Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι νεότεροι ποιητές


Η επιτυχία μπορεί να μετρηθεί, η επίδραση εκτιμάται και θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαίσθηση εκείνου που θέλει να αναδείξει την ύπαρξή της.
Pierre Brunel, Claude Pichois και André-Michel Rousseau

—Δεν ξέρουν ποιός είμαι
—Δεν ξέρουν τ’ όνομά μου
Μ’ έχουν ξεχάσει
Είμαι νεκρός

Μ. Σαχτούρης, «Το τηλέφωνο», Με το πρόσωπο στον τοίχο

Είκοσι και περισσότερα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση του Μίλτου Σαχτούρη στην ποίηση, η Νόρα Αναγνωστάκη θα δικαιώσει τον ποιητή και το έργο του με το εξαιρετικό κείμενό της «Οι ‘δύσκολοι καιροί’ μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη» (Κριτική, 2, 10, 1960, 156-169), το οποίο ξεκινά με μια αναφορά σε όλους εκείνους που θα καταλάβουν το έργο του Σαχτούρη και τη δική της θέση απέναντι σ’ αυτό: «Όσοι θυμούνται τον πόλεμο και την κατοχή με πόνο αλλά και με αγάπη· όλοι εκείνοι που έζησαν τα τρυφερά χρόνια της εφηβείας και της πρώτης νεότητας μέσα σε μιαν ανεμοζάλη· όλοι εκείνοι που διασώσανε μερικά όνειρα και τα υπερασπίσανε μ’ ένα πικρό πάθος μέσα στη φρίκη των δύσκολων καιρών· όλοι όσοι δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν μέσα στα «ειρηνικά» μεταπολεμικά χρόνια τον ήσυχο χωρίς εφιάλτες ύπνο μιας ανέμελης ζωής. Αυτοί θα καταλάβουν περισσότερο».

Καταλαβαίνουν λοιπόν περισσότερο λίγοι μεγαλύτεροι και ομήλικοι ποιητές του Σαχτούρη και κάποιους τους συναντούμε στην ποίησή του, πλάι σε αγαπημένους ξένους ποιητές, φιλόσοφους, καλλιτέχνες, φίλους — τη «συντροφιά» αυτή καταγράφει ωραία ο Βασίλης Αμανατίδης στο αφιέρωμα στον ποιητή μετά τον θάνατό του στο περιοδικό Αντί (858-859, 2005). Κάμποσοι νεότεροι, ο Τάσος Πορφύρης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης (για την κριτικογραφία του Σαχτούρη, βλ. Δώρα Μέντη, επιμ., Για τον Σαχτούρη. Κριτικά κείμενα, Αιγαίον 1998). Και κάποιοι ποιητές και ποιήτριες που θα εμφανιστούν από τα μισά της δεκαετίας του ’60 και εξής, θα αγαπήσουν τον Σαχτούρη, θα μιλήσουν για τη γνωριμία τους μαζί του, για το αποτύπωμά του στο έργο τους (βλ. τα κείμενα των Γιάννη Βαρβέρη, Γιάννη Κοντού, Γιώργου Μαρκόπουλου, Παυλίνας Παμπούδη στο ίδιο αφιέρωμα στο Αντί). Σε μια συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, το 1983 στην Αυγή (6 Νοεμβρίου), ο ίδιος ο Σαχτούρης εξομολογούνταν: «Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας».

Εκείνα τα νέα παιδιά, αναγνώστες και αναγνώστες-ποιητές, θα δώσουν τη θέση τους σε άλλα νέα παιδιά, σε νεότερους ποιητές και νεότερες ποιήτριες που έκαναν την εμφάνισή τους στον λογοτεχνικό χώρο λίγο πριν και λίγο μετά τον θάνατό του Σαχτούρη και μέσα στην επόμενη δεκαετία. Για πολλούς και πολλές λοιπόν ο Σαχτούρης αποτελεί σημείο αναφοράς. Μιλούν γι’ αυτόν στις συνεντεύξεις τους ή για το έργο του σε εκδηλώσεις — όπως η Έφη Κατσουρού, η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, ο Αργύρης Παλούκας στην Ύδρα το 2019. Γράφουν για την ποίησή του, όπως ο Βασίλης Αμανατίδης, ο Γιάννης Αντιόχου, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο αφιέρωμα του Αντί· τη θέτουν στο επίκεντρο του προβληματισμού τους για την τέχνη και τη ζωή, όπως ο Νικόλας Ευαντινός στο κείμενό του «Μαύρος σκύλος», με αναφορά στο ποίημα «Ο Μότσαρτ» (Το σκεύος) (Θράκα, 8.7.2018). Άλλοι και άλλες του αφιερώνουν συλλογές και ποιήματα* ή τον κάνουν ποίημα. Κριτικοί-ποιητές της νέας γενιάς εντοπίζουν την επίδρασή του στους συνομηλίκους τους — μαζί με τον Καρούζο και τον Λειβαδίτη, όπως ο Ζήσης Αϊναλής, ειδικά όσον αφορά τους νεότερους της νέας ποιητικής γενιά, που στην ουσία, όπως κι ο ίδιος επισημαίνει, δεν είναι μία («Γραμματολογικά και άλλα τινά», Bibliothèque, 22.7.2016), ο Θοδωρής Ρακόπουλος («Νεο-γοτθικά ινδάλματα: για τον Μίλτο Σαχτούρη», Τα Ποιητικά, 12, 2013) ή ο Πέτρος Γκολίτσης, με εύστοχη αναφορά στον εξπρεσιονισμό εν γένει (Ποιητικές μεταστοιχειώσεις. Στοιχεία εξπρεσιονισμού στην ποίησή μας, 2017).

Ο Σαχτούρης επανέρχεται λοιπόν ποικιλοτρόπως στα κείμενα, τα παρακείμενα, τα μετακείμενα των νέων ποιητών και ποιητριών κι αυτό συναρτάται προφανώς προς το Zeitgeist, τα δικά τους δύσκολα χρόνια, την καινούργια φοβερή εποχή που έχει ξημερώσει· προς την ανοιχτότητα της ποίησης του Σαχτούρη η σκηνή της οποίας «θα μπορούσε να βρίσκεται (και να νοσεί μαζί με όσους πατούν το σανίδι της) σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου», όπως σημειώνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Μίλτος Σαχτούρης. Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, Εστία, 1992, 17) και σε πολλές, διαφορετικές εποχές, συμπληρώνουμε εμείς· προς τα ποιητικά και ευρύτερα συμφραζόμενα στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο Σαχτούρης διαβάζεται κι αγαπιέται από τη νεότερη ποιητική γενιά. Κι αυτή είναι η μια πλευρά της σχέσης του με τους νεότερους.

Η άλλη πλευρά αφορά τη θέση του στο έργο τους. Αποτελεί όμως, άραγε η —ακόμη και δεδηλωμένη— ανάγνωση κριτήριο επίδρασης ή διακειμενικότητας; Η «ιδανική βιβλιοθήκη» του ποιητή ή της ποιήτριας, ακόμη κι όταν σημαίνεται με τη μορφή αφιερώσεων αλλά και ρητών αναφορών μέσα στο ίδιο το έργο, σημαίνει αυτομάτως την ουσιαστική ενσωμάτωση των διακειμένων στο ποίημα και το έργο; Η απάντηση είναι αρνητική, χωρίς ωστόσο να συμφωνούμε, πλήρως τουλάχιστον, με τον Ρακόπουλο, ο οποίος διατείνεται ότι «η επιρροή του [Σαχτούρη] στους πιο νέους συνίσταται συχνά σε αντιγραφή του κλίματος του (όπως συμβαίνει και με τον Καρούζο) και δεν είναι πράγματι ουσιαστική και μετουσιώσιμη». Βέβαια, η ανίχνευση της δημιουργικής ενσωμάτωσης της σαχτουρικής ποιητικής, ή επιμέρους στοιχείων της, στο έργο νεοτέρων ποιητών και ποιητριών θέτει ποικίλα και συχνά ακανθώδη ζητήματα, όπως άλλωστε σε όλες τις περιπτώσεις που γίνεται λόγος περί επίδρασης: τον ορισμό και καθορισμό της ποιητικής και των ποικίλων συνιστωσών της, την πολλαπλότητα των πηγών έμπνευσης, ποιητικών και μη, την ιστορικότητα της πρόσληψης, τις διαστρωματώσεις της επίδρασης, που μπορούν να λάβουν τη μορφή ποικίλων εξισώσεων με διαφορετικούς άγνωστους x. Λόγου χάρη, ο Σαχτούρης αγαπούσε τον Κάφκα —μας το επισημαίνει και στην ποίησή του (π.χ., «Ο Kafka και τα ψάρια», «Ο μεγάλος καθρέφτης», «Ακόμα για τον Κάφκα»)— ή τον Ντύλαν Τόμας («Στον Ντίλαν Τόμας», «Ο μεγάλος καθρέφτης», «Η παρουσία»), ή τον Τρακλ, τον οποίο ωστόσο δεν αναφέρει στα ποιήματά του, κι ας είναι η διακειμενική τους συνομιλία εντονότατη, όπως έχει επισημάνει και η κριτική (βλ. Δάλλας, Πλάγιος λόγος, 1989 και Χατζηβασιλείου, ό.π.). Κάποια αντίστοιχα στοιχεία σε έργα νεοτέρων ανάγονται δυνητικά στον Σαχτούρη ή απευθείας στον Κάφκα, τον Ντύλαν και τον Τρακλ; Άλλη εξίσωση: ο Γιάννης Κοντός αγαπούσε τον Σαχτούρη και στο έργο του εντοπίζεται μια μεταξύ τους συστηματική συνομιλία· συγκεκριμένα στοιχεία στο έργο νεοτέρων μπορούν να συνδεθούν με τον Σαχτούρη ή με τον Κοντό που επηρεάστηκε από τον Σαχτούρη και τον οποίο επίσης διαβάζουν; Μπορεί κάποιοι συγκεκριμένοι ποιητές της γενιά του ’70 —διότι βεβαίως και δεν λάτρευαν όλοι και όλες τον Σαχτούρη, θυμάμαι για παράδειγμα την απορριπτική στάση του Χριστόφορου Λιοντάκη απέναντί του— να επηρέασαν περισσότερο, με τα σαχτουρικά στοιχεία τους, κάποιους νεότερους από ό,τι ο ίδιος ο Σαχτούρης;

Όπως και να έχει, η διακειμενικότητα στις ποικίλες εκφάνσεις της μάς λέει περισσότερα για τη συγκρότηση του έργου καθαυτό από την επίδραση, εφόσον μετατοπίζει την έρευνα από τους συγγραφείς στα κείμενα και στα διακείμενα, σε παραθέματα αυτούσια και παραλλαγμένα, σύμβολα, εικόνες — χωρίς εγγυήσεις όμως και πάλι ευστοχίας, αφού πολλά στοιχεία δεν μπορούν να πιστωθούν σε έναν συγγραφέα και μόνο, ενώ οι συμπτώσεις, ή καλύτερα οι κοινές ασύμπτωτες διαδρομές δεν αποκλείονται καθόλου. Το ζήτημα είναι ως εκ τούτου η λειτουργία και ο τρόπος αυτής της διακειμενικής αυτής σχέσης. Τα λιγοστά παραδείγματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά και προσεγγίζουν ακροθιγώς και μόνο κάποιες τάσεις και διαστάσεις του τρόπου αυτού, στο πλαίσιο μιας πολύμορφης, μοντερνιστικής και μεταμοντερνιστικής ποιητικής παραγωγής.

Έτσι, μια αφιέρωση, αλλά κι ένας τίτλος, μπορεί να δηλώνουν μια διαβαθμισμένη συνομιλία. Η Γιάννα Μπούκοβα, για παράδειγμα, τιτλοφορεί την πρώτη της συλλογή που δημοσιεύεται στην Ελλάδα, γραμμένη ως επί το πλείστον στα βουλγαρικά και μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Άλλο, Ο ελάχιστος κήπος (2006). Είχε μαγευτεί με τον Σαχτούρη, όπως έχει επανειλημμένα εξομολογηθεί, πριν ακόμη μάθει ελληνικά, γνωρίζοντάς τον μέσα από τη μετάφραση. Στη συλλογή τού αφιερώνει ένα ποίημα. Κάλλιστα λοιπόν ο τίτλος μπορεί να θεωρηθεί (μετα)σαχτουρικός, με βάση τη θέση του κήπου διαχρονικά στην ποίησή του Σαχτούρη, χωρίς να αποκλείει όμως άλλες διασυνδέσεις και αντηχήσεις, τις οποίες εισάγει εξαρχής το ελάχιστα σαχτουρικό επίθετο ελάχιστος. Και στο ποίημα, όμως, που αφιερώνει στον ποιητή γίνεται ορατή, όπως και σε ολόκληρη τη συλλογή, μια άλλη ατμόσφαιρα, παρά τα όποια σύμβολα, καθώς η ποιήτρια δημιουργεί με τον δικό της τρόπο ρωγμές στον εφιάλτη που οικοδομεί:

Στο Μίλτο Σαχτούρη

Να την αγαπάμε την τρέλα μας
που μας χορεύει
με μια μουσική πηχτή
σαν σύννεφο
που κολλάει στα δόντια
την τρέλα μας να αγαπάμε
το καμένο φαΐ των αστροναυτών
κοντά κοντά στον απόλυτο ήλιο
κοντά κοντά στον απρόσμενο ήλιο
να την σεβόμαστε
όταν ξυπνάμε με μάτια ορθάνοιχτα
μεσάνυχτα μαύρα
και βλέπουμε το μαύρο
με όλα του τα χρώματα
να την αγαπάμε
όπως αγαπάει ο βοσκός την βέργα του
όταν την μπήγει στο χώμα
και λέει εδώ σταματάω
και σπάει στα χέρια του.

Αν κάποιος σταθεί στην τρέλα, ή ίσως και στο σύννεφο και το μαύρο χρώμα, στους αστροναύτες στη θέση των αγγέλων, αλλά και στα αυτοβούλως σπασμένα χέρια του βοσκού, μπορεί να κάνει λόγο για σαχτουρικά διακείμενα. Μπορεί να βρει και άλλα αντίστοιχα στοιχεία στη συλλογή της, στην οποία, υιοθετεί μια απλή, άμεση, έως και αντιποιητική αλλά έρρυθμη γλώσσα, ως όχημα μιας ζωηρής, γεμάτης χρώματα σαχτουρικά, εικονοποιίας που περικλείει το τραύμα, τον πόνο, την ανησυχία, τη φρίκη, την αγριότητα, τις αντιθετικές πραγματικότητες που συναιρούνται αιφνιδιαστικά. Κι όμως η ατμόσφαιρα, οι διάλογοι, η ειρωνεία, ο τρόπος της αφηγηματικότητας, η έμφυλη ταυτότητα μαρτυρούν ήδη πολλές, διαφορετικές συνομιλίες, έξω από τον Σαχτούρη. Στη νέα της συλλογή Drapetomania (2018), γραμμένη αυτή τη φορά στα ελληνικά, στην οποία επισημαίνουμε μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και δραστικά επεξεργασμένη πολυφωνία, κάποιες εικόνες, όπως αυτές που ακολουθούν, θα μπορούσαν όντως να χαρακτηριστούν, μεμονωμένα και σε επίπεδο κατασκευής, μετασαχτουρικές. Αποτελούν όμως, νομίζω, επιμέρους στοιχεία σε μια ποίηση με δικό της, πλέον, αυτόνομο προσανατολισμό, την οποία είχε ξεκινήσει, με εντελώς διαφορετικά υλικά, να χτίζει από τον Ελάχιστο κήπο (οι εικόνες με πλάγια):

Η ξανθιά

Ξέρει ότι το φως είναι φτιαγμένο από το καλύτερο μετάξι
ότι έρχεται από ψηλά, από τα πάνω ράφια,
εκεί που φτάνεις μόνο στις μύτες των ποδιών,
από κουτάκια με κλειδιά σε σχήμα καρδούλας
και αρκουδάκια που σου λένε τ’ όνομά σου.

Όποιος αγαπάει τα μικρά τον αγαπάνε τα μεγάλα
και ένας λάκκος με ανθρώπους
παράγει λουλούδια και μέλισσες.
Η ομορφιά νικάει πάντα στο φινάλε.

Όλα είναι άπιαστα και κάπως άχρηστα
σαν Μπράιγ επιγραφές που καίνε.

Ξέρει ότι στο διάλειμμα ορμάνε όλοι για αναψυκτικά
και μπορείς να κάνεις στην ταινία ανεπίτρεπτα πράγματα
χωρίς κανείς να το μάθει.
Ή όταν στρίψεις στη γωνία είναι σαν να μην υπάρχεις.

Κάποια μέρα θα τυλιχτεί με το νήμα από την τσίχλα της
και θα μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο,
κάτι δύσκολο.

Μα μέχρι τότε πάντα θα την βρίσκουν.

Θα υπάρξει ένα άλογο κάτω από το παράθυρο,
μια βάρκα στην ομίχλη.
Θα έρθει κάποιος το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Θα την πετάξουν άχρηστη στη σωτηρία της.


Tractatus

Νομίζω ότι είναι πια καιρός
να ξεκαθαρίσω τη θέση μου για τα περιστέρια.
Που όπως όλοι ξέρουμε είναι αρουραίοι με φτερά.
Τα μίσησα πριν από χρόνια όταν τα είδα να τρώνε σαλάμι
από τα χέρια ενός άστεγου στο πάρκο.
Έτσι μπροστά στα μάτια μου ένα σύμβολο
αποδείχτηκε κρεατοφάγο.
Μια πλατεία γεμάτη περιστέρια
πάντα μυρίζει κλεισούρα.
Η βιασύνη στη φθορά
είναι προσβολή στον χρόνο
Το περιστέρι που σου ’ρχεται κατάφατσα
είναι η σφαλιάρα του τίποτε για τίποτε
κι όμως αφήνει την αίσθηση βρόμικου σώματος
σαν φιλία που μόλις τελείωσε.

Μια άλλη νεαρή ποιήτρια, η Ευτυχία Παναγιώτου, επιλέγει ως τίτλο της πρώτης συλλογής της ένα παράθεμα από τον Σαχτούρη, Μέγας κηπουρός (2007), από το ποίημα «Πέτρος»: «Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω / όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός / φυτεύω θα κλαδεύω θα ποτίζω / θα ’χω το σπίτι μου πάνω σ’ ένα σύννεφο / θ’ ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο» [ο Γιάννης Κοντός έλεγε για τον τελευταίο στίχο του, «φορώ γυαλιά από πέτρα και με λένε Πέτρο» ότι ήταν η ατάκα τους, με τον Βασίλη Στεριάδη, στη δεκαετία του ’70]. Η Παναγιώτου συνδιαλέγεται εμφανώς με την εξομολογητική ποίηση, είναι σαφής η έμφυλη διάσταση στον λόγο της και θα δώσει στη συνέχεια ακόμη πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η εικονοποιία της στη συγκεκριμένη συλλογή, με αναφορά στον θάνατο και στα –ποικιλοτρόπως ανασημασιοδοτημένα- μαχαίρια και ψαλίδια λόγου χάρη (βλ. και στο ποίημά της «ars poetica» τον μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα και τα ψαλίδια), τον πόνο, το αίμα και το κόκκινο, αλλά και η αποφθεγματικότητα ορισμένων στίχων, σε συνδυασμό με την απλή καθημερινή γλώσσα, την πανταχού παρούσα στη σύγχρονη ποίησή μας, ορίζει, μέχρις ενός σημείου, μια διακειμενική συνομιλία με τον Σαχτούρη, η οποία είναι ενσωματωμένη στη δικής της αναζήτηση της προσωπικής φωνής σε διαρκή διάλογο με τον εαυτό και τον άλλον, όπως φαίνεται από τις ακόλουθες εικόνες:

Per funeral

το χέρι που κράταγε σφιχτά το αίμα μου ήταν ωραίος
νεκροθάφτης.
μου έδωσε ένα μαχαίρι κάτω απ’ το χώμα να εξολοθρεύω
                        σκουλήκια.
κι έπειτα από ένα ταξίδι αιματηρό, έμαθα πως ποτέ δεν θα
                        πεθάνω.
γιατί δεν θα ’σαι δω μπροστά μου να κρατάς, ψυχοπομπός,
μια νόθα αναγγελία του θανάτου.

Tόκος

λυπημένο μακιγιάζ παραπατάει στον καθρέφτη μου.
αλήτες, ξεβγαλμένα χρώματα από τούφες μαλλιών.
η επέκταση του μαύρου γίνεσαι το φευγαλέο βήμα
από δέρμα σε νεροχύτη γλίστρησες — βρόμικο νερό.

ξεγεννάω άλλο ένα όνειρο, μορφή Εφιάλτη,
και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό.
πώς μ’ αδειάζει ο πόνος στο πάτωμα;
είναι σαν να ’χω φύγει.
ποτέ το πρόσωπό μου δεν θα μείνει καθαρό.


Bλέπω θα πει επινοώ

φτύνει η άνοιξη ένα-ένα τα δοντάκια της,
κουκούτσια φθισικά, από αίμα κάτι παραπάνω.
ο καιρός γλίστρησε απ’ το στόμα μου, μια στάλα
δηλητήριο.

φτύνω τις μέρες για να μην τις στενεύω.
δεν φταίει που δεν ξημερώνουν, μα που
σαν ξημερώνουν είναι ακόμα σκοτάδι.
με ματογυάλια στέκομαι, στέκι έγινα 
ηλιθίων που στοχεύει στην όραση. […]

Ο Γιάννης Στίγκας αφιερώνει την πρώτη του συλλογή, Η αλητεία του αίματος (2004), στον Σαχτούρη και τον Καρούζο, επιβεβαιώνοντας τον Ρακόπουλο, που σχολιάζει εύστοχα: «Η σαχτουρική επιρροή, μαζί με την καρουζική, συστήνουν μια δίκοπη σκυτάλη, για την γενεαλογία της ποίησής μας, όντας οι δύο πιο επιδραστικοί (αλλά και από τους πιο ιδιότυπους) ποιητές μας, στους νεότερους ποιητές σήμερα». (Τα Ποιητικά, ό.π.) Στα ακόλουθα ποιήματα, ενσωματώνει συνειδητά συγκεκριμένα μοτίβα της εικονοποιίας και της οπτικής του Σαχτούρη:

Εμένα ο ήλιος μου
έχει φτερούγες
—δεν πετάει
σέρνεται μέσα

Κάθε καλοκαίρι
εγκυμονώ την κακιά πόρτα
όλοι οι υπνοβάτες
γίνονται φίλοι μου
Αυτό σημαίνει:
                        χιλιάδες κύκλους
                        τη βροχή           βροχή
                        τον κόσμο         δίνη
                        τον ποιητή        αερόστατο γεμάτο λύκους

Πέρα από μας
ένας ουρανός στα μέτρα μας
προσμένει

Η κακιά πόρτα, σιδερένια ή όχι, που ανοίγει στον θάνατο («Ο εφιάλτης», «Η πόρτα», Παραλογαίς)· ο ποιητής αερόστατο και όχι ελεγκτής-κληρονόμος πουλιών, αλλά πάντα ιπτάμενος («Ο ελεγκτής», Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο)· ο ήλιος με τα σπασμένα φτερά του ελεγκτή και όχι με λέπια («Το μαύρο άστρο», Όταν σας μιλώ)· λύκοι-άγριοι σκύλοι που —μπορεί να— παραπέμπουν και στον «το σκύλο ουρανό / που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι» («Του θηρίου», Με το πρόσωπο στον τοίχο)· κι η σημαίνουσα δίψα κι ανάγκη για ουρανό («Το ψωμί»· «Το αεροπλάνο», Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο).

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στην τρίτη του συλλογή, «Ισόπαλο τραύμα» (2009), μια συλλογή περί ποιητών και ποίησης, συναντούμε τα «Τρία ποιήματα για τον Σαχτούρη». Στο πρώτο ποίημα, το χιόνι και η παγωνιά από τον τίτλο ήδη, «Χίμετλον», που εκφέρονται όμως με στίχους του Σαχτούρη, στο μότο αλλά και μέσα στο ποίημα: «οι μέρες περνούν / το χιόνι μένει». Μένουν και σημαίνουν κι ο καθρέφτης και το φεγγάρι. Το δεύτερο ποίημα, «Χτυπά αργά τη νύχτα το τηλέφωνο», δραματοποιημένη σκηνή με τον Σαχτούρη πρωταγωνιστή, φέρνει στον νου το σαχτουρικό «Η παλιά ιστορία» (Ανάποδα τα ρολόγια), αλλά και το τηλέφωνο που ουρλιάζει στον ουρανό στην «Αρπάγη» (Σφραγίδα ή Η Όγδοη Σελήνη):

Όλο καπνούς και οιμωγές και χάχανα
—αδύνατον ένα τηλέφωνο
να κάνει τέτοια πράγματα—
σου λέω γάβγιζε κι άλλαζε χίλια χρώματα
με το που έγινε λευκό
έκανε να πετάξει
αλλά με φτερά
και έκλαιγε
— τόσο ακριβό τηλέφωνο να κλαίει…

Οπότε, να, το σήκωσα

Χχρουτς… χχ… χχρουτς … παράσιτα

... ... ...

Κάτι σαν άγγελος που ξέρει από πριόνι

Ήταν ο Μίλτος Σαχτούρης

— Πού είναι τα πατίνια μου κάθαρμα;
— Ποια πατίνια;
— Εκείνα τα κόκκινα γυαλιστερά πατίνια.

Θεέ μου, σκέφτηκα, τον έχει κατακλέψει ο άγγελος

Το τρίτο, «Το μαύρο   κόκκινο», με τα δυο σαχτουρικά χρώματα στον τίτλο του —αλλά μόνο σαχτουρικά;—, σχολιάζει τη θέση τριών ποιητών στην ποίησή του:

Ο Ρίτσος μπήκε                  και βγήκε
Ο Λειβαδίτης μπήκε                και δεν ξαναβγήκε
Ο Σαχτούρης μπήκε                 και ξαναμπήκε
                                                                και ξαναμπήκε

Κι όμως, στο ποίημα αυτό παραλείπεται ο πολύ σημαντικός για την ποίηση του Στίγκα Νίκος Καρούζος, στον οποίο αφιερώνει βέβαια ένα ποίημα στην ίδια συλλογή, και με φεγγάρι μέσα, προφανώς καθόλου σαχτουρικό. Κι ο Ρίτσος άραγε όντως βγήκε και δεν ξαναμπήκε; Ο Ντύλαν Τόμας αποτελεί έναν τόπο συνάντησης — διαμεσολαβημένο όμως; Διαβάζοντας πάντως κανείς το έργο του Στίγκα καταλήγει ότι τα σαχτουρικά διακείμενα και τα μετασαχτουρικά στοιχεία, παρότι ενίοτε ρητά και πολύ καλά επεξεργασμένα μέσα στον ήδη διαμορφωμένο προσωπικό του λόγο, είναι επίσης μεμονωμένα, στην προοπτική του ποιητικού σχεδίου του. Ο Σαχτούρης μάλλον μπήκε και βγήκε — σε αντίθεση τελικά με τον Ρίτσο, που μάλλον ξαναμπήκε, μαζί με άλλους πολλούς... Τα λόγια του Στίγκα είναι κι αυτά παιδιά πολλών ανθρώπων κι εκφέρονται με τη δική του ιδιαίτερη φωνή.

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος δημιουργεί, θα λέγαμε, στην πρώτη του συλλογή Δ (2006), μια σαχτουρική ατμόσφαιρα, με επιμέρους σαχτουρικά μοτίβα και, κυρίως, με τη δημιουργική ενσωμάτωσή τους στη διάρθρωση της προσωπικής του εικονοποιίας:

α΄

Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλὰ
το δρόμο για την επομένη. […]

        γ΄

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
— τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα—
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ’ άστρα απ’ τον αυχένα.

Σαν να ’νιωθα τί είχε συμβεί·
ξερίζωνα τ’ άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ’ τη γλώσσα μου.

                ζ΄

Κ’ έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ’ έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος·
άνοιγε κίτρινη βροχή
να πλύνει από το χέρι μου
το αίμα κ’ ένας άρρωστος
τόπος έκαιγε με τους σπασμούς
και τα σημάδια του

Τα δόντια που αφθονούν απειλητικά στην ποίηση του Σαχτούρη, η πίσσα («Κόλαση», Τα στίγματα) και το κορίτσι στην κόλαση, τα ξεριζωμένα άσπρα κυκλάμινα και τα άσπρα λουλούδια στο κεφάλι των σκύλων («Το μαρτύριο», Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο), το κόκκινο και η κίτρινη βροχή, το αίμα κι η αρρώστια αφενός· αφετέρου και κυρίως όμως η κατασκευή ενός κόσμου που μετουσιώνει το σαχτουρικό αίσθημα. Εντέλει, μικρή σημασία έχουν οι ευκρινείς αναφορές, όπως η επίκληση που παραπέμπει στον Ελεγκτή και στην ανάγκη για ουρανό στην τρίτη του συλλογή (Οι Δώδεκα - Μια ημιτελής συμφωνία, 2011):

Σπλαχνίσου Κύριε: γκρεμίζεται
στέγη ο ουρανός επάνω μας
και πρέπει Εγώ να τον στεριώσω.

Η συνομιλία του Παπαντωνόπουλου με τον Σαχτούρη είναι, κατά τη γνώμη μου, διαρκής και καρποφόρα, και τα μετασαχτουρικά στοιχεία αφομοιωμένα στη δική του, έντονα πολιτική, ποιητική στόχευση, από το πρώτο ως το τελευταίο βιβλίο του, Βόλια (2015), από όπου κι η ακόλουθη εικόνα:

Δεν είμαι άγγελος κι η γλώσσα μου κρατάει σκοτάδια
Κάποτε γαβγίζω ψώρα ως το κόκαλο την
εξουσία της ουράς του
κι έξι-οκτὼ παίζουμε νευρικά με τα ξυράϕια
του συστήματος

Τέλος, η διακειμενική συνομιλία του Θωμά Τσαλαπάτη με τον Σαχτούρη, σε όλες του τις συλλογές, είναι επίσης διαρκής, αλλά υπόρρητη. Υπόρρητη, διότι δεν βασίζεται τόσο σε μοτίβα και αναφορές, παρότι κι αυτές δεν λείπουν, όσο σε δομικά στοιχεία, στην αρχιτεκτονική της εικόνας και της ποίησής του εν γένει, στον τρόπο της θεατρικότητας, στο ιδιαίτερο στήσιμο των σκηνών, που δημιουργούν ατμόσφαιρα και αίσθημα με σαχτουρικές αντηχήσεις. Παράδειγμα το «Κουτί» (Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ, 2011) ή τα «[Σεντόνια]» (Γεωγραφίες των Φριτς και των Λανγκ, 2018):

Το κουτί

Έχω ένα μικρό κουτί που πάντα μέσα του κάποιον σφάζουν.
Λίγο πιο μεγάλο από κουτί παπουτσιών. Λίγο πιο άχαρο από κουτί με πούρα. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω ποιον, μα κάποιον σφάζουν. Και ήχος δεν ακούγεται (εκτός από τις φορές που ακούγεται). Το τοποθετώ στη βιβλιοθήκη, στο τραπέζι όταν θέλω να περνώ τις ώρες μου κοιτάζοντάς το, μακριά από τα παράθυρα να μην το κιτρινίσει ο ήλιος, κάτω από το κρεβάτι μου όταν θέλω να νιώσω άτακτος. Μέσα του κάποιον σφάζουν, ακόμη και όταν στο σπίτι μας έχουμε γιορτή, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα και όταν βρέχει. […]

[Σεντόνια]

Παντού στην επικράτεια. Και να θες δεν μπορείς να τους αποφύγεις. Άνθρωποι χωρίς μέλη. Είναι αρκετοί ώστε να αποτελούν πια κανόνα. Κάποιος ένα πόδι, άλλος ένα χέρι. Και τα δυο πόδια, όλα τα μέλη και ακόμη περισσότερα. Χωρίς πόδι, χωρίς χέρι άλλος χωρίς κεφάλι. Τις νύχτες επιστρέφουν στα σπίτια τους. Οι αρτιμελείς όμοια με τις υπόλοιπους. Κλειδώνουν την πόρτα. Ξαπλώνουν και σκεπάζονται μέχρι πάνω. Έτσι κουκουλωμένοι κοιμούνται.
Κατά τη διάρκεια του ύπνου
Ό, τι εξέχει από το σεντόνι
κόβεται.

Ο σαχτουρικός λόγος μοιάζει να είναι υπόγεια παρών στην αίσθηση του κόσμου, στη δόμηση της αναπαράστασης, περισσότερο στον τρόπο και λιγότερο στη λέξη, μάλλον εντέλει ως τόπος καθαυτόν.

Υπάρχουν προφανέστατα κι άλλοι ποιητές και ποιήτριες όπου εντοπίζονται λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά μετασαχτουρικά στοιχεία. Σκέφτομαι, μεταξύ άλλων πολλών, τον Γιώργο Αλισάνογλου σε κάποιες στιγμές στη συλλογή Το παντζάρι κι ο διάβολος· τον Γιάννη Αντιόχου και την παραισθητική ατμόσφαιρά του, στη Διάλυση και όχι μόνο· την Άννα Γρίβα στη Φωνή του σκοτωμένου· τον Δημήτρη Αγγελή και τις εικόνες και το αίσθημα στο έργο του· τον Πέτρο Γκολίτση στο Τριβείο του χρόνου, όπου και η «Νυχτερινή στοά του Μίλτου Σαχτούρη». Προς το παρόν, ας πούμε μόνο ότι ο ποιητικός διάλογος των νέων ποιητών και ποιητριών με τον Σαχτούρη υφίσταται, μέσα στο ιδιαίτερο πλέγμα των υλικών που συγκροτούν την ποιητική του καθενός και της καθεμιάς, έχει ποικίλους αναβαθμούς και ακολουθεί πολλούς, διαφορετικούς δρόμους. Μια αναλυτική αναφορά θα χρειαζόταν ολόκληρη μελέτη, για τον καθένα και την καθεμιά τους χωριστά. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.

* Στο αφιέρωμα του περιοδικού Αντί διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, αδημοσίευτα ποιήματα αφιερωμένα στον Σαχτούρη των νεότατων εκείνη την εποχή ποιητών Δημήτρη Άλλου, Χρήστου Γιαννακού, Ξένιας Μερτζιώτη, Ιάνας-Γιάννας Μπούκοβα και Γιάννη Στίγκα, τα οποία θα συμπεριληφθούν σε κατοπινές συλλογές τους. Στις εκδηλώσεις για τον Σαχτούρη στην Ύδρα το 2020, διάβασαν αδημοσίευτα ποιήματά τους αφιερωμένα στον Σαχτούρη οι ποιητές και ποιήτριες της νεότερης γενιάς Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Έφη Κατσουρού, Δημήτρης Πέτρου, Αργύρης Παλούκας και Χρήστος Δασκαλάκης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: