Νύχτες στην Ιαπωνία

Νύχτες στην Ιαπωνία

Η εύλογη αντίδραση ενός εύστροφου δέκτη, συγκεκριμένα του Αυστραλού συγγραφέα Πίτερ Κάρεϊ, κατόχου δύο προς το παρόν βραβείων Μπούκερ, ο οποίος έρχεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με την πολυσημία του Τόκιο, συνοψίζεται στην παρακάτω ειλικρινή διαπίστωση των αναπόφευκτων αδιεξόδων. Είναι εκείνα ακριβώς, τα οποία οι πρώτες απόπειρες μιας ερμηνείας σε ικανό βάθος, τα βρίσκουν πάντα μπροστά τους: «Γιατί μόλις βρέθηκα στην Ιαπωνία, κατάλαβα πως, σαν ξένος, δεν υπήρχε περίπτωση να μάθω ποτέ την αλήθεια. [...] Καθώς λοιπόν εμείς περνούσαμε απ’ το ένα άδειο γραφείο στο άλλο, εγώ ερμήνευα τα πάντα μέσα απ’ το παρεξηγημένο πρίσμα ενός ξένου. Κράτησα σημειώσεις που, ευτυχώς, αργότερα μου ήταν αδύνατο να διαβάσω...». Οι ατέρμονες πειραματικές αναζητήσεις στον τομέα της πολεοδομίας, στο πεδίο της καταναλωτικής μεθοδολογίας και όχι μόνον, οι οποίες κατακλύζουν, ως ακραίες επικυρώσεις των διαδοχικών ειδολογικών αποκλίσεων ή υπονομεύσεων, την βορειοδυτική πλευρά της πρωτεύουσας, πολιορκούν τον άδολο παρατηρητή. Αν προσπαθήσει να τις υπαγάγει στα δικά του αξιολογικά μέτρα και σταθμά, θα τον εξουθενώσουν.
Η αμηχανία δεν είναι πλαστή. Ούτε ασφαλώς συνιστά συγγραφική επινόηση, κάτι το οποίο θα περίμενε κανείς από τον ασίγαστο δημιουργό του Όσκαρ και Λουσίντα. Οι αλλεπάλληλες συναντήσεις του παραδοσιακού ύφους, του περιώνυμου σιταμάτσι, το οποίο θυμίζει έντονα την πολιτιστική ιδιοπροσωπία της περιόδου του Έντο, με την εναντιωματική αντιστοιχία του πολυσχιδούς ύφους γιαμανότε προκαλούν ένα είδος εννοιολογικής σύγχυσης. Ενίοτε είναι ακαριαία. Ουσιαστική αρωγή βεβαίως δεν παρέχεται από πουθενά. Ακόμη και οι δίγλωσσοι ή τρίγλωσσοι ντόπιοι που έχουν αναλάβει την φιλοξενία, αλλά και την ξενάγηση κάποιων «τυχερών» επισκεπτών, αδυνατούν να επέμβουν. Το Τόκυο θα αποβάλει στο τέλος τον επιπόλαιο περαστικό ως ανεπίδεκτο κατανόησης των αλλεπάλληλων ανατροπών και των συμφραζομένων τους, ό, τι με άλλα λόγια προτείνει το κάθε σχεδόν οικοδομικό τετράγωνο, για να υιοθετήσει στη συνέχεια τον ψύχραιμο ξένο, ο οποίος ανέχεται υπομονετικά την έκδηλη «αναρχία», τον δήθεν παράλογο διάκοσμό του. Προκειμένου μάλιστα να τον καταστήσει προοδευτικά θεματοφύλακα τόσο των αλυσιδωτών μυστικών του, όσο και των επιλεκτικών, αλλοπρόσαλλων με την πρώτη ματιά, επιτευγμάτων του, το Τόκιο το ίδιο διανοίγει αιφνιδιαστικά τις αναγκαίες γνωσιολογικές διόδους. Αρκεί κανείς να είναι τότε ακριβώς ευεπίφορος. Θα ανταμειφθεί γενναιόδωρα. Έτσι η μυστηριώδης πόλη θα καταστεί το αναμφισβήτητο συνώνυμο της ταξιδιωτικής ευεργεσίας.

——— ≈ ———

Στις φωταψίες μιας ηλεκτρικής πανδαισίας τώρα. Η βραδινή διασκέδαση επικεντρώνεται στο Καμπουκίτσου, την μυθική γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια και στα μικρά, αλλά γεμάτα από εκκωφαντικές σημασίες μπαρ του «Χρυσού Γκάι», τα οποία τα προσπερνάς την ημέρα χωρίς να δώσεις και πολύ σημασία έτσι ασήμαντα που ψευδέστατα φαίνεται να δηλώνουν. Ευεπίφοροι οδοί. Τα συντάγματα ηδονής διαδέχονται το ένα το άλλο σαν να πρόκειται για εσπευσμένους, ακατάβλητους εναγκαλισμούς ιδεογραμμάτων.
Ακαθόριστη ηλικία, αμφισβητούμενο φύλο. Ίσως εικοσάχρονη. Ή ένας ακόμη μαθητευόμενος ονάγκατα, από αυτούς, αναγνώστη, που συνωστίζονται στο επόμενο κεφάλαιο του ημερολογίου μου. Οι παρατηρητές των ιαπωνικών αντικατοπτρισμών, αν και σηκώνουν στην αρχή των ερμηνευτικών προσπαθειών τους ψηλά τα χέρια, αντιλαμβάνονται με τον καιρό ότι στο μεγάλο παρασκήνιο των αιφνιδιασμών της συμπεριφοράς, καιροφυλακτεί η λογική των μεθοδευμένων παραβιάσεων της δεσποτείας της ανίας.
Πόλοι του εκτροχιασμού. Λεωφόροι των ερωτικών εκτινάξεων. Η νύχτα προβλέπεται χείμαρρος· αφήγημα αισθήσεων, ένα ανοικτό πεδίο καινοτομιών του σώματος. Σε λίγο περνάει από δίπλα μου, με αγγίζει σχεδόν μια αποθέωση παρενδυσίας. Από τις διαστάσεις της πλάτης εικάζω ότι πρόκειται για μια λίγο πολύ αγαστή μέθεξη των δύο φύλων - την τελευταία όμως στιγμή επεκράτησε μετά βίας το άρρεν. «Στην Ιαπωνία τα πάντα αλλάζουν», σημειώνει σε ένα από τα επιλογικά κεφάλαια της Επικράτειας των σημείων ο Ρολάν Μπαρτ. Ο αφορισμός δικαιώνεται μέσα από όλα τα κάτοπτρα. Μέσα από όλες τις οπτικές γωνίες ξεπροβάλλει το φάσμα της κατανάλωσης του παρόντος μέσα στην ευωχία του νέου.  

——— ≈ ———

«Πήγες στο Παρίσι για να διαπιστώσεις πόσο καλή ήταν η Ιαπωνία – δεν βλέπω τίποτα το κακό σ ΄αυτό. Αυτός είναι κι ο λόγος που θέλεις να παντρευτείς μια γνήσια Γιαπωνέζα;» Ο Τζουνίτσιρο Τανιζάκι προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του ταραγμένου αλλά και παραγωγικού του βίου να καταλάβει διαφορές και να γεφυρώσει χάσματα. Οι περιγραφές του υπονοούν την πολιτική μιας τολμηρής συναίρεσης, ένα υβρίδιο φυλετικών – ιδεολογικών συναντήσεων: «Το βέβαιο ήταν ότι είχε μια κάποια γοητεία που συνδύαζε το μυστήριο της Ανατολής με τη σιγουριά της Δύσης. Θύμιζε λίγο την Άννα Μέι Γουόνγκ, μισή Γαλλίδα μισή Κινέζα, που ήταν κάποτε σταρ του κινηματογράφου στο Χόλυγουντ. Είχε κάτι το εξωτικό επάνω της, που θα πρέπει να άρεσε σε ορισμένους τύπους Ευρωπαίων». Η Δύση και η Άπω Ανατολή ερωτοτροπούν με την υπόθεση αυτής της ενδεχόμενης, βιώσιμης σύγκλησης, αλλά διατηρούν με πείσμα ορισμένες κρίσιμες αποστάσεις αγεφύρωτες, άσπιλες συγχρωτισμών.

Ο Συντηρητικός του Λευκάδιου Χερν, από το λουσμένο στο ανοιξιάτικο φως γραφείο του σπιτιού του στην πόλη Ματσούε, της βορειοδυτικής Ιαπωνίας θα μού τονίζει πάντα την πάγια αυτή θέση: «Ποτέ όμως οι συμβατικότητες της Δύσης δε θα γίνουν συμβατικότητες της Άπω Ανατολής, ποτέ οι ξένοι ιεραπόστολοι δε θα υποχρεωθούν στην Ιαπωνία να παίξουν το ρόλο αστυνομίας των ηθών.»
Πίσω στις παρόδους των μορφοποιητικών εναλλαγών: με την ίδια εκείνη ευκολία που χαρακτηρίζει το φυσιολογικό πέρασμα από τη μια εποχή του χρόνου στην άλλη, οι διφορούμενες υπάρξεις του Σιντζούκου προσθέτουν κι άλλα προβλήματα ερμηνείας στους πρωτάρηδες, οι οποίοι, μόλις πατήσουν το πόδι τους στο Τόκιο, καταπιάνονται με την επιπόλαια, συγκαταβατική επίλυση των αρχαίων αινιγμάτων του.
Θυμήθηκα και πάλι αναγκαστικά τους ακαταμάχητους, αδιάφθορους σαμουράι του Ιναζό Νιτόμπε. Επιζούν μάλλον μέσα στην τόσο έκδηλη, αλλά και στην ενίοτε υποδόρια αποφασιστικότητα αυτού του ανδρόγυνος, που ξαφνικά γυρίζει προς το μέρος μου, για να με κοιτάξει βαθιά στα μάτια, χωρίς ίχνος έπαρσης ή επιθετικότητας. Με την οικειότητα μάλλον εκείνων που γνωρίζονται από παλιά, μού χαρίζει σχεδόν αμέσως ένα φιλικότατο, ανεξίκακο good evening!

——— ≈ ———

Οι λεπτές αργυρές φλέβες ανάμεσα στα σύννεφα είναι ανταύγειες του πρωινού φωτός, που προσπαθεί να διαπεράσει τα πέπλα της αργόσυρτης νύχτας. Θα δοκιμάσω να γυρίσω στο σπίτι με τα πόδια. Έστω ως τα μισά της απόστασης. Για να σκεφτώ όλα αυτά ξανά από την αρχή. Να ξαναδιαβάσω νοερά ένα δυο κεφάλαια από το έπος της ακοίμητης πόλης.

——— ≈ ———

Δεν τα κατάφερα να μάθω ακόμη για ποια πόλη ακριβώς είναι γραμμένοι αυτοί οι στίχοι του Οκτάβιο Παζ: «η πόλη τεράστια που χωράει σ’ ένα δωμάτιο τριών μέτρων τετραγωνικών ατέλειωτη σαν γαλαξίας, / η πόλη που όλους μάς ονειρεύεται και που όλοι κατασκευάζομε και χαλάμε και ξανακατασκευάζομε την ώρα του ενυπνίου, / η πόλη που όλοι ονειρευόμαστε και που αλλάζει μονομιάς καθώς την ονειρευόμαστε […]μιλάω για την πέτρινη ζούγκλα, την έρημο του προφήτη, την μυρμηγκοφωλιά των ψυχών […] μάνα που μάς εγκυμονεί και μάς καταβροχθίζει, μάς επινοεί και μάς ξεχνάει». Αντιλαμβάνομαι ότι την περίοδο αυτή σαφώς αναφέρονται στο Τόκιο.


Βιβλιογραφία παραθεμάτων

Ρολάν Μπαρτ, Επικράτεια των σημείων, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, εκδ. Ράππα 1984.
Ιναζό Νιτόμπε, Μπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι, μτφρ. Β. Γ. Πολύδωρας, εκδ. Καστανιώτη 1996.
Οκτάβιο Πας, Η πέτρα του Ήλιου, μτφρ. Τάσος Δενέγρης, εκδ. Ίκαρος, 1993.
Πίτερ Κάρεϊ, Έκανα λάθος για την Ιαπωνία. Το ταξίδι ενός πατέρα με το γιο του, μτφρ. Άρτεμις Λόη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006.
Τανιζάκι Τζουνίτσιρο, Οι αδελφές Μακιόκα, μτφρ. Γιούρι Κοβσαλένκο, εκδ. Καστανιώτη 2002.
Λευκάδιος Χερν, Κείμενα για την Ιαπωνία, μτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, εκδ. Ίνδικτος 1997.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: