Κοντάκιον σταυρώσιμον

Κοντάκιον σταυρώσιμον

Προοίμιον Ι

Οὐκέτι φλογίνη ῥομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ...

Δεν έχει πια τη φλόγινη ρομφαία
να φράζει, φύλακας, την πύλη της Εδέμ.
Δέθηκε η φλόγα της αλλόκοτα
με του σταυρού το ξύλο.
Του θανάτου το κεντρί και του Άδη η νίκη
σκορπίσαν, σκόνη.
Και φανερώθηκες, σωτήρ μου,
φωνάζοντας στου Άδη τους φυλακισμένους:
«Εισέλθετε
μες στον Παράδεισο ξανά».

Προοίμιον ΙΙ

Ὡς ἀληθῶς λύτρον ἀντὶ πολλῶν...

Στ’ αλήθεια λύτρο κι απελευθέρωση για πολλούς
καρφώθηκες στο σχήμα του σταυρού,
Χριστέ, Θεέ μας, και μας εξαγόρασες
μ’ έρωτα για τον άνθρωπο
το τίμιο έχυσες αίμα σου
κι άρπαξες τις ψυχές μας του θανάτου
για να μας ξαναφέρεις
στον Παράδεισο.

Προοίμιον ΙΙΙ

Τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια συγχαίρουσι δικαίως τῷ Ἀδὰμ...

Γη κι ουρανός χορεύουνε
γιατί το αξίζει ο Αδάμ
που κλήθηκε να ξαναβρεί
παράδεισο.

ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ: ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ

Οίκος Α΄

Τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθὰ ὁ Πιλᾶτος...

Τρεις έμπηξε σταυρούς στον Γολγοθά ο Πιλάτος
οι δυό ήταν των ληστών κι ένας του ζωοδότη
ο Άδης τον αντίκρυσε και λέει στους δικούς του:
«Στρατιώτες κι αξιωματικοί,
ποιος βύθισε μες στην καρδιά μου το καρφί;
μια λόγχη ξύλινη άξαφνα
με κάρφωσε
και μ’ έκαμε
κομμάτια.
Τα σπλάγχνα ξερριζώνονται,
πονάει η καρδιά μου.
Οι αισθήσεις μου ανάβουν ταραχή στο πνεύμα
στενεύομαι να βγάλω, να ξεράσω
και τον Αδάμ κι όλους του Αδάμ
που μου χαρίστηκαν σαν γεύτηκαν
του δέντρου τον καρπό.
Δέντρο τούς γύρισε
ξανά στον Παράδεισο».

Οίκος Β΄

Ὅτε τούτων ἤκουσεν ὁ δολιόβουλος ὄφις...

Σαν τ’ άκουσε ο όφις ο φαρμακερός
κακόβουλα ταράχτηκε και δρόμο κόβοντας
έτρεξε σερπετός και χολερός και τσίριξε:
«Τι έπαθες, Άδη; Γιατί βαριαστενάζεις;
Γιατί απλώνεις κοπετό;
Το δέντρο ετούτο
που είδες κι έφριξες
τό ’χω παλαιόθεν μαστορέψει
για της Μαρίας τον γιο.
Για το συμφέρον το δικό μας
το ’δειξα στους Ιουδαίους.
Αυτό το δέντρο είν’ ο σταυρός
και πάνω του κάρφωσα εκείνον, τον Χριστό,
γιατί ’θελα με δέντρο να φονέψω
τον δεύτερο Αδάμ.
Λοιπόν, μη σε ταράξει,
δε θα σε κατασπαράξει.
Κράτα καλά όσους έχεις.
Γιατί απ’ όσους κυβερνούμε
ούτ’ ένας δεν θα φύγει
για τον Παράδεισο ξανά».

Οίκος Γ΄

«Ὕπαγε, ἀνάνηψον, Βελίαρ», κράζει ὁ Ἅιδης...

«Ξύπνα και σκάσε, πάρε το φευγιό, Βελίαρ»,
κράζει ο Άδης.
«Τρέχα και ξέπλυνε τα μάτια σου και κοίτα!
Του δέντρου η ρίζα φυτεμένη στην ψυχή μου.
Κατέβηκε βαθιά στα τρίσβαθά μου
για να τραβήξει τον Αδάμ
όπως μαγνήτης σίδερο.
Μια τέτοια εικόνα προζωγράφισε ο Ελισαίος παλιά
βγάζοντας την αξίνα από τον ποταμό
με κάτι ανάλαφρο τράβηξε το βαρύ ο προφήτης
προετοιμάζοντάς σε και διδάσκοντας
ότι με ξύλο είναι να γυρίσει ο Αδάμ
από τα τόσα βάσανα,
ξανά μες στον Παράδεισο».

Οίκος Δ΄

Τίς τοιαύτην ἔννοιαν ὑπέθετό σοι, ὦ Ἅιδη;

«Ποιός σού ’βαλε μες στο μυαλό παλαβομάρες, Άδη;
Γιατί σου κόπηκαν τα ήπατα, φόβος σε πλημμυρίζει,
αφού δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς;
Φοβάσαι ξύλο άτιμο, άκαρπο και ξερό;
Ξύλο που γίνηκε για να σκοτώνονται
κακούργοι κι αιματόχαροι;
Γιατί ο Πιλάτος το ανακάλυψε
υπάκουος στις συμβουλές μου –
και σπαρταράς νομίζοντας πως είναι φοβερό;
Ξύλο που τιμωρεί παντού, σωτήριο το νομίζεις;
Ποιός είναι που σε πλάνεψε; Ποιός σ’ έχει πείσει
πως ο από δέντρο πού ’πεσε θα σηκωθεί με δέντρο
και θα κληθεί ξανά να κατοικήσει
στον Παράδεισο;»

Οίκος Ε'

Ἄφρων ἄφνω γέγονας, ὁ πρώην φρόνιμος ὄφις...

«Σού ’στριψε ξαφνικά, άλλοτε φρόνιμε όφι.
Όλη σου την σοφία την κατάπιε ο σταυρός,
και στην παγίδα του πιάστηκες σαν τ’ αγρίμια.
Άνοιξ’ τα μάτια σου και δες:
στον λάκκο που έσκαβες έπεσες.
Νά το τό ξύλο εκείνο, το ξερό κι άκαρπο
δένει καρπό, τον γεύτηκε ο ληστής
κι έγινε κληρονόμος στης Εδέμ τ’ αγαθά.
Γιατί ’ναι ξύλο δυνατώτερο απ’ το ραβδί
που τον Ισραήλ από την Αίγυπτο έβγαλε έξω.
Το ξύλο τούτο τον Αδάμ τον οδηγεί
μες στον Παράδεισο ξανά.»

Οίκος Στ΄

Παῦσαι, Ἅιδη ἄθλιε· δειλῶν ἀπόσχου ῥημάτων...

«Βούλωσ’ το, Άδη δύστυχε, κι άσ’ τις δειλές κουβέντες.
Γιατί τα λόγια σου τους λογισμούς σου φανερώνουν.
Σού ’κοψε τα αίματα ο σταυρός και ο Εσταυρωμένος;
Ο Εσταυρωμένος κι ο σταυρός του διόλου δεν με σαλέψαν.
Μες στο πολύστροφο μυαλό μου έχω σχέδια.
Θα βάλω μπρος την σκέψη μου και θα του ανοίξω μνήμα
και μέσα του θα παραχώσω τον Χριστό
για νά ’χεις τέλεια και διπλά τα φόβητρά σου
κι από τον τάφο κι από τον σταυρό του.
Και θα σε βλέπω, Άδη, και θα σε περιγελώ.
Γιατί καθώς θα θάβεται στο χώμα ο Χριστός
θα ’ρχομαι να σου λέω:

‘‘Τώρα ποιός θα τον πάει τον Αδάμ
μες στον Παράδεισο ξανά;’’»

Οίκος Ζ΄

Ἔκραξε δὲ ἄθροον πρὸς τὸν διάβολον Ἅιδης...

Τότε ούρλιαξε, όπως τρελός, ο διάβολος στον Άδη,
όπως ανάπηρος σε αόμματο κι όπως τυφλός τυφλού:
«Πρόσεξε, στα σκοτάδια περπατάς, ψηλάφιζε μην πέσεις.
Κι αυτό που λέω νοιώσε το, τεμπέλη χοντροκέφαλε.
Ό,τι έκαμες, έκαμες. Τον έσβησε τον ήλιο.
Γιατί το ξύλο τούτο, που γι’ αυτό καυχιέσαι,
εσάλεψε τα σύμπαντα, συγκλόνισε την γη,
μαύρισε τον ουράνιο θόλο,
τις πέτρες έσχισε μαζί με του ναού το καταπέτασμα
και τους νεκρούς από τα μνήματα ανάστησε
και ψάλλουν βροντερά οι νεκροί:
‘‘Άδη, κατάλαβε επιτέλους
ο Αδάμ χοροπηδώντας τρέχει
μες στον Παράδεισο ξανά’’».

Οίκος Η΄

«Ἴσχυσε πτοῆσαί σε τοῦ Ναζωραίου τὸ ξύλον;»

« Στάθηκε μπορετό να σε τρομάξει του Ναζωραίου το ξύλο;»
σφύριξε ο διάβολος στον ολέθριο Άδη.
Νεκρώθηκες απ΄το σταυρό, εσύ που τους πάντες θανατώνεις;
Κι αν τόσο από τον φόβο σου σε πάγωσε
τούτο το ξύλο,
τότε να φρίξεις έπρεπε με του Αμάν τη σταύρωση
και με τον πάσσαλο που φόνευσε η Ιαήλ τον Σισάρα
με τους σταυρούς τους πέντε όπου κάρφωσε
τους τύραννούς του έναν καιρό ο του Ναυή Ιησούς.
Κι ακόμη περισσότερο ας σε παγώσει ο φόβος
από το αρχαίο φυτό μες στην Εδέμ,
γιατί πέταξε έξω τον Αδάμ και δεν τον ξαναφέρνει
στον κήπο του Παράδεισου ξανά».

Οίκος Θ΄

«Νῦν καιρὸς ἀνοῖξαί σοι τὰς ἀκοάς σου, Βελίαρ·

«Ώρα ν’ αφουγκραστείς. Παίξε τ’ αυτιά, Βελίαρ.
Ώρα να καταλάβεις του σταυρού το κράτος και την δόξα
μα και του Εσταυρωμένου την απέραντη εξουσία.
Τι’ ναι για σένα ο σταυρός; Ανοησία
κι όμως η κτίσις πάσα τον θωρεί θρόνο λαμπρό.
Σ᾽ αυτόν τον θρόνο καρφωμένος κάθεται ο Ιησούς
κι ακούει τον ληστή να του τινάζει την κραυγή του:
"Κύριε, μνήσθητί μου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου."
Κι απ΄του σταυρού του το θρονί
του αποκρίνεται ότι :

¨Φτωχέ μου, από τα σήμερα,
μαζί θα βασιλέψουμε
γιατί ξανά θέλω να΄ρθείς
μαζί μου στον Παράδεισο.»

Οίκος Ι΄

Ὅτε τούτων ἤκουσεν ὁ πολυμήχανος δράκων,

Τούτα ακούγοντας ο τρισπαμπόνηρος ο δράκος
όρμησε λαχανιάζοντας κι όσα άκουσε τα είδε αληθινά,
τον λήσταρχο να μαρτυράει μαζί με τον Χριστό
τον Σταυρωμένο.
Κι άναυδος μπρος στα καταπληκτικά
Στηθοδερνάμενος, κατάπληκτος κι ιδού ο λογισμός του:
«Μιλάει με το ληστή, τους κατηγόρους δεν τους χαμπαρίζει!
Λίγο πρωτύτερα, κουβέντα μια δεν χάλασε για τον Πιλάτο
και να τον τώρα στον φονιά μιλάει και του λέει:
«Κόπιασε να ευφρανθείς».
Tί να’ γινε; Ποιος είδε sταυρωμένον υπερασπιστή
ενός λήσταρχου – για έργα καλά ή λόγια;
Πώς τον αρπάζει
ξανά στον Παράδεισο;»

Οίκος ΙΑ΄

Ὕψωσε δὲ δεύτερον φωνὴν ἰδίαν ὁ δαίμων

Δεύτερο σκούξιμο αλλόκοτο τίναξε ο δαίμονας
κρώζοντας: «Άδη, δέξου με, μόνη καταφυγή μου.
Τα ίδια ο δόλιος έπαθα μη σ’ έχοντας πιστέψει.
Είδα κι εγώ το ξύλο το φρικτό που σ΄ έσκιαξε
μούσκεμα κατακόκκινο μ’ αίματα και νερό.
Σου λέω ανατρίχιασα, απ΄ το νερό, όχι απ’ το αίμα.
Το αίμα είναι η σφαγή του Ιησού
μα το νερό η ζωή του.
Γάργαρο ανάβλυσε νερό η ζωή απ’ την πλευρά του .
Γιατί όχι από τον πρώτο Αδάμ, αλλά απ’ τον δεύτερο
βλάστησε  η Εύα,
μητέρα όσων ζούνε αληθινά
μες στον Παράδεισο ξανά».

Οίκος ΙΒ΄

Ῥήμασι χρησάμενος τοιούτοις ὁ παμπανοῦργος

Λέγοντας τέτοια ρήματα, Σατάν ο αρχιπανούργος
στο τέλος εστενεύτηκε μόλις να ομολογήσει
πως έπεσε στα τάρταρα αντάμα με τον Άδη.
Θρηνολογούν ρεκάζοντας κι οι δυό το πέσιμό τους:
«Τι ’ναι τούτο που πάθαμε;
Πώς μας φύλακισε στους κλάδους του το ξύλο;
Για τον δικό μας όλεθρο φυτεύτηκε στην γη.
Όσο κι αν το κεντρώναμε με τις πικρές τις βέργες
η γλύκα του τις μπόλιασε, η γλύκα του πληθαίνει».
«Αλίμονό μας, σύντροφε!» «Αλί μας, σύντεκνέ μου!»
«Στα τάρταρα που πέσαμε, στα τάρταρ’ ας θρηνούμε.
Τώρα ο Αδάμ περνά ξανά
την πύλη του Παράδεισου».

Οίκος ΙΓ΄

Ὧ πῶς οὐκ ἐμνήσθημεν τῶν τύπων τούτου τοῦ ξύλου·

Ω! Αμνήμονες πιαστήκαμε στου ξύλου τα σημάδια.
Από παλιά φάνηκαν, με χίλιες γλώσσες
τόσο σε όσους σώζονται, όσο και στους χαμένους.
Σαν χάθηκε ο κόσμος της παρακοής
με ξύλο μέσα στην πλημμύρα δε σώθηκε ο Νώε;
Δοξάστηκε με ξύλο ο Μωυσής
κραδαίνοντας σαν σκήπτρο το ραβδί του
κι η Αίγυπτος μες στις πληγές που άνοιξε το ξύλο
όπως σε άπατα νερά βυθίζεται κι επνίγη.
Όσα τώρα έπραξε, από παλιά φανέρωσε
μ΄αλλοιώτικες εικόνες ο σταυρός.
Πώς δίχως κλάμα μένουμε και θρήνο;
Ο Αδάμ γυρίζει
μες στον Παράδεισο. Ξανά».

Οίκος ΙΔ΄

“Μεῖνον, Ἅιδη ἄθλιε", στενάζων ἔφη ὁ δαίμων.

«Για στάσου, Άδη δύστυχε», αναστέναξε ο Δαίμων
«Φιμώσου κι εγκαρτέρησε και βούλωσε το στόμα.
Αχός φτάνει χαρμόσυνος και αγαθάγγελος
σαν φυλλωσιάς στο θρόισμα, λόγων ανέμισμα
απ’ του σταυρού το ξύλο.
Χριστός ο μελλοθάνατος, «Πατέρα», φώναζε, «συγχώρεσέ τους».
Αλλά με τσάκισε ΄κείνο που φώναξε μετά,
πως «δεν καταλαβαίνουν το κακό που κάμνουν οι άνομοι».
Μα εμείς το ξέρουμε καλά πως Κύριος της Δόξας
είναι από αγάπη ο που έπαθε κι ότι σφόδρα το θέλει
να βάλει τον Αδάμ
μες στον Παράδεισο ξανά».

Οίκος ΙΕ΄

Ἆρα ὅπερ ἔδειξε τῷ Μωυσῇ ὁ δεσπότης

Άραγε όταν έδειξε στον Μωυσή ο δεσπότης
το ξύλο που έκαμε γλυκό το πικρονέρι στην Μερράν
τον δίδαξε ποια η ρίζα του, τι ξύλο ήταν εκείνο;
Δεν ήταν τότε η βουλή του να το πει.
Δεν ήθελε.
Μα τώρα σ’ όλους το φανέρωσε.
Ιδού στα πάντα γλυκασμός,
σε μας η μαύρη πίκρα.
Απ’ την δική μας ρίζα αναβλάστησε ο σταυρός,
καθώς τον βύθισαν στην γη
και η γλύκα την πλημμύρισε
αυτή, που πριν αγκάθια ανάτελλαν
στα χώματά της.
Τώρα, όπως το αμπέλι του Σωρήχ
τίναξε τα κλωνάρια
που μεταφυτευτήκανε
μες στον Παράδεισο ξανά.

Οίκος ΙΣΤ΄

Νῦν οὖν, Ἅιδη, στέναξον, καὶ συμφωνῶ σοι τοῖς γόοις·

Γόγγυξε, στέναξε Άδη μου, μαζί σου κι η φωνή μου.
Άς κλάψουμε αντικρύζοντας το δέντρο μας το φυτεμένο–
δες, γίνεται άγιος κορμός
στον ίσκιο του κατασκηνώσανε, στους κλώνους του φωλιάσαν
πόρνες, τελώνες και ληστές, φονιάδες,
για να τρυγήσουνε του γλυκασμού καρπό
από το τάχα ξεροδέντρι.
Ωσάν σε δέντρο της ζωής κρεμιούνται στον σταυρό,
τον αγκαλιάζουν, πάνω του ακουμπάνε
και κολυμπώντας φτάνουνε στο γαληνό λιμάνι
μες στον Παράδεισο ξανά.

Οίκος ΙZ΄

Ὄμοσον οὖν, τύραννε, λοιπὸν μηδένα σταυρῶσαι.

«Τύραννε, ορκίσου μου, λοιπόν, κανένα μη σταυρώσεις.»
«Τάρταρε, υποσχέσου μου κι εσύ, κανένα μη νεκρώσεις.»
«Τώρα που πείρα ελάβαμε, κομμένα τα ξερά μας.
Το πάθημά μας μάθημα ας γίνει στα μελλούμενα.
Κανείς μας να μην τυραννεί το γένος του Αδάμ.
Σφραγίστηκε με του σταυρού την πύρινη σφραγίδα –
σκεύος οστράκινο, θήκη φθαρτή,
που κρύβει ανέγγιχτο και λαμπερό μαργαριτάρι.
Τον μαργαρίτη τούτο λάφυρο άρπαξε,
απάνω στον Σταυρό,
ο τετραπέρατος ληστής.
Έκλεψε και σταυρώθηκε,
λήστεψε και εκλήθη
μες στον Παράδεισο, ξανά».

Οίκος ΙΗ΄

Ὕψιστε καὶ ἔνδοξε Θεὲ πατέρων καὶ νέων

Ένδοξε και ασύλληπτε, των πατέρων μας Θεέ
και των παιδιών μας,
τιμή μας έγινε το περιπαίξιμο κι η χλεύη σου.
Καύχηση και ελπίδα μας μονάχα ο σταυρός σου,
σ΄ αυτόν απάνω καρφώσαμε το νου μας.
Πάνω στο ξύλο του σταυρού τα όργανα ας κρεμάσουμε
κι ας ψάλλουμε εσένα, Κύριε των πάντων,
με τα αρχαία μας τραγούδια της Σιών.
Καράβι έφερε κάποτε από το ξακουστό Θαρσίς,
στην ώρα του, στον Σολομώντα χρυσάφι,
καθώς το λέει η Γραφή.
Σ’ εμάς το τίμιο ξύλο σου,
το μοσχοβολισμένο,
χαρίζει κάθε μέρα, σ’ όλους τους καιρούς
αρίφνητο τον πλούτο.
Γιατί όλους μας αρπάζει
μες στον Παράδεισο. Ξανά.




ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Δημήτρη Κοσμόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: