Όταν τον δεις, έστω και μία φορά, δεν μπορείς να τον λησμονήσεις

Όταν τον δεις, έστω και μία φορά, δεν μπορείς να τον λησμονήσεις

Στέ­λιος Λου­κάς, Mε λέ­νε φό­βο, Κέ­δρος 2022

 

Η ποί­η­ση οφεί­λει να εί­ναι μια δια­μαρ­τυ­ρία για όλα όσα η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση δι­καιού­ται αλ­λά στε­ρεί­ται δρα­μα­τι­κά. Δεν ανα­μα­σά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ανα­τέ­μνει και την επε­κτεί­νει. Θέ­τει σε αμ­φι­σβή­τη­ση τα δε­δο­μέ­να και δια­τυ­πώ­νει τις ερω­τή­σεις. Προ­πά­ντων δεν εξω­ρα­ΐ­ζει.
Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Στέ­λιου Λου­κά Με λέ­νε φό­βο τολ­μά και κοι­τά­ζει το τέ­ρας κα­τά­μα­τα δη­μιουρ­γώ­ντας με αρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο μία σύν­θε­ση που κα­ταγ­γέλ­λει την κα­κο­δαι­μο­νία της ύπαρ­ξης.
Ανα­λαμ­βά­νει την ευ­θύ­νη του λό­γου και των δια­πι­στώ­σε­ών του και κα­τορ­θώ­νει να το­πο­θε­τή­σει στο χει­ρουρ­γι­κό τρα­πέ­ζι του στί­χου την ίδια την αλή­θεια. Ο φό­βος και η επι­κρά­τειά του μπαί­νουν στο στό­χα­στρο της γρα­φής κα­τα­θέ­το­ντάς μας ένα ψυ­χο­γρά­φη­μά του με τρό­πο τέ­τοιο που απο­κα­λύ­πτει την πη­γή της δύ­να­μής του που δεν εί­ναι άλ­λη από την ίδια μας τη φύ­ση όταν έντρο­μη τον συ­ντη­ρεί και τον ανα­πα­ρά­γει.
Τι εί­ναι όμως ο φό­βος; Ο Πλά­τω­νας μι­λά για «την ανα­μο­νή του κα­κού», κά­τι ανά­λο­γο με ό,τι τό­σο ευ­φυώς η Δη­μου­λά επι­ση­μαί­νει στο εξαι­ρε­τι­κό ποί­η­μά της «Ο προ-δή­μιος» από τη συλ­λο­γή: Το τε­λευ­ταίο σώ­μα μου (1981). Εκεί πα­ρα­κο­λου­θού­με την υπό­γεια δια­δι­κα­σία ει­σχώ­ρη­σης του φό­βου στο μυα­λό μας με τη μορ­φή της προ­αί­σθη­σης.
«Λες και δε χά­νεις γευ­στι­κά / χά­νο­ντας μια φο­ρά αυ­τό που χά­νεις, / πρέ­πει και να προ-χά­νεις / από το χέ­ρι του προ-δή­μιου / της Προ­αί­σθη­σης, / της μαρ­τυ­ριά­ρας του Επερ­χό­με­νου».
Στη συλ­λο­γή του Στέ­λιου Λου­κά ο φό­βος επα­νέρ­χε­ται. Ωστό­σο, πώς θα μπο­ρού­σε πρα­κτι­κά να συμ­βεί αυ­τό, όταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ου­δέ­πο­τε απο­χω­ρεί, κα­θώς κα­τοι­κη­τή­ριό του δεν εί­ναι άλ­λο από την ανο­χή των όντων που του υπο­τάσ­σο­νται αμα­χη­τί. Και του υπο­τάσ­σο­νται πα­ρ’ όλο που, όπως ση­μειώ­νει ο Rudyard Kipling, συ­νή­θως απο­δει­κνύ­ε­ται τρα­γι­κά ανα­ξιό­πι­στος.
«Από όλους τους ψεύ­τες σ’ αυ­τόν τον κό­σμο, με­ρι­κές φο­ρές οι χει­ρό­τε­ροι εί­ναι οι φό­βοι μας».
Έχει πρό­σω­πο εκεί­νο που φο­βό­μα­στε; Εί­ναι οντό­τη­τα που δύ­να­ται με κά­ποιον τρό­πο να πο­λε­μη­θεί; Κι εδώ ανα­δύ­ε­ται το ποι­η­τι­κό εύ­ρη­μα, κα­θώς το πρό­σω­πό του δεν εί­ναι πα­ρά το δι­κό μας, η μορ­φή όλων, μια υπό­γεια διά­βρω­ση που συ­ντε­λεί­ται στην ψυ­χή, από τη στιγ­μή που εξο­ρί­ζε­ται από τον Κή­πο.
Ο φό­βος στην ποί­η­ση του Λου­κά έχει τη δύ­να­μη να αφυ­δα­τώ­νει την ελ­πί­δα, να ει­σβάλ­λει στα όνει­ρα και να τρέ­φε­ται από την ίδια την από­γνω­ση που προ­κα­λεί στους αν­θρώ­πους η φθαρ­τό­τη­τα της πε­πε­ρα­σμέ­νης φύ­σης τους. Η δύ­να­μή του εί­ναι η προ­ο­πτι­κή του τέ­λους που σαν φω­τει­νό με­τέ­ω­ρο απει­λεί και υπεν­θυ­μί­ζει τη λή­ξη.
«Η ιδέα του θα­νά­του τρε­λαί­νει τους αν­θρώ­πους / Εμέ­να με δυ­να­μώ­νει».
Τι εί­ναι όμως εκεί­νο που τρο­μο­κρα­τεί τον φό­βο; Η ευ­τυ­χία εί­ναι εκεί­νη που εξο­βε­λί­ζει αυ­τά που τον γεν­νούν, την «ερη­μιά» δη­λα­δή και τις «ανα­χω­ρή­σεις».
Η μο­να­ξιά, λοι­πόν, ή αλ­λιώς η αρ­χέ­γο­νη πί­κρα που συ­νό­δευ­σε τον άν­θρω­πο απ’ τη στιγ­μή που εγκα­τέ­λει­ψε τον Κή­πο, εί­ναι ο τό­πος που ευ­δο­κι­μεί ο σπό­ρος του φό­βου. Κι ο άν­θρω­πος; Με τον φό­βο στον κρό­τα­φο έτοι­μο να εκ­πυρ­σο­κρο­τή­σει υφί­στα­ται τη βαρ­βα­ρό­τη­τα και πε­ρι­μέ­νει. Αντι­στέ­κε­ται; Ναι.
«Μα­θαί­νω την ορ­θο­γρα­φία της αγά­πης / Ψι­θυ­ρί­ζω στί­χους να εξευ­με­νί­σω τον Φό­βο». Κι αλ­λού:
«Μό­νο με την αγά­πη πο­λε­μιέ­ται ο Φό­βος / Με την αγά­πη σκο­τώ­νου­με τη φρί­κη της ώρας».
Οι μό­νες αντι­στά­σεις του αν­θρώ­που ωστό­σο που ανά­γλυ­φα εμ­φα­νί­ζο­νται στη γρα­φή του Στέ­λιου Λου­κά εί­ναι η προ­σευ­χή, η ποί­η­ση και βέ­βαια η αγά­πη κα­θώς
«Φό­βος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τε­λεία ἀγά­πη ἔξω βάλ­λει τὸν φό­βον, ὅτι ὁ φό­βος κό­λα­σιν ἔχει, ὁ δὲ φο­βού­με­νος οὐ τε­τε­λεί­ω­ται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (Α΄ Ιω. δ΄18).
Μά­λι­στα κά­νει λό­γο για μία αγά­πη που αγκα­λιά­ζει ακό­μα και τον Φό­βο, σε μια ύστα­τη προ­σπά­θεια να κα­τα­νο­ή­σει και να συμ­φι­λιω­θεί με τον αντί­πα­λο:

[…] «Φό­βε, έλα να σ’ αγκα­λιά­σω / Κά­νει κρύο από­ψε / Οι δρό­μοι εί­ναι έρη­μοι / Μό­νο εσέ­να έχω / Κι εσύ μό­νο εμέ­να / Ανά­βα­λε τα σχέ­διά σου για το μέλ­λον μου / Το σή­με­ρα απαι­τεί / Να ζή­σου­με μα­ζί / Χω­ρίς να μι­σεί ο ένας τον άλ­λον».

Με τη συλ­λο­γή αυ­τή χαρ­το­γρα­φεί­ται η πε­ριο­χή του εχθρού και ονο­μά­ζε­ται και ο ίδιος ο εχθρός. Στη συ­νέ­χεια, απο­κα­λύ­πτο­νται οι δια­στρω­μα­τώ­σεις του φό­βου και ξε­φλου­δί­ζο­νται. Με τη γρα­φή επι­συμ­βαί­νει η απο­γύ­μνω­ση και βέ­βαια η απο­κά­λυ­ψη. Έτσι, η ομορ­φιά, η αθω­ό­τη­τα και ο κα­θρέ­φτης εί­ναι οι τό­ποι που συ­να­ντιού­νται οι αλή­θειες και ο τρό­πος εξό­δου από τα αδιέ­ξο­δα του κό­σμου που ο «λή­θαρ­γός του μοιά­ζει κρα­ταιός και ανί­κη­τος». Άλ­λω­στε, η φύ­ση έχει τον τρό­πο να νι­κά και απρό­σμε­να να εμ­φα­νί­ζει τις μα­γι­κά ανα­πά­ντε­χες δυ­νά­μεις της που αυ­θα­διά­ζουν στον φό­βο. Ανα­πά­ντε­χες και βέ­βαια αι­σιό­δο­ξες σαν την εμ­φά­νι­ση ενός λου­λου­διού εκεί που δεν το πε­ρι­μέ­νεις.

ΟΤΑΝ ΔΕΙΣ…

Όταν δεις έστω και μία φο­ρά το Φό­βο, δεν μπο­ρείς να τον λη­σμο­νή­σεις. / Ο Φό­βος εί­ναι μό­νο Φό­βος. Δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο./ Αυ­τό που σου αφή­νει στην καρ­διά εί­ναι φό­βος. Ο σπό­ρος του. / Συ­χνά φυ­τρώ­νει, αν­θί­ζει, χά­νε­ται. Εί­ναι όμως πά­ντα εκεί, μέ­σα στο σώ­μα σου. Σαν ένας άλ­λος εαυ­τός, αθέ­α­τος και ύπου­λος. / Μό­νο όταν κα­τορ­θώ­νει το ρό­δο ν’ αν­θί­σει πά­νω στο χιό­νι μπο­ρείς ν’ απο­λαύ­σεις μία ελά­χι­στη ελευ­θε­ρία. / Μα αυ­τό συμ­βαί­νει όλο και πιο σπά­νια. 

Ο Στέ­λιος Λου­κάς μας δεί­χνει τον Κή­πο και τις λέ­ξεις του Κή­που. Αυ­τή εί­ναι η πε­ριο­χή που απο­κη­ρύσ­σει τον φό­βο. Μέ­νει στον άν­θρω­πο πλέ­ον να επι­λέ­ξει τη σω­τη­ρία του.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: