
Στο Θείο Τραγί του Σκαρίμπα ο Γιάννης είναι ένας αστός που αποφασίζει να ζήσει ως διακονιάρης. Σε κάποιο σημείο μάλιστα αναρωτιέται:
Τι τους ήθελε αυτούς του νομοταγείς και φιλόνομους ο Πανάγαθος; Δεν τους έκανε παλαμίδες τουλάιστο, που στη σκάρα λεμονόλαδο είναι κανενός να μη δίνεις;
Ο Ντοστογιέφσκι με τους αντιήρωές του αθωώνει τους χαρακτήρες με μια γραφή κατά την οποία το κακό δεν βρίσκεται απέναντι στο ενάρετο αλλά διαβιεί εντός μας, αδιαίρετο με τη φύση μας, την ολότελα ανθρώπινη.
Σαν να λέει πως όλα θα μπορούσαν να συμβούν σε όλους, μια αναπάντεχη πραγματικότητα έτοιμη ανά πάσα στιγμή να αντικαταστήσει την κανονική.
Ο Γιάννης Πάσχος επινοεί τους αντιήρωές του και επιτελεί αριστοτεχνικά την απόλυτη συνθήκη για να τους αναδείξει. Και αυτή συνίσταται στη δική του φιλοσοφική τοποθέτηση, στην προσωπική του βιοσοφία που ξεφεύγει από τη στατική θέση και προκαλεί δυναμικά τον αναγνώστη και τον εαυτό του τον ίδιο. Ο λυρισμός και η χυδαιότητα, το Απολλώνιο και το Διονυσιακό σε μια σύζευξη υποδειγματική όπου οι ήρωές του με καταγωγή από τον Μερσό του Καμί, τους πρωταγωνιστές του Φόκνερ, τη Μόλι Μπλουμ του Τζόις ενδύονται τη γοητεία της νύχτας με τα σκοτάδια και τα αναπάντεχα ξέφωτά της σε μια συναρπαστική ισορροπία που αναδεικνύει την ανθρώπινη φύση ευάλωτη και μοναδική.
Στα βιβλία του Πάσχου παρατηρείται το φαινόμενο μιας υποδόριας, ύπουλης θα έλεγα διάβρωσης που διενεργείται υπό τη μορφή μιας ελαφρότητας, η οποία διατρέχει τη γραφή του.
Η πλοκή είναι το απόλυτο κοκτέιλ ποιητικότητας και σκληρότητας, αλήθειας και φαντασίας, ερωτισμού βίαιου και αισθησιακού.
Μια άνευ όρων και ορίων διάβρωση της νόρμας συστήνοντάς μας τους ανθρώπους του υποκόσμου με αξία και σπανιότητα αντίστοιχης των πολύτιμων εκείνων λίθων που δεν αξιώθηκαν θέση σε προθήκη κοσμηματοπωλείου. Αλλά και τον κόσμο της αστικής κοινωνίας μάς συστήνει μέσα στην αποπνικτική συνθήκη του συμβιβασμού, κάτι σαν τα φο μπιζού που προσποιούνται τα αυθεντικά σε βιτρίνες συνοικιακών καταστημάτων.
Η σκληρή γλώσσα των ανθρώπων της νύχτας και η ποιητικότητα συστεγάζονται άνετα στις σελίδες που προσφέρουν καταφύγιο σε ό,τι φέγγει από μέσα.
(Ο Ιεροκλής παιδί μεταναστών, ο Μαρκήσιος και η θεία Τούλα που τον έπαιρνε μικρό στο κρεβάτι της, η Κουβανή μιγάδα, που τον κάνει να νιώσει τον παράδεισο, γιατί «Αν νιώσεις αθάνατος σε μιαν αγκαλιά, εκεί είναι ο παράδεισος», άνθρωποι του υποκόσμου και γυναίκες των λιμανιών, ο κακότροπος Τζόνι κι ο αδελφός του Βασίλης ή Μπρούκλης ο ναυτικός, ο παππούς του αφηγητή και οι ιστορίες του, ο συγγραφέας-αφηγητής αντιμέτωπος με την αγένεια του εκδότη αλλά και η υποστήριξη του βιβλίου από τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα.
Η νυχτερινή Αθήνα και τα στέκια της, οι επαγγελματίες και οι ερασιτέχνες του έρωτα, οι δίκες και η βία, ο Μπουκόφσκι και η Αναΐς Νιν, ο Μπατάιγ και ο Μίλερ.
Η συντηρητική κοινωνία και η αθηναϊκή νύχτα που υποδέχεται την επαναστατική ματιά των αντιδραστικών φίλων που αποφασίζουν να αποδράσουν από τα στερεότυπα των καλών τρόπων που μέχρι τότε υπηρετούσαν και να εισχωρήσουν στο ημίφως της πληρωμένης ηδονής.
Μία διατριβή μένει στη μέση στο Λονδίνο, για να βγάλει ο Μαρκήσιος το ψωμί του με άλλον τρόπο, πουλώντας κατά παραγγελία διδακτορικές διατριβές, ενώ ο Ιεροκλής που προορίζεται για ακαδημαϊκή καριέρα συγγράφει με τον φίλο του ένα βιβλίο με βιωμένες ιστορίες, χιούμορ και ένταση.)
Το άδικο μπαίνει στο στόχαστρο και η κοινωνία δύο ταχυτήτων βρίσκει τους τιμωρούς της. Γραφή που βουτά το μελάνι της στην αδυσώπητη αλήθεια με γλώσσα που υπηρετεί με ακρίβεια και προσήλωση τον λογοτεχνικό της σκοπό, τον άκρως ανθρωπιστικό. Διαμάντι που λαμποκοπά μέσα από λάσπες, στάχτη και βία για να αναδείξει την ατίθαση ομορφιά του γνήσιου, όταν αυτό θρυμματίζει τα κάτοπτρα για να αποδείξει την πλάνη. Το ακατέργαστο του υποκόσμου σε ρεαλιστική απόδοση από τον Πάσχο θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων με γραφή ποιητική και σαρκαστική, προκειμένου να αποδοθεί ο θόρυβος που κάνουν οι ψυχές όταν θραύουν τα όριά τους. Μόνο που οι ψυχές αυτές έχουν έναν κρυμμένο άσσο στο μανίκι. Ονειρεύονται.
Στην τρίτη Ιστορία από τις Μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο
με τον τίτλο «Τα επτά θαύματα του κόσμου» ο Γιάννης Πάσχος γράφει για τα όνειρα:
Τα όνειρα φιλοξενούν τον άνθρωπο, μου είπε, από την πρώτη μέρα που γεννιέται. Τον βυζαίνουν, του προσφέρουν ασφάλεια, υπερίπτανται μαζί του στο απέραντο σύμπαν. Τον μαθαίνουν να στροβιλίζεται μέσα στις μαύρες τρύπες της ζωής με θάρρος κι εκεί που πιστεύει ότι πάει χάθηκε για πάντα μέσα στη σκοτεινιά και στο αδιέξοδο, τσουπ, ξεπροβάλλει αναγεννημένος από το κουκούλι της μοναξιάς του.[…]
Να θυμάσαι, ότι η επιθυμία γεννά το όνειρο, όπως η γη τα λουλούδια, και το όνειρο γεννά τη ζωή, όπως τα λουλούδια το άρωμα κι ο άνθρωπος, είναι το πιο μαγευτικό άρωμα ακόμη κι όταν στάζει αίμα. Τα επτά θαύματα του κόσμου, με διέκοψε η Σόνια Ντε Ρουέντις, είναι το φιλί στο ακρόχειλο, το ελαφρύ χάδι στο εσωτερικό μέρος του μηρού, τα μάτια, το ένστικτο, η αναμονή, τα βαμμένα δάχτυλα των ποδιών και η απουσία. Αυτό είναι το σύστημα από όπου ξεπηδούν και τα όνειρα.
Το ονειρικό και το βλάσφημο, το ρεαλιστικό και το σαρκαστικό βιωμένα από ανθρώπους απόλυτα συνειδητοποιημένους που τους γοητεύουν τα όρια στην υπέρβασή τους: «Ήταν σαν να θέλαμε να εντυπωσιάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, μια γέφυρα ψάχναμε, μια εξήγηση σε κακοδιατυπωμένα, ασαφή ερωτήματα.» Άνθρωποι που ονειρεύονται όχι μόνο το μέλλον αλλά και το παρελθόν τους. Για παράδειγμα μια βραδιά έρωτα τους φέρνει στον νου «εικόνες οικογενειακής θαλπωρής: γκαζόν, τηγανιτές πατάτες, γενέθλια, παιδικά παιχνίδια, χυμό πορτοκαλιού, χριστουγεννιάτικα δέντρα, μαλακά μπουρνούζια, κυριακάτικα πρωινά.»
Όμως το όνειρο είναι και το μέσο της απόδρασης, όταν κάτι πάει να συσκοτιστεί απότομα. Γι’ αυτό και ό,τι τελεί σε παρακμή στον χώρο του μικροαστικού καθωσπρεπισμού στρέφεται στην περιοχή του περιθωρίου και εισάγει εκεί τη δική του ανατρεπτική παρουσία. Έτσι βλέπουμε να στήνονται βιβλιοθήκες σε χώρους πληρωμένου έρωτα, να γίνονται παρουσιάσεις βιβλίων στις οποίες καταπλέουν οι φρεγάτες ή αλλιώς τα κορίτσια από τους οίκους ανοχής.
Ο κόσμος του πληρωμένου έρωτα, τα «σπίτια» της οδού Φυλής, είναι ένας κόσμος κέλυφος και φωλιά, προστασία και μυρωδιά ανθρώπινου δέρματος.
Μια παρουσία που δεν υποδύεται τον ρόλο της αλλά είναι η ίδια ο συγκινητικός μονόλογος της απόλυτης αποδοχής, της κατάφασης σε έναν κόσμο αρνήσεων και πόζας. Είναι ένας κόσμος που λέει «ναι», όμοιο ναι με εκείνο της Μόλι Μπλουμ στον Οδυσσέα του Τζόις. Η δύναμη του κόσμου αυτού βρίσκεται στην προθυμία του να γίνεται τροφή και να παρέχεται, στη γενναιότητά του να είναι η παρουσία σε έναν κόσμο προσχημάτων και προσποίησης.
Ο Γιάννης Πάσχος, εξοικειωμένος με τα δίπολα και τις αντιθέσεις που ενοικούν στη θάλασσα τόσο στον βυθό όσο και στην επιφάνειά της, συνδιαλέγεται με τις σκιές και το φως. Στις ιστορίες του Δον Ντομίνγκο γράφει: «Φτιαγμένος είσαι, βυθέ από τη σάρκα μου./ Αισιόδοξος είσαι, βυθέ,/ Μόνο το φως μπορείς να περιμένεις»
Μύθος και πραγματικότητα, λογική και ευαισθησία, παιχνίδι και ανατροπή και τόση μα τόση ευαισθησία. Κυρίως όμως έλλειψη σοβαροφάνειας και αισιοδοξία. Γιατί όπως λέει: «Δεν ξεχνιέται εύκολα μια μεγάλη ήττα. Πάντα όμως, μου έρχεται στη σκέψη και παρηγοριέμαι η υπέροχη εκκίνησή μου». Ο Μπόρχες και ο Σκαρίμπας με τον μοναδικό του Μαριάμπα και ο Νάγκελ από τα Μυστήρια του Χάμσουν θαρρείς και παραστέκουν τη γραφή του Πάσχο, κλείνουν το μάτι και ευλογούν την παρέκκλιση. Ο μαγικός ρεαλισμός και η αποστροφή από τις αγκιστρώσεις του κόσμου μας είναι τα υλικά με τα οποία οικοδομεί τη δική του ζωή, για να προφυλαχθεί από το πένθος που καραδοκεί να επαληθευτεί στη ζωή μας.
Όσον αφορά στην ποίησή του εκεί γίνεται μια πραγματική αποκάλυψη.
Κάποτε το τυχαίο δεν είναι τόσο αθώο για τις προθέσεις του, όταν αποφασίζει να εισβάλει στη συγγραφική καθημερινότητα ενός ανυποψίαστου ανθρώπου. Και τότε αυτός ακούει τη φράση να του επιβάλλεται και σαν υπνωτισμένος ακολουθεί. Η σύνθεση ποίημα Ο Χριστός παρακαλάει το σώμα του να κατεβεί από τον σταυρό είναι το αποτέλεσμα μιας αγαστής συνεργασίας του ποιητή με την άνωθεν, έξωθεν ή και έσωθεν επιταγή να φανερωθεί η σύγκρουση και η πάλη, η ήττα και ο θρίαμβος. Τίποτα δεν είναι ως φαίνεται. Μια φωνή άλλη ακούγεται και τότε το σώμα ως θνητό προβάλλει αντιστάσεις και δεν συναινεί να κατεβεί «Ό,τι γέννησες γέννημα, ό,τι έχασες γέννημα / θέλω να κοιμηθώ».
Θρηνεί και αυθαδιάζει και εγκαλεί και τότε μια σχέση ερωτική, θα λέγαμε, προκύπτει, με το φθαρτό να αναγκάζει τον Χριστό να δίνει μέσα από τη γραφίδα του Πάσχου την πιο συγκλονιστική θρηνητική ομολογία του η οποία, αντιστρεφόμενη αν κοιταχτεί, θα μπορούσε να παραπέμπει στους μακαρισμούς στο Όρος των Ελαιών ή ακόμη και στο Άξιον εστί.
Ό,τι αγνοημένο και αθέατο αποκτά τη χαμένη του λάμψη και αγλαΐζει αλλιώς.
Το ρούχο του αγωνιστή, για την ακρίβεια του μαραθωνοδρόμου, άξαφνα έρχεται στο προσκήνιο και διεκδικεί μερτικό δόξας από τις ηρωικές πράξεις. Κάθε μορφή ηρωισμού που φτάνει να χωρά στο μικρό πειστήριο της κορνίζας μέσα σε σχολικές αίθουσες είναι για τον ποιητή συμβάν αξιοθρήνητο όπως αξιοθρήνητη είναι και η ήττα των δασκάλων που απώλεσαν το όραμά τους, η πίκρα και ο μαρασμός εκείνου που δεν διασταυρώθηκε ποτέ με τη δικαίωσή του.
Όλα τα ανανταπόδοτα όπως οι προσευχές που άπραγες επέστρεψαν, δίχως ποτέ να βρουν τον παραλήπτη τους, όλη η μαγεία που κάπου στον δρόμο χάθηκε, ο θεριστής θάνατος που δεν λυπάται τα πουλιά την ώρα που ανίδεα ακροβατούν στα σπαρτά, όλα μα όλα βρίσκουν καταφύγιο στο βλέμμα του και στεγάζονται προστατευμένα.
Θρηνεί την ήττα του πολέμου και των νικητών του, τις διαψεύσεις όλες, την επανάσταση που ζαρωμένη συμβιβάστηκε, το θάλπος του σπιτικού που ένα γλυκό του κουταλιού αρκούσε για να το κοινωνήσεις.
Θρηνεί το ενιαίο που με τόσο κόπο οι εποχές μάχονται να διαρρήξουν, καταδεικνύει και αποθεώνει το ανεπίστρεπτο και το αποχαιρετά.
Θρηνώ τον θάνατο / που ποτέ δεν κατάφερε / να ξεδιαλύνει τις κακές φήμες. // Θρηνώ τη μαγεία του μάγου / που χάθηκε για πάντα / σε ένα από τα αγαπημένα του κόλπα. Θρηνώ τη γεύση του βερίκοκου. […]
Μια μυστική συνομιλία υπογείου με το Μονόγραμμα του Ελύτη όπου εκεί το Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται / Χωρίς εμάς βρίσκει τη δίδυμη αντήχησή του στο Θρηνώ τα ρίγη των εραστών που δεν πρόλαβαν να πεθάνουν μαζί.
Για να συνεχίσει: Θρηνώ την ένοχη σιωπή των πειρασμών/ Θρηνώ την ευτυχία που συνεχώς μετακομίζει σε άγνωστη διεύθυνση. / Θρηνώ την έλλειψη πίστης στην αγάπη.
Διαβάζοντας διαβαίνεις και κυκλοφορείς πότε στο όρος των Ελαιών και στον εκεί προσωρινό δισταγμό του Ιησού να αρνηθεί ν’ ακολουθήσει τη δοσμένη αποστολή του λέγοντας το γνωστό «παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» και πότε βρίσκεσαι στου εαυτού την πικρή στιγμή ή αλλιώς τη μεταμφιεσμένη σε γενναιότητα δειλία όταν η αυτοχειρία φαντάζει μονόδρομος λυτρωτικός μιας πορείας αδιέξοδης όπου όλα σε εγκαταλείπουν με πρώτη απ’ όλες η διάθεσή σου να αντέξεις.
Φοβερό του θανάτου το ποδοβολητό. […] Γιατί δεν είσαι εδώ μαζί μου; / Με πρόδωσες;
Είναι μερικά βιβλία που δημιουργούν μια αδυναμία να μιλήσεις για αυτά, όταν μάλιστα νιώθεις να στριμώχνονται μέσα σου χίλιες προτάσεις και άλλες τόσες ταυτίσεις που δεν μπορείς να τις αναλύσεις και να τις βάλεις σε σειρά κριτικής και φιλολογικής θέασης. Θαρρείς και στριμώχνονται και ποδοπατιούνται έξω από τη μοναδική θύρα εξόδου οι ένοικοι πολυώροφης πολυκατοικίας ελάχιστα λεπτά μετά τον ισχυρό σεισμό που τους βρήκε στον ύπνο την ώρα μάλιστα που ονειρεύονταν ότι αισίως έβγαιναν από έναν εφιάλτη.
Ο Πάσχος μιλώντας για το αβγολέμονο λέει:
«Το αβγολέμονο είναι η συνάντηση ενός φυτικού με έναν ζωικό οργανισμό. Είναι ενδεικτική των απείρων δυνατοτήτων και επιλογών που προσφέρει η ζωή η ίδια για ευφάνταστες, ετερόκλητες συνευρέσεις που δεν μπορούμε να φανταστούμε».
Τα βιβλία του Γιάννη Πάσχου είναι αυτό ακριβώς το αβγολέμονο, η απρόσμενη συνεύρεση των ετερόκλητων, η περιπέτεια και το παιχνίδι, ο άλλος που πότε αιωρείται ονειρικός πότε γήινος, που πότε συναντά τη μοναξιά μας, για να μη μείνει άλλο μόνη και πάντα, μα πάντα κοιτά μπροστά και δεν νοσταλγεί. Μπροστά για το καινούργιο απρόσμενο θαύμα.
__________
Για το ίδιο βιβλίο βλ. και Χάρτης#76