Ιαπωνία: η αναγκαία επιστροφή

Ιαπωνία: η αναγκαία επιστροφή



Ασφαλώς ήταν αδύνατον να φανταστώ ποτέ, ότι η προφητική για πολλά ζητήματα μελέτη του καθηγητή Φενολόζα, ιδίως σε ό, τι αφορά στον τομέα της χρήσης της μεταφοράς στην κινέζικη γλώσσα, θα αποτελούσε για μένα το πολύτιμο εκείνο διαβατήριο για το ταξίδι μου στην Ασία, που έγινε βέβαια αρκετά χρόνια αργότερα. Ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει ακόμη…
Ασία, Ασία (Σινικές και άλλες μαρτυρίες)


Η αισθητική τάξη που επικρατεί εδώ στην πατρίδα του Ματσούο Μπασό και του Χαρούκι Μουρακάμι φαίνεται ότι έχει σκοπό να με εξοντώσει. Ομολογώ ότι η ταυτότητα του ωραίου χάνεται μέσα στην πολλαπλότητα των εκδοχών της. Το σύμπτωμα της αφασίας είναι η άμεση, η κοινότατη αντίδραση. Ήταν επόμενο να ισχυριστώ κι εγώ πολλές φορές και μάλιστα μέσα από τα λόγια ενός προϋπάρξαντος τρίτου, ενός όντως ακόρεστου των αποστάσεων, ότι «η πρώτη γοητεία που ασκεί η Ιαπωνία είναι ακαθόριστη και ευμετάβλητη όπως ένα άρωμα». Πρόκειται για την πρωταρχική εμπειρία του ημετέρου Πατρίκιου Λευκάδιου Χερν ή αλλιώς Γιακούμο Κοϊζούμι, όπως μετονομάστηκε στην πατρίδα των σαμουράι.

Η ανταμοιβή της υπομονετικής αντιγραφής και της χρόνιας αποστήθισης των κρίσιμων μοτίβων είναι το ασφαλές κέρδος της συγκυρίας. Σε αντίθεση με την υστερική αντιγραφή, την οποία είναι έτοιμοι να αρχίσουν οι Μπουβάρ και Πεκισέ, η αντιγραφή, που με συνέχει κυριολεκτικά εδώ, είναι πρωτίστως αναγεννησιακή.
Η έγκυρη προσέγγιση, η εύλογη πρόοδος του τοπίου μέσα μου. Ειμαρμένη.

Με τις συχνές επισκέψεις, με τις ατέλειωτες συζητήσεις με τους ντόπιους αποσαφηνίζονται ως ένα βαθμό οι παρυφές, οι πρώτες πλαγιές της ιαπωνικής πρότασης. Αίρονται ορισμένες αντιφάσεις, επιμένουν άλλες. Προστρέχω πολλές φορές στους τύμβους που όρθωσε η ευλάβεια της αρχιτεκτονικής του Σίντο, μπαίνω σε ευπρεπώς διατηρημένους Ναούς, τους οποίους εξακολουθούν να προστατεύουν ακόμη ορισμένες γειτονιές του Τόκυο. Είναι τα ευσύνοπτα μνημεία της αρχαίας λατρείας του Βούδα, του Πρίγκιπα της μυστικιστικής Δύσης, που με την βοήθεια των επίμονων διαμεσολαβητών του, δίδαξε το μηδέν στους ψαράδες και στους αγρότες της Οσάκα, του Κόμπε, της Οκινάβα και των άλλων περιοχών. Κάθομαι με τις ώρες μέσα στους συμβολοποιημένους χώρους. Εκεί δηλαδή που η δοξάζεται ακόμη σιωπηλά η θεαματική απόκλιση της νιρβάνα. Εκεί να εξισορροπήσω μεγέθη, να μάθω καλά αφαίρεση. Να κατασταλάξω στην Ιαπωνία των συγκλίσεων. Μιλώ για μια πρακτική όχι απεγνωσμένη, όπως ενδεχομένως θα την εννοούσε ο Στεφάν Μαλαρμέ, αλλά αντιθέτως ήπια. Σ’ ένα βαθμό μάλιστα αριστοτελική.
Η αχλύς του Τόκιο. Η κυριαρχία της σκιάς, αλλά και η αναμενόμενη με την πάροδο του χρόνου αποσαφήνισή της. Το επιστέγασμα της εξατομικευμένης Οδύσσειας. Ο απολογισμός της τρομερής περιπέτειας, που συμπυκνώνουμε κατά κανόνα σε μια μόνο λέξη: αντικρίζω.

Συνθήκη ευλαβείας: η γραφή υποχωρεί, θέλει να διαβρωθεί από το άρωμα. Τα ουσιαστικά και τα επίθετα υποκλίνονται στην αλληγορία του χρυσάνθεμου. Ένα χάι κου κουρντίζεται.

Όταν προφέρουμε μια λέξη του Θεού, μας λένε οι ευλαβείς Χασίδ του ιουδαϊσμού, εισχωρούμε στη λέξη αυτή με όλα μας τα μέλη. Έτσι μπαινοβγαίνω όποτε θέλω και σ΄ αυτήν τη συνοικία. Το όνομά της, Ομοτεσάντο. Λέξη καθόλα ιερή μέσα στις μεταμορφώσεις και στις ηδονές που συνεπάγεται αμέσως η επίκλησή της.

Διαρκώς εγείρομαι και υπονοώ. Ή υποθέτω. ‘Η στην ανάγκη υποβάλλω. Ενίοτε κερδίζω το στοίχημα: μπαίνω στο χρώμα, κατανοώ την υπόθεση της κερασιάς. Οικειοποιούμαι την λυτρωτική, την καθαρά δηλαδή μεταφορική χρήση του άνθους της. Παρατηρώ. Πίνω σάκε.
Η απρόσκοπτη διείσδυσή μου σήμερα στην ιαπωνική φυσιολογία είναι απόκτημα. Μάλλον περιστασιακό. Μπορεί όμως και μόνιμο. Ίσως, γράφοντας ένα άλλο βιβλίο, να βρω μιαν ανεκτή απάντηση. Τα τοπία θέλουν τα βιβλία τους, διεκδικούν τα γραπτά μας. Ίσως γι’ αυτό «του ποιήσαι βιβλία πολλά, ουκ έστι περασμός», όπως διατείνεται εκείνος ο ανώνυμος, ο τόσο έμπειρος περί τα ανθρώπινα, τον οποίον απεκάλεσαν Εκκλησιαστή. Πώς να τελειώσουν τα τοπία – βιβλία; Τι πάει να πει άραγε πέρας ή περασμός τοπίου; Πότε ένα τοπίο τελειώνει; Πότε τελειοποιείται ανέκκλητα ως κείμενο μέσα σου; Για την ώρα βαδίζω ανάμεσα σε σημασίες. Αποδελτιώνω σχάσεις κι εκρήξεις ενός ύφους• το γόητρο της δαμασκηνιάς.

Η Ναόμι, που με περιμένει στην κουπαστή του μπαρ διαβάζοντας ένα βιβλίο τσέπης, είναι ο ανέλπιστος κι άλλο τόσο ο αρμόδιος οδηγός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο του Τόκιο, σπούδασε οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων στην Οσάκα. Ταξίδεψε στο εσωτερικό της πατρίδας της. Επισκέπτεται συχνά μια φίλη της στο Χονγκ Κονγκ και μια άλλη στο Λος Άντζελες. Ξέρει προφανώς τα πάντα, αλλά δεν το δείχνει. Δεν θέλει ίσως να με αφοπλίσει. Απλώς με μαθαίνει να συλλαβίζω Κιό -το.
Η μπίρα της θα είναι ακόμη δροσερή. Θα σκουπίζει που και που με την χαρτοπετσέτα τα λαμπυρίζοντα ίχνη στο πάνω χείλος. Δεν βιάζεται. Έχει με το μέρος της την αίγλη της πολιτείας της. Η αυτάρκειά της ξεχειλίζει μαζί με τον αφρό της Κιρίν. Όπως μου τόνισε στο κινητό, προτού πάρω το τρένο, έχει φτάσει ήδη στη μέση τα Έντομα που τρώνε τσουκνίδες. Το ξεκίνησε το πρωί. Ένα μυθιστόρημα αδιέξοδων ερώτων του Τανιζάκι. Όχι, δεν έχει προλάβει να το γυρίσει ακόμη στη γλώσσα μας ο φίλος μου, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Συμφοιτητής μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφάσισε κάποια στιγμή να πάει να ζήσει και να εργαστεί πολλά χρόνια στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Οι μεταφράσεις του από το ιαπωνικό πρωτότυπο, που μας έδωσε στη συνέχεια των περιπλανήσεών του θεωρούνται από τις εγκυρότερες σήμερα στον τόπο μας. Κρίμα που δεν έτυχε να τον επισκεφτώ τότε. Νοερά τώρα πάλι μαζί…Να του τηλεφωνήσω με την πρώτη ευκαιρία…Πότε θα περπατήσω ξανά στην οδό Σόλωνος; Στην Ακαδημίας; Και να είναι απόβροχο και να σουρουπώνει με αναμνηστικά σάκε - τσιπουράκια.
Εξακολουθώ προς το παρόν να βρίσκομαι καθηλωμένος στο βαγόνι του τρένου. Πλησιάζω. Σε πέντε στάσεις θα κατέβω.(Την βλέπω κιόλας; Να την ρωτήσω για μιαν συνονόματή της. Την ηρωίδα ενός άλλου βιβλίου του Τανιζάκι, που έχει τίτλο Ναόμι, γραμμένο το 1924, τέσσερα χρόνια προτού γράψει αυτό που διαβάζει τώρα η δική μου Ναόμι. Της γνέφω. Κάνω να την πλησιάσω. Άδικος κόπος, δεν ανταποκρίνεται. Μα δεν είναι αυτή; Μήπως έχω να κάνω με ένα πιστό της αντίγραφο; Τι θα λένε άραγε οι διπλανοί μου με τα φερσίματα μου;). Η αφή μου όμως επιμένει. Με επιβεβαιώνει ― την άγγιξα μόλις τώρα, την κρατώ από τη μέση. Το βαγόνι δεν χωράει άλλους. Εκείνη είναι σαν κολλημένη πάνω μου. Ήδη.( Σαν ). Μετρώ ― σε τρεις στάσεις κατεβαίνω.

Η Ναόμι έχει παραγγείλει στο μεταξύ κι άλλη μπίρα. Εγώ πίνω το σάκε μου. Και την παρατηρώ. Όχι με εκείνο το βλέμμα που είναι το γέρμα του ανθρώπου, όπως το θέλει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά με το βλέμμα καλούπι, με το βλέμμα θρόνο. Εκεί θα χυθεί, θα ξαποστάσει αύριο το ζωοποιό είδωλο του Κιότο ή θα διαιωνισθεί αργότερα το είδωλο του Φούτζι και μαζί του βέβαια το πρόσωπο μάσκα του κοριτσιού δίπλα μου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Φλομπέρ Γκιστάβ, Μπουβάρ και Πεκισέ, μτφρ. Αντώνης Μοσχοβάκος, εκδ. Ηριδανός 1982.
Χερν Λευκάδιος, επιστολή στον Έλγουντ Χέντρικ, βλ. Εντός του κύκλου των ψυχών, πρόλογος και μτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, εκδ. Ίνδικτος 1999.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: