Ένας προσωπικός κόσμος σε κίνηση

«Αmour», Παρίσι 2003
«Αmour», Παρίσι 2003 / φωτ. Άρις Γεωργίου

Άρις Γεωργίου, «Εντός εκτός και επί τα αυτά. Φωτοπαρακείμενα. Η συνέχεια», Βιβλιοπωλείον της “Εστίας“



«Αντιλαμβάνομαι το προσωπικό ύφος περισσότερο ως χαρακτηριστικό του αποτελέσματος μιας πράξης και πολύ λιγότερο της ενδεχόμενης πρόθεσης του ίδιου του καλλιτέχνη να διακρίνεται το έργο του για το προσωπικό του ύφος»
«Ας ξεκαθαρίσω από την αρχή πως δυσκολεύομαι πολύ να αναγνωρίσω προσωπικό στυλ στο δικό μου έργο» (από το κείμενο με τον τίτλο Η φωτογραφίσιμη φωτογραφία. Περί προσωπικού ύφους στη φωτογραφία. Μια πιθανή απάντηση, σ. 199.

Επιλέγω να μιλήσω για το «εντός, εκτός και επί τα αυτά» του Άρι Γεωργίου, επειδή και με αυτή τη σύνθεση κειμένων και εικόνας, νιώθω ότι και οι δυο παραπάνω φράσεις αληθεύουν και δεν αληθεύουν συγχρόνως. Ο Άρις Γεωργίου είναι μια πολλαπλότητα εν κινήσει, ένα ανήσυχο βλέμμα που «αισθητικοποιεί» τον κόσμο γύρω του και τα αντικείμενα του. Την ίδια στιγμή όμως, η πολυδιάσπασή του, η διάθεσή του για πολλά είδη συνομιλίας με τον κόσμο των ανθρώπων και τις φόρμες των πραγμάτων, δεν υπακούει σε μια πρόθεση ύφους. Ο Γεωργίου μπαίνει στην τέχνη με πολύ διαφορετικό τρόπο από κάποιον που εισέρχεται για να ονομαστεί "καλλιτέχνης". Εγώ πιστεύω πως τον ενδιαφέρει πρωτίστως η ζωή, η καλή ζωή, ο αγαθός βίος και λιγότερο αυτό που θα λέγαμε τέχνη. Ακριβώς επειδή είναι άνθρωπος της ζωής, ένα "παιδί της ζωής", θέλησε να ταξιδέψει, δηλαδή να δει. Βάλθηκε να ασκήσει το βλέμμα του όπως ο Πωλ Βαλερύ έλεγε ότι η ελευθερία είναι η ανάσα, το "πνεύμα" είναι μια άσκηση της αναπνοής. Βλέποντας τις εικόνες του Γεωργίου, ένα αυτοπορτρέτο στην Αγία Πετρούπολη ή το κάπως μελαγχολικό βλέμμα ενός κοριτσιού στο Μαντράς της Ινδίας, τη βιτρίνα του κλειστού βιβλιοπωλείου Μόλχο με τα φθινοπωρινά φύλλα μπροστά του, νιώθεις πως, όντως, δεν υπάρχει ένα "προσωπικό ύφο" αλλά, παρόλα αυτά, ένας βαθύτατα προσωπικός κόσμος. Ο Γεωργίου είναι ένας παθιασμένος μοντέρνος που, ωστόσο, διαθέτει ένα μερίδιο σκεπτικισμού και ελαφρότητας, κάτι από το πνεύμα του γαλλικού δέκατου όγδοου αιώνα: όχι όμως της θερμής Επανάστασης και των παθών της αλλά το άλλο πνεύμα, της φιλοπερίεργης, φωτισμένης, συνετής και συγχρόνως τρυφερής ματιάς στα πράγματα και στα πρόσωπα. Είναι ένας ελευθέριος με συντηρητικούς τόνους, ένας ταριχευτής του χρόνου και των σημαδιών του.

Από την αρχιτεκτονική στη φωτογραφία κι από εκεί πού;

Στην Αρχιτεκτονική του εαυτού, ένα άλλο βιβλίο κειμένων-εικόνων, ο Γεωργίου μιλάει για την εικόνα του σώματός του και για το σώμα ως αρχιτεκτόνημα. Είναι πολλές οι αυτοφωτογραφήσεις του που μοιάζει να υπηρετούν την ιδέα του αρχιτεκτονήματος ότι τελικά ο δημιουργός δεν θέλησε να χτίσει σπίτια αλλά να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του μέσα στον χρόνο (1972-3 και εντεύθεν, μέχρι σήμερα). Την ίδια στιγμή, η δική του εικόνα είναι και επίγνωση της εικόνας των άλλων, εικόνα, λέει, αμέτρητων ομοειδών σωμάτων του κοντινού και του μακρινού περιβάλλοντος. Κανένας εαυτός δεν περιέχει μόνο την αντανάκλαση του εγώ του ― θα ασφυκτιούσε δίχως έξοδο στην ύλη του κόσμου.
Υπάρχει μια ωραία έκφραση στη γαλλική φαινομενολογία: La chair du monde. H σάρκα του κόσμου. Συγκεκριμένα Η έκφραση "Η σάρκα του κόσμου" εμφανίζεται στο βιβλίο Το ορατό και το αόρατο του Maurice Merleau-Ponty (Le visible et l’ invisible, Gallimard, 1964, σ. 297) και δηλώνει την μετάβαση από το φυσικό σώμα στην οντολογική σάρκα. Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε την πρωταρχική συναλληλία ή την συμπρωταρχικότητα (co-originalité) του εαυτού και του κόσμου. Ο Γεωργίου δοκιμάζει με χίλιους δυο επινοητικούς τρόπους τη σάρκα του κόσμου, είναι ένας δοκιμαστής λεπτών αρωμάτων, ένας αποθηκάριος εικόνων και στιγμών. Συχνά πάει να δανειστεί μια πιο εγκεφαλική γλώσσα, έναν κώδικα της γενιάς του. Μην ξεχνάμε πως είναι η γενιά που ανακάλυψε τον Μπαρτ και τη σημειολογία, διάβαζε την Libération της δεκαετίας του '70 και φυσικά, όταν Έλληνες καλλιτέχνες και φοιτητές ζούσαν στη Γαλλία τότε έκαναν ένα πέρασμα από τα αμφιθέατρα για να δουν τον Κλοντ Λεβί Στρος και να ακούσουν τα μαθήματα του Μισέλ Φουκό.
Έχω την εντύπωση πως ο Γεωργίου είχε αποστάσεις από τον κυρίαρχο τρόπο του Έλληνα φοιτητή και καλλιτέχνη της Γαλλίας εκείνης της εποχής. Αντίλαλοι και στυλ δεν αρκούν για να τον μετατρέψουν σε τυπικό δείγμα εκείνης της πανίδας. Το έργο του και ο ίδιος είναι επίσης Θεσσαλονίκη και επομένως σάρκα μιας επικράτειας, όσο νομάδας και ταξιδιώτης και αν υπήρξε στη ζωή του. Κακώς μερικές φορές δείχνει τον εντυπωσιάζει μια θεωρητική γλώσσα ― εγώ αυτό που διαβάζω και βλέπω στη γραφή και στην τέχνη του είναι αφηγηματικές επινοήσεις της γοητείας, της σαγήνης με τα μικροπράγματα, με τα τεχνήματα, με τις προοπτικές.
Κι έπειτα είναι εκείνα τα φωτοκείμενα που συνιστούν απόδοση τιμών σε πρόσωπα, σε φιγούρες που σημάδεψαν τη ζωή του. Να, η μητέρα και ο πρώιμος ορίζοντας του παιδιού-εφήβου της δεκαετίας του '60. Αυτές οι πρώιμες εικονο-μνήμες ίσως αποτελούν τον έναν πυρήνα του καλλιτεχνικού «μηχανισμού» που κατασκεύασε τον Άρι Γεωργίου ως πολυειδή και πολυσχιδή περσόνα.
Ένας άλλος πυρήνας είναι πιο οικείος σε μένα ― είναι μια μουσική αυτοβιογραφία, πρωτίστως μέσα από τη ξένη μουσική, τη ροκ αλλά κυρίως την τζαζ. Το σχετικό υποκεφάλαιο γεμάτο ονόματα (συμπύκνωση των επιρροών, αχνών, σοβαρότερων και τελικά καθοριστικών) δείχνει πως ανάμεσα στον «εικαστικό» νομάδα Γεωργίου και στην περιπέτεια της μουσικής του διαμόρφωσης υπάρχει μυστικός συντονισμός. Στο τέλος μιλάει για το swing, για την καρδιά του τζαζ αυτοσχεδιασμού ―και για την συναφή κουλτούρα του βινυλίου― διότι το μουσικό βίωμα υπήρξε κάποτε «ολικό», περιλαμβάνοντας όχι μόνο την εισαγωγή σε ένα ηχητικό τοπίο αλλά και την εξοικείωση με το digging, έτσι το ονομάζαμε οι μουσικόφιλοι: το ψαχούλεμα στα βινύλια, μέχρι την τελική αγορά.
Μπορεί να σταθεί μια τέτοια καλλιτεχνική πολυπραγμοσύνη στις μέρες μας; Τώρα που έρχεται η Τεχνητή Νοημοσύνη και βγάζει το πρώτο τραγούδι στα charts το οποίο, λέει, επιδοκιμάστηκε από τους ακροατές αλλά προφανώς έκανε έξαλλους αυτούς που «ακουγόταν» οι φωνές τους (ακριβέστατες), τώρα που η φωτογραφία έχει ήδη γίνει η μπαναλιτέ των δισεκατομμυρίων πειραγμένων και φωτοσοπιασμένων λήψεων, τώρα που η εύκολη πρόσβαση προσφέρει την αυταπάτη ενός γενικευμένου αισθητικού χειρισμού στα πάντα, η «χορευτική» επιδεξιότητα ανθρώπων σαν τον Γεωργίου μπερδεύει τα πράγματα:
Παιγνιώδης μοντερνισμός που δεν έχει προγραμματικές φιλοδοξίες. Στα όρια ενός «πεπαιδευμένου» ερασιτεχνισμού, σχεδόν προβοκατόρικου. Αν ο Γεωργίου γράφει κείμενα με κάποιο αξάν λογιοσύνης, νομίζω ότι παραμένει κατά βάση ένας βιωματικός bon vivant, ένας νέος της γενιάς του που δεν πέρασε μέσα από τη βαριά στολή της υπερπολιτικοποίησης και δεν διαθέτει το χνώτο του «πρώην» (πρώην Ρηγάς, πρώην αριστεριστής, πρώην κάτι) ή τουλάχιστον δεν είναι αυτό το ίχνος του.
Τελειώνω, επιστρέφοντας, στα δυνατά κείμενα των αποχαιρετισμών. Το κείμενο για την όμορφη Αλέκα Φλόκα ή για τον Νίκο Παπάζογλου, οι λέξεις για τον ακριβό φίλο που ποζάρει στην παραλία, η μνημόνευση των νεκρών. Η τέχνη είναι, πάντα και αξεδιάλυτα, και ένας τρόπος να τιμούμε τους αγαπημένους μας νεκρούς, τους πεφιλημένους. Το βλέμμα του Άρι Γεωργίου, παρότι θεμελιωδώς ευδιάθετο, έχει τον δικό του τρόπο να μη ξεχνάει τα πρόσωπα όπως και τους τόπους.


Ένοχος στο τετράγωνο

του Άρι Γεωργίου

Προχωρώ ακροπατώντας. Σχεδόν ακροβατώντας. Εν μέσω ναρκοπεδίου ανυποψίαστα αχανούς έκτασης. Ψέματα, ούτε ακροπατώντας ούτε ακροβατώντας. Ούτε καν προχωρώ. Καθώς προϋπόθεση του εγχειρήματος της ακροβασίας θα ήταν η στοιχειώδης δυνατότητα να υποψιαστώ πιθανό στραβοπάτημα ώστε, αποφεύγοντάς το, να επιτελέσω το ασφαλές πάτημα. Τέτοια δυνατότητα είναι ανύπαρκτη, οι νάρκες, η συχνότητα και η πυκνότητά τους, τα ίχνη τους, οι καταστροφές τους, αόρατες. Μετέωρο το βήμα μου και μάλιστα ούτε καν πελαργού. Αμήχανη η στάση μου, κοκκαλώνω. Αναμονή. Τρόμος. Καταπληξία.
Πίσω. Μέσα. Με ολίγη καλή τύχη χωρίς επαφή με τις νάρκες που, μικρές, μικροσκοπικές και μάλιστα ταυτόσημου σχήματος μ' εκείνες τις ύφαλες, τις κορωνοειδείς του πολεμικού ναυτικού, παραμονεύουν το κάθε μου βήμα. Και που στο μεταξύ έχουν προλάβει να θερίσουν όσους την ίδια καλή τύχη μ' έμενα δεν είχαν. Αρκετούς. Συναγερμός. Οδηγία: Μέσα.
Για πόσο; Για όσο. Αρκεί που, για την ώρα, σωθήκαμε. Περιμένουμε. Και παρακολουθούμε. Και αδρανούμε. Εν μέρει. Όχι εξολοκλήρου.
Μήπως μάλιστα αντίθετα, εν μέρει έστω, μπαίνουμε σε δράση; Μήπως αίφνης επιτρέπουμε στον χρόνο να αλλάξει συντεταγμένες, να χωρέσει και να συν-χωρέσει; Μήπως ο χρόνος της αναμονής είναι εκείνος που έχει εκβιάσει τη μετάλλαξη των προτεραιοτήτων; Μήπως η ανακατάταξή τους συνεπήχθη αναμπουμπούλα στο σύστημα των αξιών; Των κοινωνικών, των συλλογικών αλλά κυρίως των προσωπικών. Μήπως η ασφάλεια ανέβηκε στην πρώτη γραμμή μαζί με τον φόβο εξάλλου; Μήπως τα πάντα αιωρούνται εν αναστολή; Ακόμη κι αυτές οι ίδιες οι διερωτήσεις, οι δισταγμοί, τα διλήμματα; Η αναμονή, για όσο χρειαστεί, προσφέρει έδαφος στην αναβολή. Θα τα απαντήσουμε αργότερα τα υπαρξιακά.
Τώρα γεύομαι την αναγκαστική ασφάλεια, τώρα χαϊδεύω τον Χρόνο. Ο εγκλεισμός με υποδέχεται στην αγκαλιά του, κοκούνινγκ. Μ' αρέσει. Τώρα επιστρέφω σε όσα προσπέρασα. Τώρα δίνω χρόνο στην ανάμνηση. Τώρα πηγαίνω πίσω στα βινύλια. Ξαναπαίζω τις κασέτες. Ανακαλύπτω κρυφούς θησαυρούς. Θησαυρούς λησμονημένους που διαθέτω σε αφθονία. Ντροπή. Τώρα ακούω ραδιόφωνο με τις ώρες και μαθαίνω όσα δεν μάθαινα και μαθαίνω πως ποτέ δεν θα τα μάθω όλα. Ξανασχηματοποιείται η αίσθηση της σπατάλης. Η αίσθηση της ασημαντότητάς μου. Και μαζί η αίσθηση της μοναδικότητάς μου. Τώρα ξαναπιάνω το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ―όνομα και πράμα― που και πάλι δεν θα καταφέρω να προχωρήσω αρκετά, τώρα αναδιφώ το αρχείο μου συναντώντας πολύτιμες λησμονημένες πτυχές του, τώρα ολοκληρώνω δουλειές που χάσκουν κι άλλες που δεν θα δουν ποτέ το φως της μέρας. Τώρα ορθώνεται απειλητικά η αίσθηση του μάταιου μαζί όμως και το άτοπο της απειλητικότητάς του. Τώρα κοιτώ προς τα έξω και απορροφώ τη σιωπή και το κενό, τώρα στήνω αυτί στον ήχο του τίποτα και της γαλήνης. Τώρα, στα λίγα διαλείμματα του μέσα, στα λίγα έξω, εισπράττω με απύθμενη απόλαυση τον χώρο στον δικό του χρόνο. Τώρα επιβεβαιώνω περίτρανα την πρότερη συναίσθησή της προνομίας μου, την επίγνωση της τύχης να είμαι αυτός που ξέφυγε από τα ασυνάρτητα πυρά του ναρκοπεδίου και επιπλέον να απολαμβάνω κατάσαρκα την ευεργεσία του εγκλεισμού. Τώρα επιβεβαιώνω την παλιά μου γνώση, σε ποιο βαθμό η προσωπική μου ασφάλεια, η προσωπική μου ευεξία, η προσωπική μου επιβίωση, η ίδια η προσωπικότητά μου αυτοϊεραρχείται ως πρώτη, αμετακίνητη, ακαθαίρετη αξία. Πόσο δεύτερα και τρίτα και τελευταία έρχονται όλα τ' άλλα, όλοι οι άλλοι. Πόσο ακόμη και αν για το πλησιέστερο ακριβό μου πρόσωπο χαλάλιζα τον ίδιο μου τον εαυτό, πόσο και τότε ακόμη, πρώτος αυτός ο εαυτός θα ήταν.
Μια ενοχή αίφνης ανέβηκε από το μέσα μου. Μια ενοχή που, εν μέσω λαίλαπας, λοιμού, καταστροφής, εν μέσω συσστράτευσης απέναντι στον κοινό εχθρό, εν μέσω απολογισμών και καταγραφών των απωλειών, εν μέσω ένδειας μέσων απέναντι στην πανταχόθεν καταιγιστική επίθεση, εν μέσω πένθους και θρήνου και ολοφυρμών, εγώ τολμώ να διαπιστώνω και να διατυπώνω πως το «μέσα» με βόλεψε. Και επί πλέον, δυο τρία λεπτά αργότερα, αρκούντως κυνικά, να αντιλαμβάνομαι πως η εν λόγω ενοχή μόνο ενοχή δεν είναι παρά απλώς η επίφασή της. Καπάκι δε να αναδύεται επιδέξια ένα δεύτερο κύμα ενοχής για το πρώτο κύμα που ενοχή δεν ήταν. Δυο αρνήσεις, μια κατάφαση. Καταλήγω: Αθώος.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: