Ένας προσωπικός κόσμος σε κίνηση

«Αmour», Παρίσι 2003
«Αmour», Παρίσι 2003 / φωτ. Άρις Γεωργίου

Άρις Γεωργίου, «Εντός εκτός και επί τα αυτά. Φωτοπαρακείμενα. Η συνέχεια», Βιβλιοπωλείον της “Εστίας“



«Αντι­λαμ­βά­νο­μαι το προ­σω­πι­κό ύφος πε­ρισ­σό­τε­ρο ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του απο­τε­λέ­σμα­τος μιας πρά­ξης και πο­λύ λι­γό­τε­ρο της εν­δε­χό­με­νης πρό­θε­σης του ίδιου του καλ­λι­τέ­χνη να δια­κρί­νε­ται το έρ­γο του για το προ­σω­πι­κό του ύφος»
«Ας ξε­κα­θα­ρί­σω από την αρ­χή πως δυ­σκο­λεύ­ο­μαι πο­λύ να ανα­γνω­ρί­σω προ­σω­πι­κό στυλ στο δι­κό μου έρ­γο» (από το κεί­με­νο με τον τί­τλο Η φω­το­γρα­φί­σι­μη φω­το­γρα­φία. Πε­ρί προ­σω­πι­κού ύφους στη φω­το­γρα­φία. Μια πι­θα­νή απά­ντη­ση, σ. 199.

Επι­λέ­γω να μι­λή­σω για το «εντός, εκτός και επί τα αυ­τά» του Άρι Γε­ωρ­γί­ου, επει­δή και με αυ­τή τη σύν­θε­ση κει­μέ­νων και ει­κό­νας, νιώ­θω ότι και οι δυο πα­ρα­πά­νω φρά­σεις αλη­θεύ­ουν και δεν αλη­θεύ­ουν συγ­χρό­νως. Ο Άρις Γε­ωρ­γί­ου εί­ναι μια πολ­λα­πλό­τη­τα εν κι­νή­σει, ένα ανή­συ­χο βλέμ­μα που «αι­σθη­τι­κο­ποιεί» τον κό­σμο γύ­ρω του και τα αντι­κεί­με­να του. Την ίδια στιγ­μή όμως, η πο­λυ­διά­σπα­σή του, η διά­θε­σή του για πολ­λά εί­δη συ­νο­μι­λί­ας με τον κό­σμο των αν­θρώ­πων και τις φόρ­μες των πραγ­μά­των, δεν υπα­κού­ει σε μια πρό­θε­ση ύφους. Ο Γε­ωρ­γί­ου μπαί­νει στην τέ­χνη με πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο από κά­ποιον που ει­σέρ­χε­ται για να ονο­μα­στεί "καλ­λι­τέ­χνης". Εγώ πι­στεύω πως τον εν­δια­φέ­ρει πρω­τί­στως η ζωή, η κα­λή ζωή, ο αγα­θός βί­ος και λι­γό­τε­ρο αυ­τό που θα λέ­γα­με τέ­χνη. Ακρι­βώς επει­δή εί­ναι άν­θρω­πος της ζω­ής, ένα "παι­δί της ζω­ής", θέ­λη­σε να τα­ξι­δέ­ψει, δη­λα­δή να δει. Βάλ­θη­κε να ασκή­σει το βλέμ­μα του όπως ο Πωλ Βα­λε­ρύ έλε­γε ότι η ελευ­θε­ρία εί­ναι η ανά­σα, το "πνεύ­μα" εί­ναι μια άσκη­ση της ανα­πνο­ής. Βλέ­πο­ντας τις ει­κό­νες του Γε­ωρ­γί­ου, ένα αυ­το­πορ­τρέ­το στην Αγία Πε­τρού­πο­λη ή το κά­πως με­λαγ­χο­λι­κό βλέμ­μα ενός κο­ρι­τσιού στο Μα­ντράς της Ιν­δί­ας, τη βι­τρί­να του κλει­στού βι­βλιο­πω­λεί­ου Μόλ­χο με τα φθι­νο­πω­ρι­νά φύλ­λα μπρο­στά του, νιώ­θεις πως, όντως, δεν υπάρ­χει ένα "προ­σω­πι­κό ύφο" αλ­λά, πα­ρό­λα αυ­τά, ένας βα­θύ­τα­τα προ­σω­πι­κός κό­σμος. Ο Γε­ωρ­γί­ου εί­ναι ένας πα­θια­σμέ­νος μο­ντέρ­νος που, ωστό­σο, δια­θέ­τει ένα με­ρί­διο σκε­πτι­κι­σμού και ελα­φρό­τη­τας, κά­τι από το πνεύ­μα του γαλ­λι­κού δέ­κα­του όγδο­ου αιώ­να: όχι όμως της θερ­μής Επα­νά­στα­σης και των πα­θών της αλ­λά το άλ­λο πνεύ­μα, της φι­λο­πε­ρί­ερ­γης, φω­τι­σμέ­νης, συ­νε­τής και συγ­χρό­νως τρυ­φε­ρής μα­τιάς στα πράγ­μα­τα και στα πρό­σω­πα. Εί­ναι ένας ελευ­θέ­ριος με συ­ντη­ρη­τι­κούς τό­νους, ένας τα­ρι­χευ­τής του χρό­νου και των ση­μα­διών του.

Από την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή στη φω­το­γρα­φία κι από εκεί πού;

Στην Αρ­χι­τε­κτο­νι­κή του εαυ­τού, ένα άλ­λο βι­βλίο κει­μέ­νων-ει­κό­νων, ο Γε­ωρ­γί­ου μι­λά­ει για την ει­κό­να του σώ­μα­τός του και για το σώ­μα ως αρ­χι­τε­κτό­νη­μα. Εί­ναι πολ­λές οι αυ­το­φω­το­γρα­φή­σεις του που μοιά­ζει να υπη­ρε­τούν την ιδέα του αρ­χι­τε­κτο­νή­μα­τος ότι τε­λι­κά ο δη­μιουρ­γός δεν θέ­λη­σε να χτί­σει σπί­τια αλ­λά να φι­λο­τε­χνή­σει το πορ­τρέ­το του μέ­σα στον χρό­νο (1972-3 και εντεύ­θεν, μέ­χρι σή­με­ρα). Την ίδια στιγ­μή, η δι­κή του ει­κό­να εί­ναι και επί­γνω­ση της ει­κό­νας των άλ­λων, ει­κό­να, λέ­ει, αμέ­τρη­των ομοει­δών σω­μά­των του κο­ντι­νού και του μα­κρι­νού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Κα­νέ­νας εαυ­τός δεν πε­ριέ­χει μό­νο την αντα­νά­κλα­ση του εγώ του ― θα ασφυ­κτιού­σε δί­χως έξο­δο στην ύλη του κό­σμου.
Υπάρ­χει μια ωραία έκ­φρα­ση στη γαλ­λι­κή φαι­νο­με­νο­λο­γία: La chair du monde. H σάρ­κα του κό­σμου. Συ­γκε­κρι­μέ­να Η έκ­φρα­ση "Η σάρ­κα του κό­σμου" εμ­φα­νί­ζε­ται στο βι­βλίο Το ορα­τό και το αό­ρα­το του Maurice Merleau-Ponty (Le visible et l’ invisible, Gallimard, 1964, σ. 297) και δη­λώ­νει την με­τά­βα­ση από το φυ­σι­κό σώ­μα στην οντο­λο­γι­κή σάρ­κα. Αυ­τό μας επι­τρέ­πει να σκε­φτού­με την πρω­ταρ­χι­κή συ­ναλ­λη­λία ή την συ­μπρω­ταρ­χι­κό­τη­τα (co-originalité) του εαυ­τού και του κό­σμου. Ο Γε­ωρ­γί­ου δο­κι­μά­ζει με χί­λιους δυο επι­νοη­τι­κούς τρό­πους τη σάρ­κα του κό­σμου, εί­ναι ένας δο­κι­μα­στής λε­πτών αρω­μά­των, ένας απο­θη­κά­ριος ει­κό­νων και στιγ­μών. Συ­χνά πά­ει να δα­νει­στεί μια πιο εγκε­φα­λι­κή γλώσ­σα, έναν κώ­δι­κα της γε­νιάς του. Μην ξε­χνά­με πως εί­ναι η γε­νιά που ανα­κά­λυ­ψε τον Μπαρτ και τη ση­μειο­λο­γία, διά­βα­ζε την Libération της δε­κα­ε­τί­ας του '70 και φυ­σι­κά, όταν Έλ­λη­νες καλ­λι­τέ­χνες και φοι­τη­τές ζού­σαν στη Γαλ­λία τό­τε έκα­ναν ένα πέ­ρα­σμα από τα αμ­φι­θέ­α­τρα για να δουν τον Κλοντ Λε­βί Στρος και να ακού­σουν τα μα­θή­μα­τα του Μι­σέλ Φου­κό.
Έχω την εντύ­πω­ση πως ο Γε­ωρ­γί­ου εί­χε απο­στά­σεις από τον κυ­ρί­αρ­χο τρό­πο του Έλ­λη­να φοι­τη­τή και καλ­λι­τέ­χνη της Γαλ­λί­ας εκεί­νης της επο­χής. Αντί­λα­λοι και στυλ δεν αρ­κούν για να τον με­τα­τρέ­ψουν σε τυ­πι­κό δείγ­μα εκεί­νης της πα­νί­δας. Το έρ­γο του και ο ίδιος εί­ναι επί­σης Θεσ­σα­λο­νί­κη και επο­μέ­νως σάρ­κα μιας επι­κρά­τειας, όσο νο­μά­δας και τα­ξι­διώ­της και αν υπήρ­ξε στη ζωή του. Κα­κώς με­ρι­κές φο­ρές δεί­χνει τον εντυ­πω­σιά­ζει μια θε­ω­ρη­τι­κή γλώσ­σα ― εγώ αυ­τό που δια­βά­ζω και βλέ­πω στη γρα­φή και στην τέ­χνη του εί­ναι αφη­γη­μα­τι­κές επι­νο­ή­σεις της γοη­τεί­ας, της σα­γή­νης με τα μι­κρο­πράγ­μα­τα, με τα τε­χνή­μα­τα, με τις προ­ο­πτι­κές.
Κι έπει­τα εί­ναι εκεί­να τα φω­το­κεί­με­να που συ­νι­στούν από­δο­ση τι­μών σε πρό­σω­πα, σε φι­γού­ρες που ση­μά­δε­ψαν τη ζωή του. Να, η μη­τέ­ρα και ο πρώ­ι­μος ορί­ζο­ντας του παι­διού-εφή­βου της δε­κα­ε­τί­ας του '60. Αυ­τές οι πρώ­ι­μες ει­κο­νο-μνή­μες ίσως απο­τε­λούν τον έναν πυ­ρή­να του καλ­λι­τε­χνι­κού «μη­χα­νι­σμού» που κα­τα­σκεύ­α­σε τον Άρι Γε­ωρ­γί­ου ως πο­λυ­ει­δή και πο­λυ­σχι­δή περ­σό­να.
Ένας άλ­λος πυ­ρή­νας εί­ναι πιο οι­κεί­ος σε μέ­να ― εί­ναι μια μου­σι­κή αυ­το­βιο­γρα­φία, πρω­τί­στως μέ­σα από τη ξέ­νη μου­σι­κή, τη ροκ αλ­λά κυ­ρί­ως την τζαζ. Το σχε­τι­κό υπο­κε­φά­λαιο γε­μά­το ονό­μα­τα (συ­μπύ­κνω­ση των επιρ­ρο­ών, αχνών, σο­βα­ρό­τε­ρων και τε­λι­κά κα­θο­ρι­στι­κών) δεί­χνει πως ανά­με­σα στον «ει­κα­στι­κό» νο­μά­δα Γε­ωρ­γί­ου και στην πε­ρι­πέ­τεια της μου­σι­κής του δια­μόρ­φω­σης υπάρ­χει μυ­στι­κός συ­ντο­νι­σμός. Στο τέ­λος μι­λά­ει για το swing, για την καρ­διά του τζαζ αυ­το­σχε­δια­σμού ―και για την συ­να­φή κουλ­τού­ρα του βι­νυ­λί­ου― διό­τι το μου­σι­κό βί­ω­μα υπήρ­ξε κά­πο­τε «ολι­κό», πε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας όχι μό­νο την ει­σα­γω­γή σε ένα ηχη­τι­κό το­πίο αλ­λά και την εξοι­κεί­ω­ση με το digging, έτσι το ονο­μά­ζα­με οι μου­σι­κό­φι­λοι: το ψα­χού­λε­μα στα βι­νύ­λια, μέ­χρι την τε­λι­κή αγο­ρά.
Μπο­ρεί να στα­θεί μια τέ­τοια καλ­λι­τε­χνι­κή πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη στις μέ­ρες μας; Τώ­ρα που έρ­χε­ται η Τε­χνη­τή Νοη­μο­σύ­νη και βγά­ζει το πρώ­το τρα­γού­δι στα charts το οποίο, λέ­ει, επι­δο­κι­μά­στη­κε από τους ακρο­α­τές αλ­λά προ­φα­νώς έκα­νε έξαλ­λους αυ­τούς που «ακου­γό­ταν» οι φω­νές τους (ακρι­βέ­στα­τες), τώ­ρα που η φω­το­γρα­φία έχει ήδη γί­νει η μπα­να­λι­τέ των δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων πει­ραγ­μέ­νων και φω­το­σο­πια­σμέ­νων λή­ψε­ων, τώ­ρα που η εύ­κο­λη πρό­σβα­ση προ­σφέ­ρει την αυ­τα­πά­τη ενός γε­νι­κευ­μέ­νου αι­σθη­τι­κού χει­ρι­σμού στα πά­ντα, η «χο­ρευ­τι­κή» επι­δε­ξιό­τη­τα αν­θρώ­πων σαν τον Γε­ωρ­γί­ου μπερ­δεύ­ει τα πράγ­μα­τα:
Παι­γνιώ­δης μο­ντερ­νι­σμός που δεν έχει προ­γραμ­μα­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες. Στα όρια ενός «πε­παι­δευ­μέ­νου» ερα­σι­τε­χνι­σμού, σχε­δόν προ­βο­κα­τό­ρι­κου. Αν ο Γε­ωρ­γί­ου γρά­φει κεί­με­να με κά­ποιο αξάν λο­γιο­σύ­νης, νο­μί­ζω ότι πα­ρα­μέ­νει κα­τά βά­ση ένας βιω­μα­τι­κός bon vivant, ένας νέ­ος της γε­νιάς του που δεν πέ­ρα­σε μέ­σα από τη βα­ριά στο­λή της υπερ­πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης και δεν δια­θέ­τει το χνώ­το του «πρώ­ην» (πρώ­ην Ρη­γάς, πρώ­ην αρι­στε­ρι­στής, πρώ­ην κά­τι) ή του­λά­χι­στον δεν εί­ναι αυ­τό το ίχνος του.
Τε­λειώ­νω, επι­στρέ­φο­ντας, στα δυ­να­τά κεί­με­να των απο­χαι­ρε­τι­σμών. Το κεί­με­νο για την όμορ­φη Αλέ­κα Φλό­κα ή για τον Νί­κο Πα­πά­ζο­γλου, οι λέ­ξεις για τον ακρι­βό φί­λο που πο­ζά­ρει στην πα­ρα­λία, η μνη­μό­νευ­ση των νε­κρών. Η τέ­χνη εί­ναι, πά­ντα και αξε­διά­λυ­τα, και ένας τρό­πος να τι­μού­με τους αγα­πη­μέ­νους μας νε­κρούς, τους πε­φι­λη­μέ­νους. Το βλέμ­μα του Άρι Γε­ωρ­γί­ου, πα­ρό­τι θε­με­λιω­δώς ευ­διά­θε­το, έχει τον δι­κό του τρό­πο να μη ξε­χνά­ει τα πρό­σω­πα όπως και τους τό­πους.


Ένοχος στο τετράγωνο

του Άρι Γε­ωρ­γί­ου

Προ­χω­ρώ ακρο­πα­τώ­ντας. Σχε­δόν ακρο­βα­τώ­ντας. Εν μέ­σω ναρ­κο­πε­δί­ου ανυ­πο­ψί­α­στα αχα­νούς έκτα­σης. Ψέ­μα­τα, ού­τε ακρο­πα­τώ­ντας ού­τε ακρο­βα­τώ­ντας. Ού­τε καν προ­χω­ρώ. Κα­θώς προ­ϋ­πό­θε­ση του εγ­χει­ρή­μα­τος της ακρο­βα­σί­ας θα ήταν η στοι­χειώ­δης δυ­να­τό­τη­τα να υπο­ψια­στώ πι­θα­νό στρα­βο­πά­τη­μα ώστε, απο­φεύ­γο­ντάς το, να επι­τε­λέ­σω το ασφα­λές πά­τη­μα. Τέ­τοια δυ­να­τό­τη­τα εί­ναι ανύ­παρ­κτη, οι νάρ­κες, η συ­χνό­τη­τα και η πυ­κνό­τη­τά τους, τα ίχνη τους, οι κα­τα­στρο­φές τους, αό­ρα­τες. Με­τέ­ω­ρο το βή­μα μου και μά­λι­στα ού­τε καν πε­λαρ­γού. Αμή­χα­νη η στά­ση μου, κοκ­κα­λώ­νω. Ανα­μο­νή. Τρό­μος. Κα­τα­πλη­ξία.
Πί­σω. Μέ­σα. Με ολί­γη κα­λή τύ­χη χω­ρίς επα­φή με τις νάρ­κες που, μι­κρές, μι­κρο­σκο­πι­κές και μά­λι­στα ταυ­τό­ση­μου σχή­μα­τος μ' εκεί­νες τις ύφα­λες, τις κο­ρω­νοει­δείς του πο­λε­μι­κού ναυ­τι­κού, πα­ρα­μο­νεύ­ουν το κά­θε μου βή­μα. Και που στο με­τα­ξύ έχουν προ­λά­βει να θε­ρί­σουν όσους την ίδια κα­λή τύ­χη μ' έμε­να δεν εί­χαν. Αρ­κε­τούς. Συ­να­γερ­μός. Οδη­γία: Μέ­σα.
Για πό­σο; Για όσο. Αρ­κεί που, για την ώρα, σω­θή­κα­με. Πε­ρι­μέ­νου­με. Και πα­ρα­κο­λου­θού­με. Και αδρα­νού­με. Εν μέ­ρει. Όχι εξο­λο­κλή­ρου.
Μή­πως μά­λι­στα αντί­θε­τα, εν μέ­ρει έστω, μπαί­νου­με σε δρά­ση; Μή­πως αίφ­νης επι­τρέ­που­με στον χρό­νο να αλ­λά­ξει συ­ντε­ταγ­μέ­νες, να χω­ρέ­σει και να συν-χω­ρέ­σει; Μή­πως ο χρό­νος της ανα­μο­νής εί­ναι εκεί­νος που έχει εκ­βιά­σει τη με­τάλ­λα­ξη των προ­τε­ραιο­τή­των; Μή­πως η ανα­κα­τά­τα­ξή τους συ­νε­πή­χθη ανα­μπου­μπού­λα στο σύ­στη­μα των αξιών; Των κοι­νω­νι­κών, των συλ­λο­γι­κών αλ­λά κυ­ρί­ως των προ­σω­πι­κών. Μή­πως η ασφά­λεια ανέ­βη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή μα­ζί με τον φό­βο εξάλ­λου; Μή­πως τα πά­ντα αιω­ρού­νται εν ανα­στο­λή; Ακό­μη κι αυ­τές οι ίδιες οι διε­ρω­τή­σεις, οι δι­σταγ­μοί, τα δι­λήμ­μα­τα; Η ανα­μο­νή, για όσο χρεια­στεί, προ­σφέ­ρει έδα­φος στην ανα­βο­λή. Θα τα απα­ντή­σου­με αρ­γό­τε­ρα τα υπαρ­ξια­κά.
Τώ­ρα γεύ­ο­μαι την ανα­γκα­στι­κή ασφά­λεια, τώ­ρα χαϊ­δεύω τον Χρό­νο. Ο εγκλει­σμός με υπο­δέ­χε­ται στην αγκα­λιά του, κο­κού­νινγκ. Μ' αρέ­σει. Τώ­ρα επι­στρέ­φω σε όσα προ­σπέ­ρα­σα. Τώ­ρα δί­νω χρό­νο στην ανά­μνη­ση. Τώ­ρα πη­γαί­νω πί­σω στα βι­νύ­λια. Ξα­να­παί­ζω τις κα­σέ­τες. Ανα­κα­λύ­πτω κρυ­φούς θη­σαυ­ρούς. Θη­σαυ­ρούς λη­σμο­νη­μέ­νους που δια­θέ­τω σε αφθο­νία. Ντρο­πή. Τώ­ρα ακούω ρα­διό­φω­νο με τις ώρες και μα­θαί­νω όσα δεν μά­θαι­να και μα­θαί­νω πως πο­τέ δεν θα τα μά­θω όλα. Ξα­να­σχη­μα­το­ποιεί­ται η αί­σθη­ση της σπα­τά­λης. Η αί­σθη­ση της αση­μα­ντό­τη­τάς μου. Και μα­ζί η αί­σθη­ση της μο­να­δι­κό­τη­τάς μου. Τώ­ρα ξα­να­πιά­νω το «Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο» ―όνο­μα και πρά­μα― που και πά­λι δεν θα κα­τα­φέ­ρω να προ­χω­ρή­σω αρ­κε­τά, τώ­ρα ανα­δι­φώ το αρ­χείο μου συ­να­ντώ­ντας πο­λύ­τι­μες λη­σμο­νη­μέ­νες πτυ­χές του, τώ­ρα ολο­κλη­ρώ­νω δου­λειές που χά­σκουν κι άλ­λες που δεν θα δουν πο­τέ το φως της μέ­ρας. Τώ­ρα ορ­θώ­νε­ται απει­λη­τι­κά η αί­σθη­ση του μά­ταιου μα­ζί όμως και το άτο­πο της απει­λη­τι­κό­τη­τάς του. Τώ­ρα κοι­τώ προς τα έξω και απορ­ρο­φώ τη σιω­πή και το κε­νό, τώ­ρα στή­νω αυ­τί στον ήχο του τί­πο­τα και της γα­λή­νης. Τώ­ρα, στα λί­γα δια­λείμ­μα­τα του μέ­σα, στα λί­γα έξω, ει­σπράτ­τω με απύθ­με­νη από­λαυ­ση τον χώ­ρο στον δι­κό του χρό­νο. Τώ­ρα επι­βε­βαιώ­νω πε­ρί­τρα­να την πρό­τε­ρη συ­ναί­σθη­σή της προ­νο­μί­ας μου, την επί­γνω­ση της τύ­χης να εί­μαι αυ­τός που ξέ­φυ­γε από τα ασυ­νάρ­τη­τα πυ­ρά του ναρ­κο­πε­δί­ου και επι­πλέ­ον να απο­λαμ­βά­νω κα­τά­σαρ­κα την ευ­ερ­γε­σία του εγκλει­σμού. Τώ­ρα επι­βε­βαιώ­νω την πα­λιά μου γνώ­ση, σε ποιο βαθ­μό η προ­σω­πι­κή μου ασφά­λεια, η προ­σω­πι­κή μου ευ­ε­ξία, η προ­σω­πι­κή μου επι­βί­ω­ση, η ίδια η προ­σω­πι­κό­τη­τά μου αυ­τοϊ­ε­ραρ­χεί­ται ως πρώ­τη, αμε­τα­κί­νη­τη, ακα­θαί­ρε­τη αξία. Πό­σο δεύ­τε­ρα και τρί­τα και τε­λευ­ταία έρ­χο­νται όλα τ' άλ­λα, όλοι οι άλ­λοι. Πό­σο ακό­μη και αν για το πλη­σιέ­στε­ρο ακρι­βό μου πρό­σω­πο χα­λά­λι­ζα τον ίδιο μου τον εαυ­τό, πό­σο και τό­τε ακό­μη, πρώ­τος αυ­τός ο εαυ­τός θα ήταν.
Μια ενο­χή αίφ­νης ανέ­βη­κε από το μέ­σα μου. Μια ενο­χή που, εν μέ­σω λαί­λα­πας, λοι­μού, κα­τα­στρο­φής, εν μέ­σω συσ­στρά­τευ­σης απέ­να­ντι στον κοι­νό εχθρό, εν μέ­σω απο­λο­γι­σμών και κα­τα­γρα­φών των απω­λειών, εν μέ­σω έν­δειας μέ­σων απέ­να­ντι στην πα­ντα­χό­θεν κα­ται­γι­στι­κή επί­θε­ση, εν μέ­σω πέν­θους και θρή­νου και ολο­φυρ­μών, εγώ τολ­μώ να δια­πι­στώ­νω και να δια­τυ­πώ­νω πως το «μέ­σα» με βό­λε­ψε. Και επί πλέ­ον, δυο τρία λε­πτά αρ­γό­τε­ρα, αρ­κού­ντως κυ­νι­κά, να αντι­λαμ­βά­νο­μαι πως η εν λό­γω ενο­χή μό­νο ενο­χή δεν εί­ναι πα­ρά απλώς η επί­φα­σή της. Κα­πά­κι δε να ανα­δύ­ε­ται επι­δέ­ξια ένα δεύ­τε­ρο κύ­μα ενο­χής για το πρώ­το κύ­μα που ενο­χή δεν ήταν. Δυο αρ­νή­σεις, μια κα­τά­φα­ση. Κα­τα­λή­γω: Αθώ­ος.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: