Οι ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ φορούσαν πάντοτε καπέλο

Σκηνικό του Γιώργου Πάτσα για το «Τέλος του παιχνιδιού», Εθνικό Θέατρο 1977 (φωτ. Ν. Μαυρογένης)
Σκηνικό του Γιώργου Πάτσα για το «Τέλος του παιχνιδιού», Εθνικό Θέατρο 1977 (φωτ. Ν. Μαυρογένης)

Περιμένω. Ήσυχα περιμένω. Σαν να μην ξέρω ή σαν ν’ αδιαφορώ.

Η ησυχία είναι καναπές βουλιαγμένος στο δόκανο. Το δόκανο έχει πάντα το χρώμα της ελιάς που περιμένει. Περιμένει να δέσει ο καρπός  — δεν δένει πάντα, χρόνο παρά χρόνο και βέβαια μόνο αν κάποιος τον περιμένει, αλλιώς δύσκολα να διέλθει μόνος του την άνοιξη της βαμβακάδας.

Εκεί, στη μέση του σαλονιού, σε θέση που θα ζήλευε κάθε χριστουγεννιάτικο, απλώνει ρίζες και κλαδιά το δέντρο της παράστασης. Κατάξερη η κατοικίδια Εδέμ με το μοναδικό φύλλο ντροπής ν’ αφήνει ακάλυπτο κάποιον απ’ τους πρωτόπλαστους. Το δέντρο, ταχεία βραδυκίνητη, αφίχθη ένα απόγευμα χωρίς αναγγελία απ’ τον σταθμάρχη. Έκτοτε, στις αναπηρικές του ρόδες ριζωμένο, υπόσχεση και απειλή, διαιρεί τον χώρο στο εδώ και πέρα απ’ τον φεγγίτη.

Θέλω κι εγώ να φύγω, Κλοβ, γιατί η σκλαβιά κομματιάζει τους ήχους, τους μετατρέπει σε χωρατό όπως η δυστυχία, μα όλο το αναβάλλω. Πώς θα ζήσουμε αν ελευθερωθούμε; Θέλει κουράγιο και ευγένεια να υποδύεσαι τον υπηρέτη, γι’ αυτό κι εγώ, αντίθετα μ’ εσένα, Βλαντιμίρ, για να μη σκέφτομαι σωπαίνω ακατάπαυστα, αφού ο λόγος απέχει από το τίποτα όσο το χάδι απ’ την αυθάδεια.

Στο σημείο αυτό να πέσει αυλαία στην μπλόφα πως τάχα σε έχω ανάγκη, Κλοβ.


«Το τέλος του παιχνιδιού«, Εθνικό Θέατρο 1977. Σκηνοθεσία Αλέξης Μινωτής (στο ρόλο του Χαμ). Νικήτας Τσακίρογλου (Κλοβ).

Με κούρασε η ταλάντωση απ’ τη φυγή στον ερχομό. Δεν λέω, συγκινητική η γενναιοδωρία σου απέναντι στα ενδεχόμενα, μα αποδείχτηκαν αδιάφορα στις ματαιώσεις. Προτείνω, λοιπόν, να παίξουμε το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Θα είσαι η γάτα και θα ’μαι το παιχνίδι. Στο μεταξύ, οικόσιτος αρουραίος ο χρόνος θα ροκανίζει ανενόχλητος τον καναπέ, το δέντρο, τη σκαλίτσα του φεγγίτη. Θα είμαστε το παιχνίδι του. Θα μας αφήνει να κερδίζουμε.

Κι εγώ θα σε αφήνω, Χαμ, να με νικάς με αρχοντιά, με επιφωνήματα αδιάφορα για την πλοκή και για τη συμμετρία. Η αναίρεση γδέρνει τις ώρες με ήχο αιώρησης αινιγματικό, που σημαίνει ας μείνουν ανεντόπιστες οι απαντήσεις και τα αφελή διδάγματα, πώς βρέθηκε η Γουίνυ, φερ’ ειπείν, χωμένη στα σκουπίδια;

Ας υποθέσουμε πως είναι η ευτραφής κυρία των παιδικών καλοκαιριών, βυθισμένη ώς τον λαιμό ανάσκελα στην αμμουδιά με ανεξιχνίαστα τα αίτια του ενταφιασμού και άφαντους τους σκαπανείς και τους ερασιτέχνες νεκροθάφτες.

Γι’ αυτό κι εγώ εδώ, μες στο σαλόνι, περιμένω.

Ήσυχα περιμένω. Επειδή ξέρω και αδιαφορώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: