Εννέα ποιήματα

Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου
Εννέα ποιήματα

Συλ­λο­γί­ζο­μαι ένα σω­ρό ανοη­σί­ες κι άλ­λες τό­σες σο­φι­στεί­ες για το πως πρέ­πει να συ­στή­σω τον νε­κρό ποι­η­τή (μου), τον τρό­πο που έξυ­πνα θ’ απο­φύ­γω να μι­λή­σω για τη γε­νέ­τει­ρα του —το Λά­ου­φεν της Σουα­βί­ας και τον πο­τα­μό Νέ­καρ—, τον θά­να­το του πα­τέ­ρα του, τον πα­τριό του Γιό­χαν Κρί­στιαν Γκοκ, τις με­γά­λες του φι­λί­ες με τον Σέ­λινγκ, τον Χέ­γκελ, τον Σί­λερ και τον Γκαί­τε, για τον ευ­ερ­γέ­τη του Ισα­άκ φον Σίν­κλαιρ κι όλα όσα βιο­γρα­φι­κά κα­θέ­νας μπο­ρεί ν’ ανα­κα­λύ­ψει σ’ όλες τις γλώσ­σες του κό­σμου. Εξάλ­λου πο­λύ λί­γο συμ­φω­νώ με τους βιο­γρά­φους του αιώ­να μου κι από αυ­τούς του πε­ρα­σμέ­νου δια­λέ­γω: τον Άρη Δι­κταίο,[1] το «Εγκώ­μιο» του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη κι υιο­θε­τώ ως βά­ση το δο­κί­μιο του Ζή­σι­μου Λο­ρεν­τζά­του για το «Τε­τρά­στι­χο»[2] του. Όμως η πιο αλη­θι­νή πε­ρι­γρα­φή για τον Χέλ­ντερ­λιν εί­ναι αυ­τή που ο Πολ Όστερ κα­τα­γρά­φει στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Η επι­νό­η­ση της μο­να­ξιάς. Κι εί­ναι η πιο αλη­θι­νή για­τί μό­νο με μυ­θο­πλα­σία προ­σεγ­γί­ζει κα­νείς τον θε­ο­λό­γο ποι­η­τή, που ερω­τεύ­τη­κε την πα­ντρε­μέ­νη με τον Γιά­κομπ Φρί­ντριχ Γκό­νταρτ, Σου­ζέ­τε, στο σπί­τι των οποί­ων ερ­γα­ζό­ταν ως οι­κο­δι­δά­σκα­λος. Η γυ­ναί­κα που έγι­νε για τον Χέλ­ντερ­λιν το σύμ­βο­λο του με­γά­λου και κο­σμο­γο­νι­κού μυ­στι­κού έρω­τα. Αυ­τή που ο ποι­η­τής την αντα­μεί­βει ονο­μά­ζο­ντάς την Διο­τί­μα στον «Υπε­ρί­ω­νά» του.

Γρά­φει ο Όστερ:[3]

Φθά­νο­ντας στη Στουτ­γάρ­δη, «χλω­μός σαν νε­κρός, κά­τι­σχνος, µε βα­θου­λω­μέ­να αγριε­μέ­να µά­τια, µε µα­κριά μαλ­λιά και γέ­νια και ντυ­μέ­νος σαν ζη­τιά­νος», στά­θη­κε µπρο­στά στον φί­λο του τον Μά­τι­σον και εί­πε µία και μο­να­δι­κή λέ­ξη: «Χέλ­ντερ­λιν». Έξι µή­νες µε­τά, η αγα­πη­μέ­νη του Σι­ζέτ πέ­θα­νε. Το 1806 εμ­φά­νι­σε σχι­ζο­φρέ­νεια και έκτο­τε, για τριά­ντα έξι χρό­νια, για τη µι­σή του ζωή δη­λα­δή, έζη­σε ολο­μό­να­χος σε έναν πύρ­γο χτι­σμέ­νο για λο­γα­ρια­σμό του από τον Τσί­μερ, τον µα­ρα­γκό από το Τί­μπιν­γκεν —Zimmer στα γερ­μα­νι­κά ση­μαί­νει δω­μά­τιο. (…) Προς το τέ­λος της ζω­ής του Χέλ­ντερ­λιν, ένας επι­σκέ­πτης στον πύρ­γο ανέ­φε­ρε το όνο­µα της Σι­ζέτ. Ο ποι­η­τής απά­ντη­σε: «Αχ, η Διο­τί­μα µου. Μη μου μι­λά­τε για τη Διο­τί­μα µου. Δε­κα­τρείς γιους μού γέν­νη­σε, Ο ένας εί­ναι ο πά­πας, ένας άλ­λος εί­ναι ο σουλ­τά­νος, ο τρί­τος εί­ναι ο αυ­το­κρά­το­ρας της Ρω­σί­ας...». Κι έπει­τα: «Ξέ­ρε­τε τι της συ­νέ­βη; Κα­τά­ντη­σε τρε­λή, ναι, τρε­λή, τρε­λή, τρε­λή».
Λέ­γε­ται ότι, εκεί­να τα χρό­νια, ο Χέλ­ντερ­λιν σπα­νί­ως έβγαι­νε από τον πύρ­γο. Όταν εγκα­τέ­λει­πε το δω­μά­τιό του, αυ­τό γι­νό­ταν µό­νο και µό­νο για να κά­νει πε­ρι­πά­τους στην εξο­χή, να γε­μί­σει τις τσέ­πες του µε πέ­τρες και να μα­ζέ­ψει λου­λού­δια που αρ­γό­τε­ρα θα τα κομ­μά­τια­ζε. Στην πό­λη οι φοι­τη­τές τον κο­ρόι­δευαν και τα παι­διά έφευ­γαν τρέ­χο­ντας µα­κριά του όπο­τε πλη­σί­α­ζε να τα χαι­ρε­τή­σει. Προς το τέ­λος, το μυα­λό του βρι­σκό­ταν σε τέ­τοια σύγ­χυ­ση, ώστε άρ­χι­σε να αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται µε διά­φο­ρα ονό­μα­τα —Σκαρ­ντι­νέ­λι, Κι­λα­λου­ζί­µε­νο— και µια φο­ρά, όταν ένας επι­σκέ­πτης άρ­γη­σε να φύ­γει από το δω­μά­τιό του, εκεί­νος του έδει­ξε την πόρ­τα και, υψώ­νο­ντας προει­δο­ποι­η­τι­κά το δά­χτυ­λό του, εί­πε; «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ός».

Σ’ αυ­τό το δω­μά­τιο κλει­σμέ­νος, ο Χέλ­ντερ­λιν μέ­τρη­σε τα τε­λευ­ταία τριά­ντα έξι του χρό­νια τα όρια του κό­σμου. Συ­νή­θως ένα δω­μά­τιο δί­νει ασφά­λεια· αυ­τό όμως το δω­μά­τιο πολ­λα­πλα­σί­α­σε την οπτι­κή του ποι­η­τή κι έδω­σε στον βα­σι­λιά Οι­δί­πο­δα ένα μά­τι πα­ρα­πά­νω και στον Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ μια ισχυ­ρή φι­λο­σο­φι­κή κα­τα­σκευή ν’ ανα­με­τρη­θεί με την ου­σία της ποί­η­σης. «Ο βα­σι­λιάς Οι­δί­πο­δας έχει ένα/ μά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ίσως» έγρα­ψε ο Χέλ­ντερ­λιν τον πρώ­το χρό­νο κλει­σμέ­νος στο δω­μά­τιο του Τσί­μερ, υμνώ­ντας σύμ­φω­να με τον φι­λό­σο­φο[4]: «την ου­σία της ποί­η­σης – όχι όμως με τη ση­μα­σία μιας άχρο­να έγκυ­ρης έν­νοιας. Αυ­τή η ου­σία της ποί­η­σης ανή­κει σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη επο­χή, Όχι όμως έτσι, ότι έγι­νε σύμ­φω­να με μία ήδη υπάρ­χου­σα επο­χή. Πα­ρά στο βαθ­μό που ο Χέλ­ντερ­λιν στε­ρε­ώ­νει εκ νέ­ου την ου­σία της ποί­η­σης, κα­θο­ρί­ζει μια νέα επο­χή. Εί­ναι η επο­χή των θε­ών που έφυ­γαν και του ερ­χό­με­νου Θε­ού. Αυ­τή εί­ναι η πε­νι­χρή επο­χή, για­τί βρί­σκε­ται σε μια δι­πλή έλ­λει­ψη και δι­πλό μη­δέν: στο όχι πλέ­ον των θε­ών που έφυ­γαν και στο όχι ακό­μη του ερ­χό­με­νου».

Αυ­τός εί­ναι ο Χέλ­ντερ­λιν, ο οποί­ος στο σύ­νο­λό του σύμ­φω­να με τον Πα­πα­τσώ­νη:[5]
απο­τε­λεί ένα αξιο­θαύ­μα­στο τε­ρά­στιο πρό­βλη­μα. Μορ­φι­κά η δη­μιουρ­γία του εί­ναι πο­λύ­ε­δρη. Προ­σφέ­ρε­ται και επι­βάλ­λε­ται στους πολ­λούς, στο ευ­ρύ κοι­νό, και στους λί­γους, τους εκλε­κτούς. Με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο όμως στους μεν και στους δε. Στους πολ­λούς ελ­κύ­ει, όσο κα­νέ­νας άλ­λος ποι­η­τής, με την υπο­βλη­τι­κή λυ­ρι­κή του έκ­φρα­ση και τους υψη­λούς τό­νους. Ο βα­θύς γερ­μα­νι­κός ρο­μα­ντι­σμός του, που απο­τε­λεί ιδιαί­τε­ρο αι­σθη­τι­κό και ηθι­κό κα­νό­να ζω­ής, εντε­λώς διά­φο­ρο από τον γαλ­λι­κό ρο­μα­ντι­σμό…

Η συ­νά­ντη­ση μου με τον Χέλ­ντερ­λιν ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως η ρωγ­μή μιας χω­ρο­χρο­νι­κής ανα­δί­πλω­σης∙ μια βα­θιά με­τα­φυ­σι­κή στιγ­μή —ένα κρακ— που εκ­φρά­ζε­ται με την πλή­ρη κα­τα­νό­η­ση της μο­νό­στρο­φης επι­γραμ­μα­τι­κής ωδής του ποι­η­τή: «Das Unverzeihliche (Το Ασυ­χώ­ρε­το)· ένα τε­τρά­στι­χο απρο­σμέ­τρη­του βά­θους που γρά­φτη­κε το 1798, έτος χω­ρι­σμού του ποι­η­τή με τη Διο­τί­μα του. Θε­ω­ρή­στε λοι­πόν την ενα­σχό­λη­σή μου με τον ποι­η­τή ως μία προ­σω­ρι­νή ερ­γα­σία ή ένα αντι­δά­νειο της ηθι­κής αι­σθη­τι­κής, που επει­δή κά­πο­τε μου πα­ρα­δό­θη­κε, όφει­λα την επι­στρο­φή —μια πλη­ρω­μή.

Εννέα ποιήματα

Το ασυχώρετο

Αν τους φίλους ξεχάσεις, αν τον καλλιτέχνη χλευάσεις,
και το βαθύτερο πνεύμα μικρό και τιποτένιο το περάσεις,
ο Θεός το συγχωρεί, μόνο μην ταράξεις
ποτέ σου την ειρήνη των εραστών

Οι εποχές της ζωής

Εσείς πόλεις του Ευφράτη!
Εσείς δρόμοι της Παλμύρας!
Εσείς δάση των κιόνων στην πεδιάδα της ερήμου,
τώρα τι είστε;
Τα στέμματά σας,
καθώς ξεπεράσατε το όριο
τα πνεύματα της αναπνοής,
μέσα στους καπνούς τ’ ουρανού και
στη φωτιά, τα πήραν·
μα τώρα, κάθομαι κάτω απ’ τα σύννεφα (όπου
καθετί κείται εν ειρήνη) ανάμεσα
σε δεντροστοιχίες βελανιδιών, πάνω
στα ρείκια του ελαφιού, και
μου μοιάζουν ξένα και νεκρά
τα πνεύματα των ευλογημένων.

Συγχώρεση

Ιε­ρή Ύπαρ­ξη! συ­χνά δια­τά­ρα­ξα τη χρυ­σή γα­λή­νη
της θεϊ­κής σου ανά­παυ­σης και για τους πιο μυ­στι­κούς,
βα­θύ­τε­ρους πό­νους της ζω­ής
πολ­λά έμα­θες και συ από μέ­να.

Ω, λη­σμό­νη­σέ τα, συγ­χώ­ρε­σέ τα! όπως εκεί­να τα σύν­νε­φα
μπρο­στά απ’ το γα­λή­νιο φεγ­γά­ρι, δια­βαί­νω· και συ
ησυ­χά­ζεις και λά­μπεις πά­λι
στην ομορ­φιά σου, εσύ γλυ­κό Φως!

Στα μισά της ζωής

Κρέμεται με τα κίτρινα αχλάδια της
κι άγρια τριαντάφυλλα παντού
η γη στη λίμνη,
ω κύκνοι ευγενικοί
κι απ’ τα φιλιά μεθυσμένοι
βουτάτε τα κεφάλια σας
στο καθάριο νερό.

Αλίμονο, πού θα 'βρω
τον χειμώνα τ’ άνθη, και πού
τη λιακάδα
και τη σκιά της γης;
Στέκουν οι τοίχοι
παγωμένοι και βουβοί, μέσα στον άνεμο
τρίζουν οι ανεμοδείκτες.

Ο θάνατος

Μας τρομάζει,
ο θάνατος ο λυτρωτής μας. Απαλός πλησιάζει
αθόρυβα στις πυκνώσεις του ύπνου.

Κι όμως, τρομερός παραμένει κι εμείς βλέπουμε μόνο
βαθιά μέσα στον τάφο, αν ισούται με την ολοκλήρωσή μας
οδηγώντάς μας μέσ’ απ’ τις γρίλιες της νύχτας
στη χώρα της γνώσης.

Σωκράτης και Αλκιβιάδης

«Για­τί σε­βά­σμιε Σω­κρά­τη πά­ντα ευ­νο­είς
τον έφη­βο αυ­τόν; αξιό­τε­ρούς του δεν γνω­ρί­ζεις;
Τι τον κοι­τάς μ’ αγά­πη,
όπως στους θε­ούς, τα μά­τια σου εί­ν’ απά­νω του;»

Όποιος στο­χά­στη­κε το βα­θύ­τε­ρο, αγα­πά το πιο ζω­ντα­νό,
την υψη­λή νιό­τη κα­τα­νο­εί, όποιος μέ­σα στον κό­σμο κοι­τά­ζει
και οι σο­φοί τεί­νουν
μπρο­στά στην ομορ­φιά κι οι ίδιοι να υπο­κλί­νο­νται.

Οι υποκριτές ποιητές

Εσείς ψυ­χροί υπο­κρι­τές, κα­θό­λου για τους Θε­ούς δεν μι­λά­τε!
Έχε­τε γνώ­ση! Μα δεν πι­στεύ­ε­τε στον Ήλιο,
μή­τε στον Αρ­χι­κέ­ραυ­νο, μή­τε στον Πο­σει­δώ­να·
νε­κρή εί­ν' η γη και ποιος θα την ευ­χα­ρι­στή­σει;—

Αχ θε­οί μου! Ακό­μα σας αρέ­σουν τα τρα­γού­δια,
κι όταν από τ’ όνο­μά σας λεί­πει η ψυ­χή,
και μια σπου­δαία λέ­ξη εί­ν’ απα­ραί­τη­τη,
Μη­τέ­ρα Φύ­ση! έτσι σας επι­κα­λού­νται.

Καθώς τα πουλιά αργοδιαβαίνουν

Καθώς τα πουλιά αργοδιαβαίνουν
μπροστά κοιτά
ο πρίγκηπας κι ατάραχος τριγύρω,
στο στήθος του πλανιέται
η σιωπή, ψηλά
μέσα στον αέρα, μα κάτω του λαμποκοπά
η αφθονία των χωρών, κι είναι μαζί του
πρώτη φορά στη νικηφόρα εξερεύνηση τα νεαρά πουλιά.
Έτσι αυτός μετριάζει
το φτεροκόπημα.

Τότε και τώρα

Στα νιάτα μου ήμουν χαρούμενος τα πρωινά,
τις νύχτες έκλαιγα· τώρα που είμαι μεγαλύτερος
η μέρα μου ξεκινά μ’ αμφισβήτηση, όμως
το τέλος της είναι ιερό και γαλήνιο.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιάν­νη Αντιό­χου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: