Στην Γιαουντέ τον Ιούλιο

Στην Γιαουντέ τον Ιούλιο

But in Africa    
The memory moves on leopards’ feet
 
Wallace Stevens, Τhe Greenest Continent


Η απαραίτητη ελληνική μνεία. Η πρώτη εμφανέστατη επιγραφή που ξεχωρίζει στο βάθος, μόλις αφήσει κανείς πίσω του το αεροδρόμιο της Γιαουντέ, της πρωτεύουσας του Καμερούν, δηλώνει απερίφραστα το εύρος της αποδημίας μας: «Ακροπόλ». Λάμπει μέσα στο μεσημέρι στην κορυφή ενός πολυάνθρωπου λόφου. Είναι ένα σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής ψωμιού, που ανοίγει στις τρεις το πρωί και προμηθεύει μια μεγάλη σειρά καταστημάτων κι εστιατορίων με πολλές ποικιλίες και τύπους. Δεν έμαθα και λίγα από τον ιδιοκτήτη του. Δείγμα των εκτιμήσεών του: «το Καμερούν είναι από χρυσάφι — αρκεί να ξέρεις, να έχεις υπομονή για να το ψάξεις μέσα στα λασπόνερα. Είναι κι αυτό καλυμμένο από ό, τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου». Δεν είναι άλλη μια εκκωφαντική δήλωση των επιτυχημένων επήλυδων σ' αυτό το σημείο του πλανήτη, αλλά μια εκδήλωση σεβασμού και αυθεντικού θαυμασμού μαζί για την καμερουνέζικη ταυτότητα στο σύνολό της.

———— ≈ ————

  Η πολυγλωσσία, η ηχηρότατη ευλαλία του τόπου, οι διακυμάνσεις των ενδοφυλετικών πεποιθήσεων, η εκρηκτική ποικιλία των πολιτιστικών παραλλαγών ενδέχεται να αποθαρρύνει στην αρχή τους αδαείς ή τους βιαστικούς επισκέπτες της Αφρικής. Είναι το κατ΄ εξοχήν σύμπτωμα της «επέλασης των παρατηρητών», που κατακλύζουν στις μέρες μας τη Μαύρη Ήπειρο. Κι όμως το Καμερούν έχει μάθει από καιρό να περιποιείται τους ξένους που δεν έρχονται εδώ για να το εκμεταλλευτούν με την εκκωφαντική υπεροψία των παλαιών αποικιοκρατών, αλλά αντίθετα, ως ευεργετηθέντες άμεσα απ΄ αυτό, να το ζήσουν, να το αξιοποιήσουν αρμονικά, συγχρονισμένοι όσο μπορούν μαζί του. Δεν αποκλείεται καθόλου να γίνει προοδευτικά κτήμα σου το συγκεκριμένο αυτό κομμάτι της Αφρικής. Χωρίς να το πολυκαταλάβεις, ανήκεις στους επαΐοντες.
Είναι η ώρα που το φως της ημέρας αρχίζει να υποχωρεί. Διατηρώντας ακόμη αρκετή από την αλκή του, δείχνει λεπτομέρειες, υποψήφιες σκιές, ημιδιαφανή αντικείμενα μιας σχεδόν πυρακτωμένης σκηνής θεάτρου. Λίγο προτού τα σαφή και άκαμπτα όρια των πραγμάτων χάσουν το μέτρο τους, τις διαστάσεις που τούς παρέχει η δικαιοσύνη της ημέρας, συλλέγω ποιότητες δευτερολέπτων. Έτοιμος ήδη να αφουγκραστώ γνώριμους ή εντελώς καινούργιους ήχους, να απομνημονεύσω κι άλλες λεπτομέρειες του μικρόκοσμου που με υιοθέτησε ανυπόκριτα. Να ανακαλύψω, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, «στην ανάλυση της μικρής ατομικής στιγμής το κρύσταλλο του ολικού γεγονότος», να ξαναδώ από πολύ κοντά δηλαδή όλα όσα με περιβάλλουν, που έρχονται αβίαστα και μεθοδικά πολύ κοντά μου, με πρόδηλη περιέργεια και αθωότητα μαζί, να με μυρίσουν, να με αναγνωρίσουν, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με την περίπτωση του γνώριμου επισκέπτη αυτής της ώρας, του κατοικίδιου φιδιού. Μπαίνει συχνά στο δωμάτιο μου, είναι ο φίλιος όφις, αυτός δηλαδή που θα παλέψει μέχρι θανάτου με τους ανεπιθύμητους εισβολείς, τα άλλα φίδια, τα ιοβόλα. Πρέπει να συγγενεύει με τον δικό μας λαφίτη, τον οικουρό όφι των αρχαίων Ελλήνων. Εννοείται ότι δεν τον πειράζω, αντίθετα τού δείχνω εγκαίρως ότι είμαι ειλικρινά πρόθυμος να συμμαχήσω μαζί του. Προσέγγιση αυθόρμητη, πηγαία και από τις δυο μεριές. Άλλωστε «στους τροπικούς, πάνω απ΄ όλα, πρέπει κανείς να διατηρεί την ψυχραιμία του». Πρόκειται για τη σοφή συμβουλή του Τζόζεφ Κόνραντ από την Καρδιά του σκοταδιού, που βεβαίως διατηρεί ακέραιη όχι μόνον την επικαιρότητά της, αλλά και την ακριβολογία της σκοπιμότητάς της. Εννοείται ότι η συνέπεια αυτής της απρόσμενης εκεχειρίας μ΄ εντυπωσίασε όσο ελάχιστα άλλα πράγματα κατά την διάρκεια των περιφορών μου στην καρδιά της μαύρης Ηπείρου.

———— ≈ ————

Στα καλά ξενοδοχεία του Βιετνάμ, στο Ανόι και στην Πόλη του Χο Τσι Μινχ, όπως μετονόμασαν επίσημα την πολύπαθη Σαϊγκόν, οι υπεύθυνοι έδιναν τα παλαιότερα χρόνια στους πελάτες τους μαζί με το κλειδί του δωματίου κι ένα κουπάκι με γάλα, λέγοντας τους ότι είναι για τα φίδια, που έρχονται τα βράδια. Με το φυσικότερο ύφος του κόσμου συμπλήρωναν «Είναι πρώτης τάξεως ναρκωτικό, μόλις το πιούν θα κοιμηθούν και θα είσαστε ασφαλείς όλη τη νύχτα».
Το ανάλογο ερώτημα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, όπως το διετύπωσε το 1906 δεν φαίνεται να είναι πια απλώς ρητορικό: «Κι είναι αλήθεια πως ο άγιος κι ο ποιητής βρίσκονται πάνω απ΄ όλους, και πως ο ποιητής έχει χτίσει το σπίτι του στο στόμα του φιδιού;».
Τα φίδια κι εμείς, οι απορίες και οι βεβαιότητες από μια παράδοξη συγκατοίκηση· οι εύλογοι κίνδυνοι και οι πιθανότατες συγγένειες — η νύχτα λιγοστεύει διαφορές κι αυξάνει ομοιότητες. Το σκοτάδι ορισμένες φορές είναι ο δημιουργός.


Στο ποίημά του «Λαμάρκ», ο Όσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ δεν διστάζει να προχωρήσει στο βάθος της προϊστορικής σπηλιάς που μάς έφερνε τόσο κοντά και με τον οφικό διάκοσμο. Παραθέτω: «Αν κάθε τι το ζωντανό δεν είναι παρά μια διαγραφή / Μιας σύντομης, άκληρης μέρας,/ Στην κινούμενη κλίμακα του Λαμάρκ / Θα σταθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι./ Στους δακτυλιοσκώληκες θα κατεβώ και στα κιρρόποδα,/ Θροΐζοντας ανάμεσα σε σαύρες και σε φίδια, / Ανάμεσα σε σκαλωσιές ελαστικές και σε κοιλότητες / Θα συρρικνωθώ και θα χαθώ σαν τον Πρωτέα». Όπως μάς έδειξε ο άξιος μεταφραστής του Μαντελστάμ και φίλος μου Γιώργος Χαβουτσάς, στο Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, ο Νίκος Γ. Πεντζίκης προσδιορίζει ανάλογες κοινές ρίζες και εντοπίζει ποιητικές ή εξ αντικειμένου διασυνδέσεις. Ενδεικτικά αντιγράφω: «Αλλά και με φίδι μπορεί να ταυτιστεί ο άνθρωπος και με άλλα ερπετά και με σκουλήκια, έντομα, αρθρόποδα, ασπόνδυλα, μυρμήγκια, ακρίδες, που παρομοιάζουν κυρίως με πολεμικούς ιππότες πάνοπλους, όπως και ο αστακός. Τα ψάρια ας μην έχουν συχνά μεγάλο οπλισμό και ποτέ τους λαλιά, ταυτίζονται επίσης με τον άνθρωπο». Οι ταυτίσεις είναι οριακές, τα είδη συγχωνεύονται χωρίς δισταγμούς μέσα από την ιεροτελεστία των χορευτικών εξάρσεων.

———— ≈ ————

Από την πλευρά του Σελίν τα πράγματα θα προβληθούν στη μεγάλη σκηνή των ατομικών του εφιαλτών με έναν απαράμιλλο τρόπο. Στα κεφάλαια του Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας, που αναφέρονται πλαγίως στο Καμερούν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανυπέρβλητη δυσκολία να ταυτιστούμε με ό, τι κάποτε πιθανότατα ήμασταν και το οποίο αφήσαμε τώρα μόνο του να είναι «απλώς» η ετερότητα της ζούγκλας: «Το ταμ ταμ του κοντινού χωριού σού τσιγάριζε, ψιλοκιμαδιασμένα, τα κομματάκια της υπομονής σου. Χίλια ακάματα κουνούπια κατέλαβαν ευθύς τα μεριά μου, κι όμως δεν τολμούσα να ξαναβάλω πόδι χάμω εξαιτίας των σκορπιών και των φαρμακερών φιδιών που ‘χαν ξεκινήσει, έτσι υπέθετα, τ’ απαίσιο κυνήγι τους. Από ποντίκια, τα φίδια είχαν κάμποσα να επιλέξουν, τ’ άκουγα εγώ τα ποντίκια να ροκανίζουν ό, τι ροκανίζεται, τ’ άκουγα μες στον τοίχο, στο πάτωμα, τρεμουλιαστά, στο ταβάνι. Επιτέλους βγήκε το φεγγάρι και κάπως ησύχασαν τα πράγματα στην τρύπα μου. Κοντολογίς, δεν ένιωθες σπουδαία στις αποικίες». Η υπόθεση μιας διαφορετικής προσέγγισης της χώρας αυτής, μέσα από τα δεδομένα της ενότητας των στοιχείων της Φύσης, συνιστά ως εκ των πραγμάτων ένα τολμηρό, αλλά εξ ίσου συναρπαστικό εγχείρημα. Η αισθητική του χώρου, η παντομίμα των όντων του, η γραμματική και το απέραντο συντακτικό της ζωολογίας του συνιστούν ασφαλώς την προβολή ενός ενδότερου ήθους. Κάτι που φαίνεται να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να αποκωδικοποιηθεί πλήρως. Άλλωστε ο Βιτγκενστάιν θα μας ενίσχυε με την απέριττη συμβουλή του: «ηθική και αισθητική είναι ένα και το αυτό».

———— ≈ ————

Κόβει την παπάγια τελετουργικά στη μέση. Την καθαρίζει από τα μαύρα σποράκια με γρήγορες, αποφασιστικές κινήσεις. Βυθίζει το μαχαίρι στη μαλακή, υπέροχη σάρκα του φρούτου και μου προσφέρει το πιο γλυκό κομμάτι του. Η πορτοκαλόχρωμη μάζα πάλλει. Σαν χάδι στο εσωτερικό των αισθήσεων, την ώρα που αρχίζει να χάνεται ο ήλιος και ν’ ανάβουν ένα-ένα τα φώτα στην πεδιάδα της Γιαουντέ, η γεμάτη καροτίνη μπουκιά κατεβαίνει αργά μέσα μου.
Η παπάγια διατηρεί ακόμη αλώβητο ένα κομμάτι ήλιου στα χρώματά της. Ανοιγμένη ανέκκλητα στα δύο, αναπαριστά την αρχή του κόσμου, τη γένεση των ειδών από μια συμπαντική υπέρ-σχάση. Η Μαρί, γέννημα-θρέμμα αυτής της πόλης, θυμάται τον αναπόφευκτο παραλληλισμό για τον οποίο της είχα μιλήσει τις προάλλες: το φρούτο αυτό αντιστοιχεί άμεσα στο δικό της όργανο αναπαραγωγής, αποτελώντας ταυτόχρονα μία ευφυή υπόμνηση της τρυφερότητάς της. Όσο για τη σαγήνη των εμβληματικών θηλών της, που ακάλυπτες περιμένουν τη νύχτα για ό, τι η τύχη και η ανάγκη έχουν σοφά προκαθορίσει.

———— ≈ ————

Αν η παπάγια είναι η επιτομή της συμβολικής τάξης, η οποία εδώ και μήνες μού καθορίζει τον τρόπο και το είδος της πρόσληψης και εκλεκτικής αφομοίωσης των πολυποίκιλων μηνυμάτων, τότε κατά αντιδιαστολή το μάνγκο, αυτός ο πράσινος γενετήσιο αδένα της χλωρίδας που με φιλοξενεί τόσο άδολα, θεωρείται αναμφίβολα το μέγα σημείον, ο οιωνός δηλαδή της επιβίωσης και της ανανέωσης της ζωής στην κυριολεξία του όρου. Είναι ο προβεβλημένος καρπός του καμερουνέζικου δάσους. Υπαινίσσεται τη ζωτική αίγλη των τροπικών με τον πιο εύληπτο τρόπο.
Έμαθα σχετικά γρήγορα να ξεχωρίζω το άγριο από το εξημερωμένο μάνγκο. Το πρώτο, μικρότερο κατά πολύ από το δεύτερο, είναι εμφανώς πιο εύγευστο, αλλά έχει δυσανάλογα μεγαλύτερο κουκούτσι. Οι Έλληνες, οι οποίοι ζουν χρόνια εδώ, ίσως να έχουν τον λόγο τους, που αποκαλούν το δέντρο «μαγκιά». Δεν θέλουν προφανώς να αποκρύψουν κι εκείνοι τον θαυμασμό τους γι’ αυτή την ηδονή από ζουμερό βελούδο, που προσφέρεται εντελώς δωρεάν στις αυλές των σπιτιών, στις αλέες των δημόσιων πάρκων, στους κήπους των δημόσιων υπηρεσιών και βεβαίως στα όνειρα των ερώτων.

———— ≈ ————

Το υλικό του μεσονυκτίου, όταν μάς το στέλνει η σωστή πηγή, είναι πάντα μια κυριολεξία. Ακούμε, διαισθανόμαστε το σύμπαν σε μιαν ελάχιστη νύξη, σ’ ένα σχεδόν τίποτε, που συνοψίζει όμως κατά περίπτωση τον τρόμο μπροστά στο κοσμικό χάος ή την πραότητα, επιφανειακή και μη, του αστρικού σκηνοθετήματος. Άλλωστε η κατηγορηματική δήλωση του Ουάλας Στήβενς, όπως χαράχτηκε στην «Απάντηση στον Παπίνι», ένα ποίημα στο οποίο επιστρέφω συχνά από το τότε που το ξεχώρισα και το έκανα (σχεδόν) δικό μου, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης.: «He has an ever – living subject. The poet / Has only the formulations of midnight». Μεσάνυχτα στην ανοιξιάτικη Γιαουντέ. Αν ακούγεται κάτι πιο επίμονα από όλα τα άλλα ομιλήματα αυτή την ώρα, που η πανσέληνος ασημώνει τόσο εγκάρδια, είναι η φωνή του ζώου που πιάστηκε στα νύχια ή στα σαγόνια του θύτη του και δεν μπορεί να ξεφύγει, όσο κι αν προσπαθήσει. Όσο κι αν αντισταθεί στον ελάχιστο χρόνο που τού απομένει, γίνεται με τη σειρά του τροφή. Αλλά δεν είναι πια φωνή ή δεν ήταν ποτέ φωνή, αλλά ένα ευκρινές «ναι» θανάτου, μια στιγμιαία υπόμνηση του παντοτινού τρόμου που συνυπάρχει στις ενδότερες πτυχές της κάθε ευωχίας.

———— ≈ ————

Απομεσήμερο Ιουλίου. Ο χρόνος, η κινητή μορφή της αιωνιότητας, όπως τον θέλει η γνωστή πλατωνική απόκλιση, φαίνεται να έχει σκαλώσει, να μην θέλει πεισματικά να προχωρήσει άλλο. Είναι από τα απογεύματα του αποσυντονισμένου παρόντος. Κολλημένες οι ώρες παντού, στα ιδρωμένα πρόσωπα, στα φύλλα της μπανανιάς, στους τοίχους των χαμηλών σπιτιών, στα δέντρα που κρύβουν μυστικά, στα συμπαγή δευτερόλεπτα που δεν θέλουν να έχουν καμία απολύτως συνέχεια. Δύο καλόγριες διασχίζουν έναν λασπωμένο δρόμο στο κέντρο της Γιαουντέ. Δεν υπάρχουν φανάρια κυκλοφορίας, είδος αρκετά σπάνιο εδώ. Ο φίλος που με συνοδεύει με πληροφορεί ότι ανήκουν σε μια υπέρ δραστήρια ιεραποστολή που εδρεύει στο κέντρο της πόλης. Με κατεβασμένο κεφάλι. Απροσδιορίστου ηλικίας. Κομποσκοίνια φθαρμένα από την ιερή χρήση. Ήρεμες, ανέκφραστες, σαν ακλόνητες πεποιθήσεις. Το λευκό βέλο των καπέλων τους δεν το έχει ποτίσει ακόμη η ψιλή βροχή που πέφτει από το πρωί. Περνούν τελείως απαρατήρητες. Να διαβάσω μέσα τους τη λύτρωση; Την πολυπόθητη βεβαιότητα της ύπαρξης του Αγαθού; Η δυνατότητα της χάριτος, όπως την θέλει ένας ποιητής των Ακαδημιών: «Ο μεσσίας έρχεται από τις επιθυμίες μας. Αυτός τις διαχωρίζει από τις εικόνες για να τις εισακούσει. Ή, μάλλον, για να δείξει ότι έχουν κιόλας εκπληρωθεί. Ό, τι φαντασιωθήκαμε το είχαμε ήδη. Παραμένουν – μη εισακουστές, ανεκπλήρωτες – οι εικόνες του εισακουσθέντος. Με τις εισακουσθείσες – εκπληρωθείσες επιθυμίες, ο μεσσίας θα δημιουργήσει την κόλαση, με τις μη εισακουστές εικόνες το λίμπο. Και με την επιθυμία που φαντασιωθήκαμε, με τον καθαρό λόγο, τη μακαριότητα του παραδείσου». Αναλαμπή: πρόκειται για μια αναλυτική επεξήγηση του Τζόρτζιο Άγκαμπεν· περνάει από μπροστά μου, σταματάει για λίγο. Χαμογελάει; Ίσως. Σβήνει με την πρώτη ριπή της βροχής. Είδωλο κι αυτός μαζί με όλα τα άλλα που μπαινοβγαίνουν την ώρα αυτή στο χαλαρό, ατμώδες τοπίο.

———— ≈ ————

  Ένα άλλο στιγμιότυπο· με φέρνει πίσω, με γυρίζει ανάποδα μέσα στο φουσκωμένο ρυάκι του χρόνου. Δεν προλαβαίνω ν΄ αντισταθώ. Μνήμες από μπαμπού, ένα πεζούλι που το σκεπάζει το πράσινο χνούδι της γλυσίνας, το τσαγιερό που σφυρίζει για λίγο το μονότονο τραγούδι του, κουβέντες των φίλων μου για το Ζεν, για το τι μπορεί ν΄ απέγινε στ’ αλήθεια η Μαντάμ Μπατερφλάι — μια εικόνα που διαχέεται κάτω από τα στιβαρά φύλλα της μπανανιάς που με φιλεύει τώρα σκιά και τροφή. Βλέπω όμως Τόκιο — ξεκάθαρο, αλησμόνητο. Κι είναι σαν από πάντα έτσι. Ακούνητο μέσα στο νου, μέσα στα πράγματα που συνωστίζονται στο μυαλό μου.

Το ταξίδι ξεδιπλώνει γρήγορα τα φτερά του, να με κάνει οπισθοδρομικό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Βεβηλώσεις, μτφρ. – σημ.: Παναγιώτης Τσιαμούρας, Άγρα 2006.
Όσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ, Ταξίδι στην Αρμενία, πρόλογος-μτφρ.- ερμηνευτικές σημειώσεις: Γιώργος Χαβουτσάς, εκδ. Ίνδικτος 2007.

Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Μυθολογίες και Οράματα, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια: Σπύρος Ηλιόπουλος, Πλέθρον 1983.
Τζόζεφ Κόνραντ, Καρδιά του σκοταδιού, μτφρ.: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Eκδόσεις Πατάκη 2012.

Ν. Γ. Πεντζίκης, To μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα 2005.
Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, εισαγ.-μτφρ.-σημ.: Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, Εστία 2007.
Stevens Wallace, The Collected Poems, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1982.
Stevens Wallace, Opus Posthumous, Revised, Enlarged and Corrected Edition, Edited by Milton J. Bates, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1989.

Wittgenstein Ludwig, Tractatus Logico Philosophicus, εισαγ. Bertrand Russell, παρουσίαση: Ζήσιμος Λορεντζάτος, μτφρ.: Θανάσης Κιτσόπουλος, εκδ. Παπαζήση 1978.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: