Ερειπωμένοι μύλοι Αλλατίνη, φθινόπωρο 2016

Ερειπωμένοι μύλοι Αλλατίνη, φθινόπωρο 2016


Μέσα στο μισοσκόταδο η ανθρώπινη μορφή, μια σκιά τώρα σε μια γωνιά με τη θάλασσα μπροστά της, ένα φάντασμα, μια στοιχειωμένη συσσώρευση εμπειριών, ολοκληρωμένων μνημών, ανολοκλήρωτου χρόνου, μια συσσώρευση πόνου, απόγνωσης και οργής, όλα λιωμένα μαζί, ένας πολτός από την πνιγηρή σκόνη και το όξινο νέφος όλης της σκοτεινής ιστορίας του πλανήτη, ένας αμυδρός τη στιγμή εκείνη πολτός που έκανε τον μισομπαζωμένο βιομηχανικό χώρο γύρω της πιο αχανή, ένα απύθμενο σκοτεινό πηγάδι, μια φρίκη απλωμένη πάνω στο δέρμα της. Η μορφή σημείωσε, σαν να ήταν η πρώτη μέρα της ζωής της, στην οθόνη του ετοιμοθάνατου κινητού της: Μου αρέσει αυτός ο κήπος, όπου θα μπορούσαμε να φυτέψουμε ένα δέντρο, όπως κάναμε αλλού. Θα μπορούσα να μείνω εδώ σε μια γωνιά για πάντα. Η αϋπνία θα είναι ψηλαφητή, όπως πάντα. Όπως το φως και το σκοτάδι. Όπου θα νιώθω το φιλί της αβύσσου, την αύρα της αβύσσου πάνω από τα παρτέρια με τους υάκινθους, τις ντάλιες, τις βιγόνιες, τις κόκκινες και κίτρινες τριανταφυλλιές, τις παιώνιες, τις ορχιδέες, τα διάφορα είδη σιληνών και κρίνων, τις διάσπαρτες μυρτιές και τα μονόχρωμα ρείκια.

(Αϋπνία, εκδ. Σαιξπηρικόν 2017, σσ. 129-130)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: