Οι εφικτοί έρωτες

Σχέδιο του Oscar Sanmartin Vargas για βιβλίο του Όσκαρ Σιπάν
Σχέδιο του Oscar Sanmartin Vargas για βιβλίο του Όσκαρ Σιπάν

————————————————

Η πα­ρού­σα ομα­δι­κή με­τά­φρα­ση εί­ναι προ­ϊ­όν του μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία και με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων Ισπα­νό­φω­νης Λο­γο­τε­χνί­ας στην ελ­λη­νι­κή» που δι­δά­σκει, κα­τά το ακα­δη­μαϊ­κό έτος 2019/20, ο Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος στο ΑΠΘ. Συμ­με­τεί­χαν οι φοι­τή­τριες και φοι­τη­τές: Βά­λια Εμ­μα­νου­η­λί­δου, Σο­φία Ζουρ­να­τζή, Ελέ­νη Ιορ­δα­νί­δου, Πα­ντε­λής Κου­τσια­νάς, Χά­ρης Μαυ­ρί­δης, Δέ­σποι­να Πασ­σα­λή, Ερί­να Ρά­πι, Σο­φία Χα­τζη­σάβ­βα, Nordin Halifi Morales, Natalia Velasco

————————————————

Το μο­να­δι­κό πράγ­μα που ου­σια­στι­κά αξί­ζει εί­ναι η διαί­σθη­ση –– Άλ­μπερτ Αϊν­στάιν

Όταν εί­σαι παρ­θέ­νος, πι­στεύ­εις πως όλοι οι έρω­τες εί­ναι εφι­κτοί ––Έρι ντε Λού­κα

Τε­λεί­ω­σε ο πό­λε­μος και συ­νέ­χι­σα να στέλ­νω ερω­τι­κά γράμ­μα­τα στους πι­λό­τους. Ξυ­πνού­σα την αυ­γή, χα­μο­γε­λού­σα στις φω­το­γρα­φί­ες με τις αφιε­ρώ­σεις που κρέ­μο­νταν από τον κα­θρέ­φτη και κα­θό­μουν να γρά­ψω. Ο Ντό­ριαν άφη­νε πά­ρα πολ­λή σάρ­κα στη φλού­δα του πε­πο­νιού, δεν έκο­βε πο­τέ τα μαλ­λιά του στο γέ­μι­σμα του φεγ­γα­ριού και κοι­μό­ταν προ­φέ­ρο­ντας το όνο­μά μου, με εκεί­νη την ανά­σα του σκύ­λου που ανα­ζη­τά τρού­φες δί­χως τύ­χη. Κά­πο­τε εί­πα στον Ζου­νό ότι οι πυγ­μά­χοι όπως εκεί­νος δεν ήξε­ραν να πα­ραγ­γέλ­νουν σε μια κρε­πε­ρί, και μπό­ρε­σα να δω στο βά­θος του χα­μό­γε­λού του την ανα­ντι­στοι­χία ανά­με­σα στα όνει­ρα και τις μέ­ρες: ο Ζου­νό εί­χε αγα­πή­σει. Τον Μαρ­τσέ­λο δεν θα μπο­ρού­σαν πο­τέ να τον ρί­ξουν κά­τω: εί­χε το μυώ­δες σώ­μα ενός φαύ­νου και εί­χε γεν­νη­θεί για να τον χα­ζεύω γυ­μνό ανά­με­σα στα σα­τέν σε­ντό­νια του ξε­νο­δο­χεί­ου Ταν­χόι­ζερ. Η θλί­ψη του Χόλ­ντεν, κρά­μα τεσ­σά­ρων με­ρών ήτ­τας και ενός μέλ­λο­ντος, ήταν το με­γα­λύ­τε­ρο ζώο στη γη. Πό­τε πό­τε τα χά­δια μου ή το φω­τει­νό σκο­τά­δι ενός σι­νε­μά κα­τά­φερ­ναν να δια­λύ­σουν την απου­σία άλ­λης γυ­ναί­κας. Και ο πό­νος έδι­νε την θέ­ση του σε κά­τι που έμοια­ζε με ελ­πί­δα.

Έγρα­φα κα­θη­με­ρι­νά στους πι­λό­τους μου για­τί έξω όλα ήταν γκρί­ζα. Ενώ ξα­να­ζέ­σται­να τον κα­φέ στο κα­τσα­ρο­λά­κι, ετοί­μα­ζα ένα κρύο φα­γη­τό για να πά­ρω μα­ζί μου και έκλει­να τους φα­κέ­λους, φι­λώ­ντας τους, αφή­νο­ντας ένα ανε­παί­σθη­το ση­μά­δι από κρα­γιόν. Έτρω­γα πρω­ι­νό στα όρ­θια, κρα­τώ­ντας την κού­πα με τα δυο μου χέ­ρια και χτυ­πώ­ντας τα πό­δια μου για να ζε­στα­θώ, έβα­ζα το παλ­τό που κά­πο­τε ανή­κε στη μα­μά και έβγαι­να για να πάω μέ­χρι το τα­χυ­δρο­μι­κό κου­τί. Μέ­σα στην κα­τα­χνιά του δρό­μου που οδη­γού­σε στο χω­ριό −η πλα­γιά με τα βά­τα από τη μια, τα χω­ρά­φια σε αγρα­νά­παυ­ση από την άλ­λη− ξε­πρό­βαλ­λε ένας χει­μω­νιά­τι­κος ήλιος. Δεν αρ­γού­σα πο­λύ να φτά­σω στο αντια­ε­ρο­πο­ρι­κό κα­τα­φύ­γιο και στη λι­θό­στρω­τη πλα­τεία∙ κά­τω από την ανοι­χτή στοά του δη­μαρ­χεί­ου βρι­σκό­ταν το τα­χυ­δρο­μι­κό κου­τί, διά­τρη­το από τα βλή­μα­τα. Τα κο­κό­ρια λα­λού­σαν για δεύ­τε­ρη φο­ρά και εγώ έρι­χνα τα γράμ­μα­τα από τη σχι­σμή. Ήταν η μο­να­δι­κή τε­λε­τουρ­γία που με ένω­νε με το μέλ­λον, εκεί­νο το πα­ρά­σι­το που κα­θο­ρί­ζε­ται πά­ντα από το πα­ρόν.
Μό­λις με έβλε­πε ο Θάρ­κο έσερ­νε τη βα­ριά αλυ­σί­δα κου­νώ­ντας την ου­ρά του, ξε­χει­λί­ζο­ντας από χα­ρά. Εκεί­νος, δια­σταύ­ρω­ση χί­λιων άγριων και ξυ­λο­δαρ­μέ­νων σκύ­λων, κα­λυμ­μέ­νος με ου­λές και αγα­νά­κτη­ση, ανα­γκα­σμέ­νος να φυ­λά­ει την εί­σο­δο του ερ­γο­στα­σί­ου από κου­τά­βι, με εί­χε δια­λέ­ξει ως τη μο­να­δι­κή του φί­λη. Η γλώσ­σα του στο χέ­ρι μου ήταν το κα­λύ­τε­ρο κα­λω­σό­ρι­σμα.
Πε­ρι­μέ­να­με την αλ­λα­γή της βάρ­διας σχη­μα­τί­ζο­ντας ου­ρές στην εί­σο­δο του ερ­γο­στα­σί­ου. Όσες έρ­χο­νταν από άλ­λα χω­ριά έφτα­ναν με πο­δή­λα­το, κα­λυμ­μέ­νες με ένα μα­ντή­λι που άφη­νε εκτε­θει­μέ­να μό­νο τα μά­τια και το χνώ­το. Κα­τέ­βαι­ναν από τη σέ­λα απο­κα­λύ­πτο­ντας το πρό­σω­πό τους και τι­θα­σεύ­ο­ντας το τι­μό­νι, με τη σβελ­τά­δα που σου δί­νει η ζωή όταν την έχεις μπρο­στά σου.
Κα­τά τη διάρ­κεια του πο­λέ­μου φτιά­χνα­με αλε­ξί­πτω­τα· τώ­ρα η πα­ρα­γω­γή εί­χε στρα­φεί προς τα πα­ντε­λό­νια και τις φόρ­μες ερ­γα­σί­ας. Μό­λις πιά­να­με τα μαλ­λιά μας και βά­ζα­με την μπλε πο­διά, κλεί­να­με το ντου­λά­πι και βγαί­να­με από τα απο­δυ­τή­ρια, ανα­μέ­νο­ντας εντο­λές από τον υπεύ­θυ­νο, έναν γε­ρο­ε­πι­βή­το­ρα που πα­ρε­νο­χλού­σε τις πιο όμορ­φες και τις πιο αδύ­να­μες. Κά­πο­τε ήταν μο­να­χός, και γι’ αυ­τό σου μι­λού­σε για την άλ­λη ζωή με τη βρα­χνή φω­νή αν­δρο­πρε­πούς αρ­χάγ­γε­λου, πε­τώ­ντας λα­τι­νι­κού­ρες και πα­ρα­βο­λές, την ώρα που σου χάι­δευε το μπού­τι απρο­κά­λυ­πτα. Στα μι­κρά του μά­τια κοι­μό­ταν το κα­κό, το έκ­φυ­λο, η πα­ρα­βια­σμέ­νη παι­δι­κή ηλι­κία: κλέ­φτης αθω­ό­τη­τας με αντάλ­λαγ­μα λα­θραία σο­κο­λά­τα και υπε­ρω­ρί­ες.
Το με­ση­μέ­ρι, κά­να­με διά­λειμ­μα για φα­γη­τό σε ένα πα­λιό υπό­στε­γο με πά­γκους εκ­κλη­σί­ας και μα­κριές σα­νί­δες κό­ντρα πλα­κέ. Μέ­σα στη φα­σα­ρία από γέ­λια, πι­πε­ρά­τα τρα­γού­δια και κου­τσο­μπο­λιά για χο­ρούς, έβγα­ζα το ση­μειω­μα­τά­ριό μου και ξα­να­ζω­ντά­νευα τους πι­λό­τους μου.

«Για­τί το κά­νεις; Για­τί γρά­φεις όλα αυ­τά τα γράμ­μα­τα;», με ρω­τού­σαν κο­ροϊ­δευ­τι­κά οι άλ­λες ερ­γά­τριες.
«Έχω ένα προ­αί­σθη­μα», απα­ντού­σα εγώ. «Το κλη­ρο­νό­μη­σα από τη για­γιά μου».
Και γε­λού­σαν τρα­ντα­χτά όλες μα­ζί, χω­ρίς να κα­λύ­πτουν τα στό­μα­τά τους, σαν ένα σώ­μα. Ήταν το κα­θη­με­ρι­νό τους αστείο.
Όταν επέ­στρε­φα σπί­τι και άλ­λα­ζα τα λου­λού­δια στους τά­φους του μπα­μπά και της μα­μάς, ένιω­θα γα­λή­νη.

Στη γει­το­νιά έλε­γαν πί­σω από την πλά­τη μου ότι ήμουν τρε­λή, ότι δεν ήμουν πα­ρά μια πι­κρα­μέ­νη γε­ρο­ντο­κό­ρη, αλ­λά τώ­ρα που ξέ­σπα­σε πά­λι ο πό­λε­μος, το μό­νο σπί­τι που δεν έχουν βομ­βαρ­δί­σει, το μό­νο που στέ­κε­ται ακό­μα όρ­θιο, εί­ναι το δι­κό μου.

Όσκαρ Σι­πάν


Δι­ή­γη­μα από τη συλ­λο­γή Quisiera tener la voz de Leonard Cohen para pedirte que te marcharas (Θα ήθε­λα να εί­χα τη φω­νή του Λέ­ο­ναρντ Κο­έν για να σου ζη­τή­σω να φύ­γεις).


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: