Ο άνεμος και το ποτάμι

Ο άνεμος και το ποτάμι

Λι Μπάι, «Ποιήματα». Απόδοση-επίμετρο Γιώργος Βέης, Σμίλη 2022

Μια στάλα του σύμπαντος ο άνθρωπος. Και όμως, δεν έχει παρά να απλώσει τα χέρια του με σύνεση και θα ενώσει τη γη με τον ουρανό. Καθώς η θάλασσα τον ταξιδεύει από τη ζωή στο θάνατο, το σώμα του γίνεται καράβι και αρμενίζει στο νερό, ο άνεμος του δίνει φτερά, τον μεταμορφώνει σε πουλί, σε άγγελο, ψηλά στον ουρανό, τα άστρα τον φωτίζουν μέσα στο σκοτάδι, τον κρατούν σε μυστική επαφή με τη Δημιουργία.
Ο Γιώργος Βέης μεταφράζει τον Λι Μπάι (701-762) και τον αποκαλύπτει στους Έλληνες αναγνώστες μέσα σε όλη την πηγαία αγάπη για τη ζωή και όλο το μεγαλείο, που κρύβει στους στίχους του ο σπουδαίος Κινέζος ποιητής, κυρίως όταν γράφει με συμπόνια για τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει ο απλός άνθρωπος, οι οποίες ωστόσο δεν αναιρούν την ποιητική του καθημερινότητα. Όπως στα δικά μας δημοτικά τραγούδια, η γυναίκα-Πηνελόπη, στον οδυσσειακό και παραδοσιακό της ρόλο, μένει σπίτι και σκέφτεται τον άνδρα της, που ξεκίνησε για την ξενιτειά ή ακόμη και τον πόλεμο:

Ναι, το ξέρει, δεν θα γυρίσει ο άντρας της
(«Τραγούδι του Βορρά», 37).

Ο Λι Μπάι δεν υμνεί απλώς τη γυναίκα. Βλέπει το χωρισμό και τη μοναξιά με τα δικά της μάτια, εκφράζει τον πόνο της με τον δικό της θρήνο:

Πού να ’ξερα ότι σ’ έναν ψηλό πύργο θα ζούσα τώρα μόνη;
(«Η γυναίκα ενός εμπόρου», 50).

Δημιουργεί με τις λέξεις του έναν άνεμο που της συμπαραστέκεται, ενώ τα λουλούδια τη χλευάζουν. Το γήινο φυγόπονο λουλούδι παραμένει θεατής, ενώ ο ουράνιος φιλόπονος άνεμος, πατέρας τής πνοής, ποιεί, αν και όχι πάντα εν σοφία. Όπως ο άνεμος, ο Άνθρωπος δημιουργήθηκε για να δημιουργεί:

Έφυγε ο άντρας μου καβάλα στο άλογο
με τη χρυσή τη σέλα
μακριά να πάει, πέρα στην Ανατολή […]
Λουλούδια από παντού ο άνεμος μου φέρνει
κι αυτά γελούν που είμαι μόνη
και δεν κλείνω μάτι.
(«Άνοιξη, με το παράπονο στα χείλη», 29)

Για τον άνδρα τα πράγματα είναι πιο απλά. Μια φαινομενικά μικρή βοήθεια χρειάζεται, ένα ποτήρι κρασί, για να αντέξει τα δεινά της ύπαρξης και να ολοκληρώσει το πεπρωμένο του – επιλογή ανάμεσα σε δύο μορφές απομάκρυνσης από τους οικείους του, την ξενιτειά και τον πόλεμο, που οδηγούν σε συμβολικό ή πραγματικό θάνατο. Λίγο ποτό αρκεί για να αλλάξει, προσωρινά έστω, τη μελαγχολική θέαση του κόσμου. Διστακτικός, ο ποιητής εκφράζει την απορία του:

Τι κρασί κι αυτό […],
για να ξεχάσουμε έτσι
ότι έχουμε μισέψει;

(«Από τα ταξίδια μου», 56)

Αντιμέτωπος με τη μοναξιά, την παλεύει με το ποτό. Το ποιητικό Εγώ ανάγεται σε μετωνυμία της μέθης, σε εκπρόσωπο των μέθυσων. Όταν πεθαίνει ο κάπελας, ο ποιητής αναρωτιέται με αυτοσαρκασμό στο τρίτο πρόσωπο, σαν θεατής του εαυτού του:

Αλλά χωρίς τον Λι Μπάι εκεί κάτω
ποιος άραγε θα το αγόραζε;
(«Για να θυμόμαστε τον γέρο-Κι, τον καλό κρασόπουλο, 57).

Πάνω από μία χιλιετία πριν από τον Μποντλέρ, ο Λι Μπάι τον προσκαλεί στην παρέα του, υμνεί μαζί του την αέναη μέθη, σαν να έχει διαβάσει τους στίχους του από το πεζό του ποίημα, «Enivrez-vous»: «Για να μη νιώθετε το τρομερό βάρος του Χρόνου […], να μεθάτε πρέπει χωρίς διακοπή» (Le Spleen de Paris, 1869).

Θεοποιημένοι οι ποταμοί στην αρχαία ελληνική μυθολογία, με συμπαντικές διαστάσεις στον Λι Μπάι, η εικόνα τού ποταμού επανέρχεται συχνά, τον κρατά σε εγρήγορση, του θυμίζει ότι ο χρόνος-ποτάμι, ίσως –αλλά ποιος, αλήθεια, ξέρει;– δεν γυρίζει πίσω. Δροσίζει και γονιμοποιεί τη γη, θερμαίνεται από τον ήλιο, όπως ο άνθρωπος με την ανάσα του. Τα συναισθήματα των ανθρώπινων όντων αποκτούν μεγαλύτερη έκταση και ένταση, όταν αντικατοπτρίζονται στις δυνάμεις της φύσης:

Ταξιδεύει στη θάλασσα, καβαλάρης του ανέμου
πέρα, σε τόπους μακρινούς φέρνει το καράβι του
και δεν αφήνει πίσω μήτε το σημάδι
που αφήνει το πουλί μέσα στο σύννεφο.
(«Ταξιδεύει στη θάλασσα», 9)

Το ποτάμι διασχίζει τη γη, ανατρέπει τη φύση του, την καθοδική ροή του, και ανεβαίνει στον ουρανό, πάντα με στόχο να θρηνήσει από μακριά τον άνθρωπο και την ανθρώπινη θλίψη:

Να ρωτήσουμε το ποτάμι που πάει στην Ανατολή
Αν είναι πιο μεγάλο από του χωρισμού τον πόνο.
(«Σε μια ταβέρνα του Τσιν Λινγκ, ένας αποχαιρετισμός», 24)

Το ποτάμι ανακτά την αυτοδυναμία του. Δεν το χωράει η γη. Απαλλάσσεται από τα γήινα δεινά και πετάει στον ουρανό:

Τώρα πια το ποτάμι μονάχα φαίνεται
που θέλει στον ουρανό ν’ ανέβει
(«Αποχαιρετώντας τον Μενγκ Χάο-Γιαν στον πηγαιμό για το Γιαν-Τσο», 33)

Ν’ ανέβει ή να κατέβει, διπλή η πορεία του, ένα παράδοξο που ταυτίζει το νερό με το φως, σε μια κολυμβήθρα που ξεχειλίζει ποιητικότητα:

κι ο καταρράκτης ποτάμι που κρέμεται από ψηλά […]
σαν να ’ναι ο Γαλαξίας που χύνεται απ’ τ’ ουρανού τα βάθη.
(«Κοιτώντας από μακριά τον καταρράκτη του όρους Λου», 49)

Και είναι τότε που το φως του φεγγαριού γίνεται μελωδία:

Τραγουδώ και το φεγγάρι σιγοντάρει
με τις αχτίνες του

(«Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος», 14).

Ο Λι Μπάι γράφει μουσική με ιδεογράμματα, μας πληροφορεί ο Γιώργος Βέης στο «Επίμετρο» (60).
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Για να μεταφράσεις ποίηση πρέπει να είσαι ποιητής. Ο Γιώργος Βέης, καταξιωμένος στην ποιητική γραφή και έμπειρος στην ποιητική σύλληψη του σύμπαντος, σε στίχο και σε πεζό, συμμερίζεται την απεικόνιση του σύνθετου βλέμματος του Λι Μπάι, με λυρικό και συνάμα διαυγή λόγο, χαρίζοντας στον αναγνώστη του μια μοναδική γνώση, με ένα μαγικό ταξίδι στον χωρόχρονο της Κίνας του ογδόου αιώνα, που μας θυμίζει με ποιητική λιτότητα, χωρίς εξάρσεις, την αναπόφευκτη παρουσία της ανθρώπινης οδύνης.
Ένα πολύ σημαντικό βιβλίο από τις εκδ. Σμίλη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: