Η τέχνη λατρεύει τον Μπέκετ

Σχέδιο του Πάβλου Χαμπίδη
Σχέδιο του Πάβλου Χαμπίδη

(Ένα ταξίδι από και όχι προς)



«…είχα λαθεμένη αντίληψη για τα πράγματα. Αλλά ίσως υπάρχουν μόνον λάθος αντιλήψεις.
Ακόμα και έτσι, πρέπει να βρεις τη λάθος αντίληψη που σου ταιριάζει.»

Σάμιουελ Μπέκετ, Αυτοί που έχουν χαθεί (μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, Εστία 2020)

Μάιος του 2007, εξερχόμενος από το μουσείο σύγχρονης τέχνης Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι. Μόλις είχα επισκεφθεί για δεύτερη συνεχόμενη μέρα την μεγάλη έκθεση – αφιέρωμα στον Σάμιουελ Μπέκετ. Προβολές θεατρικών παραστάσεων με τα έργα του, οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του, αφίσες, προσωπικά αντικείμενα, μεταξύ αυτών και τα χαρακτηριστικά χρυσαφί στρογγυλά γυαλιά του, χειρόγραφα κείμενα, και πολλά άλλα διαπιστευτήρια ενός συγγραφέα που έζησε πλήρως και ολοκληρωτικά έξω από τον εαυτό του – στο μεσοδιάστημα μιας γλώσσας που έλεγε ό,τι δεν μπορούσε να πει. Ενός ανθρώπου που προσπαθούσε να πει για να μην ζήσει νικημένος, στα τυφλά, σ’ έναν κόσμο τρελό, ανάμεσα σε ξένους.

Τα αντικείμενα σε συνδυασμό με το ηχητικό και οπτικό υλικό που υπήρχε διάχυτο σε όλο το τελευταίο πάτωμα του μουσείου ήταν έτσι τοποθετημένα για να αναδείξουν με τρόπο εικονοπλαστικό τις πολλαπλές κατευθύνσεις και τις αρχές που όλο άρχιζαν. Ο κόσμος του Μπέκετ. Ένα όνειρο κατακερματισμένο – ποτέ μαζί, εκτός από μια φορά. Όταν η αρχή του ενός υπερκάλυπτε το τέλος του άλλου, περίπου για εφτά δευτερόλεπτα – για μια ζωή.

«Η πραγματική συνείδηση είναι το χάος, μια γκρίζα αναστάτωση του νου, χωρίς προϋποθέσεις ή συμπεράσματα…»

Αυτοί που έχουν χαθεί

Επιστρέφοντας στο μουσείο – χωρίς να έχω απομακρυνθεί καθόλου – ο Μπέκετ σκέφτομαι, ενδιαφερόταν πολύ για την τέχνη. Ήταν τρόπον τινά συλλέκτης. Ενδιαφερόταν για τους σύγχρονους δημιουργούς. Από τη γενιά του Μπέκετ πολλοί καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του. Ίσως περισσότεροι καλλιτέχνες παρά συγγραφείς. Ο Μπρους Νάουμαν, διάβαζε Μπέκετ. Ο Σταν Ντάγκλας, ο Ρόμπερτ Ράιμαν και τόσοι άλλοι.

Σκέφτομαι την έκθεση και τους εικαστικούς που συνομιλούν με τον ίδιο μέσω του έργου του. Το χειρόγραφο του Περιμένοντας τον Γκοντό σε σχέδια «truc». Η γνωστή ηχογράφηση του Μπέκετ να διαβάζει το Lessness, σημαδεύοντας τις σιωπές με έντονο χτύπημα. Και το Ghost Triο, ένα voiceover μας καλεί να παρατηρήσουμε την ομοιότητα μεταξύ των γραμμών στο έδαφος και του σχήματος της τηλεόρασης. Το Nacht und Traume, εικόνα φάντασμα, που αποτυπώνεται σε μια οθόνη όπως το φως μετά το όπλο ηλεκτρονίων.

Στο Quad, το μόνο έγχρωμο βίντεο, οι χαρακτήρες κινούνται σε ένα χώρο που μοιάζει με δοκιμαστικό μοτίβο – αφηρημένη εικόνα, καθαρό φως, πλαισιωμένο από τις άκρες ενός κύβου, μαύρο κουτί, λευκό κουτί: η έλξη του Μπέκετ στην οθόνη.

Ανοίγω το μπλοκ με τις σημειώσεις μου. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι. Το γυάλινο Πομπιντού με τους θεόρατους σωλήνες απ’ έξω και μέσα ο Μπέκετ σε ένα μινιμαλιστικό σχέδιο, γεωμετρικό. Φιγούρες και χρώμα με αισθητική 70's. Μια φαντασμαγορία παράλληλων σκηνών – βίντεο, η έκθεση τελειώνει όπως ξεκίνησε, στο σκοτάδι. Στην έξοδο, μια κακοφωνία φωνών ακούγεται σαν συριγμός, σαν αργό βασανιστικό αφήγημα του Μπέκετ.

Καθώς βγαίνεις είναι σαν να εισέρχεσαι ξανά στην έκθεση. Μιας και η διαδρομή συνεχώς ξεκινάει από κάτι που όλο αρχίζει μα δεν καταλήγει πουθενά.

Έτσι, στις τέσσερις γωνίες των οχτώ αιθουσών, δεκαέξι οθόνες συνολικά και τριανταδύο ηχεία, μέσα σε έναν ευρύτερο χώρο εξηντατεσσάρων παραθύρων. Προετοιμασία της έκθεσης για τον Μπέκετ. Ενισχυτές, διαμορφώσεις, γνωστοί περιπλανώμενοι στον χώρο, σκηνές αφωνίας γύρω από τραπέζι. Διοργάνωση, αποδιοργάνωση. Εμφάνιση δοκιμαστικών εικόνων σε οθόνη ή και σε τοίχο. Το μάτι στο νου. Ξέθωρα σώματα στην κεντρική αίθουσα. Εργάτες, φωτισμένα, καλωδιωμένα σώματα. Έντονα μέρη, κεφάλια σχεδόν αναπόφευκτα, φως από τα παράθυρα. Σαν όλα να βγαίνουν από πυκνό σκοτάδι.

Η πεζογραφία του Μπέκετ είναι αφηρημένα μαθηματικά που αναδημιουργούν τον κόσμο ως εικόνα.

Ξανά γνωστοί περιπλανώμενοι, στις τέσσερις γωνίες, προετοιμασία, ηχεία, διαμορφώσεις, συμμορφώσεις. Δεν εμφανίστηκαν μόνον στον Μπέκετ, όμως εξαιτίας του Μπέκετ δημιουργούνται έργα-οθόνες στις μεγάλες επιφάνειες των τοίχων.

Η ευαισθησία στο φως, στοιχείο σημαντικό στο έργο του, ενσωματώθηκε αρμονικά στο Gauze του Νάουμαν το 1969. Ο καλλιτέχνης τραβά απ’ το στόμα του ένα κομμάτι εύθραυστης λευκής γάζας – και μοιάζει σαν να τραβάει από το στόμα κομμάτια θρυμματισμένου ουρανού. Ακριβώς εκεί, η εικόνα του ξεθωριάζει κι εμφανίζεται το μοτίβο «Η τέχνη λατρεύει τον Μπέκετ» να αναβοσβήνει σε φως νέον.

Η γλώσσα της έκθεσης άλλοτε γαλλική, άλλοτε αγγλική, όμως ο Van Velde αποκαλύπτει την γλώσσα των χρωμάτων στον Μπέκετ, με έναν προτζέκτορα με πομπίνα να δείχνει συνεχώς παραλλαγές του ίδιου έργου και παραπέρα, το Voice Eye, ένα μάτι που βρίσκεται στο πάτωμα και στριφογυρίζει κατά μήκος μιας βαμμένης λευκής γραμμής μέσα σε μονοχρωμίες από μαύρο, λευκό και γκρι – ένα υπόλοιπο ζωής που βλέπει πιο μακριά απ’ την ζωή.

Η εμμονή του Μπέκετ με τα στοιχεία της αντιληπτικότητας και της διαπερατότητας, διερευνάται εύστοχα στην ταινία Film, γυρισμένη το 1964, κατά τη διάρκεια του μοναδικού ταξιδιού του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη. Το πολύ αόρατο, γίνεται ένα ορατό πράγμα – με τρόπο συγκεκριμένο και απρόσωπο.

Ο Μπέκετ έπρεπε να σκεφτεί, να στοχαστεί και να γράψει. Αυτή η έκθεση αποκαλύπτει πολλές έως τώρα ανερμήνευτες πτυχές της πρακτικής του Ιρλανδού συγγραφέα.

Η γραφή ως αισθητική ανησυχία, μια ανάμνηση-αναλαμπή 13 χρόνια μετά, για την ιστορία που θα μπορούσα να είχα πει, ιστορία που μοιάζει με τον κόσμο – μέσα από μια εισβολή εικόνων, επιθυμιών, αποσπασματικών φράσεων, κατακερματισμένων νοημάτων, μιας ζωής, δίχως το κουράγιο να τελειώσει ή τη δύναμη να συνεχίσει.

Τα σκαλοπάτια από την κορυφή του Πομπιντού προς τα κάτω δεν ήταν πολλά. Τα είχα μετρήσει χιλιάδες φορές ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Τώρα τα κατέβαινα πάλι. Θα μπορούσα να σκοντάψω και να πέσω σκέφτηκα, όπως ο ήρωας στον Διωγμένο του Μπέκετ. Δεν έπεσα.

Κοίταξα προς τον ουρανό, εκεί που δρόμοι δεν υπάρχουν ούτε περίπλοκες εικόνες, ούτε γραφή, ούτε κόσμος – εκεί όπου το βλέμμα δεν σκοντάφτει πουθενά, όπου κι αν στραφεί, παρά μόνον στα ίδια του τα όρια.

Συλλογίστηκα ξανά τον Διωγμένο. Προχώρησα μερικά βήματα στον δρόμο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. Κατευθύνθηκα προς την ανατολή, προς τα κει που νόμιζα ότι ο ήλιος θα ανατείλει, να βρεθώ στο φως το συντομότερο.

«Γιατί είπα αυτή την ιστορία, δεν το ξέρω.
Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη.
Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη.
Ανθρώπινα πλάσματα, δεν φαντάζεστε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους.»

Ο Διωγμένος (Πρόζες 1945-1980), μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη, Πατάκης 2017)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: