Στην Γιαουντέ τον Ιούλιο

Στην Γιαουντέ τον Ιούλιο

But in Africa    
The memory moves on leopards’ feet
 
Wallace Stevens, Τhe Greenest Continent


Η απα­ραί­τη­τη ελ­λη­νι­κή μνεία. Η πρώ­τη εμ­φα­νέ­στα­τη επι­γρα­φή που ξε­χω­ρί­ζει στο βά­θος, μό­λις αφή­σει κα­νείς πί­σω του το αε­ρο­δρό­μιο της Για­ου­ντέ, της πρω­τεύ­ου­σας του Κα­με­ρούν, δη­λώ­νει απε­ρί­φρα­στα το εύ­ρος της απο­δη­μί­ας μας: «Ακρο­πόλ». Λά­μπει μέ­σα στο με­ση­μέ­ρι στην κο­ρυ­φή ενός πο­λυάν­θρω­που λό­φου. Εί­ναι ένα σύγ­χρο­νο ερ­γο­στά­σιο πα­ρα­γω­γής ψω­μιού, που ανοί­γει στις τρεις το πρωί και προ­μη­θεύ­ει μια με­γά­λη σει­ρά κα­τα­στη­μά­των κι εστια­το­ρί­ων με πολ­λές ποι­κι­λί­ες και τύ­πους. Δεν έμα­θα και λί­γα από τον ιδιο­κτή­τη του. Δείγ­μα των εκτι­μή­σε­ών του: «το Κα­με­ρούν εί­ναι από χρυ­σά­φι — αρ­κεί να ξέ­ρεις, να έχεις υπο­μο­νή για να το ψά­ξεις μέ­σα στα λα­σπό­νε­ρα. Εί­ναι κι αυ­τό κα­λυμ­μέ­νο από ό, τι μπο­ρεί να βά­λει ο νους του αν­θρώ­που». Δεν εί­ναι άλ­λη μια εκ­κω­φα­ντι­κή δή­λω­ση των επι­τυ­χη­μέ­νων επή­λυ­δων σ' αυ­τό το ση­μείο του πλα­νή­τη, αλ­λά μια εκ­δή­λω­ση σε­βα­σμού και αυ­θε­ντι­κού θαυ­μα­σμού μα­ζί για την κα­με­ρου­νέ­ζι­κη ταυ­τό­τη­τα στο σύ­νο­λό της.

———— ≈ ————

  Η πο­λυ­γλωσ­σία, η ηχη­ρό­τα­τη ευ­λα­λία του τό­που, οι δια­κυ­μάν­σεις των εν­δο­φυ­λε­τι­κών πε­ποι­θή­σε­ων, η εκρη­κτι­κή ποι­κι­λία των πο­λι­τι­στι­κών πα­ραλ­λα­γών εν­δέ­χε­ται να απο­θαρ­ρύ­νει στην αρ­χή τους αδα­είς ή τους βια­στι­κούς επι­σκέ­πτες της Αφρι­κής. Εί­ναι το κατ΄ εξο­χήν σύμ­πτω­μα της «επέ­λα­σης των πα­ρα­τη­ρη­τών», που κα­τα­κλύ­ζουν στις μέ­ρες μας τη Μαύ­ρη Ήπει­ρο. Κι όμως το Κα­με­ρούν έχει μά­θει από και­ρό να πε­ρι­ποιεί­ται τους ξέ­νους που δεν έρ­χο­νται εδώ για να το εκ­με­ταλ­λευ­τούν με την εκ­κω­φα­ντι­κή υπε­ρο­ψία των πα­λαιών αποι­κιο­κρα­τών, αλ­λά αντί­θε­τα, ως ευ­ερ­γε­τη­θέ­ντες άμε­σα απ΄ αυ­τό, να το ζή­σουν, να το αξιο­ποι­ή­σουν αρ­μο­νι­κά, συγ­χρο­νι­σμέ­νοι όσο μπο­ρούν μα­ζί του. Δεν απο­κλεί­ε­ται κα­θό­λου να γί­νει προ­ο­δευ­τι­κά κτή­μα σου το συ­γκε­κρι­μέ­νο αυ­τό κομ­μά­τι της Αφρι­κής. Χω­ρίς να το πο­λυ­κα­τα­λά­βεις, ανή­κεις στους επα­ΐ­ο­ντες.
Εί­ναι η ώρα που το φως της ημέ­ρας αρ­χί­ζει να υπο­χω­ρεί. Δια­τη­ρώ­ντας ακό­μη αρ­κε­τή από την αλ­κή του, δεί­χνει λε­πτο­μέ­ρειες, υπο­ψή­φιες σκιές, ημι­δια­φα­νή αντι­κεί­με­να μιας σχε­δόν πυ­ρα­κτω­μέ­νης σκη­νής θε­ά­τρου. Λί­γο προ­τού τα σα­φή και άκαμ­πτα όρια των πραγ­μά­των χά­σουν το μέ­τρο τους, τις δια­στά­σεις που τούς πα­ρέ­χει η δι­καιο­σύ­νη της ημέ­ρας, συλ­λέ­γω ποιό­τη­τες δευ­τε­ρο­λέ­πτων. Έτοι­μος ήδη να αφου­γκρα­στώ γνώ­ρι­μους ή εντε­λώς και­νούρ­γιους ήχους, να απο­μνη­μο­νεύ­σω κι άλ­λες λε­πτο­μέ­ρειες του μι­κρό­κο­σμου που με υιο­θέ­τη­σε ανυ­πό­κρι­τα. Να ανα­κα­λύ­ψω, σύμ­φω­να με το πρό­σταγ­μα του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, «στην ανά­λυ­ση της μι­κρής ατο­μι­κής στιγ­μής το κρύ­σταλ­λο του ολι­κού γε­γο­νό­τος», να ξα­να­δώ από πο­λύ κο­ντά δη­λα­δή όλα όσα με πε­ρι­βάλ­λουν, που έρ­χο­νται αβί­α­στα και με­θο­δι­κά πο­λύ κο­ντά μου, με πρό­δη­λη πε­ριέρ­γεια και αθω­ό­τη­τα μα­ζί, να με μυ­ρί­σουν, να με ανα­γνω­ρί­σουν, όπως συμ­βαί­νει, για πα­ρά­δειγ­μα, με την πε­ρί­πτω­ση του γνώ­ρι­μου επι­σκέ­πτη αυ­τής της ώρας, του κα­τοι­κί­διου φι­διού. Μπαί­νει συ­χνά στο δω­μά­τιο μου, εί­ναι ο φί­λιος όφις, αυ­τός δη­λα­δή που θα πα­λέ­ψει μέ­χρι θα­νά­του με τους ανε­πι­θύ­μη­τους ει­σβο­λείς, τα άλ­λα φί­δια, τα ιο­βό­λα. Πρέ­πει να συγ­γε­νεύ­ει με τον δι­κό μας λα­φί­τη, τον οι­κου­ρό όφι των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων. Εν­νο­εί­ται ότι δεν τον πει­ρά­ζω, αντί­θε­τα τού δεί­χνω εγκαί­ρως ότι εί­μαι ει­λι­κρι­νά πρό­θυ­μος να συμ­μα­χή­σω μα­ζί του. Προ­σέγ­γι­ση αυ­θόρ­μη­τη, πη­γαία και από τις δυο με­ριές. Άλ­λω­στε «στους τρο­πι­κούς, πά­νω απ΄ όλα, πρέ­πει κα­νείς να δια­τη­ρεί την ψυ­χραι­μία του». Πρό­κει­ται για τη σο­φή συμ­βου­λή του Τζό­ζεφ Κόν­ραντ από την Καρ­διά του σκο­τα­διού, που βε­βαί­ως δια­τη­ρεί ακέ­ραιη όχι μό­νον την επι­και­ρό­τη­τά της, αλ­λά και την ακρι­βο­λο­γία της σκο­πι­μό­τη­τάς της. Εν­νο­εί­ται ότι η συ­νέ­πεια αυ­τής της απρό­σμε­νης εκε­χει­ρί­ας μ΄ εντυ­πω­σί­α­σε όσο ελά­χι­στα άλ­λα πράγ­μα­τα κα­τά την διάρ­κεια των πε­ρι­φο­ρών μου στην καρ­διά της μαύ­ρης Ηπεί­ρου.

———— ≈ ————

Στα κα­λά ξε­νο­δο­χεία του Βιετ­νάμ, στο Ανόι και στην Πό­λη του Χο Τσι Μινχ, όπως με­το­νό­μα­σαν επί­ση­μα την πο­λύ­πα­θη Σαϊ­γκόν, οι υπεύ­θυ­νοι έδι­ναν τα πα­λαιό­τε­ρα χρό­νια στους πε­λά­τες τους μα­ζί με το κλει­δί του δω­μα­τί­ου κι ένα κου­πά­κι με γά­λα, λέ­γο­ντας τους ότι εί­ναι για τα φί­δια, που έρ­χο­νται τα βρά­δια. Με το φυ­σι­κό­τε­ρο ύφος του κό­σμου συ­μπλή­ρω­ναν «Εί­ναι πρώ­της τά­ξε­ως ναρ­κω­τι­κό, μό­λις το πιούν θα κοι­μη­θούν και θα εί­σα­στε ασφα­λείς όλη τη νύ­χτα».
Το ανά­λο­γο ερώ­τη­μα του Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέιτς, όπως το διε­τύ­πω­σε το 1906 δεν φαί­νε­ται να εί­ναι πια απλώς ρη­το­ρι­κό: «Κι εί­ναι αλή­θεια πως ο άγιος κι ο ποι­η­τής βρί­σκο­νται πά­νω απ΄ όλους, και πως ο ποι­η­τής έχει χτί­σει το σπί­τι του στο στό­μα του φι­διού;».
Τα φί­δια κι εμείς, οι απο­ρί­ες και οι βε­βαιό­τη­τες από μια πα­ρά­δο­ξη συ­γκα­τοί­κη­ση· οι εύ­λο­γοι κίν­δυ­νοι και οι πι­θα­νό­τα­τες συγ­γέ­νειες — η νύ­χτα λι­γο­στεύ­ει δια­φο­ρές κι αυ­ξά­νει ομοιό­τη­τες. Το σκο­τά­δι ορι­σμέ­νες φο­ρές εί­ναι ο δη­μιουρ­γός.


Στο ποί­η­μά του «Λα­μάρκ», ο Όσιπ Εμί­λιε­βιτς Μα­ντελ­στάμ δεν δι­στά­ζει να προ­χω­ρή­σει στο βά­θος της προϊ­στο­ρι­κής σπη­λιάς που μάς έφερ­νε τό­σο κο­ντά και με τον οφι­κό διά­κο­σμο. Πα­ρα­θέ­τω: «Αν κά­θε τι το ζω­ντα­νό δεν εί­ναι πα­ρά μια δια­γρα­φή / Μιας σύ­ντο­μης, άκλη­ρης μέ­ρας,/ Στην κι­νού­με­νη κλί­μα­κα του Λα­μάρκ / Θα στα­θώ στο τε­λευ­ταίο σκα­λο­πά­τι./ Στους δα­κτυ­λιο­σκώ­λη­κες θα κα­τε­βώ και στα κιρ­ρό­πο­δα,/ Θρο­ΐ­ζο­ντας ανά­με­σα σε σαύ­ρες και σε φί­δια, / Ανά­με­σα σε σκα­λω­σιές ελα­στι­κές και σε κοι­λό­τη­τες / Θα συρ­ρι­κνω­θώ και θα χα­θώ σαν τον Πρω­τέα». Όπως μάς έδει­ξε ο άξιος με­τα­φρα­στής του Μα­ντελ­στάμ και φί­λος μου Γιώρ­γος Χα­βου­τσάς, στο Μυ­θι­στό­ρη­μα της κυ­ρί­ας Έρ­σης, ο Νί­κος Γ. Πεν­τζί­κης προσ­διο­ρί­ζει ανά­λο­γες κοι­νές ρί­ζες και εντο­πί­ζει ποι­η­τι­κές ή εξ αντι­κει­μέ­νου δια­συν­δέ­σεις. Εν­δει­κτι­κά αντι­γρά­φω: «Αλ­λά και με φί­δι μπο­ρεί να ταυ­τι­στεί ο άν­θρω­πος και με άλ­λα ερ­πε­τά και με σκου­λή­κια, έντο­μα, αρ­θρό­πο­δα, ασπόν­δυ­λα, μυρ­μή­γκια, ακρί­δες, που πα­ρο­μοιά­ζουν κυ­ρί­ως με πο­λε­μι­κούς ιπ­πό­τες πά­νο­πλους, όπως και ο αστα­κός. Τα ψά­ρια ας μην έχουν συ­χνά με­γά­λο οπλι­σμό και πο­τέ τους λα­λιά, ταυ­τί­ζο­νται επί­σης με τον άν­θρω­πο». Οι ταυ­τί­σεις εί­ναι ορια­κές, τα εί­δη συγ­χω­νεύ­ο­νται χω­ρίς δι­σταγ­μούς μέ­σα από την ιε­ρο­τε­λε­στία των χο­ρευ­τι­κών εξάρ­σε­ων.

———— ≈ ————

Από την πλευ­ρά του Σε­λίν τα πράγ­μα­τα θα προ­βλη­θούν στη με­γά­λη σκη­νή των ατο­μι­κών του εφιαλ­τών με έναν απα­ρά­μιλ­λο τρό­πο. Στα κε­φά­λαια του Τα­ξι­διού στην άκρη της νύ­χτας, που ανα­φέ­ρο­νται πλα­γί­ως στο Κα­με­ρούν, ερ­χό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με την ανυ­πέρ­βλη­τη δυ­σκο­λία να ταυ­τι­στού­με με ό, τι κά­πο­τε πι­θα­νό­τα­τα ήμα­σταν και το οποίο αφή­σα­με τώ­ρα μό­νο του να εί­ναι «απλώς» η ετε­ρό­τη­τα της ζού­γκλας: «Το ταμ ταμ του κο­ντι­νού χω­ριού σού τσι­γά­ρι­ζε, ψι­λο­κι­μα­δια­σμέ­να, τα κομ­μα­τά­κια της υπο­μο­νής σου. Χί­λια ακά­μα­τα κου­νού­πια κα­τέ­λα­βαν ευ­θύς τα με­ριά μου, κι όμως δεν τολ­μού­σα να ξα­να­βά­λω πό­δι χά­μω εξαι­τί­ας των σκορ­πιών και των φαρ­μα­κε­ρών φι­διών που ‘χαν ξε­κι­νή­σει, έτσι υπέ­θε­τα, τ’ απαί­σιο κυ­νή­γι τους. Από πο­ντί­κια, τα φί­δια εί­χαν κά­μπο­σα να επι­λέ­ξουν, τ’ άκου­γα εγώ τα πο­ντί­κια να ρο­κα­νί­ζουν ό, τι ρο­κα­νί­ζε­ται, τ’ άκου­γα μες στον τοί­χο, στο πά­τω­μα, τρε­μου­λια­στά, στο τα­βά­νι. Επι­τέ­λους βγή­κε το φεγ­γά­ρι και κά­πως ησύ­χα­σαν τα πράγ­μα­τα στην τρύ­πα μου. Κο­ντο­λο­γίς, δεν ένιω­θες σπου­δαία στις αποι­κί­ες». Η υπό­θε­ση μιας δια­φο­ρε­τι­κής προ­σέγ­γι­σης της χώ­ρας αυ­τής, μέ­σα από τα δε­δο­μέ­να της ενό­τη­τας των στοι­χεί­ων της Φύ­σης, συ­νι­στά ως εκ των πραγ­μά­των ένα τολ­μη­ρό, αλ­λά εξ ίσου συ­ναρ­πα­στι­κό εγ­χεί­ρη­μα. Η αι­σθη­τι­κή του χώ­ρου, η πα­ντο­μί­μα των όντων του, η γραμ­μα­τι­κή και το απέ­ρα­ντο συ­ντα­κτι­κό της ζω­ο­λο­γί­ας του συ­νι­στούν ασφα­λώς την προ­βο­λή ενός εν­δό­τε­ρου ήθους. Κά­τι που φαί­νε­ται να εί­ναι ανά πά­σα στιγ­μή έτοι­μο να απο­κω­δι­κο­ποι­η­θεί πλή­ρως. Άλ­λω­στε ο Βιτ­γκεν­στάιν θα μας ενί­σχυε με την απέ­ριτ­τη συμ­βου­λή του: «ηθι­κή και αι­σθη­τι­κή εί­ναι ένα και το αυ­τό».

———— ≈ ————

Κό­βει την πα­πά­για τε­λε­τουρ­γι­κά στη μέ­ση. Την κα­θα­ρί­ζει από τα μαύ­ρα σπο­ρά­κια με γρή­γο­ρες, απο­φα­σι­στι­κές κι­νή­σεις. Βυ­θί­ζει το μα­χαί­ρι στη μα­λα­κή, υπέ­ρο­χη σάρ­κα του φρού­του και μου προ­σφέ­ρει το πιο γλυ­κό κομ­μά­τι του. Η πορ­το­κα­λό­χρω­μη μά­ζα πάλ­λει. Σαν χά­δι στο εσω­τε­ρι­κό των αι­σθή­σε­ων, την ώρα που αρ­χί­ζει να χά­νε­ται ο ήλιος και ν’ ανά­βουν ένα-ένα τα φώ­τα στην πε­διά­δα της Για­ου­ντέ, η γε­μά­τη κα­ρο­τί­νη μπου­κιά κα­τε­βαί­νει αρ­γά μέ­σα μου.
Η πα­πά­για δια­τη­ρεί ακό­μη αλώ­βη­το ένα κομ­μά­τι ήλιου στα χρώ­μα­τά της. Ανοιγ­μέ­νη ανέκ­κλη­τα στα δύο, ανα­πα­ρι­στά την αρ­χή του κό­σμου, τη γέ­νε­ση των ει­δών από μια συ­μπα­ντι­κή υπέρ-σχά­ση. Η Μα­ρί, γέν­νη­μα-θρέμ­μα αυ­τής της πό­λης, θυ­μά­ται τον ανα­πό­φευ­κτο πα­ραλ­λη­λι­σμό για τον οποίο της εί­χα μι­λή­σει τις προ­άλ­λες: το φρού­το αυ­τό αντι­στοι­χεί άμε­σα στο δι­κό της όρ­γα­νο ανα­πα­ρα­γω­γής, απο­τε­λώ­ντας ταυ­τό­χρο­να μία ευ­φυή υπό­μνη­ση της τρυ­φε­ρό­τη­τάς της. Όσο για τη σα­γή­νη των εμ­βλη­μα­τι­κών θη­λών της, που ακά­λυ­πτες πε­ρι­μέ­νουν τη νύ­χτα για ό, τι η τύ­χη και η ανά­γκη έχουν σο­φά προ­κα­θο­ρί­σει.

———— ≈ ————

Αν η πα­πά­για εί­ναι η επι­το­μή της συμ­βο­λι­κής τά­ξης, η οποία εδώ και μή­νες μού κα­θο­ρί­ζει τον τρό­πο και το εί­δος της πρό­σλη­ψης και εκλε­κτι­κής αφο­μοί­ω­σης των πο­λυ­ποί­κι­λων μη­νυ­μά­των, τό­τε κα­τά αντι­δια­στο­λή το μάν­γκο, αυ­τός ο πρά­σι­νος γε­νε­τή­σιο αδέ­να της χλω­ρί­δας που με φι­λο­ξε­νεί τό­σο άδο­λα, θε­ω­ρεί­ται αναμ­φί­βο­λα το μέ­γα ση­μεί­ον, ο οιω­νός δη­λα­δή της επι­βί­ω­σης και της ανα­νέ­ω­σης της ζω­ής στην κυ­ριο­λε­ξία του όρου. Εί­ναι ο προ­βε­βλη­μέ­νος καρ­πός του κα­με­ρου­νέ­ζι­κου δά­σους. Υπαι­νίσ­σε­ται τη ζω­τι­κή αί­γλη των τρο­πι­κών με τον πιο εύ­λη­πτο τρό­πο.
Έμα­θα σχε­τι­κά γρή­γο­ρα να ξε­χω­ρί­ζω το άγριο από το εξη­με­ρω­μέ­νο μάν­γκο. Το πρώ­το, μι­κρό­τε­ρο κα­τά πο­λύ από το δεύ­τε­ρο, εί­ναι εμ­φα­νώς πιο εύ­γευ­στο, αλ­λά έχει δυ­σα­νά­λο­γα με­γα­λύ­τε­ρο κου­κού­τσι. Οι Έλ­λη­νες, οι οποί­οι ζουν χρό­νια εδώ, ίσως να έχουν τον λό­γο τους, που απο­κα­λούν το δέ­ντρο «μα­γκιά». Δεν θέ­λουν προ­φα­νώς να απο­κρύ­ψουν κι εκεί­νοι τον θαυ­μα­σμό τους γι’ αυ­τή την ηδο­νή από ζου­με­ρό βε­λού­δο, που προ­σφέ­ρε­ται εντε­λώς δω­ρε­άν στις αυ­λές των σπι­τιών, στις αλέ­ες των δη­μό­σιων πάρ­κων, στους κή­πους των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών και βε­βαί­ως στα όνει­ρα των ερώ­των.

———— ≈ ————

Το υλι­κό του με­σο­νυ­κτί­ου, όταν μάς το στέλ­νει η σω­στή πη­γή, εί­ναι πά­ντα μια κυ­ριο­λε­ξία. Ακού­με, διαι­σθα­νό­μα­στε το σύ­μπαν σε μιαν ελά­χι­στη νύ­ξη, σ’ ένα σχε­δόν τί­πο­τε, που συ­νο­ψί­ζει όμως κα­τά πε­ρί­πτω­ση τον τρό­μο μπρο­στά στο κο­σμι­κό χά­ος ή την πρα­ό­τη­τα, επι­φα­νεια­κή και μη, του αστρι­κού σκη­νο­θε­τή­μα­τος. Άλ­λω­στε η κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή δή­λω­ση του Ουά­λας Στή­βενς, όπως χα­ρά­χτη­κε στην «Απά­ντη­ση στον Πα­πί­νι», ένα ποί­η­μα στο οποίο επι­στρέ­φω συ­χνά από το τό­τε που το ξε­χώ­ρι­σα και το έκα­να (σχε­δόν) δι­κό μου, δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια αμ­φι­σβή­τη­σης.: «He has an ever – living subject. The poet / Has only the formulations of midnight». Με­σά­νυ­χτα στην ανοι­ξιά­τι­κη Για­ου­ντέ. Αν ακού­γε­ται κά­τι πιο επί­μο­να από όλα τα άλ­λα ομι­λή­μα­τα αυ­τή την ώρα, που η παν­σέ­λη­νος αση­μώ­νει τό­σο εγκάρ­δια, εί­ναι η φω­νή του ζώ­ου που πιά­στη­κε στα νύ­χια ή στα σα­γό­νια του θύ­τη του και δεν μπο­ρεί να ξε­φύ­γει, όσο κι αν προ­σπα­θή­σει. Όσο κι αν αντι­στα­θεί στον ελά­χι­στο χρό­νο που τού απο­μέ­νει, γί­νε­ται με τη σει­ρά του τρο­φή. Αλ­λά δεν εί­ναι πια φω­νή ή δεν ήταν πο­τέ φω­νή, αλ­λά ένα ευ­κρι­νές «ναι» θα­νά­του, μια στιγ­μιαία υπό­μνη­ση του πα­ντο­τι­νού τρό­μου που συ­νυ­πάρ­χει στις εν­δό­τε­ρες πτυ­χές της κά­θε ευω­χί­ας.

———— ≈ ————

Απο­με­σή­με­ρο Ιου­λί­ου. Ο χρό­νος, η κι­νη­τή μορ­φή της αιω­νιό­τη­τας, όπως τον θέ­λει η γνω­στή πλα­τω­νι­κή από­κλι­ση, φαί­νε­ται να έχει σκα­λώ­σει, να μην θέ­λει πει­σμα­τι­κά να προ­χω­ρή­σει άλ­λο. Εί­ναι από τα απο­γεύ­μα­τα του απο­συ­ντο­νι­σμέ­νου πα­ρό­ντος. Κολ­λη­μέ­νες οι ώρες πα­ντού, στα ιδρω­μέ­να πρό­σω­πα, στα φύλ­λα της μπα­να­νιάς, στους τοί­χους των χα­μη­λών σπι­τιών, στα δέ­ντρα που κρύ­βουν μυ­στι­κά, στα συ­μπα­γή δευ­τε­ρό­λε­πτα που δεν θέ­λουν να έχουν κα­μία απο­λύ­τως συ­νέ­χεια. Δύο κα­λό­γριες δια­σχί­ζουν έναν λα­σπω­μέ­νο δρό­μο στο κέ­ντρο της Για­ου­ντέ. Δεν υπάρ­χουν φα­νά­ρια κυ­κλο­φο­ρί­ας, εί­δος αρ­κε­τά σπά­νιο εδώ. Ο φί­λος που με συ­νο­δεύ­ει με πλη­ρο­φο­ρεί ότι ανή­κουν σε μια υπέρ δρα­στή­ρια ιε­ρα­πο­στο­λή που εδρεύ­ει στο κέ­ντρο της πό­λης. Με κα­τε­βα­σμέ­νο κε­φά­λι. Απροσ­διο­ρί­στου ηλι­κί­ας. Κο­μπο­σκοί­νια φθαρ­μέ­να από την ιε­ρή χρή­ση. Ήρε­μες, ανέκ­φρα­στες, σαν ακλό­νη­τες πε­ποι­θή­σεις. Το λευ­κό βέ­λο των κα­πέ­λων τους δεν το έχει πο­τί­σει ακό­μη η ψι­λή βρο­χή που πέ­φτει από το πρωί. Περ­νούν τε­λεί­ως απα­ρα­τή­ρη­τες. Να δια­βά­σω μέ­σα τους τη λύ­τρω­ση; Την πο­λυ­πό­θη­τη βε­βαιό­τη­τα της ύπαρ­ξης του Αγα­θού; Η δυ­να­τό­τη­τα της χά­ρι­τος, όπως την θέ­λει ένας ποι­η­τής των Ακα­δη­μιών: «Ο μεσ­σί­ας έρ­χε­ται από τις επι­θυ­μί­ες μας. Αυ­τός τις δια­χω­ρί­ζει από τις ει­κό­νες για να τις ει­σα­κού­σει. Ή, μάλ­λον, για να δεί­ξει ότι έχουν κιό­λας εκ­πλη­ρω­θεί. Ό, τι φα­ντα­σιω­θή­κα­με το εί­χα­με ήδη. Πα­ρα­μέ­νουν – μη ει­σα­κου­στές, ανεκ­πλή­ρω­τες – οι ει­κό­νες του ει­σα­κου­σθέ­ντος. Με τις ει­σα­κου­σθεί­σες – εκ­πλη­ρω­θεί­σες επι­θυ­μί­ες, ο μεσ­σί­ας θα δη­μιουρ­γή­σει την κό­λα­ση, με τις μη ει­σα­κου­στές ει­κό­νες το λί­μπο. Και με την επι­θυ­μία που φα­ντα­σιω­θή­κα­με, με τον κα­θα­ρό λό­γο, τη μα­κα­ριό­τη­τα του πα­ρα­δεί­σου». Ανα­λα­μπή: πρό­κει­ται για μια ανα­λυ­τι­κή επε­ξή­γη­ση του Τζόρ­τζιο Άγκα­μπεν· περ­νά­ει από μπρο­στά μου, στα­μα­τά­ει για λί­γο. Χα­μο­γε­λά­ει; Ίσως. Σβή­νει με την πρώ­τη ρι­πή της βρο­χής. Εί­δω­λο κι αυ­τός μα­ζί με όλα τα άλ­λα που μπαι­νο­βγαί­νουν την ώρα αυ­τή στο χα­λα­ρό, ατμώ­δες το­πίο.

———— ≈ ————

  Ένα άλ­λο στιγ­μιό­τυ­πο· με φέρ­νει πί­σω, με γυ­ρί­ζει ανά­πο­δα μέ­σα στο φου­σκω­μέ­νο ρυά­κι του χρό­νου. Δεν προ­λα­βαί­νω ν΄ αντι­στα­θώ. Μνή­μες από μπα­μπού, ένα πε­ζού­λι που το σκε­πά­ζει το πρά­σι­νο χνού­δι της γλυ­σί­νας, το τσα­γιε­ρό που σφυ­ρί­ζει για λί­γο το μο­νό­το­νο τρα­γού­δι του, κου­βέ­ντες των φί­λων μου για το Ζεν, για το τι μπο­ρεί ν΄ απέ­γι­νε στ’ αλή­θεια η Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάι — μια ει­κό­να που δια­χέ­ε­ται κά­τω από τα στι­βα­ρά φύλ­λα της μπα­να­νιάς που με φι­λεύ­ει τώ­ρα σκιά και τρο­φή. Βλέ­πω όμως Τό­κιο — ξε­κά­θα­ρο, αλη­σμό­νη­το. Κι εί­ναι σαν από πά­ντα έτσι. Ακού­νη­το μέ­σα στο νου, μέ­σα στα πράγ­μα­τα που συ­νω­στί­ζο­νται στο μυα­λό μου.

Το τα­ξί­δι ξε­δι­πλώ­νει γρή­γο­ρα τα φτε­ρά του, να με κά­νει οπι­σθο­δρο­μι­κό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Τζόρ­τζιο Αγκά­μπεν, Βε­βη­λώ­σεις, μτ­φρ. – σημ.: Πα­να­γιώ­της Τσια­μού­ρας, Άγρα 2006.
Όσιπ Εμί­λιε­βιτς Μα­ντελ­στάμ, Τα­ξί­δι στην Αρ­με­νία, πρό­λο­γος-μτ­φρ.- ερ­μη­νευ­τι­κές ση­μειώ­σεις: Γιώρ­γος Χα­βου­τσάς, εκδ. Ίν­δι­κτος 2007.

Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέιτς, Μυ­θο­λο­γί­ες και Ορά­μα­τα, ει­σα­γω­γή-μτ­φρ.-σχό­λια: Σπύ­ρος Ηλιό­που­λος, Πλέ­θρον 1983.
Τζό­ζεφ Κόν­ραντ, Καρ­διά του σκο­τα­διού, μτ­φρ.: Αλε­ξάν­δρα Πα­πα­θα­να­σο­πού­λου, Eκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2012.

Ν. Γ. Πεν­τζί­κης, To μυ­θι­στό­ρη­μα της κυ­ρί­ας Έρ­σης, Άγρα 2005.
Σε­λίν, Τα­ξί­δι στην άκρη της νύ­χτας, ει­σαγ.-μτ­φρ.-σημ.: Σε­σίλ Ιγ­γλέ­ση-Μαρ­γέλ­λου, Εστία 2007.
Stevens Wallace, The Collected Poems, Vintage Books, Νέα Υόρ­κη 1982.
Stevens Wallace, Opus Posthumous, Revised, Enlarged and Corrected Edition, Edited by Milton J. Bates, Vintage Books, Νέα Υόρ­κη 1989.

Wittgenstein Ludwig, Tractatus Logico Philosophicus, ει­σαγ. Bertrand Russell, πα­ρου­σί­α­ση: Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, μτ­φρ.: Θα­νά­σης Κι­τσό­που­λος, εκδ. Πα­πα­ζή­ση 1978.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: