Για έναν χάρτη του Τόκιο

Για έναν χάρτη του Τόκιο


«Όμως, του ήταν αδύνατον να θυμηθεί ακριβώς πού ήταν εκείνος ο δρόμος, κι είχε μόνο μια συγκεχυμένη ιδέα, με βάση τη νοερή εικόνα ενός χάρτη του Τόκυο. Εκείνο που είχε σημασία, ήταν ο δρόμος που είχε ακολουθήσει η γυναίκα» ———— Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Η λίμνη


Τα λέπια της ξεθωριασμένης νύχτας. Είναι σκληρά ακόμη. Γυαλίζουν. Μόλις πέσουν πάνω τους τα φώτα των προβολέων μού φαίνεται ότι μεγαλώνουν. Κάποια στιγμή τα χνώτα μας τα θαμπώνουν. Να θυμηθώ το ιδεόγραμμα της αυγής να το σχηματίσω στο νοτισμένο παράθυρο του λεωφορείου, που με πάει στο κέντρο της πόλης. Βγάζω τα γάντια μου και φυσώ τη ζεστή ανάσα στις παλάμες μου. Τελετή υποδοχής μιας ακόμη ημέρας στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Σε λίγα λεπτά ξημερώνει. Δευτέρα, στην καρδιά του χειμώνα. Το Τόκιο έχει όμως ήδη ξυπνήσει. Αρχίζει να κινείται απότομα. Αναδιπλώνεται. Παντομίμα ενός τεράστιου παραφουσκωμένου σώματος. Σαν σπασμοί. Ψάρι που ξαφνιάστηκε και θέλει να βγει, να πετάξει έξω από τα βαριά, σχεδόν στάσιμα νερά της λίμνης του.


Αναπόσπαστο κομμάτι του πρωινού πίνακα: οι συστάδες των δέντρων. Παρατεταγμένα ή διάσπαρτα ακουμπούν με έμφαση στο βλέμμα. Όπως και στο Κιότο, έτσι κι εδώ τα χρώματα των φύλλων τους υποστηρίζουν μια βαθιά ωραιότητα. Μια έκφραση ζωής, που έρχεται από την μεσαιωνική τάξη, από την αρμονία που συνόψισε υποδειγματικά το Έντο. Τα δέντρα υπενθυμίζουν τις αρχές της ποίησης του ζεν. Δέντρα που γράφονται, που εγκαθίστανται στην περγαμηνή του ποιητή από μια χώρα σχεδόν ιδεατή. Αυθύπαρκτα κι όμως υποταγμένα στο αυστηρό σχέδιο της δήθεν αυθόρμητης σύνθεσης, μου δίνουν την εντύπωση ότι προβάλλουν στην οθόνη της ημέρας με τον τρόπο που αποδίδονται στο ρυζόχαρτο των καλλιγράφων: με σαφήνεια που υπαινίσσεται ένα απώτερο αίσθημα δικαιοσύνης. Είναι η αντικειμενική ταυτότητα του τοπίου. Ολοκληρωμένα, με ελάχιστες πινελιές οριακής ακριβείας, τα δέντρα των πεζοδρομίων και των απροσδόκητων πάρκων της εξοντωτικής πρωτεύουσας της Ιαπωνίας είναι η εγγύηση ενός είδους πρακτικής αποκατάστασης εκείνης της Φύσης που πλήγωσαν οι ουρανοξύστες.  


Μεσοπολεμικοί συγχρωτισμοί. Μνήμες του 1922, η αναμφισβήτητη αίγλη. Η πρωτεύουσα του κλέους, ο μαγνήτης. Ο Λου Σουέν, ο εθνικός συγγραφέας της Κίνας που αναμόρφωσε ριζικά το μυθιστόρημα, ακριβολογεί ως συνήθως: «Οι περισσότεροι Κινέζοι φοιτητές στο Τόκυο σπούδαζαν νομικά, πολιτικές επιστήμες, φυσική, χημεία, ακόμη και το επάγγελμα του αστυνομικού ή του μηχανικού, κανένας δεν μελετούσε λογοτεχνία ή Καλές Τέχνες».


Δύο αλκοολικοί βγήκαν πρωί-πρωί για το ποτό τους. Πλησιάζουν το μηχάνημα που πουλάει σάκε στη γωνία του δρόμου, ετοιμάζουν τα νομίσματα των εκατό γεν. Ευπρεπείς, χωρίς να τρέμουν ή να σπρώχνει ο ένας τον άλλο. Εκτελούν ένα υπηρεσιακό καθήκον με υποδειγματική προσήλωση και ανάλογη τάξη. Από το παράθυρο μου διακρίνω μια ασυνήθιστη χλωμάδα στα ανέκφραστα πρόσωπά τους. Δεν προλαβαίνω να δω τίποτε άλλο, στη στροφή επάνω έχασα τον ειρμό της πρώτης ανακουφιστικής ρουφηξιάς.

 
Το λεωφορείο μόλις που κινείται πια. Σηκώνω το γιακά του σακακιού μου και κατεβαίνω στην προτελευταία στάση. Η κίνηση από λεπτό σε λεπτό γίνεται όλο και πιο αργή. Σκεπάζω με το κασκόλ το μισό πρόσωπο. Μάταιη προσπάθεια, είμαι εγκλωβισμένος στον πάγο. Το αγιάζι φέρνει ως εδώ την διαβρωτική υγρασία των ποταμών που διασχίζουν το Τόκιο. Υποτάσσομαι στη δύναμη της σταγόνας του νερού. Στέκεται ακόμη στο μάγουλό μου. Δεν την πειράζω. Από κει θα πέσει στο μάλλινο πουλόβερ μου. Ούτε κι από εκεί λέω να την σκουπίσω. Ας πάει πιο κάτω. Δεν πρόκειται να στεγνώσει γρήγορα με τόσο χαμηλή θερμοκρασία. Να κατέβει κι άλλο, να κυλήσει εκεί που θέλει να φτάσει. Ναι, να μουλιάσει εντός μου ό, τι εξακολουθεί να αντιστέκεται ακόμη στις παράδοξες αλήθειες που με περίμεναν και εδώ.

Αντιλαμβάνομαι την ευθύτητα των επίμονων ιριδισμών, την απτή, μαθηματική θα έλεγα διάσταση του ειδώλου, που καθήλωσε τον Πωλ Κλωντέλ : « Απ’ / όλες / τις / οδούς γύρω από το Τόκυο / οι Ίριδες / μπήκαν στη σειρά / να παν να δουν / τον Αυτοκράτορα ».

Η άλλη φωνή έρχεται αντιστικτικά από έναν οργίλο Τανιζάκι. Βλέπει την αναδομημένη πρωτεύουσα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 να μην είναι τίποτε άλλο παρά η ολοκλήρωση ενός ακραίου εκφυλισμού: «Το σημερινό Τόκιο δεν μου λέει πια πολλά πράγματα. Αντίθετα, το Κιότο μου θυμίζει πιο πολύ και σε πολλά πράγματα πως ήταν παλιά το Τόκιο και αυτός είναι ο λόγος που μου γεννιέται εδώ ένα αίσθημα νοσταλγίας. Ποιος μεταμόρφωσε το Τόκιο σ’ αυτή την άθλια και χαοτική πόλη που έχει καταλήξει να είναι σήμερα; Δεν φταίνε τάχα όλοι εκείνοι οι αποκαλούμενοι πολιτικοί, όλοι οι νεόπλουτοι, οι χωριάτες και η αγροτιά που έχουν συρρεύσει από αλλού και είναι άσχετοι με τα θέλγητρα και τις ποιότητες του αλλοτινού Τόκιο; Δεν είναι από φταίξιμο αυτών των υποκειμένων που ο κάποτε τόσο ωραίος ποταμός μας, αυτός που περνάει κάτω απ’ τις γέφυρες του Νιχόνμπασι, του Γιορόιμπασι ή του Γιανάγκιμπασι, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι που περισσότερο μοιάζει με απόνερα μαύρα της μελάνης; Δεν είναι απ’ την εγκληματική συμπεριφορά αυτών που αγνοούν ακόμη και το ότι υπήρξε εποχή που μέσα στον ποταμό Σουμίντα κολυμπούσαν μαρίδες και άλλα μικρά ψαράκια;».
Η απαρέσκεια αυτή διαθέτει την ανυπόκριτη ορμή μιας τελεσίδικης απόρριψης: «Όταν πεθάνω δεν θα έχει βέβαια πια σημασία που θα με θάψουν, παρ’ όλ’ αυτά, δεν θέλω ο τάφος μου να είναι σε μία πόλη τόσο δυσάρεστη όσο το σημερινό Τόκιο, μία πόλη με την οποία καμία συγγένεια πια δεν με συνδέει. Έχω φτάσει στο σημείο να εύχομαι να μπορούσα να μεταφέρω και τους τάφους του πατέρα, της μητέρας και όλων των παππούδων και γιαγιάδων μου κάπου αλλού, κάπου που δεν θα είναι Τόκιο». Η σύγκριση με ένα χαρακτηριστικό τμήμα του Κιότο είναι συντριπτική: «Και μόνο μία ματιά σ’ αυτόν τον παραδείσιο τόπο φτάνει για να καταλάβει κανείς πως δεν υπάρχει καμία σύγκριση με εκείνο τον αναποδογυρισμένο σκουπιδοτενεκέ που λέγεται Τόκιο».  
Αναζητώ και πάλι τις ισορροπίες εκεί που θα έπρεπε να παραιτηθώ από εξάντληση. Να δικαιώσω έστω τον Κλωντέλ.

 





    «Ποτέ όμως οι συμβατικότητες της Δύσης δε θα γίνουν συμβατικότητες της Άπω Ανατολής, ποτέ οι ξένοι ιεραπόστολοι δε θα υποχρεωθούν στην Ιαπωνία να παίξουν το ρόλο αστυνομίας των ηθών» ————Λευκάδιος Χερν,Ένας συντηρητικός  

Στα ανατολικά του Τόκιο. Προάστιο του Νισί–νιπορί. Ο σταθμός του τραίνου κατάμεστος. Τσαμπιά ανθρώπων κρέμονται από παντού, άλλα σχηματίζονται κάθε τόσο εδώ κι εκεί. Με υπομονή, ξέρουν άλλωστε ότι κανένα τραίνο δεν αργεί εδώ. Τότε στρίβει, έρχεται προς τη μεριά που στέκεται ο περισσότερος κόσμος. Εκείνη απόκοσμη. Την ξεχωρίζω αμέσως. Ανεβαίνει τα σκαλιά , νιφάδα που ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Φτάνει ως εδώ, όχι από τον ουρανό, αλλά από την πραγματικότητα της εργασίας της. Δεν σπρώχνει. Είναι φανερό, δεν βιάζεται. Οι άλλοι σαν να την αγνοούν. Εκείνη ανάλαφρη, τους προσπερνά, η μόνη που φοράει το κιμονό της αυτή την ώρα, που κλείνουν τα γραφεία, οι τράπεζες, τα εκκωφαντικά μαγαζιά της γιγαντούπολης. Μέσα στο ανυπόμονο, συνωθούμενο πλήθος , αυτή παραμένει πεισματικά ένα κόσμημα ζωής, που αρνείται στα αγκιστρωθεί στην παγίδα του χρόνου. Λες και δεν στηρίζεται, δεν ακουμπάει πουθενά. Ένα κομμάτι παρελθόντος στην αποβάθρα του τραίνου. Θα μπει στο βαγόνι σαν μήνυμα της άνοιξης. Δεν μπορώ να ξέρω βέβαια πόσο οι άλλοι, οι απρόσωποι συνεπιβάτες μας, είναι συνηθισμένοι σε παρόμοιες ενδυματολογικές εκπλήξεις. Πάντως δεν την παρασύρουν στο φευγιό τους για το σπίτι. Ένα μείγμα ανοχής και συγκατάβασης; Ή καλοπροαίρετη, έμμεση πάντως αποδοχή της παλαιάς κοινής κληρονομιάς, που επείγεται να ισοπεδώσει ο πολιτισμός των τεχνοκρατών; Ή μήπως τίποτε από όλα αυτά; Θα φροντίσω να μάθω αργότερα.
Τώρα δεν χάνω την ευκαιρία, της αφήνομαι ολοκληρωτικά. Περίσταση σαν χάδι. Είναι τόσο κοντά μου που μπορώ να αναγνωρίσω τους κυματισμούς, τις επιμελημένες επιφάνειες, τις αποχρώσεις όλων των καλλυντικών που έχει απλώσει με υποδειγματική φροντίδα στο πρόσωπό της. Την παρατηρώ, εννοείται, όσο πιο διακριτικά γίνεται. Δεν θέλω να θεωρήσει την στάση μου σαν τεκμήριο αθεράπευτης βαρβαρότητας ή επίδειξη εγγενούς ελαφρότητας. Πράγματι στον κλειστό χώρο του βαγονιού λάμπει. Το λευκό, ατσαλάκωτο κιμονό της αναδεικνύεται σαν σημασία ενός παιχνιδιάρικου, αλλά απατηλού, δίσημου ταυτόχρονα χάι κου. Το ιδιαίτερα φιλικό, κυανό χρώμα της σάρπας της το διασπούν κιτρινωπές ανταύγειες χρυσάνθεμων. Κάθεται ανάμεσά μας με περίσκεψη. Και με το ολοκάθαρο, καθησυχαστικό της βλέμμα συγκεντρωμένο προφανώς κάπου αλλού. Ίσως σε κάποια μακρινή πόλη. Ή σε μια λίμνη, σε ένα λιβάδι στρωμένο με κρίνους κοντά στον Βωμό του Μέιτζι. Τόσο άδειο και γεμάτο μαζί, ένα βλέμμα που κατάφερε να χωρέσει μιαν επικράτεια ευγένειας.


Δίπλα της ένας ηλικιωμένος. Κομψός, με τον τρόπο του. Τα παλιά του ρούχα, εμφανώς προσεγμένα. Αξιοπρέπεια εκεί που χαράζουν οι βαθιές ρυτίδες των περασμένων εβδομήντα. Αποστεωμένο πρόσωπο. Περιποιημένο γενάκι. Το μαύρο καπέλο του καλύπτει όλο σχεδόν το μέτωπο. Βαθουλωτά, εξαιρετικά φωτεινά μάτια. Διαπεραστικά, επιμένουν, θέλουν να με διαπεράσουν, να φτάσουν στη σκέψη μου. Χαρακτηριστικά μεικτά. Μια προσωπογραφία που διατηρεί ασφαλώς ορισμένα σαφή γιαπωνέζικα στοιχεία, τα οποία όμως δεν επιβάλλονται στο τελικό αποτέλεσμα της προσομοίωσης. Αντιλαμβάνομαι ότι έχω μπροστά μου ένα σωσία του Έζρα Πάουντ. Ακριβώς ίδιον με εκείνον τον καταβεβλημένο από τις περιπέτειες, τον γερασμένο, αλλά οξυδερκέστατο πάντα ποιητή των Canto στην πασίγνωστη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, που κοσμεί το εξώφυλλο της βιογραφίας του από τον Νόελ Στοκ. Ένα συναφές δίστιχο αποκαλύπτεται. Διαθέτει ολόκληρη την ένταση του ακαριαίου συνειρμού. The apparition of these faces in the crowd∙/ Petals on a wet, dark bough. Είναι οι περίφημοι στίχοι που έγραψε για ένα άλλο μετρό, μάλλον στα 1913, όταν πέρασε από το Παρίσι. Φτάνουν τώρα στο Τόκιο μαζί μου και ξαναγράφονται εδώ, στο παλίμψηστο των καθηλωτικών συγκυριών. Κατά λέξη σημαίνουν:
« Τ’ όραμα εκείνων των προσώπων μες στο πλήθος. Πέταλα σε υγρό, σκούρο κλωνάρι ». Νομίζω ότι τους ψιθυρίζω κιόλας. Δεν με παρεξηγούν. Φαίνονται άλλωστε όλοι τους τόσο δοσμένοι στο όνειρο της απογευματινής χαλάρωσης, που τους περιμένει στον τελικό προορισμό τους, που ούτε τους νοιάζει τι σκαρφίζεται να κάνει ένας ακόμη ξένος στην πόλη τους των δεκατριών εκατομμυρίων κατοίκων.

 
       

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Η λίμνη, μτφρ. Καίτη Μπουλούκου -Τσισκάκη, εκδ. Καστανιώτη 1996
Πωλ Κλωντέλ (Paul Claudel), Εκατό φράσεις για βεντάλιες, μετάφραση- επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Γαβριηλίδη 2002.        
Λου Σουέν, Πολεμικές κραυγές, μτφρ. από τα κινεζικά  Σωτήρης Χαλικιάς,  Ίνδικτος 2003
Τανιζάκι Τζουνίτσιρο, Οι αδελφές Μακιόκα,
μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη 2002
Λευκάδιος Χερν (Γιακούμο Κοϊζούμι), Κείμενα από την Ιαπωνία, εισαγωγή-μετάφραση Σωτήρης Χαλικιάς,  Ίνδικτος 1997


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: