Τέσσερα ποιήματα

Τέσσερα ποιήματα

Άβαλον

Όταν ήταν να κερ­δί­σου­με ακό­μη ένα γα­λό­νι
τό­τε στη «νή­σο των μή­λων»,
οι υπο­λο­χα­γοί μας ήξε­ραν ότι εκεί­νες οι κη­λί­δες στα δο­κά­ρια της στέ­γης
ήταν κη­λί­δες γάγ­γραι­νας και πηγ­μέ­νου αί­μα­τος
και η ευ­και­ρία ήταν «με­γά­λη» πα­ρά «ώρι­μη».

Οι στρα­τιώ­τες εί­χαν βυ­θι­στεί σε σιω­πή
από τό­τε που εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει την ιδέα τ’ ου­ρα­νού ή του επέ­κει­να του θα­νά­του.

Το κύ­ριο πράγ­μα του μέλ­λο­ντός τους ήταν ένας πό­λε­μος
για τον οποίο οι κυ­νη­γοί νε­ο­σύλ­λε­κτων των Γρε­να­διέ­ρων
στρα­το­λο­γού­σαν ήδη.

Στο πε­ρι­βό­λι πί­σω απ’ το αγρό­κτη­μα
γι­νό­ταν ολο­έ­να και πιο φα­νε­ρό
ότι μια μη­λιά μπο­ρεί να στε­κό­ταν πά­νω σε κά­τι σαν στα­θε­ρό έρει­σμα
ενώ μια άλ­λη απλά δια­κιν­δύ­νευε την αρ­τι­μέ­λειά της.

Η πόρτα

Αν και εντελώς απίστευτο,
υπάρχει κάτι περισσότερο
απ’ αυτό το βασίλειο
του καπνού
και των καθρεφτών, φαίνεται πράγματι
αναπόφευκτο το
γεγονός ότι ένα κομματάκι
φλαμουριάς στην πλήμνη της καρόροδας,
ένα φτυάρι από
καρπίνο, ένα χασοπο-
κούτσουρο από σφεντάμι, μια σανιδένια
επιφάνεια κοπής από φτελιά, κι ένα δρύινο
φύλλο τραπεζιού
μου έδειξαν όλα την πόρτα.

Μια χελώνα

Δο­κί­μα­σε να πεις σ’ έναν δρα­μα­τουρ­γό ότι ο ου­ρα­νός εί­ναι το όριο
όταν ένας αε­τός ρί­χνει μια χε­λώ­να κα­τα­πά­νω στο γυ­μνό του κρα­νίο.
Τώ­ρα ο Αι­σχύ­λος θα εκ­πνεύ­σει
δί­χως την ευ­και­ρία ν’ ανα­πτύ­ξει την ικα­νό­τη­τά του
σε μο­να­δι­κή μά­χη
ή να κυ­ριαρ­χή­σει σε βα­σι­κούς ηρω­ι­κούς άθλους.

Όσο ανε­πη­ρέ­α­στη κι αν εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά,
μια χε­λώ­να το εί­χε μέ­σα της να γί­νει το ηχείο μιας λύ­ρας
σκα­ρω­μέ­νης από τον φί­λο μου τον Ιω­σήφ, σε μια έσχα­τη
προ­σπά­θεια να στα­θεί υπε­ρά­νω του γκου­λάγκ.

Δε­δο­μέ­νου ότι οι Πορ­το­γά­λοι ξα­να­πή­ραν το φρού­ριο στην Αλ­μέι­δα
με­τά τη Συν­θή­κη του Πα­ρι­σιού
εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι δεν εί­ναι κά­θε απο­τέ­λε­σμα ολέ­θριο.

Sodus

Στη μνή­μη του Τζον Άσμπε­ρυ

Μια πα­ρα­φθο­ρά του assorodus, όρος των Κα­γιού­γκα που ση­μαί­νει «αση­μέ­νιο κύ­μα»,
η γε­νέ­τει­ρά σου επι­βε­βαί­ω­σε την προ­διά­θε­σή σου να γί­νεις Ποι­η­τής των Λι­μνών,
εγκλω­βι­σμέ­νος κα­θώς ήσουν στο σπί­τι εκεί­νο στην Οδό Λί­μνης,
ώσπου η ποί­η­ση σου πρό­σφε­ρε μια φτε­ρού­γα.
Μια άσπρη φτε­ρού­γα φυ­σι­κά, προ­βλέ­πο­ντας το λευ­κό άφρι­σμα των μαλ­λιών σου,
άφρη που πρό­βαλ­λε το απύθ­με­νο μπλε των μα­τιών σου.
Την έκ­φρα­ση «άφρι­σμα μαλ­λιών» τη χρη­σι­μο­ποί­η­σε για πρώ­τη φο­ρά ο Βε­νια­μίν Φραν­γκλί­νος
σε μια ξα­κου­στή επι­στο­λή πε­ρί ελαί­ου και τα­ραγ­μέ­νων νε­ρών.
Αυ­τό ήταν το 1773, τό­τε που ο όρος assorodus εί­χε ακό­μη κά­ποιο κύ­ρος.

Τέσσερα ποιήματα

Ο Paul Muldoon γεν­νή­θη­κε το 1951 στη Βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Εί­ναι πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, κρι­τι­κός και συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κών βι­βλί­ων με­τα­ξύ άλ­λων. Από το 1987 ζει στις ΗΠΑ, όπου εί­ναι κα­θη­γη­τής δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής στο πα­νε­πι­στή­μιο Πρίν­στον. Τα ποι­ή­μα­τα, που με την άδειά του δη­μο­σιεύ­ου­με εδώ, εί­ναι από την τε­λευ­ταία του συλ­λο­γή (2019) που έχει τον τί­τλο Frolic and detour (Χα­ρές και πα­ρα­κάμ­ψεις).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: