Κοντάκιον εις την Καινήν Κυριακήν και εις τον Θωμάν

—————————————————————————

Ακροστιχίδα: ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ

Κοντάκιον εις την Καινήν Κυριακήν και εις τον Θωμάν

————————————————————
Προοίμιο Ι
————————————————————

Τ φιλοπράγμονι δεξι τν ζωοπάροχόν σου πλευρν…

Τη βρυσομάνα της ζωής,
την ζωοδώτειρα πλευρά σου,
με χέρι από την δίψα του καημένο,
δύσπιστο χέρι, αποκαΐδι πονεμένο,
ψηλάφισε ο Θωμάς
Χριστέ και Θεέ.
Οι θύρες έφτασφράγιστες
μα σύ, καθώς εμπήκες
έκραζε με τους άλλους αποστόλους:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

————————————————————
Προοίμιο ΙΙ
————————————————————

το Θωμ δισταγμς πίστις ναμφίβολος οκονομήθη,….

Ο δισταγμός του Θωμά
έγινε πίστη ακράδαντη,σωτήρα,
αληθινά, με βούληση δική σου
για να μην έχει πειρασμό κανείς
με την ανάστασή σου.
Γιατί δεν του φανέρωσες
μονάχα τον εαυτό σου
μα και τις τρύπες των καρφιών
και την πληγή της λόγχης.
Για τούτο κι ομολόγησε:
«Κύριός μας είσαι και Θεός ».

————————————————————
Προοίμιο ΙΙΙ
————————————————————

Τν κ νεκρν σου νάστασιν πιστν …

Άπιστος όντας για την εκ νεκρών σου ανάσταση,
και ψάχνοντας και ψηλαφώντας
την θεϊκή πλευρά σου,
πλημμυρισμένος πίστη έλεγε
ο Δίδυμος Θωμάς:
«Συμπάθα με, Δεσπότη μου
με θράσος σε ψηλάφισα,
κι ας με δεχτεί η αγάπη σου
μένα που δεν διστάζω πιά,
μόνο με πίστη κράζω:
«Κύριός μας είσαι και Θεός ».

Κοντάκιον εις την Καινήν Κυριακήν και εις τον Θωμάν

Οίκος Α΄

Τίς ἐφύλαξε τὴν τοῦ μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον


Ποιός φύλαξε του μαθητή την παλάμη, τότε
μην την χωνέψει, μην την πυρπολήσει
η φλόγα,
όταν εσίμωσε στην πύρινη του Κυρίου πλευρά;
Πάντως η πλευρά,η ψηλαφισμένη.
Καθότι, αν η φλόγινη πλευρά
δεν έδινε το σθένος,
το πήλινό του το δεξί πως θ’ άντεχε
ν’ αγγίξει,
πληγές σεπτές που συγκλονίσανε
ουρανό και γη;
Χάριτος φως σου δόθηκε Θωμά,
να ψηλαφίσεις την λαμπαδισμένη του πλευρά
και να φωνάξεις στον Χριστό, ολόφωτος με πίστη:
«Κύριός μας είσαι και Θεός ».

Οίκος Β΄

ντως φέρουσα βάτος τ πρ καίετο κα ο κατεφλέγετο·

Όντως ο βάτος του Μωυσή
βάσταξε τη φωτιά,
φλεγόμενος και μη καιόμενος.
Κι αληθινά από το χέρι του Θωμά,
τ’ ολόφλογο όπως ο βάτος,
πιστεύω ολόκαρδα
του Μωυσέως τις γραφές.
Φθαρτής σαρκός, ώ χέρι του Θωμά,
χέρι ξεράγκαθο δίχως ρυάκι πίστης,
δεν κάηκες, ποτίστηκες,
αγγίζοντας πλευρά
λαμπάδα φλόγινη,
αναμμένη.
Και, τότε, πότισε
η φωτιά την αγκάθια
μα, τώρα, στη φωτιά
βόσκει ο βάτος του χεριού
και πίνει μεθυσμένος
κι ο ίδιος φανερώθηκε,
γάργαρη φλόγα ο Θεός,
ασύγχυτες φυλάγοντας
τις δυό του υποστάσεις.
Έτσι τον γεύτηκα, τον έμαθα
και τον δοξάζω,
τον Ένα, Θεό μαζί και Άνθρωπο
και κράζω:
«Κύριός μας είσαι και Θεός ».

Οίκος Γ΄

πεγράφη γρ βεβαίως μο ρος ταύτης τς πίστεως

Το χέρι του Θωμά
σάρκα σαθρή,
χαριτωμένη τώρα
και πανσθενουργή,
υπόγραψε για μένα
τον όρο αυτής της πίστης·
γιατί με το άγγιγμα του Χριστού
έγινε πέννα ταχυγράφου γραμματέως
και γράφει με την φλόγα που το δρόσισε
με φως, πόθεν η πίστις αναβλύζει.
Από την βρύση ετούτη
ήπιε ο Ληστής,
και μετανοιώσανε τα σωθικά του,
από την βρύση ετούτη οι Μαθητές
ποτίσαν την καρδιά τους,
από την βρύση ετούτη ο Θωμάς
άντλησε για το ψυχοκόρμι του
την που εγύρευε γνώση.
Πίνει πρώτος αχόρταγα
κι ύστερα μας ποτίζει.
Λιγάκι κλυδωνίστηκε
κι απίστησε
μα έπεισε πολλούς να λένε:
«Κύριός μας είσαι και Θεός ».

Οίκος Δ΄

Τίνος νεκεν πόθεν πς πίστησεν πόστολος;

Αλλά τι να ’γινε, από τι και πώς,
απίστησε ο Απόστολος ;
Καλό είναι να ρωτήσουμε
τον γιό του Ζεβεδαίου,
αφού τα λόγια του Διδύμου
κατακάθαρα
στην βίβλο τα ’γραψε του Ευαγγελίου.
Λέει, το λοιπόν, ο που έγινε σοφός
από άφατη αγάπη στον Χριστό του:
Ύστερα απ’ την Ανάσταση
είπαν στον Δίδυμο οι άλλοι μαθητές:
«Ω φίλε κι αδερφέ τον Κύριό μας
τον είδαμε, μας φανερώθηκεν εδώ».
Κι αμέσως τους απάντησε
ο Δίδυμος Θωμάς:
«Σεις τον Χριστό που είδατε, το κρύβετε;
Φωνάξτε!: “Κύριός μας είσαι και Θεός”».

Οίκος Ε΄

παγγείλατε παντ τ λα εδετε κα κούσατε· ….

Σ΄όλο τον κόσμο αναγγείλετε
τα όσα είδατε κι ακούσατε.
Τον λύχνο μην σκεπάσετε
με του σταριού το μόδιο.
Στο σκότος όσα μουρμουρίζετε
κηρύξτε τα στο φέγγος.
Έξω στηθείτε φανερά
μ’ ελεύθερη λαλιά.
Κρυμμένοι μέσα στην φωλιά
ανάγκη έχετε θάρρους.
Μιλάτε δυνατά
μα είναι κατάκλειστες οι θύρες.
Φωνάζετε “είδαμε εδώ τον Κύριο”.
Σ’ όλους να λάμψει η αλήθεια
ν’ απλωθεί σ’ όλη την κτίση,
να διδαχτούνε οι ταλαίπωροι θνητοί
να ψάλλουν στον Αναστημένο:
«Κύριός μας είσαι και Θεός».

Οίκος Στ΄

Πς δυνήσομαι πιστεσαι μν, κούων πιστα ήματα;


Πώς δύναμαι να σας πιστέψω
σύντροφοί μου
ακούγοντας τα λόγια σας τα απίστευτα;
Ανίσως ‘ρχόταν λυτρωτής
θα γύρευε τον σκλάβο.
Ανίσως μέρα ανάτελλε
η νύχτα θα σβηνόταν.
Κι αν ο βοσκός φαινότανε
θα φώναζε το αρνί του.
Κάποτε ήταν που ρώτησε
“πού θάψατε τον Λάζαρο;’’
Όμως τώρα δεν άκουσα
“πού βρίσκεται ο Θωμάς;”
Λησμόνησε, λοιπόν, αυτόν
που πόθησε μαζί του να πεθάνει;
Άπιστος μένω, ώσπου να ιδώ.
Κι όταν ιδώ κι αγγίξω–
ναί! Θα πιστέψω και θα πω:
«Κύριός μας είσαι και Θεός».

Οίκος Ζ΄

τι λέγοντος το Θώμα ποτ τοιατα…

Καθώς μιλούσε ο Θωμάς
στους αδερφούς του τέτοια,
κοντά τους έφτασε ο Σωτήρ,
χαρά των τρομαγμένων,
άμωμο στόμα ελεύθερο
για τους καταδιωγμένους,
για όσους λιποψύχησαν
κι έπεσαν στην δειλία.
Οι θύρες εφτασφράγιστες
και τριπλοκλειδωμένες,
στους μαθητές ανάμεσα
στάθηκε κι έλαμπε όλος.
Σαν τον αντίκρυσε ο Θωμάς
σκύβει το πρόσωπό του,
και μέσα του συλλογισμός
σπαθί λιανοκοπούσε:
“Τι κάνω τώρα, απηλογιά
πού να’βρω για τ’ αδέρφια,
να, πρίν δεν τους επίστεψα
και τι να πω στον Πέτρο;
Στους άλλους τι να βωώ να πω;
Αυτούς οπού περίπαιξα
πώς να τους πείσω και να πω:
«Κύριός μας είσαι και Θεός;»

Οίκος Η΄

Εθε σκησα κγ σιωπήν, ς ησος ν τ κρίνεσθαι·

Άμποτε να ’χα τυλιχτεί
του Ιησού μου τη σιωπή,
όταν τον σέρναν στο κριτήριο.
Όμως με κέντρισε για να μιλώ
η θέα των χαρούμενων συντρόφων.
Τα λόγια τους με ανάψανε
που κελαηδούσαν τη χαρά:
«Είδαμε αλήθεια ζωντανό,
αυτόν που θεληματικά
πέθανε από αγάπη».
Κι όπως αντίκρυσα τον Πέτρο τον ολόχαρο
που γεύτηκε πικρό νερό
στης αρνησιάς τη νύχτα,
σκιρτητικούς μες στην χαρά, σαν είδα
ξανά να λάμπουνε,
εκείνους που μαζί του
άφησαν τον Χριστό
σκορπίζοντας,
ζήλεψα, πόθησα κι εγώ
να κολυμπήσω στην χαρά τους
κι από τον ζήλο τον πυρό
είπα όσα προείπα.
Μην κρίνεις Ιησού μου,
στην αγκαλιά σου δέξου με,
συγκατάβαινε– δες σου φωνάζω:
« Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»

Οίκος Θ΄

Νύξ μοι γέγονε κα σκότος βαθ τ ήματα τν συνδούλων μου· ….

Πέσανε,εντός μου, σκοτασμός βαθύς,
πέπλο της μαύρης νύχτας,
τα λόγια των συμμαθητών.
Δεν με φωτίσανε, δεν άναψαν
στην ορφανή ψυχή μου
λαμπάδα θαύματος
που ανέλπιστα τώρα θωρώ.
Θεόκλειστες, μανταλωμένες πόρτες
Μα να!  Τον βλέπω πάλι τον Χριστό μου.
Έφτανε να μου πουν πως έτσι φανερώθη–
Αν μου το λέγανε
δε θα φαινόμουν άπιστος.
Γιατί θα αναθυμόμουνα και θα εννοούσα,
τη σύλληψή του και τη γέννηση
από την αειπάρθενο Μαρία.
Τι να το κάνω, μ’ άλλα λόγια,
που μου είπανε τον είδαν,
απλά και σκέτα – πως τον είδαν
δεν μου το είπανε.
Κι όποιος δεν του’λαχε να τον ιδεί,
πώς μπορεί να φωνάζει:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός;»

Κοντάκιον εις την Καινήν Κυριακήν και εις τον Θωμάν

Οίκος Ι΄

Οτω Δίδυμος λαλν αυτ λάλει κα τ Θε μν·

Έτσι μιλώντας μέσα του κρυφά
μιλούσε ο δίδυμος και στον Θεό μας.
Κι Αυτός που την ψυχή μας ψηλαφίζει,
βλέποντας τον Θωμά
με την καρδιά του σύντριμμα
όπως κάποτε τον τελώνη
λυπήθηκε, ο Κύριος, σφόδρα
και του λέει:
«Φέρε το χέρι σου εδώ.
Γιατί εδίστασες; Μίλα μου ολιγόπιστε.
Απ΄τα δικά μου τι σου φάνηκε απίστευτο;
Η Σταύρωση, η Νέκρωση ,
ή, άραγε, η Ανάσταση;
Ως πότε πια για μένα θ’ αμφιβάλλεις;
Εκείνον που ποθούσες ν’ αντικρύσεις –
Εδώ να στέκομαι! Βλέπε με και πες το:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΑ΄

πνον πνωσα ν τάφ μικρν κα μετ τρες νεβίωσα·

«Σ’ ύπνο κοιμήθηκα ιερό
για λίγο μες στον τάφο –
στις τρείς απάνω μέρες
εξανάζησα.
Για σένα κι όλους σαν κι εσέ
κειτόμουνα στο μνήμα
κι εσύ αντί για ευχαριστώ
προσφέρεις απιστία;
Γιατί άκουσα όσα έλεγες
στους αδερφούς σου».
Φόβο ξεχείλισε ο Θωμάς με τούτα
και όπως μαζεύτηκε ανακράζει:
«Μην με κατηγορείς, Σωτήρ,
παντοτεινά πιστεύω,
πιστεύω εσένα μοναχά –
μα Πέτρο κι υπολοίπους,
δύσκολο να εμπιστευτώ.
Ξέρω, δε λένε ψεύδη,
αλλά τη δύσκολη στιγμή
τρομάξανε να σου το πουν:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΒ΄

Ῥῖψαι θέλοντα τν Θωμάν ποτ τς πιστίας τ γκλημα

Μα εκείνος που όλα τα κοιτά,
ο παντεπόπτης Κύριος,
σαν είδε τότε τον Θωμά
να ξεπλυθεί που επόθησε
από της απιστίας το στίγμα,
τέτοια του δίνει απόκριση:
«Κι εσύ μαζί τους ήσουνα
στου πάθους μου τις μέρες,
κι όλοι μ’αφήκατε μονάχο μου
να πάσχω.
Σκληρός ήτανε, Δίδυμε,
δύσκολος ο καιρός
και μην κατηγορείς,
γιατί η Γραφή το λέγει:
“Θα τσακίσω τον Ποιμένα
και θα σκορπίσω ΄δώ κι εκεί
τα πρόβατα της ποίμνης”.
Τούτα που λέγω σκέψου τα
κι ό, τι μου είπες πράξε.
Να με αγγίξεις θέλεις;
Έγγιζε και κράξε:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΓ΄

το θαύματος, τς νοχς, τς μέτρου πραότητος·

Ω των θαυμάτων θαύμα!
Πόση η ανοχή;
Τι αμέτρητη πραότης!
Να ψηλαφίζεται ο ανέγγιχτος,
να πιάνεται απ’ τον δούλο, –
δείχνει στον υπηρέτη του
πληγές, σημάδια ο αφέντης
που όταν του τις εκάνανε
εσείστηκε όλη η Κτίσις.
Κι όπως με τέτοιες δωρεές
αξιώθηκε ο Θωμάς ευλογημένος,
ξεσπάει, κύμα, την δέηση,
αντίδωρο σ΄ Εκείνον
που τον χαρίτωσε με τέτοια αξία
λέγοντας από την ψυχή του:
«Δέσποτα, δείξε ανοχή
στην απερίσκεπτη ντροπή μου.
Λυπήσου με! Το χορταράκι,
το αδύναμο το χόρτο!
Της απιστίας τη μαύρη πέτρα
σήκωσέ μου την! Πάρε μου το φόρτο
να ανασάνω και να ψάλλω και να πω:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΔ΄

Μενον ημέρας, ως ν γ κατατρυφήσω σου, Κύριε· …

Μείνε, για λίγες μόνο ημέρες, Κύριε μου,
τη γλύκα της χαράς σου για να πάρω,
δικός σου είμαι κάμε το.
Υπόμεινες τους ξένους,
κάνε λιγάκι υπομονή,
δείξε τες και σ' εμένα τις πληγές σου,
όπως από πηγές ν’ αντλήσω και να πιω.
Και μην με κάψεις, Σώτερ μου,
φωτιά είν’ η υπόστασή σου,
και θέλησες για την αγάπη μας
να σαρκωθείς, σώμα να λάβεις
σαν κι εμάς.
Κρύψε, παρακαλώ σε, για λιγάκι
την Θεότητά σου,
κρύψε, όσο γίνεται, Δέσποτα,
τον εαυτό σου.
Και δέξου με, Σωτήρα μου,
σαν την αιμορροούσα.
Μα δεν κρατάω
του ιματίου σου την άκρη,
εσένα ψηλαφίζω και αγγίζω κι ακουμπώ
και ανακράζω:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΕ΄

παξ κουσας, καλ μαθητά, γενο πιστς κα μ πιστος·

«Άκουσες, άπαξ δια παντός,
σ’ το ’πα καλέ μου μαθητή,
γίνου πιστός, διώξε την απιστία.
Και μη φοβάσαι, δε σε φλέγω,
φυλάγω τους εντός μου.
Το ίδιο πρόσταξα να κάνει
η κάμινος στην Βαβυλώνα,
όμως εγώ, ακόμα πιότερο,
το ίδιο κάνω και διδάσκω.
Είσαι, μήπως κατώτερος
από την πόρνη την αμαρτωλή;
Αυτή –θυμάσαι;– άλειψε
με μύρο το κεφάλι μου
και τα μαλλιά της στέγνωσαν
τα άγιά μου πόδια.
Κόπιασε, φίλε, το λοιπόν,
έλα, δε θέλω μύρα.
Τον εαυτό σου μύρωσε,
ευώδιασέ τον, λέγοντας:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΣT΄

Ναί, φιλάνθρωπε, μυρίσω κγώ, οχ ς πόρνη τ πρότερον·

«Ω, ναι φιλάνθρωπε,
θα σου αντιδωρίσω μύρα
αλλ’ όχι όπως τότε η πόρνη.
Δεν πάω σε μυροπώλη, για να πω
“δώσε μου μύρο”.
Την πίστη μου σε σένανε προσφέρω
που ΄χεις της Χάρης την πλευρά
τη ματωμένη,
ευωδιαστή, πολύτιμη,
πάνω από κάθε μύρο,
την αγιασμένη σου πλευρά
και την κρατώ κι αναγαλλιάζω.
Δοξάζω την θεϊκή σου συγκατάβαση,
Χριστέ
πώς άνθρωπος εγίνηκες,
ώστε απ’ την ματαιότητα
των κούφιων ειδώλων
να γλιτώσεις τον άνθρωπο.
Και καταδέχτηκες, ραπίσματα, Σωτήρ,
Για να με απελευθερώσεις απ΄τα πάθη
και, τώρα, να σου φωνάζω:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΖ΄

μως κουσον κα μάθε σαφς· σοφο γρ γέγονας μέτοχος·…

«Άκουσε, όμως, νοιώσε το βαθειά. –
Τώρα έγινες του σοφού κοινωνός.
Είμαι η Σοφία του Πατέρα,
με γνωρίσατε οι άνθρωποι.
Μακάριος είσαι συ ο πιστεύων
μ’ ακόμη μακαρίζω πιο πολύ,
όσους από ψιλή ακοή,
προσήλθανε σε μένα.
Αγγίζοντας με, γνώρισες την δόξα μου,
όμως εκείνοι ακούν τα λόγια μου
κι ελεύθερα με προσκυνούνε.
Μεγάλη αξία έχουνε,
όσοι έτσι με πιστεύουν.
Γιατί εσύ με βλέπεις
σαν ο μαθητής μου,
μα εκείνοι ως δούλοι άγιοι
και ψάλλουνε:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

Οίκος ΙΗ΄

Ὑπὸ χάριτος ψυχῇ καὶ σαρκὶ στηρίξας σῶσόν με, ὕψιστε…

Ύψιστε, σώσε μου και σώμα και ψυχή
στήριξε, σκέπαζέ με
κάτω από την χάρη σου,
κάνε να παίρνω χάρη
σαν ακουμπώ την αγιασμένη σου πλευρά,
κι από τα πάθη λυτρωμένος
με το σώμα και το αίμα σου,
να βρω την άφεση των αμαρτημάτων.
Ο Θωμάς ψηλαφίζοντάς σε
τώρα είδε την δόξα σου.
Όμως τρέμω, δειλιάζω ο ταλαίπωρος,
γιατί το θέλημά σου το γνωρίζω.
Βλέπω τα έργα μου,
η συνείδησή μου τρικυμίζει.
Λυπήσου με Σωτήρα μου,
λυπήσου, ευσπλαγχνικέ μου,
ώστε με λόγια κι έργα, αδιάκοπα
να τραγουδάω απαύστως:
«Ο Κύριός μας είσαι κι ο Θεός».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: