Επισκέπτης από τα δυτικά

Επισκέπτης από τα δυτικά

Βασίλης Π. Καραγιάννης, «Επισκέπτης από τα δυτικά», Παρέμβαση 2022

Θα μπο­ρού­σε να ομοιά­ζει με το πε­ζο­γρα­φι­κό εί­δος της τα­ξι­διω­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, όμως δεν εί­ναι, κα­θώς οι εντυ­πώ­σεις του συγ­γρα­φέα σε αυ­τό το εί­δος όχι σπά­νια απέ­χουν από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε έναν συ­γκε­ρα­σμό ανά­πλα­σης φα­ντα­στι­κών αλ­λά και πραγ­μα­τι­κών στοι­χεί­ων.

Από το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο το φα­ντα­στι­κό στοι­χείο απου­σιά­ζει ολο­σχε­ρώς και η τα­ξι­διω­τι­κή συν­θή­κη λει­τουρ­γεί ως η επαρ­κής αι­τία να ει­δω­θεί ο τό­πος και ο χρό­νος των κοι­νω­νι­κών, ιστο­ρι­κών και πο­λι­τι­στι­κών συμ­βά­ντων από την οπτι­κή εκεί­νου του ατό­μου που δεν δε­σμεύ­ε­ται με τη μο­νι­μό­τη­τα της πα­ρα­μο­νής.

Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, ενώ τού πα­ρέ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα μιας από­στα­σης που του εξα­σφα­λί­ζει την αντι­κει­με­νι­κή κρι­τι­κή, ωστό­σο η από­στα­ση αυ­τή σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν με­τα­φρά­ζε­ται σε απο­στα­σιο­ποί­η­ση.

Ο Κα­ρα­γιάν­νης δεν εί­ναι ο φλα­νέρ που η πε­ρι­ή­γη­ση τού επι­φυ­λάσ­σει την ανα­πά­ντε­χη δια­σταύ­ρω­ση με το αιφ­νι­δί­ως απο­κα­λυ­πτι­κό.

Η σχέ­ση του με την πό­λη εί­ναι βα­θιά και προ­σω­πι­κή, η σχέ­ση του με την επι­στρο­φή εί­ναι στο­χευ­μέ­νη και η μνή­μη δεν λει­τουρ­γεί ως ανα­δρο­μή αλ­λά μάλ­λον ως επι­δρο­μή στον χρό­νο που κά­θε τό­πος έχει βα­θιά κρυμ­μέ­νο και προ­στα­τευ­μέ­νο μέ­σα του.

Ο χρό­νος αυ­τός εί­ναι ανε­ξά­ντλη­τος για­τί ανα­τρο­φο­δο­τεί­ται από τους τό­πους και τη ση­μειο­λο­γία τους, για­τί ο τό­πος όπως και τα πρό­σω­πα μι­λούν και γί­νο­νται αφή­γη­ση κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή και άλ­λο­τε θε­α­τρι­κή, μια ιδιό­τυ­πη αί­θου­σα ιδιω­τι­κής προ­βο­λής οι­κο­γε­νεια­κών στιγ­μών με αφορ­μή επε­τεί­ους, γιορ­τές, ση­μα­ντι­κά πε­ρι­στα­τι­κά.

Αυ­τό το βι­βλίο εί­ναι τού­τη ακρι­βώς η ιδιω­τι­κή προ­βο­λή σε στε­νό οι­κο­γε­νεια­κό κύ­κλο που απο­φα­σί­στη­κε για κά­ποιον λό­γο να ανοί­ξει, να με­γα­λώ­σει και να προ­σκα­λέ­σει και άλ­λους στην πο­λύ­τι­μη θέ­α­ση.

Οι ει­κό­νες και η πε­ρι­διά­βα­σή τους ση­μειώ­νο­νται σε μορ­φή θραυ­σμα­τι­κής άτα­κτης κά­πο­τε με­τα­φο­ράς του βιώ­μα­τος που, αν και εκ­κι­νεί από την ατο­μι­κή εμπει­ρία, εκ­φεύ­γει των ορί­ων του ατο­μι­κού και εξα­κτι­νώ­νε­ται σε πε­δία συλ­λο­γι­κού που εντέ­λει μας αφο­ρούν κα­θώς λει­τουρ­γούν ως ιστο­ρι­κή πη­γή.

Η αδιαμ­φι­σβή­τη­τη λο­γο­τε­χνι­κή αξία του ανά χεί­ρας βι­βλί­ου έγκει­ται στο απα­ρά­μιλ­λο ύφος και στην τε­χνι­κή γρα­φής ενός συγ­γρα­φέα που μας κά­νει τη χά­ρη και αφαι­ρεί από τον λό­γο του κά­θε μορ­φή επι­τή­δευ­σης και εξω­ραϊ­σμού κα­τα­θέ­το­ντας εν εί­δει απο­μα­γνη­το­φώ­νη­σης μία φω­νή άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με την αυ­τό­μα­τη αντί­λη­ψη και τη φαι­νο­με­νι­κά αυ­τό­μα­τη κα­τα­γρα­φή των προ­σλή­ψε­ων. Και λέω φαι­νο­με­νι­κά κα­θώς στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση η αυ­τό­μα­τη κα­τα­γρα­φή δεν εί­ναι συ­νώ­νυ­μη με την αφιλ­τρά­ρι­στη.

Και τό­τε πού θα κα­τα­τάσ­σα­με τον Επι­σκέ­πτη από τα δυ­τι­κά;

Αν το Ημε­ρο­λό­γιο ως εί­δος πα­ρα­πέ­μπει στα γνω­στά σε όλους μας βι­βλία των εμπό­ρων που κα­τα­γρά­φουν εκεί τα έσο­δα και τα έξο­δα και έλ­κει την κα­τα­γω­γή του από την Ευ­ρώ­πη του 16ου αιώ­να και οφεί­λει την απε­νο­χο­ποί­η­σή του στον Αντρέ Ζιντ πλέ­ον η γρα­φή του Επι­σκέ­πτη λει­τουρ­γεί ως απαύ­γα­σμα πολ­λών συγ­γρα­φι­κών τρό­πων. Βι­βλίο εσό­δων και εξό­δων με αντε­στραμ­μέ­νους τους όρους, για­τί τα έξο­δα εδώ έλ­κουν τη γε­νι­κή της γραμ­μα­τι­κής τους από το ου­σια­στι­κό η έξο­δος, το τα­ξί­δι δη­λα­δή, και τα έσο­δα πα­ρα­μέ­νουν στην αρ­χι­κή τους ση­μα­σιο­λο­γι­κή συν­θή­κη με την έν­νοια του κέρ­δους, των ωφε­λη­μά­των και των δώ­ρων. Μό­νο που εντέ­λει όλο αυ­τό το βι­βλίο κα­τα­λή­γει να εί­ναι μια δω­ρεά σε όλους εμάς και στους με­τά από εμάς ως κα­τά­λο­γος πε­ρι­η­γη­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας μέ­σα στη λο­γο­τε­χνία, ως κα­τα­γρα­φή και εξο­μο­λό­γη­ση που δεν μας εμπι­στεύ­ε­ται ο Κα­ρα­γιάν­νης αλ­λά που η ίδια η πό­λη της λο­γο­τε­χνι­κής και πο­λι­τι­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης τού εμπι­στεύ­ε­ται για­τί γνω­ρί­ζει πώς μό­νο εκεί­νος γνω­ρί­ζει να δια­χει­ρι­στεί τις απο­κα­λύ­ψεις που του κά­νει.

Κι εκεί­νος απλώς την ακού­ει και κρα­τά ση­μειώ­σεις. Δη­λα­δή εί­ναι ημε­ρο­λό­γιο;

Κα­τα­φά­σκο­ντας στη συ­νει­δη­σια­κή ροή που εγκαι­νί­α­σε ο Προυστ και ακο­λου­θή­θη­κε από τους έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς του Με­σο­πο­λέ­μου το «ημε­ρο­λο­για­κό μυ­θι­στό­ρη­μα» αξιο­λο­γή­θη­κε από τον Μο­ρίς Μπλαν­σό ως «η κί­νη­ση της γρα­φής που ρι­ζώ­νει στον χρό­νο, στην τα­πει­νό­τη­τα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας που εί­ναι χρο­νο­λο­γη­μέ­νη και δια­φυ­λάσ­σε­ται με τη χρο­νο­λό­γη­σή της».

Ο Κα­ρα­γιάν­νης ακο­λου­θώ­ντας την αντί­στοι­χη ημε­ρο­λο­για­κή και απο­σπα­σμα­τι­κή γρα­φή του Σε­φέ­ρη στις Μέ­ρες, στα τρία Ημε­ρο­λό­για κα­τα­στρώ­μα­τος και στο Έξι νύ­χτες στην Ακρό­πο­λη , την αντί­στοι­χη του Θε­ο­το­κά με το Ημε­ρο­λό­γιο της «Αρ­γώς», τα Τε­τρά­δια του Παύ­λου Φω­τει­νού και την Εσω­τε­ρι­κή συμ­φω­νία του Στέ­λιου Ξε­φλού­δα, συ­ντάσ­σε­ται με το νε­ω­τε­ρι­κό αί­τη­μα της αυ­θι­στό­ρη­σης απει­κο­νί­ζο­ντας τον εσω­τε­ρι­κό άν­θρω­πο σε άπει­ρες εκ­φάν­σεις του.

Πα­ρά τη χρή­ση της mise en abyme (μιζ ον εμπιμ) ή αλ­λιώς της εγκι­βω­τι­σμέ­νης αφή­γη­σης με τη μορ­φή των πολ­λα­πλών ει­δώ­λων απο­φεύ­γει τον κίν­δυ­νο της ναρ­κισ­σι­στι­κής πα­ρα­μο­νής στο ατο­μι­κό, κα­θώς αυ­τό με­του­σιώ­νε­ται σε εν­δια­φέ­ρο­ντα τρό­πο ανά­γνω­σης του συλ­λο­γι­κού.

Με λό­γο ανε­πι­τή­δευ­το και εξο­μο­λο­γη­τι­κό πα­ρα­κο­λου­θού­με την πό­λη και τις ση­μα­ντι­κές ή λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κές στιγ­μές της. Την ιστο­ρία της μέ­σα από την ιστο­ρία ιδω­μέ­νη με βλέμ­μα θαρ­ρείς λα­θραίο και πα­ρά­νο­μο, ωστό­σο άκρως γοη­τευ­τι­κό.

Η ιστο­ρία μέ­σα στην ιστο­ρία απο­δί­δε­ται με αρι­στο­τε­χνι­κή μέ­θο­δο στο «Ένας «ξέ­νος» στη δι­κή του πό­λη», όπου πα­ρα­τη­ρεί μια κυ­ρία στο κα­φε­νείο του ξε­νο­δο­χεί­ου «Ηλέ­κτρα Παλ­λάς» να δια­βά­ζει με τη βο­ή­θεια λε­ξι­κού το βι­βλίο του Άγ­γλου ιστο­ρι­κού Μαρκ Μα­ζά­ου­ερ τον οποίο αρ­γό­τε­ρα στην Απο­θή­κη Δ΄ στο λι­μά­νι συ­να­ντά στην πα­ρου­σί­α­ση του γνω­στού βι­βλί­ου του «Θεσ­σα­λο­νί­κη, πό­λη των φα­ντα­σμά­των». Πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε από τις ση­μειώ­σεις του Κα­ρα­γιάν­νη απο­σπά­σμα­τα των ει­ση­γή­σε­ων. Γρά­φει:

Ση­μειώ­νω αρ­πα­χτές σκέψεις από τους πα­ρου­σια­στές. «Στη γρα­φή του Μ. Μα­ζά­ου­ερ έχου­με εναλ­λα­γές ρο­μα­ντι­σμού και ρε­α­λι­σμού, όπως εί­ναι άλ­λω­στε και η ζωή», ο κα­θη­γη­τής ιστο­ρί­ας, Β. Γού­να­ρης. «Εί­ναι η ολι­στ­κή κα­τα­γρα­φή της ιστο­ρί­ας». «Ένα βι­βλίο που πρέ­πει να δια­βα­στεί συ­νε­χώς, χω­ρίς με­γά­λα κε­νά και δια­λείμ­μα­τα, για­τί έτσι χά­νε­ται το κε­ντρι­κό του στοι­χείο που το δια­περ­νά». Εί­ναι 500 με­γά­λες και πυ­κνές σε­λί­δες στις εκ­δό­σεις Αλε­ξάν­δρεια που έκα­ναν την κα­λή τους και κα­λά έκα­ναν.»Εί­ναι η εναλ­λα­κτι­κή ιστο­ρία της Θεσ­σα­λο­νί­κης με­τά την «Ιστο­ρία της Θεσ­σα­λο­νί­κης», του Ιω­σήφ Νε­μά­νια, 1914».

Και συ­νε­χί­ζει:

«Ο πα­νι­κός του κό­σμου δεί­χνει όλοι ν’ αγα­πούν την πό­λη τους, μέ­χρι κι ο Νο­μάρ­χης κι ο Δή­μαρ­χος, που δεν εί­ναι φυ­σι­κά εκεί, τους έρ­χο­νται κά­πως δύ­σκο­λα κι εν πολ­λοίς ακα­τα­νό­η­τα όλα αυ­τά, κα­θώς αυ­τοί κο­λυ­μπούν στον Θερ­μαϊ­κό του πο­λι­τι­κού κιτς και της πνευ­μα­τι­κής αση­μα­ντό­τη­τας».

Η σα­φέ­στα­τη κρι­τι­κή του διά­θε­ση μέ­σα από την ανά­πτυ­ξη των εύ­στο­χων και καυ­στι­κών σχό­λιών του, η λε­πτο­με­ρής από­δο­ση του κλί­μα­τος μιας επο­χής στον ιστο­ρι­κό, κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό και πο­λι­τι­σμι­κό χρό­νο κα­θι­στούν το βι­βλίο του Κα­ρα­γιάν­νη ένα έντυ­πο ντο­κι­μα­ντέρ στο οποίο προ­ε­λαύ­νει η ψυ­χή και τα γε­γο­νό­τα κα­τά πό­δας ακο­λου­θούν. Η Έκ­θε­ση βι­βλί­ου, οι ποι­κί­λες πα­ρου­σιά­σεις, το «Πα­ρά θι­ν' αλός» της Κα­λα­μα­ριάς, ο Χρι­στια­νό­που­λος και η Σω­τη­ρία αυ­τού, ο Δη­μη­τριά­δης, η οδός Μπρού­φα 12 — το γνω­στό Σπί­τι του «Φι­λο­λό­γου» και άπει­ρα μα άπει­ρα άλ­λα κι εκεί­νος δί­κην κο­σμι­κο­γρά­φου να κα­τα­γρά­φει πα­ρου­σί­ες και με­τά οδούς και τρα­γού­δια.

«ΥΓ. 2. Όλα ένα ρη­μά­δι. Οδός Σπάρ­της. Ανε­βαί­νω την Αε­το­ρά­χης, σκο­τει­νός δρό­μος γε­μά­τος σιω­πη­λά δέ­ντρα και κλει­στά μα­γα­ζιά. Εκ­κλη­σία Ι. Χρυ­σο­στό­μου (μό­λις τε­λεί­ω­νε μια κη­δεία), Περ­δί­κα η οδός φοι­τη­τι­κής μου (μας) κα­τοι­κί­ας, Πα­πά­φειον με­γα­λο­πρε­πές. Ευ­κλεί­δης Θε­α­γέ­νειο. Δρό­μοι πα­λιοί που αγά­πη­σα κ.λπ. Στά­ση Αγί­ας Τριά­δας, Εκ­κλη­σία στην οποία δεν εί­χα πά­ει πο­τές κι ας έμε­να εκεί γύ­ρω­θέν της. Την έβγα­λα με έναν εσπε­ρι­νό μα­ζί με άλ­λες 2-3 με­γά­λες κυ­ρί­ες. Γύ­ροι νο­σταλ­γί­ας. Φά­γα­με κι έναν γύ­ρο στη Β. Όλ­γας, αλ­λά τί­πο­τε δεν θύ­μι­ζε εκεί­νους της στά­σης Φλέ­μινγκ».

Μα για­τί το κά­νει; Ο Μπε­ρά­της στο έρ­γο του Ένας σω­σί­ας θα πει: «η ζωή μου εί­ναι ένα πεί­ρα­μα του Θε­ού… Γι’ αυ­τό βρί­σκω τό­σο εν­δια­φέ­ρον να την πα­ρα­κο­λου­θώ. Πα­ρα­κο­λου­θή­στε την κι εσείς. Θα σας κά­νει κα­λό. Κι όλ’ αυ­τά σχε­δόν δω­ρε­άν.»

Στο πα­ρόν βι­βλίο γι­νό­μα­στε συ­νο­δοι­πό­ροι του συγ­γρα­φέα οσφρι­ζό­με­νοι μέ­σα από τα άμε­σα αλ­λά και πλά­για σχό­λιά του τις θέ­σεις και τις αξιο­λο­γή­σεις του, τον φό­ρο τι­μής που απο­τί­νει σε όλα όσα αξί­ζουν και τη βα­θιά του εν­συ­ναί­σθη­ση, από­το­κο οπωσ­δή­πο­τε της αυ­το­συ­νει­δη­σί­ας του κα­θώς ο ίδιος γί­νε­ται την ίδια στιγ­μή πα­ρα­τη­ρού­με­νο αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και πα­ρα­τη­ρη­τής.

Σάβ­βα­το 30 Μα­ΐ­ου 2009

Οι β΄ κα­τη­γο­ρί­ας συγ­γρα­φείς

Οι συγ­γρα­φείς β΄ εθνι­κής και της επαρ­χί­ας θλιμ­μέ­νες φι­γού­ρες / Κα­θώς γυ­ρί­ζουν σε κιό­σκια της 6ης Διε­θνούς Εκ­θέ­σε­ως βι­βλί­ου / Μό­νι­μα οι άλ­λοι πα­ρό­ντες στα προ­σκή­νια να κά­νουν τις φι­γού­ρες / Κι αυ­τοί νιώ­θουν πως σχοι­νο­βα­τούν στα όρια κά­πως του γε­λοί­ου.

Για να κα­τα­λή­ξει:

Ακού­νε ως ακρο­α­τή­ριο ζε­στό άλ­λους, αλ­λά για άλ­λους να μι­λά­νε / Με τσά­ντες γε­μά­τες δια­φη­μι­στι­κά κι από το βά­ρος έχου­νε γεί­ρει. / «Ο χρό­νος γερ­νά­ει γρή­γο­ρα» κι αυ­τοί στα ίδια τους να γερ­νά­νε / Οι συγ­γρα­φείς ανα­χω­ρούν από των βι­βλί­ων το ξέ­νο πα­νη­γύ­ρι.

Κα μια και μι­λή­σα­με, δη­λα­δή ο Κα­ρα­γιάν­νης μί­λη­σε, για το ξέ­νο πα­νη­γύ­ρι της έκ­θε­σης βι­βλί­ων ας δού­με μιαν άλ­λου εί­δους ανα­φο­ρά της λέ­ξης αυ­τής στον Επι­σκέ­πτη, όταν θυ­μά­ται στην επι­τι­μο­ποί­η­ση του Κων­στα­ντί­νου Δη­μη­τριά­δη, κα­τά κό­σμον, Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου την Πέμ­πτη 2 Ιου­νί­ου 2011 στο πα­λιό κτί­ριο της Φι­λο­σο­φι­κής. Ήμουν κι εγώ εκεί θυ­μά­μαι, κι αυ­τό εκτός από τον Κα­ρα­γιάν­νη το λέ­ει και η υπο­φαι­νό­με­νη. Γρά­φει:

Εί­πα να συ­γκι­νη­θώ κι εγώ εμ­φα­νώς, αλ­λά κά­πως δεν μου έβγαι­νε, ότι στον χώ­ρο αυ­τό εί­χα ήδη συ­γκι­νη­θεί άπαξ και μέ­χρι δα­κρύ­ων, όταν η Δ. ορ­κι­ζό­ταν ως πτυ­χιού­χος της φι­λο­λο­γί­ας. Ο κα­θείς και τα έν­δον δά­κρυά του. Όμως ένιω­σα λί­αν ωραία και μό­νον που ήμουν κι εγώ εκεί και με­τεί­χα της λα­μπράς ποι­η­τι­κής και πνευ­μα­τι­κής πα­νη­γύ­ρε­ως».

Θα μπο­ρού­σα­με να μι­λή­σου­με ανα­φε­ρό­με­νοι στο συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο για συ­νειρ­μι­κή γρα­φή, όχι όμως υπό την έν­νοια του αυ­τι­στι­κού εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου αλ­λά με τη μορ­φή της συ­νει­δη­σια­κής ρο­ής ως βιω­μα­τι­κής σχέ­σης με τον κό­σμο, κα­ταρ­γώ­ντας τη γραμ­μι­κή αφή­γη­ση και τη χρο­νι­κή ακο­λου­θία επι­τυγ­χά­νο­ντας μέ­σω της πολ­λα­πλής εστί­α­σης ένα πα­λίμ­ψη­στο πλη­ρο­φο­ριών και κα­λει­δο­σκο­πι­κής ανά­γνω­σης του κό­σμου.

Όταν δη­λα­δή ανα­φέ­ρε­ται στην πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου του Θω­μά Κο­ρο­βί­νη Ο γύ­ρος του θα­νά­του και στη μοί­ρα ενός ασή­μα­ντου αθώ­ου του δρά­κου της Θεσ­σα­λο­νί­κης να εκτε­λε­στεί σε και­ρό ει­ρή­νης στο Σέιχ Σου διά τυ­φε­κι­σμού ανοί­γει μία πα­ρέν­θε­ση και μας με­τα­φέ­ρει στην ται­νία του 1965 «Η μοί­ρα ενός αθώ­ου», στη συ­νέ­χεια στο ποί­η­μα «Το κορ­μί και το σα­ρά­κι» του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου, με­τά στη Ζαν Ντάρκ και όλα αυ­τά ανα­πα­ρι­στώ­ντας την ανα­πα­ρά­στα­ση μιας επο­χής και του συγ­γρα­φέα της.

Ο Πεν­τζί­κης στα (Οµι­λή­µα­τα Α΄) γρά­φει:

«Άµα βγαί­νω στο δρό­µο, ο κό­σµος πρέ­πει να µου απευ­θύ­νει δυο “κα­λη­µέ­ρα”. Ένα “κα­λη­µέ­ρα” για το πρό­σω­πό µου που βλέ­πει και έχει τ’ όνο­µα Νί­κος (δη­µό­της Θεσ­σα­λο­νί­κης, κλά­σε­ως 1928, αρι­θµός µη­τρώ­ου αρ­ρέ­νων 1075), που µπο­ρεί να το γνω­ρί­σει από κο­ντά, να το δει, να το ψη­λα­φή­σει. Και ένα “κα­λη­µέ­ρα” για το πρό­σω­πό µου που δε µπο­ρεί να δει, να γνω­ρί­σει ή να ψη­λα­φή­σει, για­τί δεν εί­ναι που­θε­νά δη­µό­της, δεν φέ­ρει κα­νέ­ναν αρι­θµό αρ­ρέ­νων ή θη­λέ­ων, δεν ανή­κει σε κα­µιά κλά­ση για­τί η γέν­νη­σή του εί­ναι άχρο­νη, αι­τία που το κά­νει να υφί­στα­ται αναλ­λοί­ω­το, από κα­τα­βο­λής κό­σµου µέ­χρι της συ­ντε­λεί­ας ή και µα­κρύ­τε­ρα απ’ αυ­τά τα δυο ση­µεία, εφ’ όσον και αυ­τά τα τέ­ρµα­τα αρ­χί­σα­µε να τα βλέ­που­µε µέ­σα στο χρό­νο».

Ο Επι­σκέ­πτης από τα δυ­τι­κά φέ­ρει μέ­σα του το εγ­χά­ρα­κτο στίγ­μα των δύο ταυ­το­τή­των που κα­τορ­θώ­νουν μέ­σα από το πολ­λα­πλό κά­το­πτρο μιας απί­στευ­της αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φί­ας να μας πα­ρου­σιά­σει το πρό­σω­πό του. Εί­ναι το πρό­σω­πο του αν­θρώ­που που τον κα­τοι­κούν οι άλ­λοι άν­θρω­ποι που γνώ­ρι­σε, τα βι­βλία που διά­βα­σε, οι εκ­κλη­σί­ες που επι­σκέ­φθη­κε, οι ύμνοι τους, ο τό­πος του ο ίδιος που εί­ναι χώ­μα και μνή­μη και εντύ­πω­ση και γνώ­ση και κο­σμο­πο­λι­τι­σμός όλα αυ­τά σε ένα απα­ρά­μιλ­λης αξί­ας χω­νευ­τή­ρι που με­τα­ποιεί την πα­ρά­στα­ση σε βί­ω­μα και το ανα­πα­ρά­γει γεν­ναιό­δω­ρα μοι­ρά­ζο­ντας σε όλους εμάς αφει­δώ­λευ­τα το ψω­μί και τον οί­νο του αιχ­μη­ρού αλ­λά και τρυ­φε­ρού συγ­χρό­νως βλέμ­μα­τός του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: