Η άρθρωση του ανάρθρωτου

«Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός...»
«Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός...»

«Είδα τον Ποιητή ολομόναχο και γύρω του να λάμπει το κενό», αναφέρει σ’ έναν στίχο του. Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι ένας από τους ελάχιστους μεταπολεμικούς ποιητές που ασκεί μια ιδιότυπη κοινωνική ποίηση. Ο ποιητής βιώνει τη μόνωση, είναι ένα άτομο μοναχικό που έχει όμως κοινωνική συνείδηση.

Όπως η μουσική δωματίου, το έργο του Σαχτούρη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποίηση δωματίου, αφού οι εμπειρίες του πηγάζουν από έναν περιορισμένο χώρο εκτεινόμενο από τις διαστάσεις μιας μοναχικής κάμαρας, ίσαμε τα λίγα τετραγωνικά του που κατοικεί.

Η αιματηρή περίοδος του Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και του εμφυλίου που ακολούθησε, η εκτρωματική κοινωνική και πολιτική ζωή εκφράζονται μέσα από εικόνες που συνθέτουν ένα παράλογο σκηνικό. Πρωταρχικό στοιχείο στην ποίηση του Σαχτούρη είναι η εικόνα. Στον Σαχτούρη υπάρχει πάντα ένα μάτι που βλέπει και που εικονοποιεί. Η εικόνα στον Σαχτούρη γίνεται βίαιο πεδίο συγκρούσεων. Ο Πιέρ Ρεβερντύ, ένας από τους θεωρητικούς πρόδρομους όχι μόνο του υπερρεαλισμού, αλλά και της μοντέρνας ποίησης, αναφέρει ότι η μεταφορική εικόνα δεν πρέπει απλώς να αποτελείται από δύο διαφορετικά, όμως συγγενικά πράγματα, αλλά από δύο πράγματα ανόμοια. Η εικόνα δε γεννιέται από τη σύγκριση αλλά από την παράθεση ανόμοιων πραγμάτων. «Η σύγκριση προϋποθέτει μια λογική διεργασία, ενώ η παράθεση δίνει την ελευθερία στο πνεύμα να τα συνθέσει νοερά και η σύνθεση αυτή, μια δημιουργία καθαρά πνευματική, αποτελεί μιαν αυθεντική σύλληψη της πραγματικότητας σ’όλη την πολυπλοκότητά της»[1]. Στον Σαχτούρη είναι η αντιθετική συναρμογή των λέξεων και η μεταφορική λειτουργία τους που προκαλεί την έκπληξη.

Ο ζωγράφος έχει μέσα στην καρδιά του
μια ζωγραφιά
έχει μέσα στο κεφάλι του ένα μαχαίρι
θέλει να βγάλει τη ζωγραφιά
θέλει να βγάλει το μαχαίρι
να σκίσει τη ζωγραφιά

(«Έξι στιγμές», Παραλογαίς)

Το μαχαίρι είναι το εργαλείο μέσω του οποίου θέλει να υπερβεί το έργο του. Το μαχαίρι είναι το νυστέρι μέσω του οποίου επιθυμεί να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής.
Μέσα από το έργο του εκφράζεται η αντιδικία ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον κόσμο τον απάνθρωπο, τον ηθικά ανάλγητο, τον κόσμο τον εσωτερικό του ποιητή, τον ευαίσθητο, τον τρομαγμένο. Ένα κόσμο που καίει μια κατακόκκινη πληγή απ’το παλιό χρυσάφι. Μέσα από την σύγκρουση των δύο κόσμων αναδύεται το δράμα της συνείδησης.
Τα ποιήματα του Σαχτούρη συνθέτουν στην πραγματικότητα ένα ποίημα εν προόδω. Δεν είναι τυχαίο ότι ουδέποτε βάζει τελεία στα ποιήματά του. Το όραμα του ποιητή έχει συνοχή.

Στο ποίημα «Ξένε» αναφέρει:

  Φύγε ξένε
μες την καρδιά μου έχω ένα ήρεμο πουλί

Η εικόνα με το πουλί επανέρχεται σε διάφορα θεματικά μοτίβα στην ποίησή του. Αλλού αναφέρει:

Κάποτε μέσ’ από το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί
περνάει πάνω από τα σπίτια και κατεβαίνει στην
πόλη
άλλοτε χρόνια έμενε φυλακισμένο μες στο φεγγάρι
γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό
μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι

[...]

Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν
άλλες όμως το κρύβουν μες στους καθρέφτες τους
άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια
κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους
έτσι δε φαίνεται
δεν το βλέπουν οι άνδρες που τις χαϊδεύουν
    το βράδυ
ούτε το πρωί σαν ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη

δεν το βλέπουν

γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό

πολύ φοβισμένο

(«Κάποτε οι γυναίκες», Παραλογαίς)


Αυτό το πουλί, το πολύ μικρό, το πολύ λαμπερό, το πολύ φοβισμένο θέλει ν’απελευθερώσει ο ποιητής από τον τυραννισμένο ψυχισμό του ανθρώπου.

Ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε ποίημα του Σαχτούρη. Γίνεται όμως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Είναι ο άνθρωπος με το καροτσάκι που γυρίζει και πουλάει γλειφιτζούρια γεωμετρικά τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, είναι μια ασπροντυμένη κοπέλα που ζυμώνει ψωμί και μαντάρει τις κάλτσες. Ο ποιητής υλοποιεί σκηνικά το θάνατο, υλοποιεί σκηνικά το δράμα της ζωής. Ο ποιητής ιχνηλατεί με το χρωστήρα του το θάνατο που αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες.

ασπρίζουν τα μαλλιά τού θανάτου   

«Batir des chateaux en Espagne», Καταβύθιση)

Η επαναληπτικότητα στις κινήσεις του θανάτου εντείνει το δράμα και το παράλογο. Το παράλογο εδραιώνεται με την εμβολή του μυθολογικού στοιχείου μέσα στην πραγματικότητα.[2] Ο θάνατος όλο και ρίχνει κλεφτές ματιές στο σκηνικό της ποιητικής του μυθολογίας.
Σύμφωνα με τον θεωρητικό Ρόλαντ Μπαρτ η διέγερση έγκειται όχι στο να δεις, αλλά στην προσδοκία να δεις, είναι «το σπίθισμα που θέλγει, η σκηνοθεσία μιας εμφάνισης- εξαφάνισης».[3] Δεν είναι η ολότητα του βλέμματος, αλλά οι αποσπασματικές ματιές που καθιστούν το θάνατο πιο ηδονικό.

Εκείνο το πράσινο απόγευμα
ο θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου

απ’το νεκρό μου το παράθυρο

με το βελούδινό μου μάτι

τον έβλεπα να τριγυρνάει

γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή

γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη

και τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν
[...]

(«Το πράσινο απόγευμα», Το Σκεύος)

Στον Σαχτούρη «το κοινωνικό σώμα πάσχει εξίσου με το υποκείμενο –και οι δυο πόλοι αυτού του πάθους –παθήματος διαπλέκονται τόσο στενά ώστε, να μην μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε αίτιο και σε αιτιατό, ανάμεσα σε θύτη και σε θύμα».[4]
Ο φόβος υποχωρεί και η έξοδος από τον κλοιό δηλώνεται ως αναχώρηση, «ένα πελώριο άσπρο πλοίο έξω από τον Πειραιά». Ένα συστατικό στοιχείο της ελληνικής κοσμολογίας «είναι η κοινότητα των ζώντων και των νεκρών» κοινός τόπος της λαϊκής και της θρησκευτικής (ελληνορθόδοξης) παράδοσης. Μέσα σ’αυτή την παράδοση, η σχέση με τους νεκρούς δεν περιέχει ίχνος μεταφυσικού τρόμου. Αντίθετα, προϋποθέτει την αντίληψη του ενιαίου σύμπαντος, του ενιαίου χωροχρόνου που μεταφορικά μεταφράζεται μ’ένα αίσθημα οικειότητας».[5]

Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο

—  Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα

στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο

το φοβερό γέλιο του·

πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια

ένα σύννεφο σπουργίτια

πέρα απ’ το θάνατό του

(«Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο», Τα εκτοπλάσματα)

Το καράβι της ποίησης ανοίγεται στο πέλαγος «όπου οι ποιητές κερδίζουν το προνόμιο να μην πεθαίνουν πια».[6]

Ο χρόνος στα ποιήματά του δεν προσμετράται με τα κριτήρια της αυστηρής γραμμικής τάξης. Τα ρολόγια ξεκουρδίζονται, τα ρολόγια είναι κουφά, είναι δύσπιστα, ανατρέπουν το γραμμικό χρόνο και γυρίζουν ανάποδα. Τα ρολόγια δείχνουν θάνατο. Η απάντηση στο θάνατο δεν είναι άλλη, παρά η αγρύπνια, η εγρήγορση. Ο ποιητής περνά σε χρυσές κλωστές ασημένια φεγγάρια και περιμένει να ξημερώσει για να γεννηθεί ένας νέος θεός.
Οι μεταμορφωτικές διαδικασίες είναι κάτι που συναντάμε συχνά σαν τεχνική στην ποίησή του. Οι φόρμες συνέχεια εξελίσσονται και μετεξελίσσονται. Οι άνθρωποι πετούνε, τα πουλιά είναι θαμμένα στα κουτιά, οι άνθρωποι γίνονται αστέρια που ανάβουν ένα – ένα στον ουρανό.
Η κυριότερη λειτουργία των μεταμορφώσεων του ποιητή αφορά στο ρόλο και την αποστολή της ποίησης. Το ποιητικό υποκείμενο μετατρέπεται σε μέγα κηπουρό, σε άστρο, σε βιολιστή, σε κληρονόμο των πουλιών, σε ελεγκτή, σε αλέκτορα, σε τρελό λαγό.

Ο ποιητής απεικονίζεται τη στιγμή της έμπνευσής του, απεικονίζεται στην πιο μαρτυρική στιγμή της σύλληψής του.

Που οδηγώντας τα λουλούδια
στη φθορά

ο άνθρωπος- πετεινός ανάβει μόνος του καίει

καθώς ορμάει από το σκοτεινό του μέτωπο

η έκσταση.

(«Πού οδηγώντας», Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη)

Όπως η εικόνα του αλέκτορα που εγείρει τους ανθρώπους, ο ποιητής αφυπνίζει τις συνειδήσεις.
Οι μεταμορφωτικές διαδικασίες υποβαστάζουν το ποιητικό γεγονός. Με δίαυλο τη φαντασία που οδηγεί στη διάρρηξη του χώρου και του χρόνου ζωντανεύει την ποιητική ιδέα. Μέσα από τις μεταμορφωτικές διαδικασίες ο ποιητής στηλιτεύει τα κακώς κείμενα.
Το πουλί όμως συνήθως μένει κολλημένο στη γη γιατί τα φτερά του είναι σπασμένα.

Εγώ
κληρονόμος πουλιών

πρέπει

έστω και με σπασμένα φτερά

να πετάω

(«Ο Ελεγκτής», Τα φάσματα)

Είναι τα τεράστια φτερά του Άλμπατρος του Μποντλέρ που σέρνονται χάμω και δεν τον αφήνουν να περπατήσει.
Η αναλγησία της κοινωνίας, η αγριότητα του πολέμου, η αλλοτρίωση οδηγούν τον ποιητή στη μόνωση. Όμως ο ποιητής δεν παραμένει παθητικός δέκτης. Απεναντίας δραστηριοποιείται και βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την εφιαλτική πραγματικότητα την οποία αντιλαμβάνεται ως «παράλογη» και στην οποία αντιτάσσει τις μεταμορφωτικές διαδικασίες.

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα

στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός

έφεγγε ο κόσμος 

(«Ο τρελός λαγός», Τα φάσματα)


Ο «τρελός λαγός» είναι «η καλπάζουσα δυστυχία της πανικόβλητης ανθρώπινης καρδιάς, μια παλλόμενη ύπαρξη ζωντανή που ασπαίρει σε μια αλλόφρονη σπασμωδική κίνηση φυγής προς όλους τους αδιέξοδους δρόμους».[7]

Μέσα από τις μεταμορφωτικές διαδικασίες απεικονίζεται συχνά το τερατώδες που εγγράφεται στη θεματική του εφιάλτη. «Πίσω από το τερατώδες διαφαίνεται η ανάμνηση ενός άλλου κόσμου, που βούλιαξε ή μάλλον παραμορφώθηκε από τη διάβρωση του κακού κι αιμάσσει χωρίς να πεθαίνει, ζει με τον τραυματισμό ενός σφαγιαστή θανάτου»[8]. Πρόκειται όμως για έναν εφιάλτη που γίνεται οικείος, έναν εφιάλτη που μετατρέπεται σε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας, μέρος της συναναστροφής του.

Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις

(«Του θηρίου», Με το πρόσωπο στον τοίχο)

Ενοχή, ποινή, εξαγορά είναι η κλίμακα πάνω στην οποία θα πορευτεί ο ποιητής. Η εξαγορά του ποιητή θα πραγματοποιηθεί μέσα από τη συμφιλίωση με το τερατώδες. Η ευσπλαχνία του ποιητή έγκειται στο να δώσει φωνή στο τερατώδες, στο να το εξανθρωπίσει.
Ο ποιητής καλείται να αποκρυπτογραφήσει το βρυχηθμό του θηρίου, το βογκητό του τρελού λαγού, το ουρλιαχτό του θανάτου «που σεργιανίζει στον πράσινο κήπο». Έτσι η ποίηση γίνεται η άρθρωση του ανάρθρωτου. Μέσα από το ασφυκτικό αδιέξοδο υπάρχει η εμμονή στην αναζήτηση του ουρανού που είναι ο χώρος της λύτρωσης. Υπάρχει στον Σαχτούρη μια τάση μετεωρισμού, τάση του ποιητή ν’ ανυψωθεί στον ουρανό. Ο άλλος αυτός κόσμος, ο οποίος αρθρώνεται με τον ουρανό, δεν έχει σχέση με τη μεταφυσική ή τη θρησκεία. Εκπροσωπεί το χώρο της ελευθερίας, της πίστης στην ομορφιά

Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό

(«Το ψωμί», Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο)

Η αναζήτηση του ουρανού είναι μια άλλη έκφραση του μύθου του Σίσυφου. Το έργο του Σαχτούρη εξελίσσεται σαν ένα ποίημα σ’ένα συνεχές όπου το ποιητικό υποκείμενο, ο εδώ και ο τώρα της έκπτωσης και ο πέρα και πάνω της ανάστασης ταυτίζονται[9]. Ο ποιητής αίρει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Το ποιητικό υποκείμενο θα αθωωθεί μέσα από τη διαλεκτική σχέση του με τη φύση. Είναι τότε που το ποιητικό υποκείμενο θα αποσχιστεί από το αίσθημα ενοχής που βαραίνει την ποιητική συνείδηση από το προπατορικό αμάρτημα.
Η εικόνα του ουρανού εκφράζει την πίστη του ποιητή σε μια άλλη τάξη πραγμάτων. «Ο ουρανός είναι ο στόχος του. Η γαλήνια όψη της αποτρόπαιης ζωής, η θέση της καθάρσεως από των παθημάτων »[10].
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το έργο της ποίησης με την κατάσταση του Ορφέα στον Άδη. Ο έρωτας του Ορφέα είναι ο ποιητικός ίμερος προς τη χαμένη, αφανέρωτη μέσα στο σκοτάδι του θανάτου μορφή. Μέσα από το θάνατο ζητά να ξαναφέρει στο φως την Ευρυδίκη, σε μια πράξη νεκρανάστασης. Η ματαίωση της πράξης δε σημαίνει όμως και τη ματαίωση της ποίησης, που νικά το θάνατο και μεσ’από την αναυδία και την αμορφία του Άδη φέρνει στο φως το τραγούδι και τη μορφή.[11] Ο ποιητής θα πορευτεί σ’ ένα μοναχικό περίπατο αναζητώντας την οπτασία της Ευρυδίκης.


μια δύναμη μ’έσπρωχνε να κάνω στροφή
να αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα

μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα

κύματα

και η ψυχή μου ήταν νεκρή

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα

η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια

ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου

(«Ο περίπατος», Έκτοτε, 1996)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: