Από τη Φανερωμένη στους μαθητές του Βούδα

Το σπίτι των Σικελιανών στη Σαλαμίνα (φωτ. Wikipedia)
Το σπίτι των Σικελιανών στη Σαλαμίνα (φωτ. Wikipedia)

(Η πρόνοια των αντιλημμάτων)

Στον Αλέξανδρο Κορδά

«Ο Σικελιανός παίζει με το θάνατο και τον γλεντάει»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


1. Από την αντινομία στην Αφαίρεση / Διασκελισμοί ενόρασης

Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60 παραθερίζαμε στο Μούλκι —ή σε πλέον εύηχη παραλλαγή: Αιάντειο— της Σαλαμίνας. Πηγαίναμε στη Μονή της Φανερωμένης τον Δεκαπενταύγουστο. Εκεί, το θυμάμαι πολύ καλά ως σήμερα, άκουσα πρώτη φορά για τον Άγγελο Σικελιανό. Ότι δηλαδή ερχόταν στο Μοναστήρι, ότι του άρεσε το νησί, ότι ήθελε να αναστήσει νεκρούς κλπ. Θα πρέπει να ήμουν τότε μαθητής της Δευτέρας ή της Τρίτης Δημοτικού. Συνέδεσα αμέσως το όνομά του με τους αγγέλους της άφθονης εικονογραφίας της Μονής. Ήθελα να πιστεύω ότι μάλλον ήταν ένας από αυτούς. Χωρίς να το καταλάβω έμπαινα στο παιχνίδι των μεταβάσεων. Παιχνίδι που βαστάει δεκαετίες όπως φαίνεται.
Οι πλέον ενδεικτικοί πόλοι αναφοράς και αυτοαναφοράς της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού συγκαταλέγονται σε αυτούς τους οποίους είθισται κατά κανόνα να απαριθμούν, στους αντίποδες εννοείται των χειραγωγούμενων ερμηνειών, οι συστηματικότεροι των μελετητών της συνειδητά πληθωρικής, πάντως πράγματι συναρπαστικής στις ευτυχέστερες των στιγμών της γραφής. Ας ξαναδιαβάσουμε π.χ. εν προκειμένω τα συναφή του Παντελή Πρεβελάκη: «Το πνευματικό μήνυμα που αναδίνεται από τα λυρικά του Σικελιανού και που μέλλει ν΄ αποκαλυφθεί εναργέστερα από τα δρώμενα των προσώπων που θα πλάσει, δεν είναι βέβαια βολετό ν΄ απογραφεί εδώ – χάμω. Θα μπορούσε κανείς, ωστόσο να κατονομάσει τα βασικά θέματα: Κατάφαση της ζωής. Ομορφιά και θάμβος. Αγάπη. Πίστη στο λαό. Αναζήτηση του Ενός. Ευθύνη και εθελοθυσία των ταγών. Υπερμάχηση της μοίρας του ελληνισμού [. . .] Στο ζοφερό προαίσθημα του αιώνα μας, ο Σικελιανός αντιτάσσει την αφθαρσία ενός ελληνικού Κανόνα, ενός ελληνικού ήθους, μιας ελληνικής Μοίρας». Επισημαίνω ότι σπανίως καταγράφεται η παρουσία ενός καθόλα αυθεντικού ορμεμφύτου προς θάνατον ως αιτίου κι αιτιατού μέρους τουλάχιστον της λεκτικής πολιτικής του. Η ρητορεία της γενναιοφροσύνης δεν διστάζει να αναχθεί στον Άδη. Στην τρύπα του Τίποτα. Η ποίηση εν ολίγοις ακυρώνει την προοπτική τού ονείρου, δηλαδή της ζωής της ίδιας. Αρκεί να επιστρέψει κανείς στο όχι και τόσο προβεβλημένο εκείνο «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο - Μαθητή του Βούδα», από την ενότητα των «Ορφικών», για να διαπιστώσει την ισχυρή αυτή τάση προς την τελεσίδικη απάλειψη του εγώ. Το εγκώμιο του σολοικισμού της αυτοχειρίας αντιβαίνει ad hoc προς τις αρχές εκείνες, οι οποίες διακρίνουν εξ ορισμού την τάση προς το «υψηλό», το οποίο αποτελεί πρωταρχικό δομικό στοιχείο της οποιασδήποτε «εθνικής ποίησης». Εδώ ο ποιητής κατεβαίνει στο ζείδωρο κενό, το οποίο ευαγγελίζονται διαχρονικά επώνυμοι ή ανώνυμοι μύστες διαφορετικών Σχολών εαυτού - θέασης. Το παραθέτω αυτούσιο για τις άμεσες ανάγκες της εποπτικής στιγμής:

                Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

                        ο Aτζεσιβάνο. K' ήτανε η ψυχή του
                        την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
                        Kι όπως κυλά, από τ' άδυτα του αδύτου
                        των ουρανών, μες στη νυχτιά έν' αστέρι,
                        ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
                        έτσι απ' τα στήθη πέταξε η πνοή του.

                        Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

                        Γιατί μονάχα εκείνοι π' αγαπάνε
                        τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
                        μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
                        της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
                        που γέρνει πια, με θείαν αταραξία! 


Δεν πρόκειται για μια απλή, λίγο πολύ αναμενόμενη κι αυτονόητη κατάθεση μιας παροδικής απαισιοδοξίας, όπως συμβαίνει φέρ’ ειπείν στην επίσης άσημη πλέον εκείνη επτασέλιδη «Μελέτη θανάτου» (βλ. την ενότητα «Ίμεροι»).Ούτε βεβαίως συνιστά ένα λεπτομερή υπομνηματισμό κάποιας κυρίαρχης Ιδέας ατομικής ή συλλογικής προόδου. Απλώς προβάλλεται μια εξόφθαλμα αιματηρή, μια καταχρηστικά βίαιη επίσπευση της βράχμα- νιρβάνα, ήτοι, κατά λέξη, της «εντός του Βράχμα απόσβεσης». Με ιδιάζουσα μάλιστα οικονομία των εκφραστικών μέσων, κάτι όντως σπάνιο για τα ήθη, ως γνωστόν, της κειμενικής στρατηγικής του μείζονος αυτού ποιητή μας, το συγκεκριμένο, το πανηγυρικά εκούσιο αυτό «εν τω θεώ απόσβεσθαι» καθίσταται ες αεί αναγνωστικό μας απόκτημα. Η «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο» προβάλλει συνεπώς, στο πλαίσιο πάντα της πνευματικής δράσης του τυπικού βουδισμού, τη δυνατότητα της τελικής ποιοτικής αναβάθμισης του όντος σε μη-ύπαρξη, σε μη-φορέα παθών, σε μη-δράση, υπονοώντας ταυτοχρόνως το ειδικότερο πνεύμα των Ουπανισάδων. Εκεί, όπως υπογραμμίζει και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, η πορεία του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όνειρο ενός θεού. Περαιτέρω δε «σύμφωνα με τον βουδισμό, υπάρχει πράγματι όνειρο, δεν υπάρχει όμως το υποκείμενο που ονειρεύεται. Πίσω ή κάτω απ’ το όνειρο δεν υπάρχει τίποτε. Η νιρβάνα είναι η μοναδική σωτηρία». Ανακαλείται βεβαίως κατ΄ ανάγκη συνειρμικά και η συναφής στρατηγική του «γνόφου επιγνώσεως», τον οποίον βιώνουν, ως γνωστόν, οι ημέτεροι μύστες, ήτοι εκείνοι της Ορθοδοξίας, αποκόπτοντας ασμένως τους δεσμούς με τη λογική, τις αισθήσεις, αλλά και τη φαντασία. Ένας αυτοθυσιαστικός λοιπόν «γνόφος επιγνώσεως» οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο στις άφθιτες αξίες ενός εμφανώς διαφορετικού θανάτου. Πέρα από τις όποιες μεταφυσικές προκαταλήψεις ή μονοσήμαντες συλλήψεις της νόησης, η σαφήνεια του ποιήματος επικαθορίζει τη δική του αλήθεια δράματος. Στο απώτερο μάλιστα βάθος των στίχων το υπερπέραν επιτρέπει να αναφανεί η ιδιαίτερα φιλόξενη φύση του. Αντιπαραβάλλω τα εξής διαφωτιστικά, τα οποία απαντούν στους αντίποδες της ύστατης δράσης του Ατζεσιβάνο, όπως τα επιθεωρεί ο περιώνυμος Δανός φιλόσοφος, ο Σέρεν Κίρκεγκορ το 1849, τριάντα πέντε χρόνια προτού γεννηθεί ο Άγγελος Σικελιανός: «η απελπισία είναι ασθένεια προς θάνατον, είναι η βασανιστική αντίφαση, η ασθένεια του Εγώ που πεθαίνει διαρκώς, που πεθαίνει δίχως να πεθαίνει, που πεθαίνει τον θάνατο. Γιατί πεθαίνω σημαίνει όλα τέλειωσαν, αλλά πεθαίνω τον θάνατον σημαίνει ζω το θνήσκειν· και να τον βιώνω μόνο μια στιγμή σημαίνει να τον βιώνω διά παντός [. . .] Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει· “όπως το μαχαίρι δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις”, η απελπισία δεν μπορεί να πλήξει το αιώνιο, το Εγώ που βρίσκεται στο βάθος της απελπισίας, της οποίας το σαράκι δεν εξοντώνεται, η φλόγα της δεν σβήνει. [...] Το πεθαίνω από απελπισία μετατρέπεται σταθερά σε ένα ζην. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει…».
Ισχυρίζομαι ότι «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο - Μαθητή του Βούδα» διορθώνει εν προκειμένω όποιον διαλογίζεται άσκοπα ή άτοπα, όπως φέρ’ ειπείν μας αφηγείται το εύληπτο τετράστιχο από το δημοφιλές Τροπάριο Παρακλητικής: «Πολλάκις τὴν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν, / εὑρέθην τὴν ἀμαρτίαν ἐκπληρῶν, / τῇ μὲν γλώττῃ ἅσματα φθεγγόμενος, / τῇ δὲ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος». Το σαθρό υλικό της ύπαρξης απορρίπτεται. Εξού η λέξη, ο ευδαίμων εκείνος βρόχος: αταραξία. Η κατακλείδα του ποιήματος. 



2. Η συνάφεια με το μηδέν / Η προφάνεια της εμπειρίας / Η γοητεία του ρητού

Το απελπισμένο Εγώ χτίζει φανταστικά παλάτια και μάχεται ανεμόμυλους. Όλες οι δοκιμασμένες αρετές έχουν μια όψη υπέροχη˙ αναδίδουν μια μαγεία σαν ανατολίτικου θρύλου.
Σέρεν Κίρκεγκορ, Ασθένεια προς θάνατον

Από μιαν άλλη γωνία εντατικής παρατήρησης, «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο - Μαθητή του Βούδα» μάλλον συνδέεται επιπροσθέτως και με το ευρύτερο, δυτικοευρωπαϊκό κλίμα των καθηλωτικών εκτιμήσεων του Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ, όπως διατυπώθηκαν στο έργο του Περί της ουσίας της ανθρώπινης αδυναμίας, εβδομήντα χρόνια πριν από τη γέννηση του Άγγελου Σικελιανού, ήτοι το έτος 1809. Αντιγράφω κατά λέξη: «Αυτή είναι μια θλίψη αδιαχώρητη από κάθε θνητό βίο, μια θλίψη όμως που δεν γίνεται ποτέ πραγματικότητα παρά εξυπηρετεί μόνο την άφθαρτη χαρά της υπέρβασής της. Εξού και πέπλος της βαρυθυμίας που απλώνεται σε ολόκληρη τη φύση, η βαθιά, η ακατάλυτη μελαγχολία κάθε ζωής[…] Ζωή λοιπόν υπάρχει μόνο στην προσωπικότητα· και κάθε προσωπικότητα στηρίζεται πάνω σε ένα σκοτεινό θεμέλιο, που πρέπει να είναι και θεμέλιο της γνώσης». Ο αυτοδίδακτος ποιητής μας αναζητούσε προφανώς ακόμη και στο «σκοτεινό θεμέλιό» του ικανό και αναγκαίο ηθικό έρεισμα.
Το ορμέμφυτο προς θάνατο είναι εξ ίσου ορατό βέβαια και στο εμβληματικό εκείνο «Γιατί βαθιά μου δόξασα», το οποίο ανήκει στην ενότητα με τίτλο «Αφροδίτης Ουρανίας». Αν και σιωπηλό, όπως το ήθελε ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, δεν παύει να υποστηρίζει ποικιλοτρόπως ραγδαίες συμπεριφορές και να ηγείται κρισίμων συμπτωμάτων. Γραμμένο τον Αύγουστο του 1937, δέκα τέσσερα χρονιά πριν από το θάνατό του ποιητή, το έργο αυτό αποτελεί «ένα από τα λίγα ποιήματα όχι μόνο του Σικελιανού αλλά και της νεοελληνικής ποίησης εν γένει, όπου η τέχνη της ρητορικής τίθεται τόσο φυσικά στην υπηρεσία της λυρικής συγκίνησης», όπως, κατέδειξε ήδη προσφυώς η Αθηνά Βογιατζόγλου. Επίσης ολιγόστιχο, διαβάζεται με την ίδια πάντα ταχύτητα απόλαυσης. Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ήδη πενήντα τριών ετών. Έχει μάθει προ πολλού να εναρμονίζει τα πολλαπλά παράδοξα του στοχαστικού του βίου, με αποφασιστικότητα σαφώς ενστικτώδη. Δεν παραλείπει, οίκοθεν νοείται, να υιοθετεί μιαν εμφανώς διαλεκτική τακτική τριβών, ρήξεων, πτώσεων και ανορθώσεων. Εν ολίγοις έχει κάθε λόγο να νιώσει, πάντως όχι άπαξ, την καταστατική εκείνη εμπειρία, το λεγόμενο «βίωμα ακμής». Ή «peak experience», όπως το θέλει ο Αβραάμ Μάσλο.
Εξού και η αιφνίδια κατακλείδα – η δημιουργική έκρηξη: η συσπείρωση των αντιθετικών ορμών σε βίο απόλυτου αναστοχασμού. Εννοώ κατά λέξη το εξής: «να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…». Με όλους τους συνδυασμούς των συμφραζομένων του, ο στίχος αποτελεί τεκμήριο υπερλογικής αντιστροφής καθιερωμένων γραμματικών εικόνων. Τα δήθεν αντιδιαισθητικά δεδομένα στο μεταξύ ακυρώνονται με την ανάλογη έμφαση. Το παραμυθητικό εκείνο γλέντι με τον θάνατο, το οποίο υπογραμμίζει δεόντως ο Γιώργος Σεφέρης στην προμετωπίδα του παρόντος, επιβεβαιώνει τη δυνατότητα μιας εξαιρετικής αλήθειας μείζονος Εύρους. Μιας κατ’ εξοχήν δηλαδή περαιτέρω φώτισης. Ή σατόρι, όπως το αναγνωρίζει προ αιώνων η ιαπωνική παράδοση του βουδισμού Ζεν. Οι συλλαβές συναποτελούν το μέτρο της απόδοσης του βιώματος μιας απόλυτης διά-γνωσης/δι - αύγασης. Κατά τα άλλα το ποιητικό ομιλούν φαίνεται να έχει αφομοιώσει επιπροσθέτως και μάλιστα σε ικανό βάθος το επιφανές καταπίστευμα του προλαλήσαντος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Ιδίως όσον αφορά στις εμβληματικές διακλαδώσεις των εφαρμογών της διαλεκτικής απόκλισης. Το φέρνω εδώ για τη διευκόλυνση της κατάταξης ορισμένων συμπερασμάτων: 

                         Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
                         και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
                         μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
                         να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
                         πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

                        Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
                         μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
                         σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
                         να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
                         λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
                         βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

                        Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
                         μα «Αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
                         μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
                         τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
                         να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
                         να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…


Βεβαίως και στην εποχή μας είναι αρκετά έντονος ο αντίλαλος κι αυτής της αρχής, δηλαδή της συναλληλίας των αρχών της φθοράς –της επιστροφής– της επανεκκίνησης-της ανακύκλησης κ.ο.κ. της ζωής, με καθαρά μάλιστα νιτσεϊκή προοπτική. Απομονώνω πρόχειρα, από το διπλό αφήγημα του Αλεσάντρο Μπαρίκο, Μίστερ Γκουίν-Τρεις φορές το ξημέρωμα (2011 και 2012) τα εξής: «Όμως η γυναίκα είπε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου ονειρεύεται να ξαναρχίσει απ’ την αρχή και πρόσθεσε ότι σ΄ αυτό υπήρχε κάτι το συγκινητικό, όχι το τρελό. Είπε ότι στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν ξαναρχίζει ολότελα απ΄ την αρχή, ωστόσο είναι αδιανόητο πόσο χρόνο περνάει ο κόσμος να φαντασιώνεται ότι ξαναρχίζει, συχνά μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται πνιγμένος στα δικά του βάσανα και στη ζωή που θα ήθελε να παρατήσει». Κοντολογίς, η ως εκ των πραγμάτων εφήμερη ύπαρξη, η οποία εξομολογείται de profundis στο «Γιατί βαθιά μου δόξασα», γνωρίζει κι αυτή επίσης ότι πράγματι οι όποιες ελλείψεις μας, οι όποιες τραυματικές απώλειές μας συνιστούν εξ αντιδιαστολής τις πολύτιμες πράγματι ελπίδες μας. Έτσι το εν λόγω ποίημα δικαιώνει με τον τρόπο του, μεταξύ άλλων, και το συναφές πόρισμα του Φρειδερίκου Σλέγκελ. Ήτοι: «Unsere Mӓngel sebst sind unsere Hoffnungen». Επακριβώς στη γλώσσα μας: «οι ελλείψεις μας είναι και οι ελπίδες μας».
Ο ποιητής παραμένει ολοκληρωτικά εγώ-παρών. Είναι μέσα στο κείμενό του από τον πρώτο έως τον τελευταίο στίχο. Δεν χρειάζεται να προσφύγει σε ολισθηρές αμφισημίες. Ούτε σε οχληρές πλαστότητες ή σε ψευδαισθητικές υπερδομές. Ο ίδιος άλλωστε συνιστά Ον. Εξ ου και η ομολογούμενη θέρμη των σημαινόντων-κυττάρων ενός κυριολεκτικά παλλομένου σώματος. Άρα η διυποκειμενικότητα τείνει να ακυρωθεί: η ταύτιση με το άλλο δείχνει πιθανότητες και μάλιστα ισχυρές της ολοκληρωτικής πραγμάτωσής της. Η γνώση που αποκτάται, οριακή, μυστική αλλά και αδιαμφησβήτητη όμως, είναι κατά συνέπεια η πολυπόθητη, η ανέκκλητη δι-όραση. Καμμία λογική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να την υπονομεύσει. Εκείνο δε το παράδοξο και μόνο κατά τα φαινόμενα αντιφατικό «παρθένο φιλί της αβύσσου», το οποίο απαντά στo ποίημα «Haute actualité» της προαναφερόμενης ενότητας των «Ορφικών», παραμένει το εμφανές μεταίχμιο των γνωστικών-ρεαλιστικών εμπειριών. Και ποιος/ποια μπορεί να συκοφαντήσει, να αποδομήσει, να διαγράψει εν τέλει το ipso facto υπερ-βίωμα του ποιητή;



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Αθηνά Βογιατζόγλου, Συνομιλίες ποιητών. Μεταπλάσεις, παρωδίες και αντίλογοι στη Νεοελληνική Ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Gutenberg, 2019.
Αλεσάντρο Μπαρίκο, Μίστερ Γκουίν-Τρεις φορές το ξημέρωμα, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Πατάκη, 2019.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Τι είναι ο βουδισμός, μετάφραση: Ε. Κ. Γαζής, επιμέλεια: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Printa, 1998.
Παντελής Πρεβελάκης, «Μνημόσυνο στο Σικελιανό», βλ. Άγγελου Σικελιανού, Ανθολόγημα, 30 χρόνια από το θάνατό του, ΟΕΔΒ, 1981.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες του 1945-1951, Ίκαρος, 1996, σ. 32.
Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός βίος, τόμος Ε΄, Λυρικά (Σειρά δεύτερη), Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978.
Σέρεν Κίρκεγκορ, Ασθένεια προς θάνατον-Η έννοια της απελπισίας, μτφρ.: Κωστής Παπαγιώργης, Μείζονα Φιλοσοφικά, εκδ. Καστανιώτη, 1999.
Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ, βλ. George Steiner, Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης, μτφρ.: Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Scripta, 2007.
Ελευθέριος Χ. Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία του Ακτίστου φωτός στους βίους των Αγιορειτών Αγίων. ΑΠΘ, Διατριβή επί διδακτορία, 1999.
Abraham Maslow, Values and Peak Experiences. Columbus OH: Ohio State University Press, 1964.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: