Κοντάκιο στην Υπαπαντή

«Το όραμα του Ρωμανού του Μελωδού». (Αγνώστου ζωγράφου, 1613)
«Το όραμα του Ρωμανού του Μελωδού». (Αγνώστου ζωγράφου, 1613)

——————————

Μηνὶ Φεβρουαρίῳ β, κοντάκιον εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου, ἦχος α, φέρον ἀκροστιχίδα
«τοτο ωμανο τ πος» πρὸς Τὸ φοβερόν σου.

——————————

Προοίμιον Ι

Χορὸς ἀγγελικὸς ἐκπληττέσθω τὸ θαῦμα

Των αγγέλων ο χορός ας εκπλαγεί απ’ το θαύμα
κι ας πλέξουμε με την φωνή οι άνθρωποι τον ύμνο,
βλέποντας την ανείπωτη του Θεού συγκατάβαση.
Κείνον που τρέμουν και ριγούν οι ουράνιες δυνάμεις
τον αγκαλιάζουν σήμερα τα γέρικα τα χέρια,
τον μόνο φίλο του γένους των ανθρώπων.

Προοίμιον II

Ὁ σάρκα δι' ἡμᾶς ἐκ παρθένου φορέσας

Εσύ που τη σάρκα μας από τα σπλάγχνα έλαβες της παρθένου
εσύ που βρέφος σε βάσταξε η αγκάλη του πρεσβύτη,
σήκωσε μέχρις ουρανού το σθένος των πιστών μας βασιλιάδων.
Δυνάμωσέ τους με την δύναμή σου, λόγε σαρκωμένε.
Πότισε στην ευφραντική χαρά σου την βασιλεία τους την ευσεβή
εσυ, μόνε του γένους των ανθρώπων φίλε.

Προοίμιον III

Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου

Εσύ που αγιάσες με την γέννησή σου την μήτρα την παρθενική
ο που τα ροζιασμένα ευλόγησες χέρια του Συμεών
όπως ορίζανε οι Γραφές
μας πρόφτασες την έχατη ώρα και μας έσωσες,
Χριστέ, μόνε Θεέ μας.
Μα των πολέμων σπάσε τον τυφώνα με την δική σου ειρήνη
το φως της χάρης της τους βασιλείς μας ας τυλίγει
δύναμη της δικής σου αγάπης,
μόνε του γένους των ανθρώπων φίλε.

Ο Ι Κ Ο Ι

Ο Ι Κ Ο Σ   Α´
—————————————————————————
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν οἱ βουλόμενοι

Όσοι η καρδιά τους το διψά, ας τρέξουμε στη Θεοτόκο
να δούμε το γιο της
στον γερο-Συμεών να οδηγείται.
Εκείνον σαν θωρούσαν οι άγγελοι οι ουράνιοι
άναυδοι στο μυστήριο τραγουδούσαν:

«Τώρα μας φανερώνονται θαυμάσια και παράδοξα
ο νους δεν τα χωρά, γλιστρούν από τη γλώσσα.
Ο βλαστουργός του Αδάμ βρέφος, μωρό βαστιέται.
Αχώρητος μα πώς χωρεί σε γέροντος αγκάλες.
Στους δίχως όρια κόλπους υπάρχει του πατρός του
Κι όμως απ΄ της αγάπης του το είναι
λαβαίνει σάρκα –τη δική μας– θεληματικά
γίνεται τέλειος άνθρωπος όντας τέλειος Θεός,
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος του γένους των ανθρώπων».

Ο Ι Κ Ο Σ   Β´
—————————————————————————
Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξαντο, ἀοράτως μὲν

Όταν τούτα τα ψάλλανε πλήθη των ασωμάτων,

του Κυρίου αόρατοι προσκυνητές
και μακαρίζαν τους ανθρώπους,
γιατί ο λικνιζόμενος στις πτέρυγες των χερουβείμ
φυτεύτηκε μες στην γενιά τους.
Επειδή φάνηκε σαν ένας απ’ αυτούς
εκείνος, ο απρόσιτος για τους αγγέλους.
Γιατί στο χέρι του κρατά τα σύμπαντα
και τα σκεπάζει ο κτίστης
ο φυτουργός βρεφών στα σπλάγχνα των μανάδων
και τώρα απ’ την αγάπη του έγινε ο ίδιος βρέφος
μ΄ ακέρια την θεότητα, αχώριστος αιωνίως
απ’ τον πατέρα κι απ΄ το Πνεύμα, ο συνάναρχός τους
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος του γένους των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Γ´
—————————————————————————
Ὕμνουν ἐν τούτοις οἱ ἄγγελοι τὸν φιλάνθρωπον

Τέτοιους ύμνους υφαίνανε του φιλανθρώπου οι αγγέλοι
και πορευότανε το σπλάγχνο της στην αγκαλιά κρατώντας η Μαρία.
Και συλλογίζονταν πώς της χαρίστηκε να γίνει μάνα
και πώς παρθένος στο μυστήριο έμεινε.
Αφού ένοιωσε τη γέννα της πάνω απ’ την φύση
πλημμύριζε με δέος και φρικιούσε.
Μέσα στον άγιο λογισμό ψέλλιζε φθόγγους τέτοιους:

«Πώς να σε πω, με ποιο όνομα γιε μου;
Πώς να σε λέω άνθρωπο, τον πάνω απ’ τους ανθρώπους
εσένα, που αμόλυντη την παρθενία μού φύλαξες
μοναδικέ, παντοτεινέ, φίλε του γένους των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Δ´
—————————————————————————
Τέλειον ἄνθρωπον εἴπω σε; Ἀλλ' ἐπίσταμαι

»Πώς να σε πω; Τέλειο άνθρωπο; Δε φτάνει. Αφού γνωρίζω
τη θεϊκή σου σύλληψη. Γιατί κανείς ποτέ από τους θνητούς
δίχως το σπέρμα του ανδρός σε σμίξιμο κορμιών δεν συνελήφθη
καθώς εσύ, ο αναμάρτητος. Κι αν πάλι σε φωνάξω Θεό,
θαυμάζω, αφού σε βλέπω
σ΄ όλα, ίδιον με μένα –
δεν έχεις τίποτε ξεχωριστό από τ’ ανθρώπινα,
μ’ όλον που γεννήθηκες και συνελήφθης
χωρίς της αμαρτίας το σαράκι.
Το γάλα μου, να σε θηλάσω, ως μάνα
ή μήπως να προσπέσω στα πόδια σου δοξολογώντας;
Τα πράγματα άχρονο σε σαλπίζουν
κι ας φόρεσες τη σάρκα τη δική μας
μοναδικέ, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων».

Ο Ι Κ Ο Σ   Ε´
—————————————————————————
Οὕτως εἰσήχθη ὁ Κύριος βασταζόμενος

Έτσι, αγκαλοφορούμενος, ο Κύριος μπήκε στον ναό
μαζί με τα δώρα για το ολοκαύτωμα,
όπως το διηγείται η Γραφή.
Τον Κύριο νήπιο, δέχτηκε στα χέρια του
απ’ της μητρός τον κόρφο ο καλότυχος Συμεών.
Χαρά και τρόμος μέσα του φυσούσαν.
Όντας ανεβασμένη η ψυχή του στα ένδον μάτια
έβλεπε αγγέλων κι αρχαγγέλων τάγματα
να παραστέκουνε με δέος δοξολογώντας
εκείνον. Τον Χριστό.
Κι όλος ο νους του πύρινη κραύγαζε ικεσία:

«Ελέησέ με, φύλαξέ με
φλόγα της θεότητας απόκαυμα μη με αφήσεις,
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων».

Ο Ι Κ Ο Σ   ΣΤ´
—————————————————————————
Ῥώννυμαι νῦν ὁ ταλαίπωρος, ὅτι εἶδόν σου

Δυνάμεως ύδατα κατρακυλούν στις φλέβες
του γέρικου κορμιού και της ψυχής της κουρασμένης
γιατί έδωσες να δουν τα μάτια μου το γιο σου
Χριστό και σωτηρία για μας, Θεέ και Κύριε.
Χριστέ μου! Εσύ ΄σαι η υπερτέλεια εικόνα
της ακατάληπτης υπάρξεως του πατέρα
ήλιος, αστέρι του φωτός απρόσιτο,
σφραγίδα της θεότητας απαράλλαχτη,
φως αυγινό και άστραμμα
της φωτόδοξης φύσεως του Πατρός σου
ολόλαμπο όταν πλημμυρίζει αλήθεια διάφανη
των σκότεινων ανθρώπων τις ψυχές,
Ο υπάρχων πριν να γεννηθούν των αιώνων τα ποτάμια
δημιουργός του χρόνου και των πάντων.
Σε ονομάζω φως που ακτινοβολείς από μακρυά
φως του Πατρός σου αθόλωτο και δίχως όρια
κι έξω απ΄του νου μας τις πλεκτάνες,
άνθρωπος μ’ όλο που ’γινες,
γιατί ΄σαι ο μόνος και παντοτεινός
αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ζ´
—————————————————————————
Ὦ ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε, τὰς τοῦ Ἄβελ σὺ

Αγαθέ, και φιλάνθρωπε, εσύ
του αδικοσκοτωμένου Άβελ, τον παλαιό καιρό,
δέχτηκες με την αγάπη σου τις προσφορές,
καθώς κι απ’ όλους τους δικαίους.

Άραγ' εσύ, σε ποιόν προσφέρεις
θυσία κι ολοκαυτώματα
Πανάγιε;
Γνωρίζω, άλλος από εσένα πιο ψηλά
δεν είναι και μήτε θα υπάρξει,
Κύριε, που του λογισμού το πέταγμα
γκρεμίζεται και δε σ' αγγίζει.
Συνάναρχος και ομοούσιος μ’ εκείνον είσαι.
Μα για να φανερώσεις πως αληθινά
το φύραμα της αάρκας μας εν ταπεινώσει επήρες
τηρώντας τον δικό σου νόμο, προσφέρεις την θυσία
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Η´
—————————————————————————
Μέγας ὑπάρχεις καὶ ἔνδοξος, ὃν ἐγέννησεν

Μεγάλε και τρισένδοξε και γεννημένε,
πέρα από κάθε λόγο, μυστικά, από τον Πατέρα,
πανάγιε της Μαρίας γιε.
Έναν σε έχω και σε ονομάζω
αληθινά ορατό κι αόρατο,
χωρητό κι αχώρητο.
Φυσικό προ των αιώνων γιο Θεού
σε νοιώθω, σε πιστεύω.
Όμως σε ονοματίζω, πάνω από την φύση,
και της παρθένου γιο.
Για τούτο κι αποτόλμησα
να σ’ έχω εντός μου λαμπερό λυχνάρι.
Όποιος λυχνάρι σε κρατά, δεν καίγεται
φωτίζεται, φωτίζει.
Έλα και λάμψε μέσα μου, λύχνε αμάραντε,
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Θ´
—————————————————————————
Ἀκούουσα ταῦτα παρίστατο καὶ ἐξίστατο

Άκουγε σιωπηλή, θαυμάζοντας
στεκάμενη στο πλάι του πρεσβύτη
η άσπιλη παρθένος. Γύρισε και της είπε
ο γέροντας:

«Όλοι οι προφήτες το γιο σου κήρυξαν,
τον γεννημένο δίχως αντρική σπορά.
Αλλά για σένα ακόμη ο προφήτης έκραξε
φανέρωσε πως είσαι θαύμα,
ότι είσαι η πύλη η σφραγισμένη, Θεοτόκε.
Γιατί μέσα από σένα, εισήλθε και εξήλθε
ο κύριος της ζωής και ο δεσπότης.
Μήτε έσπασε μήτε εσάλεψε
της αγνείας σου η πύλη,
κείνη που μόνος πέρασε
και την εφύλαξε άφθορη,
μόνος, παντοτεινός, ο αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι´
—————————————————————————
Νῦν γνωριῶ σοι καὶ ἅπαντα προφητεύσω σοι

Τώρα θα στα γνωρίσω όλα
και τη θεία βουλή θα ερμηνεύσω
σ' εσένα, Μαριάμ,
κατακάθαρη και παναγία.
Γιατί ο γιος σου θα γενεί
αυτός οπού για ελόγου του
πολλοί θα πέφτουνε στα τάρταρα
κι άλλοι θα ανασταίνονται,
αυτός που είναι ο ίδιος
ζωή κι ανάσταση των πάντων.
Όμως δεν φανερώθηκε
για να πέφτουν άλλοι
και άλλοι να σηκώνονται.
Αφού είναι η ευσπλαγχνία σαρκωμένη
δε χαίρονται των οικτιρμών τα θεία σπλάγχνα του
με των ανθρώπων την καταβαράθρωση,
μήτε ήρθε αφορμή να γίνει
ώστε να γκρεμιστούνε όσοι στέκονται.
Εκείνους που έπεσαν, περισσότερο,
έφτασε με αγάπη να σηκώσει,
ήρθε για να λυτρώσει από τον θάνατο
το αγαπημένο του το πλάσμα,
ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Α´
————————————————————————
Οὗτος ὁ τρόπος τῆς πτώσεως καὶ ἐγέρσεως

Τούτος ο τρόπος της πτώσης και της ανάστασης
με φωτισμό της χάριτος και λάμψη
δόθηκε στους δικαίους.
Από την δολερή αμαρτία όσοι είναι ορθοί
πέφτουν και γίνονται νεκροί,
νομίζοντας πως ζουν.
Με τη δικαιοσύνη του Θεού των εντολών
και με την πίστη τους εγείρονται,
και ζουν αληθινά στο φως της χάρης,
που  ’ναι της λάμψης κόρφος
όσοι αγωνίζονται και θέλουν.
Και πέφτουνε όπως λέπια
του κορμιού τα πάθη
και αστραποβολά η ψυχή
με κόσμημα τις θείες αρετές.
Όντας νεκρώσει η πορνεία,
ανθίζει η σωφροσύνη.
Πάτησε το κακό κι ανάστησε
κάθε καλό κι ωραίο αληθινά,
ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Β´
————————————————————————
Ὑπὸ Χριστοῦ ἐνεργούμενος, προμηνύω σοι

Της χάρης του Χριστού εντολοδόχος
σου προλέγω το θαύμα το τελούμενο από δω και μπρος
μέγα σημείο αντιλεγόμενο, σκανδάλου αφορμή
για όσους έχασαν την πίστη τους.
Το αντιλεγόμενο σημείο θα είναι πάντοτε ο σταυρός,
που για τον γιο σου το Χριστό οι άνομοι θα στήσουν.
Τον σταυρωμένο εκείνο άλλοι θα κηρύξουνε Θεό
κι άλλοι πάλι άνθρωπο,
πλάθοντας δοξασίες ασέβειας κι ευσέβειας.
Σε κάποιους θα δοθεί να εννοήσουν το ουράνιο σώμα του
άλλοι –οι πολλοί– θα το νομίσουνε φανταστικό.
Κι άλλοι πάλι θα κρώζουνε πως από σένανε κυρά
σάρκα χωρίς ψυχή ότι πήρε,
[κι] άλλοι πως έλαβε σάρκα έμψυχη,
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Γ´
————————————————————————
Τοσοῦτον δὲ τὸ μυστήριον ἀντιλέγεται

Τόσο πολύ θ' αρνούνται το μυστήριο, τόσο θα φρυάζουν
που και στον κατακάθαρο δικό σου νου
σύννεφο λογισμών αμφιβολίας θα πέσει.
Κι όταν θα δεις τον γιο σου κρεμασμένο, αθώο αρνί, στον σταυρό,
πάναγνη,
θυμούμενη τα λόγια που είπε ο άγγελος,
και τη θεία σύλληψη
και τα άρρητα θαύματα και μυστικά –
και παρευθύς θα σε σκεπάσει αβεβαιότητα.
Όπως ρομφαία θα σχίσει την καρδιά σου
η εικόνα του σεπτού του πάθους.
Όμως μετά από όλα τούτα,
θα στείλει γρήγορη γιατρειά, παραμυθία
να επουλώσει την καρδιά σου
και ειρήνη, την δική του, την αγέραστη
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων».

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Δ´
————————————————————————
Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξατο πρὸς τὴν ἄμεμπτον

Έτσι σαν μίλησε στην Θεοτόκο την αψεγάδιαστη
ο δίκαιος γέρος,
γύρισε και με λαγαρή φωνή λάλησε στο παιδί [της]:

«Τώρα τον δούλο σου ελευθερώνεις, μέσα στην δική σου ειρήνη,
γιατί ήρθες και σε είδα, κύριε.
Οδήγησέ με, άσε με να φύγω στην ατέρμονη ζωή
ζωή αληθινή μας κι άφατη
αφού μας το υποσχέθηκες, πριν κατεβείς στον κόσμο.
Λοιπόν, κράτα το λόγο σου σ' εμένα, λόγε.
Στείλε με στου Αβραάμ τους κόλπους,
στους κόλπους των πατριαρχών,
πανάγιε,
κι από τα ρέοντα και φθαρτά, ταχύ απόλυσέ με,
μόνε, παντοτεινέ κι αγαπημένε των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Ε´
————————————————————————
Ἔστι γάρ, ἔστι πολύστονα καὶ ἐπίμοχθα

Γιατί ’ναι –ναι, είναι!– πλήρη στεναγμών κι ασήκωτων βασάνων
τα τωρινά, τα πρόσκαιρα, από την γέννησή τους πεθαμένα.
Γι' αυτό όλους τους δίκαιους σήκωσες από δώθε
μέσα στην άγια σου ζωή.
Ο Ενώχ και ο Ηλίας, φρόντισες εσύ, να μην γευτούνε θάνατο,
Κύριε – και κατά το θέλημά σου θαυμαστά από τον κόσμο φύγαν
ολόκορμοι να κατοικούν σε χώρα φωτεινή κι αστέναχτη.
Ξερρίζωσέ με, Δημιουργέ, από τον ψεύτη κόσμο
και δέξου με και λάβε την ψυχή μου,
αρίθμησέ με μες στα νέφη των αγίων σου,
μόνε, παντοτεινέ κι αγαπημένε των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Σ Τ´
————————————————————————
Πάντων ζωὴ καὶ ἀνάστασις παραγέγονας

Ήρθες στην γή, εσύ, ζωή και ανάσταση των πάντων
από παναγαθότητα, αγάπη, καλοσύνη.
Λύσε με, το λοιπόν, απ΄ της τρεχούμενης χαμοζωής τα βάρη
Θε μου, φέρε με στην αιώνια ζωή σου, ο αθάνατος,
φέρε με στην αθανασία.
Παράδωσέ μου το κορμί στο χάρο των σωμάτων
όπως έκαμες σ’ όσους έχεις φίλους,
και δώσε μου, πολυέλεε, ζωή δική σου, αιώνια.
Κι όπως αξιώθηκα να σε δω, να ’χεις κορμί σαν το δικό μου,
να σε βαστάξω όπως αξιώθηκα στα γέρικά μου χέρια
κάμε να δω τη δόξα που ΄χεις, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα.
Αφού μένεις κι εκεί κι εδώ μας έχεις έρθει
γιατί ΄σαι ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Ζ´
————————————————————————
Ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων προσεδέξατο

Των δυνάμεων ο βασιλεύς, δέχτηκε στην αγάπη του
τη δέηση του δικαίου,
κι αοράτα και μυστικά, όπως Θεός μόνο γνωρίζει
απάντησε:

«Σ΄ελευθερώνω, φίλε τρισαγαπημένε, τώρα από τα πρόσκαιρα
για της αιωνιότητας τούς κήπους.
Σεστέλνω στον Μωυσή και στους λοιπούς προφήτες.
Μα να τους πεις το χαρμόσυνο μήνυμα
ότι, αυτός που προφητέψαν, να ΄μαι, ήρθα στον κόσμο
γεννημένος εκ παρθένου, κατά τα κηρύγματά τους.
Αποκαλύφθηκα στον κόσμο, συναναστράφηκα ανθρώπους,
κατά τα κηρύγματά τους.
Και έρχομαι ταχύ, όταν όλους τους ελευθερώσω,
χύνοντας το αίμα μου,
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων».

Ο Ι Κ Ο Σ   Ι Η´
————————————————————————
Σὲ δυσωποῦμεν, πανάγιε, ἀνεξίκακε

Παρακαλούμε διάπυρα, πανάγιε, ανεξίκακε,
εσύ, ζωή, γιατρειά από την αρρώστεια,
η γάργαρη πηγή πάσης αγαθωσύνης.
Ρίξε το βλέμμα σου απ’ τους ουρανούς
κι έλα κοντά μας, έλα
σ΄ όλους όσοι ελπίζουνε σε σένανε παντοτεινά.
Από τις θλίψεις κι από τις ανάγκες, λύτρωσε, Κύριε,
τη ζωή μας,
στην πίστη της αλήθειας σου οδήγησέ μας όλους,
με τις πρεσβείες της πανάχραντη, θεοτόκου και παρθένου
σώσε τον κόσμο σου κι όλα τα πλάσματα του κόσμου
όλους με την φτερούγα της στοργής σου σκέπασέ μας,
εσυ που από έρωτα ασίγαστο
δίχως καμμιάν αλλοίωση της θεότητάς σου,
έγινες άνθρωπος για χάρη μας,
ο μόνος και παντοτεινός κι αγαπημένος των ανθρώπων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: