Μετά τον ουρανό, τι;


Ματωμένο φεγγάρι
φράζει
τον ουρανό
συνήθισαν
δεν τους πειράζει
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
(1)


Α. Ενάντια στη ματαιοδοξία του βίου 

Μελετώντας κατά καιρούς τις ταλαντώσεις των ήχων και των συνδηλώσεών τους σε πλείστα όσα ποιήματα του τιμώμενου σήμερα ποιητή, είχα πάντα κατά νουν την εξής αποτίμηση, όπως διατυπώθηκε πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια: «Αυτό ακριβώς έκανε ο Σαχτούρης: προσάρμοσε τρεις διαδοχικές φάσεις του εξπρεσιονισμού (εναρκτήρια, μεταβατική και ύστερη) στα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, προσφέροντας γόνιμη διέξοδο στις αναζητήσεις των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών».(2) Πράγματι τα προαναφερόμενα συνιστούν τρόπον τινά το μέτρο αλλεπάλληλων συγκριτικών προσεγγίσεων. Μάλιστα, ως συμπέρασμα μιας διεξοδικής μελέτης αποχρώσεων χρησίμευε και χρησιμεύει ως αφετηρία περαιτέρω διερευνήσεων και συναφών διασταυρώσεων λεκτικού ήθους. Η μηχανή του νοήματος αποδίδει κατά κανόνα χώρους και χρόνους: το οντολογικό δεδομένο εκλύει, εκτός των άλλων, την ίδια τη ρηματική τάξη. Το τεκμήριο της αισθητικής πλήρωσης έχει ασφαλώς προ πολλού εκτιμηθεί δεόντως.

Το δε αίτημα της κατά το δυνατόν κατανόησης του πόνου, ο οποίος δοκιμάζει τις αντοχές της δεδομένης ύπαρξης στην αειθαλή «κοιλάδα των παθών», διαφαίνεται ιδιαίτερα από την πρώτη κιόλας εμφάνιση του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) στην εφαρμοσμένη ποίηση. H πραγματικότητα εγκαθίσταται στο ποίημα δίκην φυσικού στοιχείου. Η πραγματικότητα δεν είναι η ξένη πρόταση. Δεν είναι η μητριά των σημαινόντων. Την κατανοεί όσο μπορεί ο μόνιμος εξεταστής, ο παρατηρητής νους. Γι΄ αυτό και την καλλιεργεί στη συνέχεια ως να ήταν μια νόσος κατ΄ εξοχήν δημιουργική. Δεν είναι δηλαδή ένας άλλος πεισιθάνατος να την βδελύσσεται εμμανώς. Την προσεταιρίζεται εντέχνως: ο εαυτός είναι το πεδίο της δράσης της. Και γι΄ αυτό ακριβώς γράφει μέσα κυριολεκτικά από την πραγματικότητα. Εξ ου και πιστότητα της εξοικείωσης με τη λεπτομέρεια του χρησμικού τύπου, ο οποίος απαντά στην καθημερινότητά του. Ούτε το φλιτζάνι του καφέ του μένει ανεκμετάλλευτο κειμενικά με όλους μαζί εννοείται τους εμπλεκόμενους γρίφους, τα διφορούμενα συνοδευτικά σήματα, αλλά και τις λύσεις που ευδοκιμούν ενδεχομένως στο λάλον κατακάθι του: «κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ μου /η γοργόνα η μαύρη».(3)

Δεν αρκείται, για να το διατυπώσω διαφορετικά, να αυτοπεριορίζεται στην αν-αλήθεια της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, στον φλοιό δηλαδή της όποιας «ωραίας φαινομενικότητας». Κοντολογίς, η βαθύτερη πραγματικότητα, η ομιλητικότατη στο απώτερο βάθος της, είναι το ευεργετικό άλας του στίχου. Χωρίς αυτήν ο Μίλτος Σαχτούρης δεν υφίσταται ως γεφυροποιός των εννοιών. Την όποια αλήθεια του βίου την ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά. Ίσως γι’ αυτό δεν είναι δεδηλωμένος τυφλός καταχραστής της επιθυμίας. Απλώς είναι ο ευρηματικός, ο χαρισματικός αναλυτής της. Η πραγματικότητα εκλαμβάνεται ως το μέσον του είναι. Άλλωστε ο Μίλτος Σαχτούρης διατείνεται εμμέσως πλην σαφώς ότι «την πραγματικότητα τη δεχόμαστε εύκολα, ίσως γιατί διαισθανόμαστε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό[. . .] Η αθανασία είναι κάτι κοινότοπο˙ αν εξαιρέσεις τον άνθρωπο, όλα τ’ άλλα πλάσματα είναι αθάνατα, αφού αγνοούν τον θάνατο˙ αυτό που είναι θείο, τρομερό, αδιανόητο είναι η επίγνωση της αθανασίας[. . .] παρά την ύπαρξη των θρησκειών, η πεποίθηση αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια. Μπορεί οι ισραηλίτες, οι χριστιανοί κι οι μουσουλμάνοι να πρεσβεύουν την αθανασία, όμως η λατρεία που αποδίδουν στον πρώτο βίο, αποδεικνύει ότι μόνο σ’ αυτόν πιστεύουν, αφού όλους τους άλλους, άπειρους τον αριθμό, τους προορίζουν για ανταμοιβή ή κολασμό του».(4)

Β. Η απόλαυση, η διαλεκτική της μετουσίωσης

Παραπέμπω στο ποίημα που τιτλοφορείται «Κερδίζω» από τη συλλογή Τα στίγματα (1962). Κατά λέξη έχει ως εξής: «Κάθε μέρα πέφτει / ένα μαύρο πέπλο / που το καίει ο ήλιος / το βράδυ / το φεγγάρι το ματώνει / κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω / ο θάνατος μου / απλώνει το χέρι / κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω». Το στοίχημα της αναβάθμισης του πρώτου βίου, της συναναστροφής του δηλαδή με το αγαθό, φαίνεται ότι, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει το ποιητικό υποκείμενο, δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα. Το ποιητικό πρώτο κινούν επιστρέφει στη ρίζα της επιθυμίας. Ομοιοπαθητικά δικαιωμένο όμως. Αφού ξέρει να γράφει. Και μάλιστα χωρίς περιττά στολίδια. Το αυστηρό, αυτοεπιτηρούμενο γλωσσικό πεδίο παρέχει την ασφάλεια του ομιλούντος-γράφοντος-διαλογιζομένου εαυτού. Δεν χρειάζονται εδώ εν ολίγοις οι ψευδαισθήσεις και οι δήθεν ανατροπές ενός δήθεν μοντερνισμού. Ούτε βέβαια οι προβλεπόμενες, οι στείρες φευ μιμήσεις των παραδοσιακών ρυθμών στο πλαίσιο ενός αδιέξοδου λίγο πολύ διαλόγου με το παρελθόν της ποιητικής γλώσσας. Νοητικοί μηχανισμοί που είχαν συν τω χρόνω ξεχαστεί, επανέρχονται στον επιλεγμένο κειμενοχώρο ανανεωμένοι. Κατ’ επέκταση: καμία αναστολή ικανοποίησης. H εκτελεστική πλευρά της λέξης του είναι ιδιαίτερα οικεία. Και γι’ αυτό χρήσιμη. Πρακτικά ωφέλιμη. Έχει προφανώς υπ΄ όψιν του τον συναφή νιτσεϊκό κόλαφο: «ο ποιητής παρουσιάζει τις σκέψεις του εορταστικά, πάνω στην άμαξα του ρυθμού: συνήθως επειδή είναι ανίκανες να πάνε περπατώντας».(5) Στην προκειμένη περίπτωση οι στίχοι βαδίζουν με υποδειγματικά στερεό ύφος.
Αντίστοιχα ανανεώνεται εμφανώς από συλλογή σε συλλογή το αίτημα της κατανόησης των δομών του αισθητού. Είναι φρονώ το ικανό και αναγκαίο αίτιο μιας ποθητής καταλλαγής. Το προφανώς παράλογο στοιχείο της κοσμικής σκηνής δεν αποθαρρύνει στο μεταξύ το ποιητικό υποκείμενο. Ίσως επειδή αναγνωρίζει στον εαυτό του αυτό ακριβώς το ίχνος τουυπέρ, του παρά, του αντί. Η εξ αντικειμένου αντι-λογική υφή του πραγματικού τεκμαίρεται ως μια από τις θεμελιώδεις ουσίες της ποιητικής ύλης. Η αυτομόνωση στο ελάχιστο εκείνο διαμέρισμα, όπου εγκιβωτίστηκε ο γράφων/γραφόμενος εαυτός, δηλώνει την προτίμηση του ποιητή στα σαφή περιγράμματα του πραγματικού. Αλλά και στο αναπόφευκτο βάθος του, με τα όποια βεβαίως συμφραζόμενά του εκείνα εξ ορισμού παραπέμπουν. Από εκεί ακριβώς προβάλλει αμιγώς αντιστικτικά το άλλο, το ειδολογικό γένος του ουρανού. Με όμικρον μικρόν τις περισσότερες φορές. Έστω παράδειγμα οι δύο καταληκτικοί στίχοι από «Τα χελιδόνια μου» της συλλογής Το σκεύος (1971): «μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει / μα να’ ναι για σας τώρα Ουρανός;»

Προφανώς ο ποιητής δεν απαντά καταφατικά στο ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί από τον Γκέοργκ Μπύχνερ διά στόματος Δαντόν: «Είσαι ο αστυνόμος του ουρανού;».(6) Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι ο αυτόκλητος τυπογράφος του ουρανού. Διακρίνω μεταξύ των πολλών αναφορών στη διάρκεια δεκαετιών παραγωγής λόγου τα εξής ενδεικτικά: «Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια / τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες / τα πεινασμένα τα φαντάσματα / καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές / να κλαίνε».(7) Η τοπιογραφία του ουρανού επιβεβαιώνει την ολική πρόσκτησή του. Ο ουρανός είναι η ηδονή. Η εμπράγματη, η χειροπιαστή. Η γραφή περιηγείται κατ’ ουσίαν εγώ. Η επανάληψη του συγκεκριμένου δείκτη από βιβλίο σε βιβλίο επισημοποιεί την πληρότητα της επικοινωνίας με το απτό τι. Δεν υπάρχει περιθώριο παρανάγνωσης: ο ουρανός είναι εδώ και τώρα η ύλη του βλέμματος. Δεν πρόκειται οπωσδήποτε για παράκρουση. Το παράλογο είναι απλώς το αποχρόν τι. Και μάλιστα αρχετυπικό απολύτως.


Γ.
Ενάντια στο κοινότοπο: το αγαθό ως επανάληψη

δεν είμαστε τίποτε άλλο από ό,τι λέχθηκε
ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΟ(8)


Το διάβασμα, η απαγγελία, η τακτική επαναφορά, η συνακόλουθη δομική ανάλυση, η αδιάπτωτη συναναστροφή δηλαδή με τα ποιήματα αυτά αποτελεί τόπο. Ένα είδος και ατομικής διαμονής μου στο καίριο της έκφρασης. Μάλιστα, κατά τρόπο ευεργετικά αναπόφευκτο. Στην άλλη όχθη το νευρωσικό παραλήρημα, η καθ’ υπερβολήν εκτόνωση, η άνευρη και αδιέξοδη αυτοτιμωρία. Από τη μεριά του Μίλτου Σαχτούρη η ηδονή του φθόγγου. Η δε εντατική, η μεθοδευμένη επανάληψη είναι εκείνη που διασώζει περαιτέρω το βίωμα του λέγειν. Επειδή ακριβώς: «η ανάμνηση είναι ένα ψωραλέο μεροκάματο που δεν χορταίνει. Όμως η επανάληψη είναι ο άρτος ο επιούσιος που χορταίνει και ευλογεί».(9) Η λέξη «ουρανός» που απαντά τόσες και τόσες φορές στο έργο του Μίλτου Σαχτούρη δεν είναι απλώς ένας ουρανός. Είναι η αυλή του. Και περαιτέρω: η πόρτα των σημαινομένων του. Στους αντίποδες ακριβώς ενός άλλου ουρανού, όπως προκύπτει εδώ φέρ’ ειπείν: «Το ον, εκείνη τη στιγμή, αίρεται πάνω απ’ τον εαυτό του, όπως θα ανυψωνόταν ένα πουλί κυνηγημένο, πετώντας στα βάθη τ’ ουρανού».(10) Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα επίσης εξής ενδεικτικά: « … ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή / μ΄ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε / κομμάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό / κι όλοι τώρα τρέχαν σ΄ αυτή, λίγοι πηγαίναν / στο ψωμί,/ όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε / ο υ ρ α ν ό / Ας μη το κρύβουμε / διψάμε για ουρανό», «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα / είν’ ο ουρανός» και «Δεν αγαπώ το αεροπλάνο / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό / η ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό / Η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό / το παιδί απ΄ το Στενό Παράθυρο βγήκε / κι έμεινε μετέωρο στο Κενό / Τέλειωσε το εκτόπλασμά μου / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό / δε θα σας ταράξω πια με τα όνειρά μου / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό / Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό/δεν αγαπώ το αεροπλάνο / πάντα θα΄ χουμε ανάγκη από ουρανό».(11) Καμία μεταφυσική. Καμία αυταπάτη. Καμία υποχώρηση, καμία συνθηκολόγηση με το καταπιεστικό ψεύδος του ανάπηρου πολιτισμού. Κανένα είδωλο χωρίς την αποδόμησή του. Η υπερβολή, ο αυτοσαρκασμός, η αντίφαση τονίζει ακριβώς την αυταξία των ίδιων των σημείων.

Η αραιωμένη σειρά των γραμμάτων της λέξης «ουρανός» υποδηλώνει προσήλωση στην αδιαπραγμάτευτη φωνητική αλήθεια του εμπράγματου δεδομένου. Ανάμεσα από τα κενά στα έξι αυτά γράμματα διαφαίνεται το αποτύπωμα του ποιητικού εγώ, καθώς συλλαβίζει την αυτοπεποίθηση διευθέτησης τα του οίκου του. Εξ ου λοιπόν και η πρόσφορη εμμονή: ουρανός = οίκος. Το σύνταγμα των συνειρμών δείχνει, επίσης, σταθερά τις δομές της αποφασιστικής επίγνωσης. Οι στροφές δεν παύουν να πείθουν για την έγκυρη έκφανση των εξακολουθητικών εξομολογήσεων. Δηλαδή: «Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω / όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός / θα φυτεύω, θα κλαδεύω, θα ποτίζω, / θάχω το σπίτι μου πάνω σ΄ ένα σύννεφο / θ’ ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο. / Σήμερα ακόμα είμαι ένας πλοηγός».(12)

Δ.
Η σταδιακή εμπέδωση της μετάβασης

Ένας άνθρωπος θα πάλευε όλη του τη ζωή για να μη συρθεί μες στις φλόγες. Αυτό δεν είναι επαγωγή. Είναι τρόμος. Δηλαδή, με άλλα λόγια, μέρος της ουσίας της πίστης.
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΝΤΓΚΕΣΤΑΪΝ
(13)

Η αμείλικτα δυστοπική εν τέλει πλευρά του παρόντος καθίσταται ο περιποιημένος στίβος των σημείων. Η ευρύτερη επικράτεια είναι προφανώς αχανής. Το λιτό ενδιαίτημα του Μίλτου Σαχτούρη αναδεικνύεται ως διάκοσμος του παντός. Τα κάτοπτρα πολλαπλασιάζονται. Αλλά και οι πληγές πολλαπλασιάζονται: ο κόσμος είναι το άγαν. Το χαίνον τοπίο. Εκεί όπου η δυσκολία της διαβίωσης αποτελεί το κυρίαρχο μοτίβο. Στο παρόν διαθλάται η μείζων δυσκολία της ύπαρξης να είναι παντελώς, ει δυνατόν, ανεξάρτητη και ικανοποιητικά βιώσιμη την ίδια ακριβώς στιγμή. Παραπέμπω στην εικαστική μαρτυρία για το διαρκές κρίμα – σύννεφο: «Τα σύννεφα έφυγαν / ένα ένα / όμως στη θέση τους / ήρθαν άλλα σύννεφα / πιο άγρια / πιο μανιασμένα / πιο φοβερά».(14) Κατά τούτο συμφωνεί με μια προγενέστερη εμβληματική διαπίστωση, η οποία αφορά κυρίως στην ιδιοσυστασία του πολύσημου «σύννεφου»: «η ευτυχία εντοπίζεται κατά συνέπεια πάντα στο μέλλον ή στο παρελθόν, ενώ το παρόν είναι σαν ένα σκοτεινό μικρό σύννεφο, το οποίο ο αέρας το περιφέρει πάνω από την ηλιόλουστη πεδιάδα· μπροστά του, πίσω του τα πάντα είναι φωτεινά, μόνο εκείνο ρίχνει διαρκώς μια σκιά».(15) Οι δε εκτεταμένες ζωολογικές παρατηρήσεις αφορούν κατά κανόνα σε πάσχοντα συν-όντα. Όπως συμβαίνει φέρ’ ειπείν με «Τα χελιδόνια μου», ήτοι το έβδομο από το τέλος ποίημα της προαναφερόμενης συλλογής Το σκεύος. Απαντούν, επίσης, κι άλλα πολλά ζωοφιλικά ποιήματα, έντονου παραστατικού συγκερασμού, τα οποία επισημαίνουν, εκτός των άλλων, τη σαφή διαφορετικότητα ή και το μυστήριο που ενυπάρχει στην εξέλιξη ή στην αμετάβλητη σταθερότητα των ειδών. Αναφέρομαι κυρίως στο μαντικό, αναντίρρητα λάλον «Άσπρο περιστέρι», ένα από τα επιλογικά ποιήματα της ύστερης συλλογής με τίτλο Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια του 1998.

Το συνάλληλο, καθόλα υπαρκτό φαντασιακό ίζημα συμβάλλει στην ολοκλήρωση της εικονοποιίας. Δεν υπονομεύει, δεν διαφθείρει, δεν καταργεί το πεδίο του πραγματικού. Οι «όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά πόδια»,(3) αυτές οι προσφιλείς διαχειρίστριες της απόλαυσης, οι τόσο εμφανείς γεννήτριες αισθημάτων, όντως κυριολεκτούν: το πραγματικό παραμένει σταθερά εκεί. Ένας από τους απολύτως ευκρινείς άξονες του ρηματικού συστήματος. Ο δε χώρος του συμβολικού ξέρει πώς να διατηρήσει εκ παραλλήλου την αυτονομία του. Η γλώσσα διαχειρίζεται συνεπώς τον εαυτό της με τη δέουσα ευελιξία. Το σύμβολο και στον τόπο της ποιητικής πράξης του Μίλτου Σαχτούρη καθίσταται, ως εκ των πραγμάτων, το απαραίτητο όχημα της ανέκκλητης απελευθέρωσης του νοήματος. Γι’ αυτό και δεν χάνει χρόνο ο ποιητής να συμβιβάσει τις όποιες ιδέες του με τις αισθήσεις και τα αρχέγονα παράγωγά τους. Αρκείται να αποτυπώνει με χαρακτηριστική ευστοχία αρχές κι αλήθειες κάθε πηγής. Είναι σαφώς ειλικρινής.

Δεν πρόκειται, φρονώ, για την παρουσία μιας ακόμη «δυστυχισμένης συνείδησης», όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να κρίνει εν προκειμένω ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια συνείδηση δημιουργικού στοχασμού. Μακριά, εννοείται, από κάθε ιδεαλιστική παρανόηση. Ο μη αλλοτριωμένος ποιητής γυρίζει μάλιστα την πλάτη του σε όποια μορφή εξουσίας αντιληφθεί ότι πηγάζει κι από αυτήν ακόμη την ίδια τη φύση του. Έτσι, εν ολίγοις, καθίσταται πανηγυρικά δόκιμος της καταλυτικής στιγμής. Μονήρης, αλλά νηφάλιος, συμφιλιωμένος μάλιστα με το μη ομιλούν άλλο, ένας δηλαδή, που ομολογεί απερίφραστα, στα εβδομήντα του πλέον χρόνια, ότι βιώνει το νυν ως «νεοφώτιστος / συντροφιά με τους φίλους μου / τα ψάρια».(16)

Κλείνω. Για να ανοίξω και πάλι σε μιαν ανάλογη ευκαιρία.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

1. «Τα στίγματα», από τη συλλογή Περίπατος, 1960.
2. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1992.
3. «Πόρος 1985», από τη συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986
4. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο αθάνατος», Άπαντα πεζά, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα 2005, σ. 237 επ.

5. Φρίντριχ Νίτσε, Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο, «Από την ψυχή των καλλιτεχνών και των συγγραφέων», ενότητα 189, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Πανοπτικόν 2011.
6. Γκέοργκ Μπύχνερ, Ο θάνατος του Δαντόν, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, Νεφέλη 2003

7. «Δεν είναι ο Οιδίποδας», από τη συλλογή Παραλογαίς, 1948
8. Μισέλ Φουκό, Η αρχαιολογία της γνώσης, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας 1987

9. Sӧren Kierkegaard, Επανάληψη, μτφρ. Σοφία Σκοπετέα, εκδ. Παπαζήση 1977
10. Georges Bataille, Για τον Νίτσε-Θέληση για τύχη, πρόλογος: Διονύσης Καββαθάς, μτφρ. Χάρης Ε. Ράπτης-Νίκος Ηλιάδης, εκδ. Ψυχογιός 2002

11. «Το ψωμί», «Ο ελεγκτής» και «Το αεροπλάνο», αντιστοίχως, από τη συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958
12. «Πέτρος», από τη συλλογή Παραλογαίς, 1948

13. Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Διαλέξεις για τη θρησκευτική πίστη, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη 1993.
14. «Τα σύννεφα», από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952

15. Άρτουρ Σοπενχάουερ, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, ΙΙ, 657.
16. «29 Ιουλίου», από τη συλλογή Καταβύθιση, 1990

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: