά σε τούτο το σημείο; και πώς δεν οφείλουν, παίρνοντας τις ώσαν δάδες στα ίδια τους τα χέρια, να φωτίσουνε τη σύγχρονη πορεία της ανθρωπότητας, ακούραστα και αποφασιστικά;
(ΠΛΒ´ 120)

Η παραπάνω διατύπωση παραπέμπει στην πλατωνική ιδέα της εκ των άνω προς τα κάτω πορείας του άρχοντα-βασιλεία, ο οποίος οφείλει να κατέβει στο σπήλαιο και να αναλάβει από χρέος να βοηθήσει τους δεσμώτες να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους, διανύοντας τον δύσκολο ανηφορικό δρόμο, ώστε να περάσουν από το σκοτάδι στο φως (514a–521b), μια εικόνα ιδιαίτερα προσφιλής στον Σικελιανό, όπως διακρίνεται στο ποίημα «Η Εστιάδα» (από τη Συνείδηση της γυναίκας, 1916): «Ενώ εγώ φέρνω την καθάρια σου εντολή/ υψωμένη/ μες στο σπήλαιο των ανθρώπων!» (στ. 14-16). Το πλατωνικό «καταβαίνειν» (519b) των φιλοσόφων-βασιλέων ηχεί, κατά την γνώμη μου, και σε ένα από τα πρώτα κείμενα του Δελφικού Λόγου, εκεί που ο εκλεκτός του Σικελιανού, έχοντας συνείδηση της ανώτερης αποστολής του, αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τον λαό στην Δελφική Ιδέα, στην απώτατη ενοποιητική εξήγηση:

Με αυτόν τον τρόπο το πνευματικό αυτό πρόγραμμα, προσανατολισμένο στην ουσία του παντός, επενεργούσε σε άτομα και πλήθη, κάνοντάς τα να διαισθάνονται ή να βλέπουν από πάνω προς τα κάτω.
(ΠΛΒ´ 75)

Αν φέρουμε κατά νου τον πρώτο στίχο της Πολιτείας: «Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ» (327a), θα διαπιστώσουμε πως η πρώτη λέξη του διαλόγου είναι το «κατέβηκα». Παραπέμποντας στο σπήλαιο, ο Σωκράτης «κατέρχεται από το επίπεδο πνευματικής του ύπαρξης για να εξηγήσει τις απόψεις του».[15] Η επιστροφή - νοούμενη ως κατάβαση - προϋποθέτει πνεύμα αλτρουισμού και αυτοθυσία, και, ταυτοχρόνως, την αναγνώριση της υψηλής αποστολής που έχουν οι πεπαιδευμένοι στην ιδανική πλατωνική πολιτεία. Το λυρικό Εγώ του Σικελιανού μας επιτρέπει να τον τοποθετήσουμε σε μια ανάλογη θέση. Ο σικελιανικός εκλεκτός επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, να επιστρέψει από την πνευματώδη ύπαρξη, να κατέβει ανάμεσα στον λαό, και να αναλάβει τη μετουσίωση της Δελφικής Ιδέας. Δεν είναι χαμένος στο νησί των Μακάρων· αντιθέτως, έχει απόλυτη συναίσθηση του βαρυσήμαντου καθήκοντος. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητή και η έννοια της «επιστροφής» στην οποία επανέρχεται διαρκώς ο Σικελιανός, με πιο χαρακτηριστικό το κείμενο που φέρει τον τίτλο «Η επιστροφή στη γη και το λαό» (ΠΛΒ´ 184-199). Μοιάζει με την επιστροφή του διαφωτισμένου πια διανοητή που αναλαμβάνει, με αίσθημα καθήκοντος, να προσφέρει στο σύνολο των πολιτών την πορεία προς την Ιδέα, και στην παρούσα συνθήκη, προς τη Δελφική Ιδέα. Είναι το μέγιστον μάθημα που θα διδαχθεί ο ιδανικός κυβερνήτης της πολιτείας: 

Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται. Τὸποῖον δή; Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ᾽ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ᾽ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι. ( 519d)  

Η Δελφική Ιδέα αποτέλεσε το πιο ελληνοκεντρικό κήρυγμα της εποχής της. H βαθύτατη αρχαία ελληνική παράδοση με «την ευθύνη της μονάδος απέναντι του όλου» (ΠΛΒ´ 167) υπενθύμιζε διαρκώς την αναζήτηση της χαρισματικής προσωπικότητας, τον μεγάλο ηγέτη που θα μετουσίωνε τη Δελφική Προσπάθεια. Είναι η στιγμή που ο ηγέτης, ο εκλεκτός άνδρας της Δελφικής Ιδέας, ο ενανθρωπισμένος Λόγος, αναλαμβάνει τον ρόλο του παιδευτή του σύμπαντος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής θα σημειώσει πως η Δελφική Ιδέα βασίζεται πάνω σε τρεις βασικές ανάγκες: «την Ανάγκη της Δικαιοσύνης, την ανάγκη της Εκπαίδευσης και την ανάγκη της Οικονομίας» (ΠΛΒ´ 366). Πρόκειται για ένα «ορθογώνιο τρίγωνο», όπως ο ίδιος θα αναφέρει, στο οποίο η «εκπαιδευτική πλευρά» αποτελεί τη βάση του (ΠΛΒ´ 366). Στη Δελφική Ένωση συναντάται η ίδια προτροπή που διατρέχει το σύνολο της πλατωνικής Πολιτείας. Η δικαιοσύνη συνιστά για τον Σικελιανό βασικό παράγοντα για τη δομή της Δελφικής Ιδέας. Η μετουσίωση, όμως, επέρχεται μέσα από τους «πραγματικούς παιδαγωγούς» (ΠΛΒ´ 370). Στην Πολιτεία, την πιο επεξεργασμένη μονογραφία για την δικαιοσύνη[16], εκφράζεται η σύλληψη ενός κοινωνικού συστήματος, που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα ιδανικά της δικαιοσύνης και της ευτυχίας όλων των ανθρώπων, βασική προϋπόθεση της οποίας είναι η παιδεία. Η δικαιοσύνη είναι η ύψιστη κατά Πλάτωνα αρετή που ενοποιεί και εναρμονίζει όλες τις άλλες (425c-445e). Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο ο φιλόσοφος βασιλέας χαρακτηρίζεται από συνείδηση της ιδέας της δικαιοσύνης. Συνεκτικό στοιχείο όμως της Πολιτείας είναι η παιδεία. Η πολιτειακή οργάνωση και ομαλότητα θεμελιώνεται μέσα από την αγωγή και την παιδεία. Σκοπός της «καλλίπολης» είναι να εκπαιδεύσει τους πολίτες σε μια συμβίωση πάνω σε μια ηθική βάση, πετυχαίνοντας έτσι την ηθική ακεραιότητα του συνόλου της. Το παιδευτικό σύστημα της ιδεώδους Πολιτείας θεμελιώνει την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, αφού η παιδεία έχει ως στόχο την ενατένιση των υψηλών πνευματικών ιδεών, κορωνίδα της οποίας είναι η σύλληψη της Ιδέας του Αγαθού.
Το πρόγραμμα της πλατωνικής Πολιτείας, που στοχεύει στην αγωγή και τη διαπαιδαγώγηση του ορθού πολίτη, μοιάζει να κατευθύνει την παιδευτική λειτουργία της Δελφικής Ιδέας. Η περί εκπαίδευσης προτροπή, η γνησία, δηλαδή, αγωγή που οδηγεί στην ηθική τελείωση, υψώνει την Δελφική Ιδέα σε έναν εκπαιδευτικό σκοπό που ο ποιητής καλείται να φέρει εις πέρας. Ο Σικελιανός σε ένα από τα κείμενα της περιόδου του 1930 θα παρουσιαστεί ως ο ήρωας-παιδαγωγός, ο ιδανικός παιδαγωγός, ο μόνος που μπορεί να γονιμοποιήσει την Ιδέα. Γίνεται ο φορέας της γνώσης, ένας φιλόσοφος βασιλέας, που η παιδεία, με την πιο πλατιά της έννοια, αποτελεί το πρωταρχικό εφόδιο για την ανάληψη του σημαντικότερου κοινωνικού ρόλου. Αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις ως σαν ο φωτισμένος άνθρωπος που γνωρίζοντας το φως της αλήθειας, γίνεται παιδευτής και συμπαραστάτης στην πορεία προς την Ιδέα, μεταδίδοντας την πνευματική της πνοή:

Γιατί ποιος άλλος υποχρεούται να αναλάβει την ψυχή αυτού του αγώνα, από την αγνή επαναστατημένην εκπαιδευτική συνείδηση του κόσμου, που λυτρουμένη στο τέλος από τα δεσμά της […] θα να ζητήσει πάλι ν’ ανεβεί στις καθαρές δημιουργικές κι εποπτειακές κορφές της, και να πρυτανεύσει ανεπηρέαστη «από πάντων και δευτέρων» και στις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους και τις σχέσεις γενικότητα των λαών;
(ΠΛΒ´ 367)

Η αναλογία με τον πλατωνικό φιλόσοφο, τον πεπαιδευμένο που έχει σπάσει τα δεσμά και αναλαμβάνει από υποχρέωση να διαφωτίσει τους συνανθρώπους του, είναι κάτι πάνω από εμφανής. Ο ποιητής, ως απελευθερωμένος δεσμώτης, αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της Δελφικής Πολιτείας. 
Ο Σικελιανός υπήρξε ένας εμπνευσμένος παιδαγωγός, με την πλατωνική σημασία του όρου. Ένας μεγάλος εραστής της αιώνιας Ελλάδας, κάτω από το πέπλο του Πλάτωνα. Ως γνήσιος του είδους του, διαφύλαξε την ρήση της Διοτίμας «οἳ ἐν ταῖς ψυχαῖς κυοῦσιν ἒτι μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς σώμασιν», από το πλατωνικό Συμπόσιον. Ο Άγγελος και η Εύα δεν μείνανε μόνο ἐν τοῖς σώμασιν εγκύμονες αλλά και ἐν ταῖς ψυχαῖς. Η γέννηση της Δελφικής Ιδέας έμοιαζε να είναι το πνευματικό παιδί τους. Όπως στη πλατωνική φιλοσοφία, έτσι και στη σικελιανική κοσμοθεωρία ο έρωτας συλλαμβάνεται ως πνευματική τεκνογονία. Η Δελφική Ιδέα αποτελεί το πνευματικό αποκορύφωμα του Σικελιανού. Είναι η στιγμή που ο ποιητής διαισθάνεται μια δαιμόνια δύναμη να συγκλονίζει την ψυχή του. Στο «Προανάκρουσμα» της Δελφικής Ιδέας ομολογεί πως αυτό που τον ωθεί στην σύλληψη της Ιδέας είναι ο «Ρυθμός» που αισθάνεται στο βάθος της ψυχής του. Είναι ο Ρυθμός για τον οποίο έκανε λόγο στο ποίημα «Διοτίμα»: «ακολουθώντας της ψυχής μου τη γλυκιά φωνή,/ στέκω μπροστά στην άναρχη χαρά σου,/ω Έρωτα-Ρυθμέ !» (στ.13-15). Ο «Ρυθμός», που τον συνάντησε για πρώτη φορά στις πλατωνικές διαθήκες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: