Μέλισσα, μέλισσα, μέλι πολύρρυτο

Μέλισσα, μέλισσα, μέλι πολύρρυτο

Γιώργος Αλισάνογλου, «Κυψέλες» Κίχλη 2021

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Αλισάνογλου μπορούμε να το διαβάσουμε σαν μια μεγάλη ή ατέλειωτη κυψελική δομή ή σαν έναν κόσμο ανοιχτό, όπου μέσα σε μικρές και μεγάλες κηρήθρες οι μέλισσες μιας ανήσυχης και ακαταπόνητης σκέψης εναποθέτουν και αποθηκεύουν γύρη, αβγά και μέλι. Αυτό που λείπει είναι η αυστηρή συμμετρία των κυψελών και των κηρηθρών, η οποία όμως δεν αφήνει κανένα κενό πίσω της. Aντίθετα δίνει έμφαση στις προϋποθέσεις της πυκνής και ευέλικτης ροής του μελιού που εισχωρεί σε απίθανα σημεία, ρωγμές, μυχούς και σε κάθε είδους οικείας και ανοίκειας επιφάνειας σωμάτων, αισθημάτων και στοχασμών. Είναι μια ροή και εντός των ορίων του κόσμου μας και χύνεται, ξεχύνεται και διαχέεται πέρα από τα όριά τους. Ήδη στην αρχή της συλλογής διαβάζουμε:

μέλι κυλάει στο σώμα μου
μαθαίνω να υπάρχω έξω από μένα

Το σώμα στο οποίο είμαι ενσωματωμένος και περιορισμένος είναι η υλική μου υπόσταση, αλλά και το μεγάλο, απεριόριστο σώμα του κόσμου στον οποίο ανήκω. Το μέλι με προτρέπει ή με βοηθάει ήδη να υπάρχω και έξω από τα όρια της σάρκας μου και έξω από οτιδήποτε με περιβάλλει. Μια αποδοχή, μια θέληση να υποκύψω, μια σύνεση και μια συναίνεση με εναποθέτει στο άγνωστο, και όταν αυτό το έχω μάθει και μου είναι γνωστό, μου ανοίγει τη νέα, άγνωστη χώρα εκτός. Όχι πάντως ότι η συλλογή ως ποιητική δομή και περιεχόμενο δεν βάζει όρια και μάλιστα αυστηρά. Για παράδειγμα οι τίτλοι είναι μέσα σε αγκύλες (μπορούμε να υποθέσουμε πολλούς λόγους για τη χρήση τους, την ανασταλμένη παρουσία τους) και οι περισσότεροι από αυτούς επαναλαμβάνονται είτε αριθμημένοι είτε διευρυμένοι με θεματική προσθήκη, ενώ το περιεχόμενο, όπως στον τίτλο του πρώτου ποιήματος, μιλά για την αρχή της μνήμης ή για το τέλος του κόσμου, που είναι και το όνομα της πρώτης μεγάλης ενότητας της συλλογής. Ωστόσο, μετά το προτελευταίο ποίημα του βιβλίου, το οποίο έχει τον τίτλο «[ Τελευταία ημέρα στον κόσμο μου ]», ακολουθεί το ποίημα «[ Μετά ]». Το εκτός είτε έχει έρθει είτε είναι εδώ είτε θα έρθει, το μέλι σαν περιορισμένο υλικό σώμα και σαν απεριόριστο σώμα μεταφορών παράγεται και ρέει αδιάκοπα και ανεμπόδιστα.

Υπάρχει όμως μια άλλη αντίστιξη στο βιβλίο, την οποία βρίσκω πιο άμεση και πιο απτή, αισθητικά και νοητικά εξίσου ουσιαστική, και πάντα εντός της μελίρρυτης πνοής της συλλογής. Από τη μια μεριά ενός χάσματος, που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και τη δική του δυναμική, διαβάζουμε ποιήματα γραμμικής αφηγηματικής ανάπτυξης που περιγράφουν θέλοντας να επικοινωνήσουν και με το θέμα τους και με τον συνομιλητή τους, και από την άλλη μεριά, είτε μέσα στο ίδιο ποίημα είτε σε δική τους ποιητική κηρήθρα, ταράζουν την προσληπτική μας γαλήνη απότομες, απρόσμενες νοηματικές εκτινάξεις, ο οποίες και με τη γλωσσική τους μορφή και με το περιεχόμενό τους μας ρίχνουν μέσα σε συλλογιστικούς κλυδωνισμούς και σε απαιτητικούς νοηματικούς συνειρμούς, σαν ένα έχουν εισβάλει στην κυψέλη σμήνη είτε μελισσών από άγνωστους τόπους και χρόνους είτε έντομα που καμιά σχέση με μέλι δεν έχουν. Σπάνια στη συλλογή κρατιέται το χάσμα πολύ μακριά ή το ακολουθούν λιγοστοί μόνο στίχοι στο ποίημα. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε πουθενά μια συγκροτημένη και συνεπή τεχνική. Εμφανίζεται με απροσδόκητη και ασύμμετρη ορμή, πράγμα που δημιουργεί μια αινιγματική αναγκαιότητα, χωρίς να χρειάζεται ωστόσο να την εξηγήσουμε, να αναρωτηθούμε έστω αν το ποίημα σαστίζει, υπονομεύει ή ακόμη και αποστρέφεται τον εαυτό του, τον γραμμικό ή τον ασύμμετρο. Μια απόκοσμη πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, πάλη που στη συλλογή χαρακτηρίζει τον κόσμο του ποιήματος και τον κόσμο που το περιβάλλει, ανάμεσα στην αρμονική συνύπαρξη και στις καταστρεπτικές δυνάμεις του κόσμου διευρύνει το ποίημα προς μη προβλέψιμες κατευθύνσεις, διευρύνει την ικανότητά μας να κάνουμε νοηματικές και λυρικές ακροβασίες και υπερβάσεις, μας προσφέρει τη στιλπνή οξύτητα νέων συσχετίσεων και αποκαλύψεων:

μερικές φορές ο χώρος της σιωπής κατοικεί μέσα στο κεφάλι μου
και τίποτε άλλο τότε δεν υπάρχει παρά μόνο ένα μακρόσυρτο
ξύπνημα
αρχέγονη απειλή πολέμου

Μια μπεκετική σχεδόν πραγματικότητα στους τρεις πρώτους στίχους ανατρέπεται από αυτό που δεν επιτρέπει την μονιμότητά της, τη βολική και αδιαμφισβήτητη κατάληξή της, από αυτό που προηγείται ίσως ακόμη και της ίδιας τής ύπαρξης. Η απειλή και η παρουσία της βίας, της καταστροφής, του κενού και του θανάτου μας δίνει όμορφους, μεταμπλανσοτικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, όπως διαβάζουμε σ’ αυτό το μικρό ποίημα:

Στον ορίζοντα υπάρχει
μια πελώρια κενή απόσταση
που συνεχώς ξεφεύγει
μέσα από την ίδια της
την απουσία
ή εξίσου όμορφες αισθητικές επανατοποθετήσεις:


[ Γέφυρα – III / Πομπηία ]

Στο φαράγγι του ποταμού Λόμπος νεκροί ψαράδες με την
ψαριά τους καλά αγκιστρωμένη να σπαρταράει ακόμα στο ποτάμι
μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός σπιτιού αντικρίζεις ένα
    αντρόγυνο νεκρών που πέθαναν πάνω στην κορφή του έρωτά τους

[ ανακαλύπτω τον εαυτό μου σε μια μητρόπολη-μουσείο,
σε μια διαρκή απεικόνιση της μη ύπαρξής μου, τα αισθήματα
απουσιάζουν όπως ο Θεός, όπως τα μεγάλα δοξαστικά ζώα
της πόλης, έτσι όπως μαγκώνουν με δυσκολία στην εικόνα
προσπαθώντας ένα αγνό όνειρο, μια παλλόμενη σκιά, απαλά
κάτω απ’ το χώμα, μέσα από το αργό μεγάλωμα του χρόνου
γιατί εντέλει η ζωή σου, ακόμα και νεκρή, στάθηκε πιο δυνατή
από οποιοδήποτε άλλο πράγμα_ ]

Στη ροή των περιγραφικών εικόνων παρεμβάλλονται οι παράδοξες σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο, για το σώμα και την απουσία του σώματος που, όπως σε όλη τη συλλογή, μας αφήνουν να ατενίζουμε το μυστήριο του κόσμου και το μυστήριο πέραν του κόσμου, και μάλιστα με τρόπο που συγχρόνως αναιρεί και κάθε εικόνα που μπορεί να έχουμε για τις κυψέλες, για τη συμμετρική δομή των κηρήθρων τους. Με παραπέμπουν πάραυτα στον απρόβλεπτο κυψελοειδή χαρταετό του Τζον Άσμπερι, στο ποίημα «Άστεγη καρδιά», ο οποίος παίζει στον ουρανό, παίζει με όποιον τον κρατά, παίζει με τον ίδιο τον ουρανό και την απύθμενη ανοιχτωσιά του. Ο τίτλος του μικρού ποιήματός για τον «ορίζοντα» που μόλις αναφέρθηκε είναι «[ Το να υπερνικάς τον ουρανό με μια κίνηση που ο ουρανός δεν διαθέτει ]». Παραμένει η πάλη, η αρχέγονη απειλή, το ανυπέρβλητο χάσμα μέσα στην αρμονία. Οι κυψέλες δεν είναι ένα σίγουρο, ασφαλές μέρος. Είναι όμως το μέρος που χρειάζονται οι μέλισσες και μας δίνει μέλι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: